Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

2 - Κόκκινο όπως κόκκινο


Είχαν κοινή καταγωγή, τον ίδιο κωδικό αριθμό στη δημιουργία του κόσμου. Κωδικό για το πνεύμα
και το σώμα, κωδικό για την ψυχή. Που ρέουν, μεταβάλλονται και εξελίσσονται και παίρνουν χίλιες
 δυο μορφές, μα παραμένουν πάντα ίδια στην ουσία τους. Αρσενικό και θηλυκό, άνδρας και γυναίκα,
κόκκινο και κόκκινο, κόκκινο όπως το κόκκινο της μεγάλης έκρηξης στον πυρήνα του σύμπαντος
δισεκατομμύρια χρόνια πριν. Και τίποτα άλλο. Τα δύο σε ένα, πλασμένα από το ένα, ταγμένα να
γίνουν και πάλι ένα. Ίσως φωτεινές ακτίνες του ίδιου ήλιου στο διάστημα, δροσερό νερό από την ίδια
 βουνοκορφή στο ποτάμι, φύλλα του ίδιου ανθισμένου δέντρου στις κοιλάδες του πλανήτη.
 Πολύχρωμα ψάρια στον ίδιο ωκεανό, εξωτικά πουλιά στο ίδιο δάσος των τροπικών, λευκές αρκούδες
 με το ίδιο χνώτο στην παγωμένη ερημιά των πόλων, πρωτόγονοι άνθρωποι στο βάθος της ίδιας
 σκοτεινής σπηλιάς.

Μια αιωνιότητα πριν, σε όλες τις περιόδους της ιστορίας, αλλά και μόλις χθες, είχανε ζήσει μαζί σε
κάποια χώρα μακρινή, τον γνώριζε και τη γνώριζε στον χώρο και τον χρόνο. Γνώριζε όσα είχε πει και
 όσα θα έλεγε, όσα θα έμεναν μέσα της για πάντα ανέκφραστα. Γνώριζε τη μυστική γλώσσα που
 πρόφεραν τα χείλη και τα δάχτυλά της, η επιδερμίδα της. Γνώριζε όταν χαμογελούσε κάθε ρυτίδα του
 προσώπου της, κι όταν σιωπούσε γνώριζε το σκοτεινό βελούδο των ματιών της. Γνώριζε κάθε δάκρυ
 της και κάθε αναστεναγμό της.

Αυτή τη συγγένεια πρώτου βαθμού, την ίδια μοίρα, την είχαν αναγνωρίσει και οι δύο με το πρώτο τους
 βλέμμα, που έμεινε εκεί μαγνητισμένο κι έκθαμβο, που καταδύθηκε σε μια απύθμενη άβυσσο και
 μέθυσε, την είχαν αρθρώσει με τα πρώτα διστακτικά τους φωνήεντα, την είχαν νιώσει με το πρώτο
 δειλό άγγιγμα. Την διαπίστωσαν όταν κάθισαν πλάι-πλάι και εξιστόρησαν ο ένας στον άλλο τη ζωή
 τους, τις τραυματικές εμπειρίες, τους φόβους και τις ελπίδες τους, την επιβεβαίωσαν ακόμη και με τα
 κοινά χαρίσματά τους, τις παρόμοιες αυθόρμητες αντιδράσεις τους, τα σφάλματα και τα ελαττώματά
 τους. Την επιβεβαίωναν κάθε φορά με την απόλυτη ταύτιση της σάρκας τους, με τη λυτρωτική
 θαλπωρή της επαφής τους, με την αβάσταχτη ηδονή του άνδρα και τους δικούς της πρωτόγνωρους,
 αλλεπάλληλους, περιδεείς και ολοφυρόμενους, εκρηκτικούς, σπαρακτικούς,
εξουθενωτικούς, λυτρωτικούς οργασμούς που πήγαζαν από τα βάθη της ύπαρξης και έφταναν ως το
 κατώφλι του θανάτου.

Ένα χρόνο τώρα είχαν ζήσει ένα πάθος εφηβικό σε ένταση και ενήλικο σε γνώση, μια ερωτική
 περιπέτεια, μια οδύσσεια των κυνηγημένων από τις περιστάσεις σε διάφορα σημεία της πόλης και
 των περιχώρων. Με κάθε τρόπο και σε κάθε τόπο, ναι. Σχεδιασμένα, προμελετημένα ή από την
 ακατάσχετη παρόρμηση της στιγμής. Όπου έβρισκαν και όπου τους βόλευε ή δεν τους βόλευε.
Κυριολεκτικά ξετρελαμένοι μόλις τους τύλιγε η αύρα και το ωκεάνιο κύμα της παρουσίας του άλλου,
 ανακάλυψαν ότι το απίθανο και το αδύνατο βαδίζουν δίπλα μας και κάποτε φανερώνονται
 απροειδοποίητα και μας χτυπούν στον ώμο. Ανακάλυψαν ποια ήταν τα απώτατα όρια τους σ’ αυτόν
 τον μαγικό καινούριο κόσμο της ψυχής και των αισθήσεων.

Μη λογαριάζοντας τίποτα για ένα διάστημα στην αρχή, εντελώς ριψοκίνδυνα έως αυτοκτονικά,
 ανακάλυψαν το πλήρες φάσμα του στιγμιαίου σε αλσύλλια και κήπους, σε χώρους στάθμευσης
 αυτοκινήτων, στο πανεπιστημιακό άσυλο που αυτοί ερμήνευαν κάπως διαφορετικά, πίσω από
δέντρα και θάμνους σε προαύλια εκκλησιών, όρθιοι σε σκοτεινές παρόδους, σε μισοφωτισμένες
 εισόδους πολυκατοικιών και στις στροφές της σκάλας, σε ημιυπόγεια, εσοχές και αβέβαιους
 κρυψώνες, στη μέση του πεζοδρομίου μερικές φορές, όταν εκείνη χωνόταν στο ανοιχτό αδιάβροχό
του και ξεκούμπωνε ή σήκωνε το φόρεμά της, δυο βήματα από την Εγνατία, την Τσιμισκή, τη
 Μητροπόλεως. Μέσα σε λεωφορεία, σε τουαλέτες και πατάρια, σε μπαράκια και καφετέριες.
Σε λίγα δευτερόλεπτα έως λεπτά παροξυσμού, περιτριγυρισμένοι ανάκατα από τη μουσική, τους ήχους
 πιάτων και γυαλικών, από τις φωνές, τις συζητήσεις και τα γέλια των άλλων θαμώνων, με λυγισμένο
 το σώμα της, δήθεν ότι κάτι είχε πέσει ανάμεσα στα πόδια του κι έψαχνε να το βρει, ή με δική του
 καλυμμένη από την ανοιχτή εφημερίδα διείσδυση των δακτύλων και το, ακατόρθωτα σχεδόν,
 ανέκφραστο πρόσωπο του χαρτοπαίκτη ενώ η λαθρόβια ηδονή παρέλυε το σώμα και
επιτάχυνε την έκρηξη.

Μετά τα επαγγελματικά χαμόγελα της υποδοχής, μέσα στην πλαστική ατμόσφαιρα και πάνω στα
 κοινόχρηστα κλινοσκεπάσματα των ξενοδοχείων ύστερα, που σύντομα τους απώθησαν και βρήκαν
 καταφύγιο στα ζεστά σπίτια γενναιόδωρων συγγενών και φίλων. Με πρώτο και καλύτερο το κεντρικό
 απόκεντρο διαμέρισμα της Ιωάννας. Άνετο και καλόγουστα επιπλωμένο και διακοσμημένο, με ενιαίο
 καθιστικό, τραπεζαρία και κουζίνα, μπάνιο και δύο υπνοδωμάτια στο βάθος του διαδρόμου. Μια και
 σ’ εκείνη άφηνε η Ιωάννα σε σίγουρο μέρος το κλειδί, όταν εκείνος έφθανε κάπως νωρίτερα, την
 περίμενε καπνίζοντας στο κεφαλόσκαλο και συναντιόντουσαν στην έξοδο του ασανσέρ. Εκεί συχνά
 πίσω απ’ το «γεια σου» καραδοκούσε η αρχική αψιμαχία και τα πνιχτά βογκητά του πρώτου
 οργασμού. Ή στον προθάλαμο μόλις έμπαιναν με την πλάτη της ακουμπισμένη στην κλειστή πόρτα.
 Ο δεύτερος πριν ακόμη καλά-καλά γείρουν στο ντιβάνι κάτω από το μεγάλο παράθυρο με μισο-
κατεβασμένα τα στόρια, ενώ ο τρίτος έως δέκατος και οι υπόλοιποι, σε ριπές των τριών ή των πέντε,
 αναδύονταν μέσα από ένα σύμπλεγμα ακαθόριστο, στο οποίο θα ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς
 ποια ήταν τα μέλη του και ποια τα δικά της ή πού ακριβώς είχε εξαφανιστεί το κεφάλι τους. Υπήρχαν
 στιγμές που εκείνη έκλεινε ασυναίσθητα τα πόδια και σταύρωνε τα χέρια της στο στήθος, μήπως και
 καταφέρει να πάρει μιαν ανάσα από αυτό το ηδονικό μαρτύριο.

Εκεί ανακάλυψαν όλες τις διαστάσεις της διάρκειας στον έρωτα και πως όλα τα μέλη, όλες οι
 επιφάνειες, οι εσοχές και οι εξοχές του σώματος μπορεί να γίνουν ενεργά όργανα του πάθους στο
 ερωτικό παιχνίδι των ωρών. Που έβρισκε διέξοδο απ’ το ντιβάνι σε ένα στρώμα για τη θάλασσα
 απλωμένο στο πάτωμα, από κει σε καρέκλα της τραπεζαρίας, μετά μέσα στη μπανιέρα και στο
 δεύτερο υπνοδωμάτιο και, με την απρόσμενη παρότρυνση της απούσας οικοδέσποινας, στο ίδιο το
 φαρδύ και αναπαυτικό κρεβάτι της, κάτω από το κεντημένο κάλυμμα και πάνω στα πουπουλένια
 μαξιλάρια της για το μεγάλο φινάλε.

Αν και είχαν προσπαθήσει με διακριτικό τρόπο να ανταποδώσουν τη γενναιοδωρία της, η φιλοξενία
 της Ιωάννας δεν θα ήταν ασφαλώς απεριόριστη και θα έπρεπε να αναζητήσουν μια μονιμότερη λύση.
 Από καιρό είχαν συζητήσει την προοπτική να νοικιάσουν ένα διαμέρισμα. Όχι ακριβώς βέβαια όπως
 το δικό της γιατί δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη δαπάνη, αλλά ένα μικρότερο και ταπεινότερο,
 μια γκαρσονιέρα. Με μικρό δωμάτιο και σαλονάκι, συμφώνησαν αμέσως, κάπου κρυμμένο και
διακριτικό, μακριά από τα περίεργα βλέμματα και τα τυχαία προδοτικά συναπαντήματα. Τον δικό τους
 προσωπικό χώρο, τη φωλιά και τη σπηλιά, το καταφύγιο και το άντρο τους.

Έως ότου βρουν κάτι κατάλληλο, ήταν υποχρεωμένοι να προσφεύγουν περιστασιακά και σε άλλους
 του στενού περίγυρου που επιδείκνυαν κατανόηση στις όποιες επιλογές, στα πάθη και τις αδυναμίες
 των ανθρώπων. Όπως ο Αριστείδης, ο παλιός συμμαθητής του στο γυμνάσιο. Ο διαπρεπής δικηγόρος
 που εφάρμοζε κατά γράμμα τις συμβάσεις και τηρούσε άψογα τους τύπους, και θα έλεγες ότι
 αποτελούσε έναν ακλόνητο στυλοβάτη του συστήματος, είχε όμως παράξενες αιφνίδιες εκλάμψεις
προχωρημένης σκέψης και συγκινητικές εκδηλώσεις αγνής φιλίας.

Ενώ έπιναν τον καφέ τους στο ιδιαίτερο γραφείο του κι ο δικηγόρος είχε παραγγείλει στη γραμματέα
 του να μην τους ενοχλήσει κανείς γιατί είχαν ένα περίπλοκο νομικό θέμα να συζητήσουν, δηλαδή, να
 θυμηθούν τις πλάκες τους μέσα στην τάξη και τα γήπεδα τα χρόνια της αθωότητας, εκείνος είχε κάνει
 τη διστακτική του κρούση. Ο φλεγματικός Αριστείδης είχε αιφνιδιαστεί, είχε σηκώσει το κεφάλι και
 είχε ισιώσει τα γυαλιά του καθώς με το άλλο χέρι έκανε πως τακτοποιούσε κάποια νομικά έγγραφα.
 Είχε μετά κοιτάξει τον φίλο του για λίγο βυθισμένος σε σκέψεις και τον είχε ρωτήσει χωρίς να
αλλάξει έκφραση:

«Πρόκειται για ένα σκέτο πήδημα ή για κάτι πιο σοβαρό;»
«Όσο πιο σοβαρό γίνεται».
«Για φαντάσου! Δηλαδή, ισχυρίζεσαι ότι βρέθηκε το αξιοθαύμαστο εκείνο πλάσμα που θα απο-
πειραθεί να εξημερώσει τον ημιάγριο;»
«Και το έχει ήδη σχεδόν πετύχει».

Ο δικηγόρος είχε σμίξει τα φρύδια του αινιγματικά, είχε χτυπήσει μετά το μολύβι στο γραφείο και είχε
 παρατηρήσει με το γνωστό υποδόριο, αδιόρατα περιπαικτικό βρετανικό χαμόγελό του:

«Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις, αλλά πώς είναι δυνατόν, εγώ, ένας δημόσιος λειτουργός, να παρέχω
άσυλο για αλλότρια ακολασία;».

Τον είχε βγάλει όμως από την αμηχανία του ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα, προσθέτοντας με ένα
πλατύ γνήσια μεσογειακό χαμόγελο :

«Είναι δυνατόν. Πιάσε τα κλειδιά της οικοδομής και της εξώπορτας. Αισθάνομαι βέβαιος ότι θα κατά-
βάλετε φιλότιμες προσπάθειες για να τιμήσετε με τις επιδόσεις σας το ταπεινό γραφείο μου και ιδίως
 το αμαρτωλό νεανικό μου παρελθόν. Ως τις οκτώμισι όμως το πρωί που αρχίζουν να έρχονται οι
συνεργάτες μου, θα πρέπει να έχετε αποχωρήσει».

Ιδανικά πρόσωπα και καταστάσεις δεν επιτρέπει βέβαια η φύση ενός αντιφατικού κόσμου της ατιμίας
και των θαυμάτων. Αυτά τα δύο τόσο ερωτευμένα πλάσματα είχαν αναπόφευκτα τα δικά τους
 ελαττώματα και έντονα ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα. Όπως η σκοτεινή απαισιοδοξία του και το
ελαφρά μανιοκαταθλιπτικό ταμπεραμέντο του, που τον ανέβαζε πλησίστιο στον ουρανό και τον έριχνε
 από κει στα τάρταρα με το κεφάλι. Όπως η έντονη φιλαρέσκεια της προ του γάμου της ελεύθερης
 γυναίκας με το πλούσιο ερωτικό μητρώο που εξακολουθούσε να παίζει και να προκαλεί τα αρσε-
νικά τριγύρω. Για το άθλημα έστω, ακόμη και μπροστά στα μάτια του. Και όπως η, έστω και
 ουσιαστικά αδικαιολόγητη, άγρια ζήλεια και των δυο τους. Αποτέλεσμα τα μαλώματα κάθε τόσο και
 οι καυγάδες εν αιθρία, οι κοφτές δολοφονικές του λέξεις και τα βουρκωμένα μάτια της που αφόπλιζαν
 την παρατεταμένη σκυθρωπή σιωπή του. Και φυσικά κατέληγαν μετά από λίγο σε ακόμη πιο
 φλογερές αναπληρώσεις και σε όρκους αιώνιας αγάπης, στην παρούσα ζωή και στις επόμενες
 μετενσαρκώσεις τους.

Με όλα αυτά και άπειρα άλλα, απορούσαν και οι δύο πώς δεν τους είχαν αντιληφθεί οι συγκάτοικοι, οι
 γείτονες, οι περίοικοι της Ιωάννας, τα γκαρσόνια ή οι θαμώνες της καφετέριας ή του μπαρ, οι
 περιπατητές, ο οποιοσδήποτε τυχαίος. Με τόσες άλλοτε ξεκάθαρες κι άλλοτε πνιχτές αλλά πάντα
 δυνατές κραυγές, με τόσα σπαρακτικά βογκητά, αναστεναγμούς, επικλήσεις και επιφωνήματα. Με τις
 σχεδόν καθιερωμένες πανελληνίως εκφράσεις της ερωτικής πράξης και ρήματα όπως «τι κάνεις και τι
 κάνουμε, τι είναι αυτό που μας συμβαίνει, δεν αντέχω άλλο, θα τρελαθούμε εντελώς και σβήνω,
χάνομαι, πεθαίνω». Με αυτοσχέδιες πρωτότυπες βωμολοχίες της συνουσίας και εξωφρενικούς
 υπερθετικούς, που ποτέ άλλοτε δεν είχαν χρησιμοποιήσει αλλά τώρα τους φαίνονταν απόλυτα
 συνηθισμένοι και φυσιολογικοί σαν την καλημέρα και την καλησπέρα.

Πώς δεν τους είχαν ακούσει, πως δεν τους είχαν δει, πώς δεν τους είχαν πιάσει επάνω στην πράξη,
 πώς δεν τους είχαν καταδώσει, πώς δεν είχαν αποκαλυφθεί μία από τις αμέτρητες φορές, με τόση
 αποκοτιά, τόσα προδοτικά σημάδια; Οι φίλοι, οι γνωστοί, ο κύκλος τους ήταν κουφοί και τυφλοί, ήταν
 διακριτικοί και εχέμυθοι, ήταν αδιάφοροι; Κι αυτοί που την ή τον φλέρταραν ενώ ήταν παρών ο άλλος,
 δεν καταλάβαιναν, ήταν εντελώς ηλίθιοι; Ή μήπως δεν επρόκειτο παρά για σκέτη τύχη, για ένα θαύμα;
 Και πόσο θα διαρκούσε αυτή η σκανδαλώδης εύνοια;

Στο κάτω-κάτω όμως δεν την ένοιαζε. Όσο κι αν εκείνος έλεγε κατηγορηματικά πως δεν θα μπορούσε
 να το κάνει, ήταν προορισμένοι να ζήσουν μαζί και φανερά. Όχι μόνο μερικές κλεμμένες ώρες κι
 αυτή τη μοναδική ως τώρα νύχτα και ξύπνημα, αλλά πρωί, μεσημέρι και βράδυ, μαζί όλη την
 υπόλοιπη ζωή τους. Χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγουν στο ψέμα, να υποκρίνονται, να κρύβονται
και να φοβούνται. Και θα έκαναν ένα παιδί μαζί. Το ήθελε αφάνταστα το παιδί, το δικό του παιδί,
με τα δικά του μάτια, το δικό του χαμόγελο, με τα δικά του σπάνια χαρίσματα και τη δική του κυρίαρχη
 θλίψη. Ακόμη και με τα δικά του ελαττώματα.

Προδοσία; Όχι και με κανένα τρόπο. Αν και δεν είχε παρασπονδήσει ως τώρα ως παντρεμένη γυναίκα
και μητέρα, περισσότερο γιατί είχε υποταγεί, όπως τόσες και τόσες άλλες, στη νόμιμη ρουτίνα, δεν θα
 μπορούσε ασφαλώς να θεωρηθεί ως το πρότυπο της γυναικείας συζυγικής αφοσίωσης. Ούτε ως το
 υπόδειγμα καρτερικότητας και υπομονής που θυσιάζεται για τα παιδιά της και τον άντρα της. Ποιος
όμως ήταν ο άντρας της; Αυτό ήταν το κρίσιμο ερώτημα.

Προδοσία θα ήταν να είχε απαρνηθεί εκείνον που αναγνώριζε ως τον πραγματικό της άνδρα, να είχε
απαρνηθεί το πεπρωμένο της. Ενοχές και τύψεις; Και βέβαια είχε τύψεις βασανιστικές. Όλα αυτά τα
 χρόνια ο σύζυγός της ήταν άψογος σχεδόν, δεν μπορούσε να έχει παράπονο. Με την οικονομική
 άνεση, τα καθημερινά καθήκοντα, το μεγάλωμα των παιδιών, τις ποικίλες υποχρεώσεις, τη σχεδόν
 θεσμοθετημένη διασκέδαση, της παρείχε τη σιγουριά και την ασφάλεια και ό,τι άλλο ήταν μέσα στις
 δυνατότητές του. Και άλλωστε μαθαίνει κανείς να συμβιβάζεται με το αραιά και που, με το
μετρημένο και το αρκετά καλά. Ακόμη και με την καθιερωμένη διαδικασία της συζυγικής συνουσίας,
 η οποία είχε τώρα καταντήσει ένα αφόρητο βασανιστήριο που προσπαθούσε να αποφύγει,
προβάλλοντας κάθε πιθανή και απίθανη δικαιολογία.

Έως ότου, εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα, είδε τον εαυτό της ως το μεδούλι σ’ ένα γυμνό
 καθρέφτη, τα γονίδιά της σε αρσενική εκδοχή, εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα, ανοίχτηκε απ’ τα
 γαλήνια νερά του κόλπου στον άγριο ωκεανό, εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα, άνθισε και
 αποθεώθηκε η γυναικεία της φύση, ένιωσε στη σχετική ωριμότητά της τι είναι πνευματική ταύτιση και
 τι έρωτας και εκπλήρωση, τι είναι αγάπη και τι είναι ακόρεστη δίψα του σώματος και της ψυχής. Αυτό
ήταν που έκανε εντελώς μάταιες τις τύψεις της, εντελώς μάταιο και άτοπο το ερώτημά της «μα πώς
 μπορώ να κάνω εγώ κάτι τέτοιο στον άνδρα μου;».

Η κατάσταση πάθους είναι ένα πανίσχυρο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που διαταράσσει και εκτρέπει τη
 νοητική λειτουργία. Ιδιαίτερα όταν δεν είναι απλώς επιδερμική αλλά το σχεδόν νομοτελειακό
επιφαινόμενο μιας βαθύτερης ψυχικής ανάγκης. Η λογική γίνεται τότε ένα άθυρμα, ένα υποατομικό
 σωματίδιο που ακολουθεί ανορθόδοξους δρόμους, διαγράφει απρόσμενες τροχιές και επιδίδεται σε
ακροβασίες. Είναι αναπόφευκτο το απόλυτο σύντομα να έρθει σε μετωπική σύγκρουση με το σχετικό
 και το εφικτό. Και ήδη βαδίζει με μεγάλα βήματα προς την καταστροφή.