Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

6 - Το αθώο τετράποδο


Η Μιράντα Χαλκίδη, ή σκέτη Άντα, ακόμη και Αντούλα για τους οικείους και τους φίλους της, ήταν
μια ευαίσθητη, προικισμένη και πολύ καλλιεργημένη γυναίκα. Και ιδιαίτερα κοινωνική και ευγενική
 από τα παιδικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη, όταν δεν μπορούσε καν να διανοηθεί ότι θα σπούδαζε
στη Γερμανία, θα ερωτευόταν κάποιον Κουρτ και θα πρόσθετε ένα Στάιν με παύλα στο επώνυμό της,
 ότι θα αποκτούσε δυο παιδιά, θα ζούσε στη βόρεια αυτή χώρα για αρκετές δεκαετίες και κάποτε θα
χώριζε, ότι θα γινόταν γνωστή ποιήτρια σε δύο γλώσσες, διαπρεπής μεταφράστρια, κριτικός και
ανθολόγος και ότι θα γύριζε στην πατρίδα σε ώριμη πλέον ηλικία. Για να ξανασυναντήσει κάποιους
 από τους εφηβικούς της φίλους, σημαντικά πλέον πρόσωπα στην κοινωνία της πόλης και όχι μόνον,
όπως τον απόμαχο ποιητή του ανορθόδοξου έρωτα και γκουρού της λογοτεχνίας και τον αντίπαλό του
 σε πολλά φιλόλογο, μελετητή και ομότιμο καθηγητή του πανεπιστημίου, για να ενταχθεί στις
 λογοτεχνικές παρέες, να εγκατασταθεί και να ζήσει μόνη κι έρημη στο πληκτικό αυτό χωριουδάκι
στις παρυφές της φυσιολογικά ανεξέλεγκτης αστικής επέκτασης προς τα ανατολικά. Σε μια παλιά
ευρύχωρη και ψηλοτάβανη αποθήκη που, με το εκλεπτυσμένο γούστο της, με προσωπική εργασία και
 όχι ευκαταφρόνητα έξοδα, είχε μετατρέψει σε θελκτικό και φιλόξενο σπίτι και για τους άλλους
ποιητές και πεζογράφους.

Τις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα, όταν ήταν ένα χαριτωμένο, ελκυστικό και ανίδεο κορίτσι
της αριστεράς και, όπως όλοι οι νεαροί διανοούμενοι και καλλιτέχνες της παρέας της, πίστευε
ολόψυχα στα μεγάλα κοινωνικά φετίχ, ελάχιστα προέβλεπε τα επερχόμενα και απολύτως τίποτα δεν
 φανταζόταν για τα πράματα και θάματα που θα προσκόμιζε ο νέος αιώνας. Ούτε κατά τη διάρκεια της
 επάρατης επταετίας όταν ανέμιζε τα κόκκινα μαλλιά, τα λάβαρα και τα πανό της σε πορείες και
 διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στο Μόναχο, την Κολωνία ή το Βερολίνο και κατέληγε στο σπίτι
βραχνιασμένη και ψόφια από την κούραση αλλά με μιαν ηδονική αίσθηση εκπλήρωσης.

Την ενοχλούσε ακόμη βέβαια το σαρδόνιο γέλιο της ιστορίας που, όταν δεν εξοφλεί τους παλιούς
 λογαριασμούς της μέσα σε ένα λουτρό αίματος, όλα τα ανατρέπει και όλα τα εμπαίζει, με πρώτες
 στο ανελέητο στόχαστρό της τις αγαθές προθέσεις. Που συνήθως χρησιμοποιεί ως σύντριμμα για να
 επιστρώσει τον δρόμο προς το γνωστό αποτρόπαιο φόβητρο των θρησκόληπτων σε επίγεια εκδοχή.
 Αναπόφευκτα όμως είχε συμβιβαστεί με τη σκληρή πραγματικότητα της νέας εποχής. Είχε
συμβιβαστεί στον βαθμό που της επέτρεπε η ανάμνηση μιας χαμένης άνοιξης και ο αθεράπευτος
ρομαντισμός της, ο οποίος αποτελούσε μάλλον ισχνή εγγύηση για την ασφάλειά της.

Ακόμη και τώρα που έφερε ανεξίτηλες στο σώμα, το πρόσωπο και τα βαμμένα της μαλλιά τις
αυθαίρετες και φθονερές επεμβάσεις του χρόνου, η Μιράντα Χαλκίδη-Στάιν ασφαλώς διατηρούσε
 ίχνη απ’ την παλιά της τσαχπινιά και σχεδόν αυτούσια την ευγένεια και τη γλυκύτητά της («λέγε με
Άντα, καλέ»). Διατηρούσε αυτούσιο το μεσογειακό χαμόγελο και την εγκαρδιότητά της, καθώς το
 ταξί στο οποίο είχε επιβιβαστεί συνέχιζε τη μακρινή διαδρομή του από την πυρίκαυστη καρδιά της
πόλης προς τα περίχωρά της.

Νωρίτερα το ίδιο βράδυ, η διεισδυτική και γλαφυρή εισήγησή της πλάι στο πιάνο της Ποιητικής
Εστίας, θαυμάσια διακοσμημένης με αφίσες, φωτογραφίες, χειρόγραφα, αυτόγραφα και άλλα
αναμνηστικά από τη σταδιοδρομία του εξέχοντος οικοδεσπότη, είχε μεγάλη επιτυχία. Όπως και η
ανάγνωση των ποιημάτων του τιμώμενου γνωστού υπαρξιακού ποιητή. Όπως οι εξίσου
 ενδιαφέρουσες ερωτήσεις που υποβλήθηκαν και η συζήτηση που ακολούθησε με το πλήθος των
περίπου είκοσι πέντε παριστάμενων, κυρίως συγγενών του και ομότεχνων, για τον πηγαίο λυρισμό,
 το γνήσιο θρησκευτικό συναίσθημα, τις ανιχνεύσεις, τα φανερά και τα κρυμμένα, τα σαφή και τα
 υπονοούμενα στο σημαντικό έργο του ποιητή. Τα αυτονόητα θερμά συγχαρητήρια για την ομιλία της,
το μπρούσκο κόκκινο κρασί μετά, τα ανέκδοτα και τα φιλικά πειράγματα στην παρακείμενη καφετέρια
 με μερικούς από τους ευάριθμους αμετανόητους εραστές της αριστοκρατικότερης των τεχνών, είχαν
τονώσει ακόμη περισσότερο την ευχάριστη διάθεσή της παρά την καθιερωμένη
βασανιστική μουσική υπόκρουση.

Παρόλο που ήταν κουρασμένη και ελαφρά ζαλισμένη, ναι, πράγματι είχε κάνει φιλότιμες απόπειρες
να αρχίσει μια στοιχειώδη μεταμεσονύκτια κουβέντα για τούτο και για κείνο με τον ογκώδη και
σκυθρωπό οδηγό που ξεχείλιζε εμφανώς από το κάθισμα μπροστά αριστερά της. Με αποτέλεσμα,
 την τρίτη και τελευταία όπως αποδείχτηκε φορά, να του αποσπάσει κάτι ανάμεσα σε ρόγχο, γρύλισμα
 και σπηλαιώδες μουγκρητό, διανθισμένο με ακατάληπτες, ηχητικά ενοποιημένες λέξεις, που την
 έπεισε έστω και απρόθυμα να παραιτηθεί από την προσπάθειά της.

Άφησε λοιπόν το βλέμμα της να πλανηθεί αφηρημένα έξω απ’ το παράθυρο στις πολύχρωμες
φωτεινές επιγραφές και τις προθήκες των καταστημάτων και σε κάποιες πιο φωτεινές ακόμη παρέες
 αγοριών και κοριτσιών, που γελούσαν ξένοιαστα και πειράζονταν στο πεζοδρόμιο. Σχεδόν αυτόματα,
 αυτό προκάλεσε μιαν οδυνηρή αναδρομή πίσω απ’ την ομίχλη στα ερωτικά φαντάσματα των
 νεανικών της χρόνων, που προσπάθησε απεγνωσμένα και κατάφερε να εξορκίσει μόνον όταν το
αυτοκίνητο είχε αφήσει πίσω του το πολεοδομικό συγκρότημα και όταν στην αναγκαστική σιωπή της
 είχε προστεθεί η σκοτεινή γαλήνη του περιβάλλοντος.

Πέρασαν μπροστά από σκόρπια τετράγωνα χωριατόσπιτα, από διάφορους σύγχρονους οικισμούς
και κατάκλειστες μεμονωμένες τεράστιες επαύλεις με επαγγελματικά φιλοτεχνημένα προκήπια, κατά
διαστήματα από αστραφτερές εκθέσεις κάθε είδους εμπορευμάτων και από εγκαταλειμμένα
μελαγχολικά εργοστάσια, από κυκλοφοριακούς λαβύρινθους και στενωπούς με παραπειστικές
πινακίδες, από ανηφόρες, κατηφόρες και απότομες στροφές αλλά, χάρη στις ακριβείς και λεπτομερείς
 οδηγίες της, ο οδηγός δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να φθάσει στο δικό της σπίτι
στην κορυφή ενός καταπράσινου λόφου και να σταματήσει έξω απ’ το μικρό προαύλιο.

Η Άντα έκανε με κόπο τη λιγότερο μπροστινή και περισσότερο πλάγια κίνηση για να βγει απ’ το ταξί,
μια και οι ενοχλήσεις από τις φθορές και τις στενώσεις στους σπονδύλους της, κάτω από το
 εξαιρετικά κομψό ντύσιμο, είχαν επιδεινωθεί μετά την πολύωρη καθιστική της στάση και τη
 γενικότερη καταπόνηση της βραδιάς, πλήρωσε τον οδηγό, αφήνοντάς του κι ένα ικανοποιητικό
φιλοδώρημα, του έδωσε κατατοπιστικές οδηγίες για την επιστροφή και τον ευχαρίστησε. Και τότε
\διέπραξε το μοιραίο σφάλμα με τις εντελώς απρόβλεπτες συνέπειες.

Όχι ότι του είπε χαμηλόφωνα «καληνύχτα» μία φορά χωρίς να αξιωθεί απάντηση αλλά ότι
αποτόλμησε να του πει και δεύτερη, ελαφρά σκυμμένη απ’ έξω προς το μέρος του. Γεγονός το οποίο
 θα μπορούσε σαφώς να εκληφθεί ως άτοπη έκκληση για ανταπόδοση. Εκείνος τότε εδέησε να
 γυρίσει ελαφρά ένα γωνιώδες και μαλλιαρό κεφάλι με έκφραση βαρεμάρας ανάμικτης με ορεσίβια
 περιφρόνηση. «Με ρωτάς εμένα, βρε ρεμάλι», της πέταξε με περισσότερα φωνήεντα και σαφώς
 καλύτερη άρθρωση τώρα, ενώ έσβηνε την πλαφονιέρα του, «αν έχω όρεξη να σου πω καληνύχτα;
Άντε από δω!».

Ε, τις επόμενες και μεθεπόμενες κινήσεις, σκέψεις και αντιδράσεις της, μπόρεσε και μάλιστα
 αστραπιαία να τις προβλέψει το μουδιασμένο μυαλό της Άντας, καθώς έμεινε ως βιβλική στήλη
 άλατος στο πεζοδρόμιο. Με τα χέρια ανοιχτά, το μέτωπο στραμμένο προς τον έναστρο ουρανό και
την οδυνηρή απορία στα μάτια. Και μόνο μ’ ένα μισοφέγγαρο να της δηλώνει τη χλομή του
 συμπαράσταση.

Θα έβλεπε το ταξί να απομακρύνεται στο βάθος του εξοχικού δρόμου, θα σκεφτόταν ότι ούτε καν
είχε κάνει στον ταξιτζή παρατήρηση για το κάπνισμα, θα τον χαρακτήριζε αγανακτισμένη και μάλιστα
ηχηρά με το όνομα ενός αθώου τετράποδου, όχι εκείνου που κυλιέται ηδονικά στη λάσπη, μα του
στωικού γκρίζου υποζυγίου που μασουλάει αμέριμνα το χορταράκι, απαλλαγμένο πλέον απ’ το βαρύ
 φορτίο και το σάγμα του, και ήδη θα αισθανόταν τύψεις που, έστω κατά τα καθιερωμένα, το είχε
εμπλέξει άδικα στο ατυχές περιστατικό.

Καθώς λοιπόν θα πρόφερε το όνομά του, πρώτα στο ουδέτερο, μετά στο αρσενικό και τελικά σε
διπλή πολυσύλλαβη μονολεκτική εκδοχή, μπόρεσε ακόμη να προβλέψει ότι θα έσερνε μετά τα
 μπαϊλντισμένα βήματά της ως την εξώπορτα του σπιτιού, ότι θα έριχνε μια στιγμιαία ματιά στις
άσπρες και κόκκινες γλάστρες από τις δύο μεριές του πλακόστρωτου διαδρόμου, θα έψαχνε στο
 βάθος της τσάντας της το κλειδί, ανάμεσα σε ένα σωρό γυναικεία μικροαντικείμενα, θα άνοιγε με τη
 δεύτερη ή την τρίτη προσπάθεια και θα βροντούσε πίσω της την πόρτα, θα άναβε όλα τα φώτα, ενώ
θα την έπνιγε η αδύναμη οργή της για την κατάφωρη αδικία.

Μπόρεσε να προβλέψει ότι θα έπαιρνε μερικές βαθιές αναπνοές, θα παρέβαινε τον κανόνα της και θα
έπινε νερό για πρώτη φορά απευθείας απ’ το πλαστικό μπουκάλι του ψυγείου, ναι, θα παρέβαινε
όλους τους κανόνες. Θα πατούσε το σωληνάριο μπροστά και θα βούρτσιζε τα δόντια της με διπλή
 δόση οδοντόκρεμας, θα έβγαζε τα παπούτσια της χωρίς να σκύψει και θα τα πετούσε μακριά, θα
 μάλαζε τα πονεμένα πόδια της, θα φορούσε το κεντημένο βαμβακερό νυχτικό της και θα
 διεκπεραίωνε μηχανικά τα υπόλοιπα διαδικαστικά για την κατάκλιση. Ενώ θα περνούσε βαθμιαία από
την έξαψη της οργής στη σχετική χαλάρωση και στην πρόσκαιρη ελαφριάς μορφής κατάθλιψη, που
προκύπτει όταν έχει κανείς εξουθενωθεί και η εδραιωμένη από μιας ζωής σκέψη και μελέτη
 φιλοσοφική του διάθεση αδυνατεί πλέον να αντιμετωπίσει την κραυγαλέα βαρβαρότητα.

Τέλος, θα ακουμπούσε το κεφάλι της στο διπλό μαξιλάρι, θα έμενε εκεί για λίγο με κλειστά τα μάτια
και θα φανταζόταν τον ταξιτζή να αιωρείται κρεμασμένος από το γυμνό κεντρικό δοκάρι του σπιτιού.
Θα γύριζε μετά και θα διάλεγε ένα βιβλίο από τα αδιάβαστα της στοίβας στο ράφι πλάι στο κρεβάτι,
οπωσδήποτε αστυνομικό ή θρίλερ, θα ταυτιζόταν σχεδόν συνειδητά με τα θύματα και θα άφηνε τον
συγγραφέα να πάρει σκληρή, αδυσώπητη, έστω και μυθιστορηματική, εκδίκηση στο τέλος. Τότε και
μόνον τότε θα έβγαζε την καπνοσακούλα της απ’ το συρτάρι, θα έστριβε ένα τσιγάρο με εκλεκτό
 μυρωδάτο ανατολικό καπνό και θα το κάπνιζε αργά ως το τέλος με πέντε-έξι βαθιές, παρατεταμένες,
απολαυστικές ρουφηξιές. Τότε και μόνον τότε θα ήταν έτοιμη να παραδοθεί στη βουβή επίκληση και
στο όνειρο ενός άλλου κόσμου.