Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

Υποτροφία

Θα χωθώ βαθιά στην πολυθρόνα και θ' απλωθώ στο τραπεζάκι, το βλέμμα μου νωχελικά
θα αιωρηθεί στον σκουροπράσινο τρούλο να ψηλαφήσει την γυαλιστερή επιφάνεια πίσω
από τα κυπαρίσσια, θα χοροπηδήσει ανάλαφρα στα κεραμίδια με τα σπουργίτια, κι αφού
χορτάσω προσμονή με χαλαρό το σώμα ολόκληρο, για πρώτη φορά λεύτερα θα σκεφτώ τί
θέλω να κάνω και πραγματικά θ' αποφασίσω.

Τέλειωσα πια την αριθμητική, στέγη-τροφή-ρουχισμός-τσιγάρα-έξοδα κινήσεως, διακόσια
χιλιάρικα για τις ελάχιστές μου ανάγκες και οι τόκοι να καλύπτουν την άνοδο του
πληθωρισμού, όχι απληστίες. Θάταν αγνωμοσύνη να πάω σ' ανταγωνιστές, η κατάθεση
θα γίνει σ' άλλο υποκατάστημα της ίδιας τράπεζας.

Πέντε χρόνια υποτροφία. ΄Ολα τα παλιά, καχεκτικά μου σχέδια σκορπίζανε τώρα στον
άνεμο της άμεσης αυτής προοπτικής σαν διαφημιστικά φυλλάδια και το μυαλό μου
αναρριγούσε κι απόμενε γαλήνιο, κενό, ηδονικά ξεκούραστο. Με μια λαχτάρα, ερωτική
σχεδόν, για τα μελλούμενα κι ευγνωμοσύνη στους χλωμούς υπαλλήλους με τις
μηχανικές κινήσεις, που, μουρμουρίζοντας παράπονα και μην τολμώντας να σηκώσουν
δέκα μοίρες τον λαιμό ενώπιον, οικοδομούσαν τη δική μου λευτεριά. Μήπως μικρότερη
χάρη χρωστούσα στο επιχειρηματικό δαιμόνιο προϊσταμένων και διευθυντών που, με
πειθαρχική εργασία χωρίς ωράριο, κατόρθωσαν να τετραπλασιάσουν την αξία των
μετοχών σε λιγότερο από έξι μήνες και να δημιουργήσουν το αναγκαίο πλεόνασμα. Ο
υπότροφος κατά κάποιο τρόπο είναι και μέτοχος. Καταθέτοντας το ποσό στο
ταμιευτήριο, είχα την ευκαιρία σε σαράντα εξάμηνα, χώρια ο ανατοκισμός, να το αυξήσω
εκατό τοις εκατό. Αυτό είχε βέβαια θεωρητική μόνο αξία αφού θα τόχα στο μεταξύ
ξοδέψει, ξεπληρώνοντας τ' άλλο μου χρέος, να αναπτύξω στον μέγιστο βαθμό τις
ικανότητές μου. Κάνοντας αυτό που θέλω.

Τί θέλω; Πρέπει να βρεθώ στο κατάλληλο ψυχολογικό κλίμα για να το διαπιστώσω
αληθινά. Πώς είναι δυνατόν να το φανταστώ τώρα αφού όλα μου τα χρόνια κάνω ό,τι
υπαγορεύει η ανάγκη; Η απλή, κοινή και τετριμμένη βιοτική ανάγκη. Θα μπορούσα,
λόγου χάρη, να θέλω να σκάβω χαντάκια, ωραία, καλλιτεχνικά, ποιητικά χαντάκια, και
να τοποθετώ ηλεκτρικά καλώδια ή σωλήνες υπονόμων. Να δουλεύω στον τόρνο, τη
φρέζα ή την πρέσσα. Να πουλάω αράπικα φυστίκια ή κρατικά και λαϊκά λαχεία, να γράφω
βιβλία ή να ζωγραφίζω. Να μην κάνω τίποτα για ένα διάστημα. Να ρίξω μιαν αδέσμευτη
ματιά τριγύρω και να ξεκαθαρίσω, όσο μπορέσω, το νόημα και τη θέση σ' αυτόν τον
κόσμο. Να φανώ συνεπής. Για τον σκοπό αυτό κάθε άνθρωπος δικαιούται, έχει
υποχρέωση να πετύχει μια υποτροφία. Και δεν ονομάζεται τεμπελιά γιατί τεμπέλης - με
αρκετή μάλιστα δόση δειλίας - είναι όποιος κουτσά στραβά βολεύτηκε και πού καιρός πια
να πραγματοποιήσει εκείνο που ονειρεύεται και πιστεύει.

Ομολογώ ότι είμαι αρκετά καθυστερημένος στα τριανταπέντε μου, όχι γιατί άργησα ν'
ανακαλύψω την αλήθεια, αλλά γιατί μπήκα κι εγώ στ' αυλάκι, στο χαλινάρι, στον ζυγό
και μούλειπε η τόλμη να κάνω το σωστό. Ν' αποδεσμεύσω τις παραγωγικές δυνάμεις, τις
δημιουργικές ορμές που οδηγούν στο κατώφλι της χίμαιρας. Μα έστω και
αργοπορημένος, έστω και χωρίς των άλλων τη συμμετοχή, έστω και με κίνδυνο να
παρεξηγηθώ, εγώ θα προχωρήσω. Θα κάνω το άλμα χωρίς προστατευτικό δίχτυ, μην
περιμένοντας επευφημίες και θύελλα χειροκροτημάτων. Για μένα και για τα παιδιά.


Τα γράμματα βέβαια ανομοιόμορφα αλλά η ανορθογραφία άψογη, τρία λάθη η σωστή
αναλογία. ΄Εκοψα μεθοδικά το τελευταίο έγκλημα, ψαλλίδισα τις διεθνείς ειδήσεις,
προσεκτικά διαμέλισα την αεροπειρατεία και τις πρόσφατες κυβερνητικές δηλώσεις. Εξ
αρμοδίου πηγής. Εύκολα βρήκα τα κεφαλαία σίγμα για τις ΤΕΣΕΡΕΙΣ ΔΑΙΣΜΙΔΕΣ, μα
για τα μηδενικά αναγκάστηκα τελικά να χρησιμοποιήσω όμικρον και να γυρίσω στις
αθλητικές σελίδες για το πεντάρι. Τρεις οριζόντιες με τον παλιό χάρακα (κάτω από το
ΗΡΕΜΑ ΚΡΑΤΑΩ ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΟ η γραμμή ξέφυγε και στράβωσε), άφθονη γκόμα στο
χαρτόνι και η αίτηση ήταν έτοιμη γεμάτη υποσχέσεις. Με τα καουτσουκένια γάντια για
τα πιάτα, καθαρή δουλειά χωρίς αποτυπώματα.

Μάζεψα τη στοίβα από κιτρινισμένες εφημερίδες, όχι αυτές που συνήθιζα να διαβάζω, το
μπουκαλάκι, τα ψαλλίδι και τ' αποκόμματα, έβαλα την αίτηση στο συρτάρι του γραφείου,
βγήκα προσεκτικά στον διάδρομο, αφού πρώτα αφουγκράστηκα κάμποση ώρα, κι έχωσα
τα σκουπίδια στο δοχείο του γείτονα. ΄Εκλεισα το καπάκι σαν νάβαζα την επίσημη
σφραγίδα στο έγγραφο της υποτροφίας.

Τα σύνεργα, περούκα μακριά ξανθά μαλλιά, μουστάκι να χαϊδεύει το σαγόνι, πλαστικοί
σβώλοι για τα μάγουλα, ένα ρολό τσιρότο, όλα από την αντιπροπέρσινη αποκριά,
αραδιασμένα στο ράφι του μπάνιου. Δοκιμή το μουστάκι και μορφασμός επιδοκιμασίας.
Στην ντουλάπα το παμπάλαιο πράσινο σακίδιο με την κουβέρτα πατηκωμένη μέσα, και
δίπλα, τ' αναπηρικό παπούτσι με τη χοντρή σόλα. Ο ξανθός, μακρυμάλλης, κουτσός,
κάπως βρώμικος τουρίστας δες θάμοιαζε ασφαλώς με υπότροφο τραπεζικού ιδρύματος
αλλά καθόλου, τουλάχιστον, και με μένα.

Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω και μιαν άλλη πρωτότυπη μεταμφίεση, να κόψω δηλαδή
τα μαλλιά μου κοντά, να φορέσω καλοσιδερωμένο κοστούμι, λευκό, άψογο πουκάμισο με
γραβάτα και καρφίτσα, μαντήλι στο τσεπάκι, γυαλισμένα παπούτσια και ύφος πρόθυμο
και υποτακτικό ή αγέρωχο και αδιόρατα περιφρονητικό. Τότε θα περνούσα πραγματικά
απαρατήρητος, το βλέμμα θ' αδυνατούσε να σταθεί επάνω μου, θα ενσωματωνόμουν
απόλυτα στο περιβάλλον. Ποιός προσέχει μια μαύρη πλαστική πολυθρόνα, ένα καφέ
γραφείο, τους γκρίζους τοίχους; Η ευσυνειδησία όμως με την οποία εργαζόμουν
σταματούσε εδώ. Αδύνατον να κατανικήσω την προσωπική μου αντιπάθεια γι αυτού του
είδους το μασκαραλίκι. Καλύτερα φτωχοτουρίστας.

Και βέβαια η όλη υπόθεση είναι συναρπαστική. Και δίκαιη, δίχως άλλο. Βάζω εγώ στη μια
παλάντζα πέντε έως δέκα χρόνια ζωής, έστω και στο μαγγανοπήγαδο, και τον πρότερον
έντιμον βίον ή λευκόν ποινικόν μητρώον, κι η τράπεζα από την άλλη την τιμήν μου,
διακόσια χιλιάρικα. Μηδαμινό ποσό. Αν κάποιος διακινδυνεύει πιο πολλά αυτός είμαι
αναμφισβήτητα εγώ κι όχι όσοι θα εισπράξουν από την ασφαλιστική εταιρία κλάσμα της
δραχμής λιγότερο μέρισμα κατά μετοχή. Δια της δικαιοσύνης η ελευθερία, δια της
ελευθερίας η κατάκτηση της ελπίδας και του μέλλοντος, μαζί με το παιχνίδι και τον
κίνδυνο, πούναι η ουσία της ζωής.

Τί θα γινόταν αν αυτό το κάναν όλοι; Χάος κι εξουδετέρωση των πλεονεκτημάτων. Μα
ποτέ, τίποτα δεν το κάνουν όλοι, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μια πράξη θάρρους. Στο
κάτω κάτω είναι και κουτό επιχείρημα, γιατί τί θα γινόταν αν όλοι αγοράζανε από ένα
μηχανάκι και τρέχανε στους δρόμους της πόλης και τί θα γινότανε αν όλοι παύανε
ξαφνικά ν' αγοράζουν ψυγεία, κουζίνες, πλυντήρια, τηλεοράσεις, μαγνητόφωνα,
ραδιόφωνα, μίξερ, φρυγανιέρες ή αν ακόμα όλοι αποσύρανε τις καταθέσεις τους από τις
τράπεζες, όπως έχουν απόλυτα νόμιμο δικαίωμα; Κάθε πράξη κρίνεται από μόνη της και
κάθε άτομο δίνει λογαριασμό για τον εαυτό του και μόνο.

Με πλήρη ψυχική ηρεμία βγήκα λοιπόν και κατηφόρισα ευδιάθετος την Παύλου Μελά
μπροστά από τις εκθέσεις επίπλων (τί κρυφή φιλοδοξία νεκροπομπού αυτή
κρεββατοκάμαρα ψευδοΛουί Κένζ), το προποτζίδικο με τα λαχεία από πάνω ως κάτω στη
βιτρίνα (κάποτε βασιζόμουν και στην τύχη, αλλά αντί για μένα ευνοούσε τους
αγαθοεργούς σκοπούς, όπως την ανέγερση του ιερού ναού της τάδε κωμοπόλεως, τους
άλκιμους ή τους ναυτοπροσκόπους) και το φωτογραφείο (προφίλ-ανφάς αρχείο άνω
πόλεως και ποδοσφαιρικό).

Στάθηκα στο κιγκλίδωμα για μια τελευταία αναγνώριση του εδάφους. Κάποιες χρήσιμες
γνώσεις μου μείνανε κι από τη θητεία. Το κάθε τι στη θέση του. Ο διευθυντής κοντά
στην είσοδο πάντα σοβαρός, σταχτοδοχεία, πτυελοδοχεία, μερικοί αναιμικοί υπάλληλοι
εδώ, γυαλιστερά γκισέ, έντυπα, γραφομηχανές και καρτελοθήκες, ο ταμίας απέναντι,
δώδεκα η ώρα της μεγάλης κίνησης, καλύτερα η δουλειά να γίνει κατά τη μία που θάναι
μπαφιασμένοι να καταγράφουν και να μετράνε τα λεφτά των άλλων. Το πρόσχημα,
άνοιγμα ενός λογαριασμού. Το μαγικό ραβδί που γλυκαίνει την έκφραση του τραπεζικού,
γεννάει λαδωμένα, συνοικιακά χαμόγελα, του δίνει την εκπλήρωση.

΄Ολα λοιπόν μελετημένα, σχεδιασμένα, προγραμματισμένα κι η ψυχραιμία μου
αδιατάρακτη. Καμιά κινηματογραφική σκοπιμότητα να υπαγορεύσει το απίθανο λάθος.
Το έγκλημα αποδίδει κι εδώ και στο εξωτερικό, ρωτήστε όποιον θέλετε που τάχει
οικονομήσει νομίμως, ακόμα και τους δημοσιογράφους που ασκούν κοινωνικό
λειτούργημα, πόσο αυξάνεται η κυκλοφορία της εφημερίδας όταν τα διαφημίζουν με
πηχιαίους τίτλους στην πρώτη σελίδα.
Δεν μ' ενδιαφέρει να συζητήσω τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης μου, αρκούμαι στα
φώτα του ποινικού κώδικα που ισχυρίζεται ότι πρόκειται για απλή ληστεία. Με ευγενικά,
θα πρόσθετα, κίνητρα. Οι νομοθέτες σπάνια διακρίνονται για τη φαντασία τους.
Κατασκευάσανε αρχικά ένα χοντροκομμένο ρόπαλο για να προστατεύσουν τα
κεκτημένα των παλαιών ληστών από τους νέους και βαθμιαία το λέπτυναν, το
επεξεργάστηκαν, το καμουφλάρισαν επιτήδεια.

Και όμως πρόκειται για μια κλασική περίπτωση αναγκαστικής υποτροφίας, μολονότι
κάποιος τυπικός δημόσιος υπάλληλος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι μάλλον εμπίπτει
στην κατηγορία των παραγωγικών δανείων. ΄Οπως και νάχει το πράγμα, η μεγαλοφυΐα
της, η τελειότητά της έγκειται στο γεγονός ότι ενδεχόμενο αποτυχίας δεν υπάρχει, ο
αντικειμενικός σκοπός θα επιτευχθεί. Δεν το λέω από εγωισμό αλλά ύστερα από
ρεαλιστική αντιμετώπιση της καταστάσεως. Το μέσα ή έξω δεν έχει και μεγάλη διαφορά,
θα προτιμούσα ασφαλώς το έξω χωρίς να παραγνωρίζω και τα πλεονεκτήματα του μέσα.
Μοναδικές εμπειρίες για παράδειγμα, ενδιαφέροντες τύποι, το θέατρο της δίκης. Με
κάποια σχετική έλλειψη ανέσεων και περιορισμό κινήσεων. Ο αποφασιστικός όμως
παράγοντας υπέρ του έξω είναι ότι μπορεί κατά βούληση να μετατραπεί σε μέσα. Ενώ το
μέσα είναι μέσα.

Κείνο το βράδι, διακόπτοντας μια μακροχρόνια συνήθεια, γύρισα νωρίς στο σπίτι μου,
χαμήλωσα το τηλέφωνο τόσο που να μην ακούγεται σχεδόν καθόλου, ανακεφαλαίωσα
ατο σχέδιο και το χρονοδιάγραμμα, έσβησα το φως να κοιμηθώ τον ύπνο του δικαίου.


Λίγο πριν ξημερώσει η μεγάλη μέρα ονειρεύτηκα ... ότι πετούσα πάνω από την πολιτεία
σαν το μαγικό χαλί, μαζεύοντας χεριές τις κεραίες από τις ταράτσες, κι αφού τις έκανα
μπουκέτα τις φύτευα σ' αφρόχωμα και ξεπετάγονταν μεθυστικά λουλούδια ... ότι
ταξίδευα από κορφή σε κορυφή βουνού, έπινα δροσερό νερό από τα σύννεφα κι
αναπαυόμουνα επάνω στα κλαριά των δέντρων. Ο ήλιος πρόβαλλε κοντά, τόσο κοντά
που λες πως θα μπορούσα να τον αγγίξω.

από τη συλλογή διηγημάτων Εγνατία οδός, 1973

4 σχόλια:

Νικόλας Παπανικολόπουλος είπε...

Καλησπέρα Τόλη, κι από εδώ..
Χαίρομαι που σε διάβασα! :))

Poet είπε...

Καλωσόρισες, Νικόλα. Χαίρομαι κι εγώ. Ας ελπίσουμε ότι θα έχουμε μια τακτική επικοινωνία.

kanella16 είπε...

Κι ύστερα από τέτοιο όνειρο αγαπάς διπλά το κόσμο και δε νιαζεσαι για..υποτροφίες τέτοιου τύπου και τα ρέστα. Μόνο να μπορούμε να ονειρευόμαστε Τόλη μου, αυτή είναι η υπέρβαση!

Poet είπε...

Αυτό το διήγημα γράφτηκε πριν 40 χρόνια, Ευγενία μου. Όταν το όνειρο μπορούσε να γίνει πράξη. Πραγματική υπέρβαση. Τώρα και ως όνειρο τολμηρό είναι.