Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

μαθητής και μαθητευόμενος

Υπήρξα κάποτε αρσενικό βαρύ κι ασήκωτο. Με την όραση και την ομιλία μου απόλυτα
εξαρτημένες απ’ την καφεϊνη και τη νικοτίνη. Για να ανοίξω τα μάτια και πολύ αργότερα το
στόμα μου, χρειαζόταν μια σκυθρωπή διαδικασία προσαρμογής στη μέρα από τη νύχτα.
Σκου-ντουφλούσα στις γωνιές του κρεβατιού, αναστέναζα στο μπάνιο, μούγκριζα στην
κουζίνα. ΄Η και τα τρία μαζί. Πλενόμουν και ξυριζόμουν με τυφλό σύστημα (το πιο δύσκολο
πληκτρολόγιο), συχνά έκοβα στη βιασύνη μου την ελιά κάτω απ’ τη μύτη και έβαζα,
βρίζοντας, καπνό για να σταματήσει το αίμα. Υπνοβατούσα ψάχνοντας τα ρούχα μου, και
ύστερα στον δρόμο, στο λεωφορείο, στην κάθοδο για το γραφείο. Επικοινωνούσα με ποικίλες
χειρονομίες, νεύματα και μισές λέξεις με φίλους, γνωστούς και συναδέλφους, κάπνιζα
αλλεπάλληλα τσιγάρα κι έπινα έναν, δυο, τρεις καφέδες, τούρκικους και γαλλικούς.
Θεωρούσα το ξυπνητήρι όργανο βασανισμού κι άρχιζα να ανέχομαι το τηλέφωνο μετά τις
δέκα το πρωί.

Η λεπτή παιδική φωνή από το διπλανό δωμάτιο μού έκοψε απότομα την τελευταία και πιο
γλυκιά φάση του ύπνου μαζί με το χουζούρι.
- Μαμάαα.
Πέταξα τις κουβέρτες από πάνω μου και σηκώθηκα ακαριαία, βγήκα ξυπόλητος στο μάρμαρο,
μπήκα ξυπόλητος στο σανίδι, πλησίασα και στάθηκα πάνω απ’ το ξύλινο κρεβατάκι. Μόλις με
είδε εκείνος, σκοτείνιασε και δήλωσε κοφτά:
- Μαμά μου λέλω.
Άνοιξα τις κουρτίνες διάπλατα για να γεμίσει το ανατολικομεσημβρινό δωμάτιο από τον
χειμωνιάτικο ήλιο. Πίσω και δίπλα του, όλα τα χρώματα κι οι ζωγραφιές, το ποίημά του στην
κορνίζα, η μεγάλη φωτογραφία του στον τοίχο, τα παιδάκια και το γατί της αφίσας, ακόμη
και το πλαστικό αρκουδάκι της μουσικής, μου έκλειναν το μάτι.
- Έλα, αγόρι μου, να πούμε καλημέρα στα σπουργίτια μέσα στα πεύκα, εδώ κάτω απ’ το
μπαλκόνι σου.
- Εγώ λέλω μαμούλα.
- Η μαμά είχε δικαστήριο σήμερα και έφυγε νωρίς. Έλα να πιεις εσύ το γάλα που σου έχει
ετοιμάσει η μαμά κι εγώ τον καφέ μου, παρέα.
Το κατάξανθο κεφαλάκι μισοσηκώθηκε από το μαξιλάρι και το καστανά μάτια κάτω απ’ τη
φράντζα του με αναμέτρησαν επιφυλακτικά.
- Λαλείο;
- Ναί, Νικολάκη, ο μπαμπάς θα πάει στη δουλειά του κι εσύ στο σχολείο.
- Δε λέλω λαλείο.
- Πρέπει, μικρό μου.

Σαν να πήρε ξαφνικά μια δύσκολη απόφαση, ανασηκώθηκε και άπλωσε τα παχουλά χεράκια
του, γεμάτα ελιές. Τον έφερα στην αγκαλιά μου πάνω απ’ τα κάγκελα και τον απέθεσα
μαλακά στο απέναντι ντιβάνι.
- Βαβάσουμε;
- Πρώτα θα ντυθούμε, ο μπαμπάς που έχει γένια θα ξυριστεί, θα φάμε το πρωινό μας, κι όταν
είμαστε έτοιμοι, περιμένοντας το σχολικό, θα διαβάσουμε κι ένα παραμύθι.
- Εγώ λέλω δύο.
- Εντάξει, δύο.
- Λέλω βαβάσουμε τώα.

Αργά και προσεκτικά, του έβγαλα το βαθύ γαλάζιο κουκούλι ή υπνόσακο και τις κόκκινες
πιτζάμες, αργά και προσεκτικά το πήγα στον νιπτήρα και του έπλυνα το πρόσωπο, αργά και
προσεκτικά τον σκούπισα, πήρα ένα- ένα από πλάι τα έτοιμα ρούχα και τον έντυσα, του
φόρεσα και του έδεσα τα μποτάκια, ενώ χασμουριόμασταν κι οι δύο βαθιά. Ενώ του έβαζα το
μπλουζάκι, έγειρε ξαφνικά και με φίλησε στο μάγουλο. Έσκυψα κι εγώ και έτριψα τη μύτη
μου στη δική του, χάιδεψα τα μαλλιά του.
- Λέλω κικίνητα, πολλά κικίνητα.

Κατούρησε μόνος του στη λεκάνη, εγώ ξυρίστηκα στα γρήγορα χωρίς ατυχήματα, πήγαμε
μετά παραδίπλα στην κουζίνα και καθίσαμε αντικριστά στη γωνία του τραπεζιού. Ο μαθητής
του νηπιαγωγείου μερικούς μήνες πριν τα τρία και ο μαθητευόμενος μπαμπάς μερικά χρόνια
μετά τα σαράντα. Του έφερα καμιά δεκαριά αυτοκινητάκια, εκείνος τα έβαλε αμέσως στη
σειρά στην άκρη της φορμάικας κι εγώ έβαλα τον καφέ μου στο μπρίκι. Με τα μάτια στα
πολύχρωμα αυτοκίνητα, κατέβασε το γάλα του που περιείχε μια κουταλιά βούτυρο, μια
κουταλιά μέλι και ένα χτυπημένο αυγό.

Παίξαμε ύστερα με την ελαφριά κι αθόρυβη μπάλα στο σαλόνι. Καθώς του έλεγα τα
παραμύθια αγκαλιά στον καναπέ, του έβαλα σταγόνες στη μύτη και του χτένισα τα μαλλιά.
Αγαπούσε ιδιαίτερα την ιστορία με τον λύκο και την Κοκκινοσκουφίτσα. Που άλλοτε την
έλεγε Κοκκιλαλίτα και άλλοτε κόκκινη βαλίτσα. Για να τον βοηθήσει να ξεχωρίζει τη
βαλίτσα απ’ την Κοκκινοσκουφίτσα, που κατά σύμπτωση ήταν και το όνομα του παιδικού
σταθμού στο Πανόραμα, η Σοφία είχε επινοήσει μια μικρή ιστορία. Πήρε λοιπόν, ο Νίκος την
κόκκινη βαλίτσα, έβαλε μέσα τα ρούχα και τα τετράδια του, έπιασε με το ένα χέρι τον
μπαμπά του και με το άλλο την μαμά του, και βγήκε έξω για να πάει στην Κοκκινοσκουφίτσα.
Και τη βαλίτσα που την έβαλε, την είχε αιφνιδιάσει ο Νίκος, στο βαβάλι του;

Μερικούς μήνες αργότερα, τον ρώτησα, λοιπόν, τι θέλεις να σου πάρει ο μπαμπάς, Νίκο, τώρα
που κλείνεις τα τρία, ένα δώρο και μεγάλο ή πολλά δώρα και μικρά; Με κοίταξε με μια λάμψη
στα ματάκια του και απάντησε αστραπιαία, πολλά δώρα και μεγάλα. Στα τέσσερα του
χρόνια, όταν κατεβαίναμε από την Τούμπα στο κέντρο της πόλης, ήθελε οπωσδήποτε να
δίνουμε βοήθεια σε όλους τους ζητιάνους στη σειρά. Και όταν, μέσα στον συνωστισμό της
Τσιμισκή, παρέλειψα κάποτε να σταματήσω σε μια γριά, μου ζήτησε αυστηρά τον λόγο, δεν
πείστηκε με τίποτα από τις εξηγήσεις μου και επέμενε να γυρίσουμε πίσω οπωσδήποτε και να
της δώσουμε.

Στα έξι του στο δημοτικό, ένας νεαρός δάσκαλος της γυμναστικής μου είπε ότι του είχε κάνει
εντύπωση ο Νίκος γιατί ήθελε πάντοτε να γίνεται το δίκαιο και το σωστό. Τη μέρα εκείνη το
στήθος μου είχε φουσκώσει μέσα στο ταξί κι είχα ένα κόμπο στον λαιμό, δεν μπορούσα
να βγάλω λέξη. Ήδη ήταν αδύνατον να απαντήσω στις ερωτήσεις του. Όταν με κοιτούσε με
απόλυτη εμπιστοσύνη, εμένα τον μεγάλο και τον δυνατό, που ήμουν ικανός να λύσω τα
προβλήματα, με μια κίνηση του χεριού να διώξω όλους τους εφιάλτες.

Γιατί να μην παίζω με τα όπλα, μπαμπά; Γιατί τα παιδάκια εκείνα στην τηλεόραση είχαν
πρησμένη την κοιλιά τους; Γιατί δεν τους στέλνουμε τρόφιμα εμείς που έχουμε πολλά; Αφού
πήγαμε με τη μαμά στην πορεία ειρήνης και είχε τόσο πολύ κόσμο, δεν θα ξαναγίνει, πόλεμος,
ε, μπαμπά; Τι είναι η ραδιενέργεια, μπαμπά; Ένας φίλος μου είπε ότι έχει στο ψωμί και στο
γάλα.

Αυτά όμως θα ακολουθούσαν. Τώρα ήταν ακόμη δυόμισι χρονών και κάτι, ήταν έτοιμος, η
ώρα ήταν εννιά παρά δέκα κι απέξω ακούστηκε η κόρνα του λεωφορείου. Βλέποντας το
κίτρινο όχημα του παιδικού σταθμού να απομακρύνεται, έμεινα σκεφτικός, πριν πάρω τον
δρόμο για το γραφείο. Σκεφτόμουν την πρώτη μέρα του στον παιδικό σταθμό.

Είχε πέσει πανικός στην οικογένεια. Ο παππούς του είχε προφασιστεί δουλειά, η γιαγιά του θα
φρόντιζε το μωρό του γιου της, η Σοφία είχε όπως πάντα δικαστήριο. Κι ο κλήρος είχε πέσει
στον γενναίο που θα αναλάμβανε να παραδώσει στη συνοδό τον μικρό και χαϊδεμένο μας.
Εκείνος ήταν βέβαιος ότι θα πήγαινα μαζί του. Μόλις όμως η πόρτα του λεωφορείου έκλεισε
και με είδε να τον χαιρετάω πίσω απ’ τα τζάμια, ξέσπασε σε γοερά κλάματα. Όχι του
πείσματος ή του θυμού που θα μ’ άφηναν αδιάφορο, τα απελπισμένα κλάματα που με έκαναν
να φύγω με σκυμμένο το κεφάλι.

Άλλες φορές όμως σκεφτόμουν την αγάπη. Ένα-ένα όλους μας στην οικογένεια, τη στενή και
την ευρύτερη. Τις δασκάλες του και τ’ άλλα παιδάκια, τα κορίτσια, που στην έκτη του
δημοτικού του έγραψαν στο λεύκωμά του, στο πιο γλυκό παιδί της τάξης. Τη Θοδωρούλα που,
μόλις τον έβλεπε από μακριά στο νηπιαγωγείο, έτρεχε και του τραβούσε ένα φιλί στο
μάγουλο.

Τι καταπίεση λοιπόν παλιά στην τράπεζα, τι φτώχεια και δικτατορία, τι ζωή στον ξένο τόπο,
τι εχθρικό περιβάλλον, τι άγχος και κατάθλιψη. Τα δύσκολα ήταν τώρα, αυτή ήταν η μεγάλη
ευθύνη και η μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής μας, να μεγαλώσουμε ένα παιδί σε έναν τέτοιο
κόσμο. Ύστερα γύρισα και κοίταξα τα πεύκα στο διπλανό οικόπεδο.

Ναι, υπήρξα κάποτε αρσενικό βαρύ κι ασήκωτο. Με το κεφάλι ελαφρά κατεβασμένο και τις
αντιδράσεις μου απόλυτα εξαρτημένες από τις ουσίες και τα κέφια μου. Υπνοβατούσα το
πρωί και δεν μιλούσα, δεν άκουγα, δεν έβλεπα. Δεν άκουγα τα τιτιβίσματα, δεν έβλεπα τα
πυκνά πεύκα, το κούνημα του κεφαλιού και το χτύπημα της ουράς, το φτεροκόπημα, τα
σπουργίτια να μου λένε καλημέρα μέσα στον χειμώνα.