Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Ιπτάμενος χωρίς φρένα στην Αμύντα


Το ποδηλατάδικο του Μακαρίκα στην Ολύμπου, απέναντι περίπου από τον φούρνο του Κόταλη και
 κοντά στη γωνία με την Αμύντα, ήταν γυμνό και φτωχικό όπως όλα τα μαγαζιά της γειτονιάς. Ο
 ποδηλατάς, ένα γκρίζος και σκυθρωπός μεσήλικας με τα ρούχα της δουλειάς, με χοντροπάπουτσα
 χωρίς κορδόνια, με μουντζουρωμένα χέρια, λαιμό και πρόσωπο. Τα ελάχιστα καλά ποδήλατα έλειπαν
 μονίμως και ιδιαίτερα όταν κατόρθωνε να συγκεντρώσει το μυθικό πενιχρό ποσό που χρειαζόταν για
βόλτα ένα τέταρτο με είκοσι λεπτά.

Έτσι τη μέρα εκείνη, όταν μισοσκυμμένος πήρε απότομη στροφή απ’ την Αγνώστου Στρατιώτου,
σφίγγοντας τα λεφτά στην τσέπη, και κατευθύνθηκε πλησίστιος προς τα ποδήλατα, δεν βρήκε στην
 ξύλινη σχάρα παρά τη θρυλική καμπουρίτσα. Ένα σκληρό δίτροχο με μυτερή τρυπητή σέλα, χωρίς
 ένδειξη μάρκας, χωρίς φτερά, κουδούνια και στολίδια, χωρίς ούτε καν φρένα στα χερούλια. «Φρένο
είναι η κόντρα», επιβεβαίωσε το αυτονόητο από το βάθος του καταστήματος ο ιδιοκτήτης.

Για λίγο δίστασε. Η καμπουρίτσα δεν ήταν ένα τυχαίο ποδήλατο για βόλτα και γκλιν-γκλαν στο ίσιωμα.
 Την αρσενική της εμφάνιση συνόδευε ανάλογη φήμη όπως και τα πιο σκληρά παιδιά της
γειτονιάς. Ανέβα πεζοδρόμιο, κατέβα σκάλες, πέσε απ’ το πεζούλι και στρίψε απότομα, κάνε χωρίς
χέρια ή με την πλάτη στο τιμόνι. Η καμπουρίτσα απαιτούσε ικανότητα ερυθρόδερμου ιππέα, όπως τους
 έβλεπαν στα καουμποϊστικα έργα της Αίγλης, και αποτελούσε όργανο κάποιας δοκιμασίας
ανδρισμού, ίσως υπερβολικής για κείνον που ούτε καν προσέγγιζε την εφηβεία.

Η φόρτιση όμως της προσμονής σε συνδυασμό με τον φόβο μήπως εμφανιστεί κάποιος άλλος ήταν το
πιο πειστικό επιχείρημα. Τσακάλι σκέτο της γειτονιάς με το κοντά του μάλλινο παντελόνι, τα σημάδια
 σαν παράσημα τουλάχιστον συνταγματάρχη στα καλάμια, τους αγκώνες και τα γόνατα, κι ένα πιο
βαθύ καλά κρυμμένο στο τριχωτό της κεφαλής, ήταν αδύνατον να κάνει πίσω. Ξεσκάλωσε λοιπόν την
 ατίθαση από την προσωρινή της θέση, με κάποιο δέος είναι η αλήθεια, την έσπρωξε μερικά μέτρα,
αποφασιστικά και επιδέξια βρέθηκε πάνω της και ξεκίνησε.

Δεν πάει κι άσχημα, παρηγορήθηκε, καθώς η μύτη της πέτσινης σέλας τον ζόριζε στο ευαίσθητο
 σημείο και τα δάχτυλα των ποδιών του μόλις έφταναν τα πεντάλ. Πήρε δυο ανοιχτές και μάλλον
 αδέξιες στροφές στην Ολύμπου για κάποιου είδους δοκιμή και, για να μη καθυστερήσει άλλο την
 αποθέωση, ξεχύθηκε στην ελαφρά διαγώνια κατηφόρα και στη φθαρμένη άσφαλτο της Αμύντα. Είχε
 σκοπό να στρίψει δεξιά στη Φιλίππου και, φέρνοντας ένα γύρο το τετράγωνο, να εισέλθει
 θριαμβευτικά στη Μητσαίων απ’ την Πλατεία Δικαστηρίων και το γκαράζ του Μπεμπελέκου.

Όταν είχε ήδη αυξηθεί η ταχύτητα με τις πρώτες δυνατές πενταλιές, δοκίμασε την κόντρα. Δεν έπιασε.
 Την ξαναδοκίμασε. Αέρας σκέτος. Μπροστά απλωνόταν η κατηφόρα, στη επίπεδη διασταύρωση με τη
 Φιλίππου κυκλοφορούσαν φορτηγά και, πιο κάτω, τον περίμενε απειλητικά η Πλάτωνος που έβγαζε
 στον Αμαζόνιο της Εγνατίας. Με την ταχύτητα που διαρκώς μεγάλωνε, ήταν αδύνατον να πηδήσει
 κάτω, ήταν αδύνατον και να στρίψει. Έπρεπε λοιπόν να σταματήσει οπωσδήποτε.

Όλες αυτές οι σκέψεις πέρασαν αστραπιαία απ’ το μυαλό του και, στον πανικό που τον είχε κυριέψει,
 έστριψε ελαφρά το ποδήλατο δεξιά και κατευθύνθηκε μοιρολατρικά προς το σπίτι του Γιαννούλη που
 κάπως προεξείχε από την άκρη της Μητσαίων προς την Αμύντα. Σε χρόνο που του φάνηκε
 ταυτόχρονα ατέλειωτος και απειροελάχιστος, αισθάνθηκε το απότομο τρακάρισμα της μπροστινής
ρόδας και το σώμα του να εκτοξεύεται πάνω από το τιμόνι. Διέσχισε τον αέρα, έδωσε μια γερή
κεφαλιά στον τοίχο και σωριάστηκε κάτω με την καμπουρίτσα να γέρνει πάνω του, με επιείκεια αυτή
 τη φορά και χωρίς να τον πληγώσει άλλο. Στο σημείο που χτύπησε δεν υπήρχαν γωνίες, μάρμαρα ή
 σίδερα, ή έστω και πέτρα γυμνή, κι έτσι το αγύριστο κεφάλι του έμεινε μόνον παραζαλισμένο χωρίς
αίματα και άλλα χειρότερα.

Μετά την πρώτη ταραχή, σηκώθηκε σιγά-σιγά μουδιασμένος, τινάχτηκε, ψηλάφησε τα μέλη του,
 χάιδεψε τον αγκώνα του πονούσε, είδε το παντελόνι του μέσα στα χώματα κι έπιασε να στήσει όρθιο
 το ποδήλατο. Όλη του η όρεξη και η προσμονή της δόξας είχαν χαθεί. Με μια κυκλική ματιά,
 διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν νοικοκυρές ή γιαγιάδες στα μπαλκόνια ούτε, ευτυχώς, κορίτσια. Από
μακριά, μέσα απ’ τα θαμπά του τζάμια, το ψιλικατζίδικο της κυρίας Πλιάκα τον κοιτούσε στωικά σαν
 να διαπίστωνε το αναπόφευκτο ενώ κάποια μισάνοιχτα παράθυρα χασκογελούσαν άκεφα. Η όλη
ελάσσων τραγωδία θα ήταν ένα μικρό κεφάλαιο στη μνήμη του αλλά ούτε καν μια υποσημείωση στην
 ιστορία της γειτονιάς.

Πήρε την ανηφόρα με την καμπουρίτσα αυτή τη φορά στο πλάι, κουτσαίνοντας και οι δύο. Δεν θυμάται
 τι ακριβώς έγινε με τη στραβή μπροστινή ρόδα. Πάντως, ο γκρίζος και σκυθρωπός ποδηλατάς
αποδείχτηκε ότι είχε περισσότερη κατανόηση απ’ όση μπορούσε λογικά να περιμένει. «Ας το», είπε,
 χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, χωρίς να δώσει την ελάχιστη σημασία στις εξηγήσεις του. Κοντοστάθηκε,
 ίσως γιατί θεωρούσε δίκαιη κάποια τιμωρία, ίσως και γιατί αν τον είχε αντιμετωπίσει με αυστηρότητα
 θα ένιωθε πιο μεγάλος. Φαίνεται όμως ότι είχε ήδη τιμωρηθεί (ή εκπαιδευτεί) αρκετά και πως ο
 ποδηλατάς (ή η καμπουρίτσα) με κάποιο τρόπο ανεξήγητο το είχε καταλάβει. Ή μήπως ήξερε απ’ την
 αρχή πως μερικές φορές η κόντρα δεν έπιανε;

Έβαλε τη τραυματισμένη καμπουρίτσα πίσω στη σχάρα, της ευχήθηκε σιωπηλά καλή ανάρρωση και της
 έριξε μια τελευταία ματιά σαν υπόσχεση και βουβή πρόκληση για μελλοντική αναμέτρηση. Και ενώ με
ζυγισμένα βήματα έπαιρνε τον δρόμο για το σπίτι, άρχισε να αισθάνεται και κάπως περήφανος.
Περήφανος σαν να είχε ιππεύσει ταύρο της Ανδαλουσίας ή άγριο άλογο Μάστανγκ της Καλιφόρνιας.
Την ίδια στιγμή σκεφτόταν πώς θα γλιστρούσε στην κουζίνα για να πλυθεί χωρίς να τον δουν, ποια
 δικαιολογία θα επινοούσε για το λερωμένο παντελόνι και, κυρίως, τι ακριβώς θα έλεγε στην επόμενη
 ατέλειωτη συζήτηση της τσακαλοπαρέας για τα ποδηλατικά τους κατορθώματα.