Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Ιπτάμενος χωρίς φρένα στην Αμύντα


                                                                                     ακούγονται φωνές παιδιών
                                                                                    πατίνια και ποδήλατα
                                                                                    το ανοιξιάτικο ξημέρωμα
                                                                                    ηχεί στα καλντερίμια
                                                                                    μοσκοβολάει στο χώμα
 
              Το ποδηλατάδικο του Μακαρίκα  στην Ολύμπου, απέναντι περίπου από τον φούρνο του Κόταλη και κοντά στη γωνία με την Αμύντα, ήταν γυμνό και φτωχικό όπως όλα τα μαγαζιά της γειτονιάς. Ο ποδηλατάς, ένας γκρίζος και σκυθρωπός μεσήλικας με τα ρούχα της δουλειάς, με χοντροπάπουτσα χωρίς κορδόνια, με μουντζουρωμένα χέρια, λαιμό και πρόσωπο. Τα ελάχιστα καλά ποδήλατα έλειπαν μονίμως και ιδιαίτερα όταν κατόρθωνα  να  συγκεντρώσω 
το μυθικό πενιχρό ποσό που χρειαζόταν για βόλτα ένα τέταρτο με είκοσι λεπτά.
             Έτσι τη μέρα εκείνη, όταν μισοσκυμμένος πήρα απότομη στροφή απ’ 
την Αγνώστου Στρατιώτου, σφίγγοντας τα λεφτά στην τσέπη, και κατευθύνθηκα πλησίστιος προς τα ποδήλατα, δεν βρήκα στην ξύλινη  σχάρα παρά μόνο τη θρυλική καμπουρίτσα. Ένα σκληρό δίτροχο με μυτερή τρυπητή σέλα, χωρίς ένδειξη μάρκας, χωρίςφτερά, κουδούνια και στολίδια, χωρίς ούτε καν φρένα 
στα χερούλια.  «Φρένο είναι η κόντρα», επιβεβαίωσε το αυτονόητο από το βάθος
του καταστήματος ο ιδιοκτήτης.
           Για λίγο δίστασα. Η καμπουρίτσα δεν ήταν ένα τυχαίο ποδήλατο για βόλτα και γκλιν-γκλαν στο ίσιωμα. Την αρσενική της εμφάνιση συνόδευε ανάλογη φήμη όπως τα πιο σκληρά παιδιά της γειτονιάς. Ανέβα πεζοδρόμιο, κατέβα σκάλες, πέσε απ’ το πεζούλι και στρίψε απότομα, κάνε χωρίς χέρια ή με την πλάτη στο τιμόνι. Η καμπουρίτσα απαιτούσε ικανότητα ερυθρόδερμου ιππέα, όπως τους βλέπαμε στα
καουμποϊστικα έργα της Αίγλης, και αποτελούσε όργανο κάποιας δοκιμασίας ανδρισμού, ίσως υπερβολικής για μένα που ούτε καν προσέγγιζα την εφηβεία.
             Η φόρτιση όμως της προσμονής σε συνδυασμό με τον φόβο μήπως εμφανιστεί κάποιος άλλος ήταν το πιο πειστικό επιχείρημα. Τσακάλι σκέτο της γειτονιάς με το κοντό μου μάλλινο παντελόνι, τα σημάδια σαν παράσημα τουλάχιστον συνταγματάρχη στα καλάμια, τους αγκώνες και τα γόνατα, κι ένα πιο βαθύ καλά κρυμμένο στο τριχωτό της κεφαλής, ήταν αδύνατον να κάνω πίσω. Ξεσκάλωσα λοιπόν την ατίθαση από την προσωρινή της θέση,  με κάποιο δέος
είναι η αλήθεια, την έσπρωξα μερικά μέτρα, αποφασιστικά και επιδέξια βρέθηκα πάνω της και ξεκίνησα.
           Δεν πάει κι άσχημα, παρηγορήθηκα, καθώς η μύτη της πέτσινης σέλας με ζόριζε στο ευαίσθητο σημείο και τα δάχτυλα των ποδιών μου μόλις έφταναν τα πεντάλ. Πήρα δυο ανοιχτές και μάλλον αδέξιες στροφές  στην Ολύμπου για κάποιου είδους δοκιμή και, για να μη καθυστερήσω άλλο την αποθέωση, ξεχύθηκα στην ελαφρά διαγώνια κατηφόρα και στη φθαρμένη άσφαλτο της Αμύντα. Είχα σκοπό να στρίψω δεξιά στη Φιλίππου και, φέρνοντας ένα γύρο το τετράγωνο,
να εισέλθω θριαμβευτικά στη Μητσαίων απ’ την Πλατεία Δικαστηρίων και το γκαράζ του Μπεμπελέκου.
          Όταν είχε ήδη αυξηθεί η ταχύτητα με τις πρώτες δυνατές πενταλιές,  δοκίμασα την κόντρα. Δεν έπιασε. Την ξαναδοκίμασα. Αέρας σκέτος. Μπροστά  απλωνόταν η κατηφόρα, στη επίπεδη διασταύρωση με τη Φιλίππου  κυκλο-φορούσαν φορτηγά και, πιο κάτω, με περίμενε απειλητικά η Πλάτωνος που έβγαζε στον Αμαζόνιο της Εγνατίας. Με την ταχύτητα που διαρκώς μεγάλωνε, ήταν αδύνατον να πηδήσω κάτω, ήταν αδύνατον και να στρίψω. Έπρεπε λοιπόν να σταματήσω οπωσδήποτε.
        Όλες αυτές οι σκέψεις πέρασαν αστραπιαία απ’ το μυαλό μου και, στον πανικό που με είχε κυριέψει, έστριψα ελαφρά το ποδήλατο δεξιά και κατευθύνθηκα μοιρολατρικά προς το σπίτι του Γιαννούλη που κάπως προεξείχε από την άκρη της Μητσαίων προς την Αμύντα.
           Σε χρόνο που μου φάνηκε ταυτόχρονα ατέλειωτος και απειροελάχιστος, αισθάνθηκα το απότομο τρακάρισμα της μπροστινής ρόδας και το σώμα μου να εκτοξεύεται πάνω από το τιμόνι. Διέσχισα τον αέρα, έδωσα μια γερή κεφαλιά στον τοίχο και σωριάστηκα κάτω με την καμπουρίτσα να γέρνει πάνω μου, με επιείκεια αυτή τη φορά και χωρίς να με πληγώσει άλλο. Στο σημείο που χτύπησα δεν υπήρχαν γωνίες, μάρμαρα ή σίδερα, ή έστω και πέτρα γυμνή, κι έτσι το αγύριστο κεφάλι μου έμεινε μόνον παραζαλισμένο χωρίς αίματα και άλλα χειρότερα.
           Μετά την πρώτη ταραχή, σηκώθηκα σιγά-σιγά μουδιασμένος, τινάχτηκα, ψηλάφησα τα μέλη μου, χάιδεψα τον αγκώνα που πονούσε, είδα το παντελόνι μου μέσα στα χώματα κι έπιασα να στήσω όρθιο το ποδήλατο. Όλη μου η όρεξη και η προσμονή της δόξας είχαν χαθεί. Με μια κυκλική ματιά, διαπίστωσα ότι δεν υπήρχαν νοικοκυρές ή γιαγιάδες στα μπαλκόνια ούτε, ευτυχώς, κορίτσια. Από μακριά, μέσα απ’ τα θαμπά του τζάμια, το ψιλικατζίδικο της κυρίας Πλιάκα
με κοιτούσε στωικά σαν να διαπίστωνε το αναπόφευκτο ενώ κάποια μισάνοιχτα παράθυρα χασκογελούσαν άκεφα. Η όλη ελάσσων τραγωδία θα ήταν ένα μικρό κεφάλαιο στη μνήμη μου αλλά ούτε καν μια υποσημείωση στην ιστορία της γειτονιάς. 
           Πήρα την ανηφόρα με την καμπουρίτσα αυτή τη φορά στο πλάι, κουτσαίνοντας και οι δύο. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς έγινε με τη στραβή μπροστινή ρόδα. Πάντως, ο γκρίζος και σκυθρωπός ποδηλατάς αποδείχτηκε ότι είχε περισσότερη κατανόηση απ’ όση μπορούσα λογικά να περιμένω. «Ας το», είπε, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, χωρίς να δώσει την ελάχιστη σημασία στις εξηγήσεις μου. Κοντοστάθηκα, ίσως γιατί θεωρούσα δίκαιη κάποια τιμωρία, ίσως και γιατί αν με είχε αντιμετωπίσει με αυστηρότητα θα ένιωθα πιο μεγάλος. Φαίνεται όμως ότι είχα ήδη τιμωρηθεί (ή εκπαιδευτεί) αρκετά και πως ο ποδηλατάς (ή η καμπουρίτσα) με κάποιο τρόπο ανεξήγητο το είχε καταλάβει. Ή μήπως ήξερε απ’ την αρχή πως μερικές φορές η κόντρα δεν έπιανε;
          Έβαλα τη τραυματισμένη καμπουρίτσα πίσω στη σχάρα, της ευχήθηκα σιωπηλά καλή ανάρρωση και της έριξα μια τελευταία ματιά σαν υπόσχεση και βουβή πρόκληση για μελλοντική αναμέτρηση. Και ενώ με ζυγισμένα βήματα έπαιρνα τον δρόμο για το σπίτι, άρχισα να αισθάνομαι και κάπως περήφανος. Περήφανος σαν να είχα ιππεύσει ταύρο της Ανδαλουσίας ή άγριο άλογο Μάστανγκ της Καλιφόρνιας. Την ίδια στιγμή σκεφτόμουν πώς θα γλιστρούσα στην κουζίνα για να πλυθώ χωρίς να με δουν, ποια δικαιολογία θα επινοούσα για το λερωμένο παντελόνι και, κυρίως, τι ακριβώς θα έλεγα στην επόμενη ατέλειωτη συζήτηση της τσακαλοπαρέας για τα ποδηλατικά μας κατορθώματα.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Παιδί της αλάνας και του βιβλίου





κανένα γυναικείο χέρι
δεν κράτησα
δεν χάιδεψα ως τώρα
με την παλάμη μου
με τ’ ακροδάχτυλα
τόσο ανάλαφρα
τόσο θερμά και ερωτικά
όσο ένα κοινό μολύβι






          Γιατί, δηλαδή, να θεωρούνται ασυμβίβαστα αυτά τα δύο και να μην συμπληρώνει το ένα το άλλο αρμονικά; Γιατί αφού σκοτωθείς σε άγρια παιχνίδια στην πλατεία και ανεβείς στο σπίτι καταϊδρωμένος για να πιεις εφτά ποτήρια νερό από τη βρύση, να μη μπορείς να ξαπλώσεις στον ντιβάνι  και, ακουμπώντας το κεφάλι σου στο χέρι, να χώσεις τη μούρη σου ηδονικά σ’ ένα βιβλίο και κάποτε να σε πάρει εκεί ο ύπνος από τον συνδυασμό σωματικής και πνευματικής κούρασης; Συναρπαστικό το παιχνίδι, συναρπαστικό  όμως και το βιβλίο. Άλλου είδους παιχνίδι αυτό.
        Αυτές όμως είναι σκέψεις της ωριμότητας που θέλει, σώνει και καλά, να εξηγήσει το κάθε τι. Πιτσιρικάς της γειτονιάς εγώ, δεν είχα ανάγκη από καμιά δικαιολογία και καμιά εξήγηση. Απλώς μου άρεσε, τρελαινόμουν να τα κάνω και τα δύο. Απόδειξη τα γόνατα και τα καλάμια μου που ήταν γεμάτα πληγές και σημάδια, και το μυαλό μου   που ήταν γεμάτο ιστορίες. Ιστορίες, φαντασίες και όνειρα που, σε ένα αξεδιάλυτο χαρμάνι  αργότερα  με τις εμπειρίες της ζωής, θα με οδηγούσαν κάποτε στο γράψιμο. 
        Τι διάβαζα; Ό, τι έπεφτε στα χέρια μου και ό, τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Τα λίγα βιβλία  βέβαια που υπήρχαν στο σπίτι, από καμιά δεκαριά φορές το καθένα, με πρώτους τους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκώ.  Η Δίκη των Εξ για τη Μικρασιατική Καταστροφή με ενδιέφερε άμεσα αλλά ήταν γραμμένη σε μια στριφνή καθαρεύουσα και με δυσκόλευε. Τα βιβλία που δανειζόμουν από τη βιβλιοθήκη της Χ.Α.Ν.Θ., μοναδική στη Θεσσαλονίκη την εποχή εκείνη. Τα βιβλία  που  δανειζόμουν από φίλους και τα κρυμμένα ως ακατάλληλα από τον πατέρα μου ή τον μεγάλο μου αδερφό, που βέβαια ξετρύπωνα όταν ήμουν μόνος στο  σπίτι. Αστείο πράγμα οι κρυψώνες για ένα διψασμένο παιδί. Άσε που τα κλειδιά καμιά φορά τύχαινε να μείνουν ξεχασμένα πάνω στην κλειδαριά.
        Διάβαζα και την εφημερίδα που έτρεχα να αρπάξω από το χέρι του μπαμπά όταν γύριζε το μεσημέρι από το μαγαζί. Διάβαζα τα λαϊκά περιοδικά της εποχής, Θησαυρό, Ρομάντζο, Μπουκέτο, από  πάνω αριστερά στο εξώφυλλο ως κάτω δεξιά στο οπισθόφυλλο. Διάβαζα κάποια τεύχη της εγκυκλοπαίδειας του Ηλίου που υπήρχαν τότε στο σπίτι, διάβαζα  ως και γραμματόσημο όταν λύσσαγα να διαβάσω κάτι  και δεν είχα.
        Το γλέντι μου όμως ήταν η Μάσκα και οι αστυνομικές ιστορίες της.  Στη γωνία Μακεδονικής Αμύνης και Ολύμπου, πάνω αριστερά από το μπαλκόνι μας, ήταν ένα περίπτερο με κρεμασμένα απέξω τα παλιά τεύχη της Μάσκας  και της Μασκούλας με μανταλάκια σαν μπουγάδα ρούχων. Δωρεάν τα κοίταζες, δωρεάν τα ξεφύλλιζες,και με δύο δραχμές τα δανειζόσουν για μια βδομάδα. Έδιναν κι
 έπαιρναν ο Ντέντεκτιβ Χ,  ο Άνθρωπος Αράχνη, ο Ρεπόρτερ Ρολόι και διάφοροι άλλοι λιγότερο διάσημοι ήρωες των συγγραφέων της εποχής.
           Ο μπαμπάς βέβαια δεν ενέκρινε αυτά τα αναγνώσματα και, εκτός από τις συνηθισμένες επιπλήξεις του, μια φορά, μέσα στο βαποράκι που γυρίζαμε από την Περαία, μου άρπαξε από τα χέρια τη Μάσκα που διάβαζα παραδίπλα και την πέταξε στην αφρισμένη θάλασσα. Κάτι που δεν θα συγχωρούσα ποτέ σε κανέναν άλλο αλλά  από τον πατέρα μου, αυτή η εντελώς σπάνια πράξη απλώς με πίκρανε προσωρινά.
           Διάβαζα λοιπόν. Διάβαζα  με το φως της μέρας, διάβαζα και με τη γυμνή λάμπα που κρεμόταν από το ταβάνι και μου έλεγαν ότι θα χαλάσω τα μάτια μου και θα βάλω γυαλιά. Διάβαζα τις μέρες του σχολείου, διάβαζα τα Σαββατοκύριακα και τις διακοπές. Διάβαζα γερμένος με τα παπούτσια απέξω στο ντιβάνι και στο
διπλό κρεβάτι, διάβαζα στο μικρό μπαλκόνι της Πλατείας Δικαστηρίων και στην κρυψώνα μου ανάμεσα στα καυσόξυλα στο πίσω μακρόστενο μπαλκόνι, διάβαζα και στο καμπινέ, συχνά τα αποκόμματα περιοδικών και εφημερίδων που χρησιμοποιούσαμε τότε ως χαρτί υγείας. Διάβαζα στο λεωφορείο και το τραμ, διάβαζα και στο βαποράκι για Περαία και   Μπαξέ Τσιφλίκι. Διάβαζα με το εξωσχολικό βιβλίο μέσα στο βιβλίο του σχολείου για παραλλαγή, διάβαζα όπου  στεκόμουν κι όπου βρισκόμουν. Διάβαζα όταν δεν έπαιζα και έπαιζα διαβάζοντας. Κι όταν ήμουν βυθισμένος στο διάβασμα, δεν έβλεπα και δεν άκουγα τίποτε άλλο. Κι ήμουν ακόμη στο δημοτικό σχολείο.
          Από το διάβαζα στο έπαιζα όμως είναι που δεν έχει τελειωμό. Σκέφτηκα μερικές φορές να καθίσω και να καταγράψω όλα τα αυτοσχέδια παιχνίδια που παίζαμε στη γειτονιά. Αυτοσχέδια γιατί   φυσικά λεφτά δεν υπήρχαν και άντε να αγοράζαμε  σπάνια καμιά   σβούρα, κανένα σκαλιστό ή τα σύνεργα για χαρταετό ή τον καραγκιόζη. Ήταν μια εποχή αυτονόητης γενικής στέρησης και το κάτι λίγο παραπάνω, ένα λουκούμι, μια καραμέλα, ένα γλυκό ή ένα παιχνίδι, ήταν για όλους μας, μικρούς και μεγάλους, μια αληθινή γιορτή. 
          Τα παιχνίδια της γειτονιάς θα μπορούσε να τα διακρίνει κανείς στα πολύ άγρια έως επικίνδυνα, στα απλώς σκληρά, με δεδομένη την τεστοστερόνη που είχε αρχίσει να ρέει κρουνηδόν στο σύστημά μας και στα ήπια, συνήθως επιτραπέζια ή συνηθέστερα επιπεζούλια, δηλαδή, στο πεζούλι του παραθύρου του συχνά ενοχλημένου έως εξαγριωμένου κυρ-Θανάση που έμενε στο ημιυπόγειο και είχε το απίστευτο θράσος να θέλει να κοιμηθεί το μεσημέρι.    
         Τα πολύ άγρια ήταν η μακριά γαϊδούρα  (τσαταλίνα-ματαλίνα-και στον κώλο σ’ μια σωλήνα, πόσα είναι αυτά;), ο πετροπόλεμος , συνήθως με την Καρμπολά  απέναντι, οι διάφορες απόπειρες να πυροδοτηθούν οι σφαίρες που βρίσκαμε  καμιά φορά πεταμένες στον δρόμο,  το τζιζ (τα χαστούκια ξέφευγαν καμιά φορά στον ώμο ή στο μάγουλο),  το άλμα εις βάθος στο αμμοχάλικο της υπό ανακατασκευή εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου και ο μπίκος με την ασετιλίνη, που κάποτε στη μέση της πλατείας έσκυψε να δει γιατί αργούσε να εκτοξευτεί ο Τάκης,  μεγαλύτερος αδερφός του Αχιλλάκου, έφαγε τον μπίκο στο κεφάλι  και έφερε μετά το σημάδι στο μέτωπο ως παράσημο.
        Τα απλώς σκληρά , ίσως όχι από τη φύση τους αλλά με τον τρόπο που τα παίζαμε εμείς, ήταν το δίτερμα με τη συνήθως πάνινη ή λαστιχένια μπάλα, ακόμη και με πέτρα στην πλατεία, το κυνηγητό και ο κρυφτόμπικος,  η τσομάκα-τσιλίκα, το πατίνι, το κατρακύλι και το ποδήλατο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κόντεψα να σκοτωθώ με το αθώο ποδήλατο, είτε από αυτοκίνητο, είτε από σατανικούς τοίχους που έτειναν να έρχονται κατευθείαν επάνω μου, ακόμη και απλώς πέφτοντας στις μυτερές κοτρώνες της πλατείας.
          Ήπια ήταν τα αναρίθμητα επιτραπέζια, τριάρα, εξάρα, εννιάρα και                 δεκαεξάρα, το «μη θυμώνεις άνθρωπε» ή stop, όπως το ονόμαζε  ο Τάκης ο ψηλέας, που ήταν και κάτοχός του, το τάβλι, από εβραίικο ως πόρτες, πλακωτό και φεύγα, οι μπίλιες ή γκαζιές σε διάφορες παραλλαγές, η σβούρα, οι ομάδες και τα πιατάκια, τα χαρτόνια, το σχοινάκι, τα σκαλιστά και το κουτσό που συνήθως παίζανε τα κορίτσια. Και βέβαια τα χαρτιά από ξερή και τριανταμία ως το πόκερ που είχε μάθει ο Λαζαράκης από τον πατέρα του  και το είχε διδάξει σε μένα.Χωρίς να αποκλείονται τα μοναχικά παιχνίδια, όπως η πασιέντζα,  τα σταυρόλεξα, οι γρίφοι και διάφορες προκλήσεις στον εαυτό μου που επινοούσα.
           Αυτά θυμάμαι τώρα και τελειωμό δεν έχει η ιστορία με τα κυρίως αυτοσχέδια παιχνίδια, ούτε οι διαχωρισμοί αυτοί ήταν απόλυτοι. Γιατί  τα ήπια μπορεί ξαφνικά να γίνονταν άγρια ή πολύ άγρια με τις μπουνιές να πέφτουν αριστερά και δεξιά, σχεδόν ποτέ  όμως μεταξύ των μελών της στενής παρέας στη γειτονιά.  Πώς αλλιώς όμως θα δίναμε διέξοδο στην παιδική ορμή μας, πώς αλλιώς θα μαθαίναμε τη συνεργασία, την άμιλλα, τον ανταγωνισμό, πώς αλλιώς θα μεγαλώναμε; Πώς αλλιώς θα διαμορφωνόταν ο χαρακτήρας μας και θα ξεχώριζε ο έντιμος από τον χαραμτζή; Και πώς αλλιώς θα ησύχαζε για λίγο το κεφάλι γονέων και κηδεμόνων:
          Το διάβασμα και τα παιχνίδι με ακολούθησαν βέβαια σε όλη μου τη ζωή. Στην εφηβεία μου στο γυμνάσιο, στις σπουδές μου, στη δουλειά μου,  παντού. Αναπτύχθηκαν, μεταλλάχτηκαν, εξελίχτηκαν αλλά παρέμειναν ουσιαστικά τα ίδια. Η λαχτάρα για γνώση και η λαχτάρα για διασκέδαση που συχνά συνδυάζονταν σε μια πρόκληση στις ικανότητές μου ή στην τύχη, σε μια πρόκληση πνευματική. 
 Όσο μεγάλωνα βέβαια άρχιζαν να υποχωρούν τα σωματικά και βίαια και να υπερισχύουν τα ήπια και καθιστικά, τα εγκεφαλικά Το αγόρι και ο έφηβος που έπαιζε, σταδιακά εξελίχτηκε σε παθιασμένο τζογαδόρο και το παιδί που διάβαζε σε ποιητή και πεζογράφο με δεκάδες βιβλία.
         Φαίνεται όμως ότι κάποιος άλλος παίζει μαζί μας το δικό του παιχνίδι, διαβάζει και γράφει το δικό του μεγάλο βιβλίο. Κάποιος άγνωστος και ανεξιχνίαστος στο παρασκήνιο  καθορίζει τη ζωή μας από τη στιγμή που αρχίζει να σχηματίζεται στη μήτρα της γυναίκας. Κι ερχόμαστε μετά εμείς, αθύρματα στα δικά του χέρια, να μιλήσουμε για ελευθερία, να προκαλέσουμε την τύχη μας και ίσως μάταια να προσπαθήσουμε να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο μας. Τι παιχνίδι κι  αυτό !!   

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Με κεφαλιά του Καζαντζή ή σουτ του Βικελίδη

                                                                Νικηφόρος, Κώστας και Κλεάνθης Βικελίδης




ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
και μοσχοβολάει μια γλάστρα στο μπαλκόνι
αχνά μες στο ψιλόβροχο να ξημερώνει Κυριακή

  

              Μάλλον όμως χάρη στις ακροβατικές αποκρούσεις του Βελλιάδη νικούσε ο Άρης την εποχή εκείνη. Μάλιστα, μετά από ένα ματς  στη Θεσσαλονίκη με συντριπτική υπεροχή των Πειραιωτών, η Αθλητική Ηχώ είχε κυκλοφορήσει  με έναν τεράστιο τίτλο στην  πρώτη σελίδα : Ολυμπιακός - Βελλιάδης : 0-0.  Πάλι είχε κατεβάσει τα κεπέγκια  στην εστία του ο φοβερός εκείνος τερματοφύλακας των κίτρινων  του  βορρά.
           Θα ‘μουν δε θα ‘μουν δέκα χρονώ όταν πήγα στο γήπεδο μόνος μου για πρώτη φορά.  Όχι ακριβώς μόνος δηλαδή, αλλά χωρίς τον μεγάλο μου αδερφό ή τον πατέρα μου, που έτσι κι αλλιώς δεν πήγαινε στα ματς,  με την παρέα της γειτονιάς. Τα παιδιά των μικροαστικών οικογενειών στη Μητσαίων και την Αγνώστου Στρατιώτου ήταν τότε οπαδοί του Άρη ή του Ηρακλή, συχνά, όπως         ο  μεγαλύτερος αδερφός τους που τα είχε μυήσει, και έτσι συνεχίζουν να είναι στην ωριμότητά τους τώρα γιατί, ως γνωστόν, κόμμα αλλάζεις, ομάδα όμως ποτέ.  Άμα πεις είμαι αυτό, αυτό παραμένεις για όλη  σου τη ζωή. 
           Στις εργατικές οικογένειες των συνοικισμών κυριαρχούσαν  συντριπτικά οι Παοκτσήδες , που ήταν και πιο άγριοι, με εξαίρεση την Καλαμαριά, φέουδο του Απόλλωνα,  που «περιείχε δηλητήριον φόβερον » και στην ενδεκάδα του είχε δέκα παίκτες σε –ίδης και μόνο έναν σε –όπουλος,  Πόντιο όμως κι αυτόν. Αυτοί δεν σήκωναν το παραμικρό.  Όταν κάποτε πιτσιρικάς  στο γήπεδο, απόρησα μεγαλόφωνα ποια ήταν η ομάδα με τις κοκκινόμαυρες  φανέλες, παρά τρίχα γλύτωσα το ξύλο. 
           Το πρώτο ματς της ζωής μου το είχα δει λοιπόν στο παλιό γήπεδο του Πανεπιστημίου,  που  βρισκόταν στον χώρο του Χημείου πάνω από τη Φιλοσοφική Σχολή και ήταν έδρα του Ηρακλή. Πάλι με τον Ολυμπιακό. Από τη Μητσαίων και την Αμύντα, είχαμε πάρει  τη Φιλίππου ως το Μεταγωγών και από πίσω δρόμους,
δρομάκια  και  στενά, λες και ταυτόχρονα εξερευνούσαμε μια άγνωστη χώρα, είχαμε βγει στο Πανεπιστήμιο και από κει μπροστά στη μεγάλη πόρτα του γηπέδου.
          Ο τρόπος εισόδου ήταν καθιερωμένος για τα ασυνόδευτα πιτσιρίκια. Πλησιάζαμε την ουρά και λέγαμε άφοβα σε δυο-τρεις ταυτόχρονα: «βάλε με μέσα, ρε μπάρμπα».  Όλο και κάποιος πρόθυμος εικοσιπεντάχρονος μπάρμπας  βρισκόταν να μας πάρει από το χέρι, να μας βάλει στο γήπεδο με το δικό του εισιτήριο και να μας αμολήσει  για να κολλήσουμε τη μούρη μας στο     κιγκλίδωμα.  Η πρώτη μου φορά ήταν και τυχερή καθώς οι μεγάλοι με είχαν περάσει μέσα στο ίδιο το γήπεδο και, καθισμένος στο χώμα σταυροπόδι, είχα παρακολουθήσει τον αγώνα από εξαιρετικά προνομιούχο θέση.
           Το ματς είχε τελειώσει ισόπαλο 4-4 και, παρά τα τέσσερα γκολ που είχε δεχτεί, ο Βελλιάδης είχε πάλι πιάσει τα άπιαστα. Ψιλόβρεχε μάλιστα όταν ο αίλουρος είχε δώσει το ρεσιτάλ του κάτω από τα γκολπόστ. Είχε όμως και  μπακ αμίμητο ο Βελλιάδης. Έλεγε ο Βαχάκ Αμπραχαμιάν, μάγκας από τα γεννοφάσκιά του,«ή η μπάλα περνάει ή ο παίκτης, ποτέ και τα δύο».  Και μια φορά που η μπάλα πήγαινε στη γωνία της εστίας από στραβοκλωτσιά του  και ο  Βελλιάδης είχε σκοτωθεί για να αποκρούσει: «Κωστάκη μου, επίτηδες το έκανα για να διακριθείς». Πριν ακόμη βγουν τα περίπλοκα επιστημονικά συστήματα του ποδοσφαίρου, ο Βαχάκ από τη μεριά του Άρη και ο Παράσχος από του Ηρακλή, έπαιζαν συχνά πάσα-πάσα.  Καντήλι ο ένας από τη μια εστία στην άλλη,                 το ίδιο και ο άλλος για ανταπόδοση.
            Καθώς γυρίζαμε στη γειτονιά  από το γήπεδο με τον Αχιλλάκο και τον Γιάννη,  μας σταμάτησε ένας κηπουρός στο πάρκο της Πλατείας Μακεδονομάχων και μας ρώτησε για το ματς. Του είπαμε το αποτέλεσμα, προσπαθήσαμε να περιγράψουμε τις αποκρούσεις του Βελλιάδη κι εκείνος βρήκε την ευκαιρία να
μας διηγηθεί ιστορίες για τον Γιάμαλη, τερματοφύλακα της Ά.Ε.Κ. που έπιανε τη μπάλα με τα χέρια πίσω από τη πλάτη του. Ιστορίες που ακούσαμε φυσικά με ανοιχτό το στόμα.
          Το γήπεδο όμως που έχει στοιχειώσει τη μνήμη των παιδικών μου χρόνων και βέβαια των εφηβικών ήταν το παλιό γήπεδο του Π.Α.Ο.Κ. στο Σιντριβάνι,  εκεί που αργότερα χτίστηκε η Θεολογική Σχολή. Το έλεγαν και γήπεδο στους Χορτατζήδες, από το κέντρο που ήταν εκεί κοντά, και είχε κοφτερά σπασμένα γυαλιά πάνω στους  τοίχους της περίφραξης για να αποθαρρύνονται οι τζαμπα-
τζήδες.  Αυτό όμως δεν εμπόδιζε τους φαντάρους να σκαρφαλώνουν ο ένας πάνω στα χέρια και τους ώμους του άλλου  και να ρίχνουν μετά τα μπουφάν τους πάνω στα γυαλιά για να πιαστούν και να πατήσουν.
            Το γήπεδο στο Χαριλάου είχε χτιστεί αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του “50, μας είχε δείξει μάλιστα τα σχέδιά του ο Μπίτης, ένα μεγαλύτερο παιδί που έμενε στη Φιλίππου  και έπαιζε τερματοφύλακας στα τρίτα του Άρη.  Τα τρίτα τότε ήταν θεσμός, υπήρχε και δικό τους πρωτάθλημα, και από τα σπλάχνα τους είχαν αναδειχτεί σπουδαίοι ποδοσφαιριστές σε όλες τις ομάδες.
           Στα εφηβικά μας χρόνια λοιπόν και αργότερα, κατεβαίναμε από την Πλατεία Δικαστηρίων νωρίς το απόγευμα της Κυριακής και παίρναμε  από την Εγνατία το λεωφορείο για Χαριλάου, που ήταν τίγκα έτσι κι αλλιώς από φιλάθλους. Όρθιοι στο λεωφορείο, όρθιοι  συνήθως και στο γήπεδο γιατί σπάνια είχαμε λεφτά για τη μοναδική κερκίδα στην Παπαναστασίου.
           Ξένοι παίκτες δεν υπήρχαν τότε στις ομάδες, ούτε φυσικά λεφτά.  Οι παίκτες ήταν παιδιά της γειτονιάς και παίζανε κυριολεκτικά για μια πορτοκαλάδα, όπως στην κόντρα της Πλατείας Δικαστηρίων, με το καροτσάκι με τα μπουκάλια στον πάγο να περιμένει παραδίπλα να τελειώσει ο αγώνας και να πιουν οι
νικητές τη γκαζόζα που πλήρωναν οι ηττημένοι.  Μερικές φορές ακούγονταν ζητωκραυγές, προτροπές ή διαμαρτυρίες προς τους παίκτες με το μικρό τους όνομα, όπως τότε που ο Άρης κέρδιζετον Παναιγιάλειο  4-1 και κάποιος φώναζε από την κερκίδα στον Πασχαλίδη : «Ρε Παύλο, μη σταματάτε, έχω βάλει στοίχημα για έξι γκολ».
            Όλα βέβαια άρχιζαν στις πλατείες και τις αλάνες της κάθε περιοχής, όπου τα σημάδια στα γόνατα και τα καλάμια ήταν παράσημα. Παράδειγμα ο σπουδαίος Κούδας του Π.ΑΟ.Κ., παιδί της Πλατείας Διοικητηρίου ή ο Χιώτης της δικής μας γειτονιάς. Εμείς παίζαμε με πάνινη ή λαστιχένια μπάλα στην πρόσφατα ασφαλτοστρωμένη Αγνώστου Στρατιώτου ή στον χωματόδρομο της Φιλίππου κι ακόμη  στην κατά διαστήματα ανώμαλη επιφάνεια της πλατείας μπροστά από τον Άγιο Νικόλαο.  Παίζαμε μερικές φορές ως το βράδυ με το φως από τις λυμφατικές λάμπες του δήμου στις λιγοστές ξύλινες κολώνες ,  ρίχναμε ποτάμια ιδρώτα και όταν γυρίζαμε στο σπίτι πίναμε εφτά- οχτώ ποτήρια νερό από τη βρύση
για να ξεδιψάσουμε.
           Οι εστίες σημαδεύονταν με μεγάλες πέτρες,  με τα ρούχα μας διπλωμένα επάνω τους,  και το υποθετικό γήπεδο ήταν κατάλληλο για φιγούρες κάτω από το βλέμμα της μάλλον αδιάφορης  ωραίας συμμαθήτριας μου Κικής στο ψηλό μπαλκόνι της. Τα κορίτσια ήταν τότε terra incognita καθώς, μέσα στην τάξη των 54, κάθονταν  σε ξεχωριστή μεριά  τρεις-τρεις στα δικά τους θρανία και στα διαλείμματα έκαναν παρέα με τις φιλενάδες τους και κανένας δεν τολμούσε να τα προσεγγίσει.
           Εξαιρετικά οικεία αλλά και παράξενα αινιγματική φαντάζει στη μνήμη όλων μας  η εποχή εκείνη. Μια εποχή φτώχειας, στέρησης αλλά και του αμύθητου πλούτου  της νιότης και της ανακάλυψηςτου  κόσμου. Μια εποχή αθωότητας, εκθαμβωτικής και οδυνηρής ταυτόχρονα.  
 

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Κάτω απ' το Εργατικό Κέντρο




 
ωραία που ήταν η συγκέντρωση
στην πιο μεγάλη μας πλατεία
ωραία τα μέγαρα
ωραία το μάρμαρα
ωραίο και το παλιό Εργατικό μας Κέντρο



           Το κτίριο του Εργατικού  Κέντρου ήταν κάτω από τον Άι Δημήτρη ενώ κάτω από το Εργατικό Κέντρο απλωνόταν η δική μας επικράτεια. Η απέραντη κακοτράχαλη  Πλατεία Δικαστηρίων με τους τριγύρω δρόμους, γήπεδο και γειτονιά μας, ο κόσμος όλος. Με πρώτη και καλύτερη τη  Μητσαίων, περίπου ισότιμη την  Αγνώστου Στρατιώτου   και μετά την Φιλίππου, την Αμύντα, την Ολύμπου. Χωματόδρομοι όλοι εκτός από την Ολύμπου που ήταν δρόμος κεντρικός και ασφαλτοστρωμένος.
          Όσα συνέβαιναν μέσα στον Εργατικό Κέντρο τα αγνοούσαμε και δεν θέλαμε να τα μάθουμε,  ενώ όσα συνέβαιναν μπροστά του μας ενδιέφεραν άμεσα και τα βλέπαμε κάθε μέρα και σε κάθε φάση της ζωής μας.  Θα πρέπει να είχαμε ανοίξει τα μάτια μας στον κόσμο με γερμανικές φωνές και γερμανικές μπότες. Εγώ τους είχα κυριολεκτικά κάτω από το μπαλκόνι μου. Στα πενήντα μέτρα αριστερά    υπήρχε μια γερμανική μονάδα σε υπόγειο χώρο και τα στρατιωτικά αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν τακτικά.  
          Οι Γερμανοί έκαναν και γυμνάσια στην πλατεία με άσφαιρα πυρά προς την κατεύθυνση του  Εργατικού Κέντρου.Τη μία όμως και μοναδική φορά που μπήκε Γερμανός στο σπίτι μας, φύγαμε σύντομα μετά εμείς, καθώς επιτάξανε το διαμέρισμά μας που είχε λουτρό με θερμοσίφωνα και μας έστειλαν στο ημιυπόγειο της Ζεύξιδος. 
           Με την αποχώρηση του κατακτητή από την Ελλάδα,εμείς επιστρέψαμε στο σπίτι μας και τους Γερμανούς στην πλατεία διαδέχθηκαν οι μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις καιδιαδηλώσεις. Κάποιοι εκφωνούσαν λόγους από το μπαλκόνι
του Εργατικού Κέντρου, κάποιοι άλλοι  από κάτω κρατούσαν πανό, ανέμιζαν σημαίες και ζητωκραύγαζαν ενώ εμείς παίζαμεσε απόσταση  ασφαλείας. Ήταν μια σκοτεινή εποχή και αυτόδεν άργησε να αποδειχτεί μπροστά στα μάτια μας με πολύ
σκληρό, αν και τελικά κατά τύχη όχι αιματηρό τρόπο.
           Για κάποιον λόγο κάποιοι κάποιον κυνηγούσαν μέσα από μια διαδήλωση στην πλατεία. Αυτός έστριψε τρέχοντας στη Μητσαίων, οι διώκτες του τον πυροβόλησαν από μακριά αλλά  δεν τον πέτυχαν, ο φυγάς  έκανε σκύβοντας μια απότομη στροφή σαν βουτιά  έξω από το σπίτι του Μουντζουρίδη  και χώθηκε στην πόρτα, το ίδιο έκαναν σε λίγο και οι διώκτες του αλλά δεν τον πρόλαβαν τελικά. Φαίνεται ότι αυτός ήξερε καλύτερα τα  κατατόπια  της γειτονιάς και τα λεγόμενα δίπορτα. Από το υπόγειο του Μουντζουρίδη  βγήκε στην πρασιά και μετά πέρασε στο υπόγειο της απέναντι οικοδομής  και από κει εξαφανίστηκε στη Φιλίππου  και τα κοντινά δρομάκια.
         Τις λαϊκές συγκεντρώσεις διαδέχτηκαν λίγο αργότερα, ενόψει των εθνικών εορτών, οι δοκιμαστικές παρελάσεις των γυμνασίων,που εμείς οι μικροί παρακολουθούσαμε με δέος και καμάρι. Κυρίωςστην Ολύμπου και πάντα με τραγούδι, συχνά με το «Μακεδονία ξακουστή   του Αλεξάνδρου η χώρα ….» καθώς στην ύπαιθρομαινόταν ο εμφύλιος  και το θέμα της Μακεδονίας είχε στείλει
πολλούς στο εκτελεστικό απόσπασμα.
         Σε μερικά χρόνια βέβαια τα πράγματα ηρέμησαν και μπορέσαμε πλέον να παίζουμε απερίσπαστοι στην πλατεία τα χίλια δυο αυτοσχέδια παιχνίδια μας.  Η Πλατεία Δικαστηρίων χωριζόταν σε τέσσερα μέρη,το βορειανατολικό που μας ανήκε, το βορειοδυτικό με τις εγκαταστάσεις των προσκόπων και το μικρό γήπεδο του  Π.Α.Ο.Δ.  (Ποδοσφαιρικός Αθλητικός Όμιλος Διοικητηρίου),το νοτιανατολικό που όπου συνήθως παίζαμε δίτερμα, με το πάρκο και τα Λουτρά Παράδεισος ακριβώς πάνω από την Εγνατία, και το νοτιοδυτικό, το πιο μακρινό και δυσπρόσιτο με την ανθισμένη Παναγία Χαλκέων να προβάλει από το  χώμα στο άκρο του.
           Η τρίτη εκκλησία της περιοχής ήταν ο διακριτικά θελκτικός Άγιος Νικόλαος με το προαύλιο του στην άκρη του νοτιοανατολικού τμήματος της πλατείας. Στη μέση όλου αυτού του γυμνού χάους υπήρχε ένα λυμφατικό παρκάκι περιτριγυρισμένο με σκουριασμένο αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Εκεί κάποια μέρα ο μεγαλύτερος αδερφός μου είχε σκίσει τον μηρό του και τον έτρεχε μετά ο μπαμπάς γιαράμματα και αντιτετανικό ορό. 
          Ακόμη όμως και η δική μας περιοχή της πλατείας δεν μαςανήκε αποκλειστικά.  Προτεραιότητα είχαν οι μεγάλοι  του γυμνασίου όταν αποφάσιζαν να παίξουν ποδόσφαιρο ενώ εμείς αναλαμβάναμετον ρόλο των θεατών χωρίς κερκίδα. Το ματς των μεγάλων ήταν με στοίχημα μια γκαζόζα ή πορτοκαλάδα από το καροτσάκι του πλανόδιου πωλητή, που έπιναν οι νικητές και πλήρωναν οι ηττημένοι. 
           Λίγο παρακάτω στο κέντρο της πλατείας έρχονταν και παίζανε μπάλα και τα ανταρτόπληκτα. Δηλαδή, τα παιδιά των οικογενειών που είχαν καταφύγει στη Θεσσαλονίκη από την ύπαιθρο  λόγω του εμφυλίου και έμεναν σε εντελώς πρόχειρα καταλύματα  στο καρά γιαπί, τότε Καραβάν Σαράι, στη γωνία Βενιζέλου και Εγνατίας. Αυτά τα παιδιά ήταν ακόμη πιο φτωχικά ντυμένα από μας και φορούσαν τσαρουχάκιαφτιαγμένα από ελαστικά αυτοκινήτων. Φυσικά μιλούσαν και με χωριάτικη προφορά  και αποτελούσαν θέμα εύκολης κοροϊδίας από   
τα παιδιά της πόλης.
       Μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας, σχολείο-διάβασμα-γειτονιά-παιχνίδι,  κάποια μέρα κυκλοφόρησε στη γειτονιά μια συνταρακτική είδηση. Ένας μάλλον νέος άντρας είχε ανεβεί στο Εργατικό Κέντρο και από ένα πλαϊνό παράθυρο της σκάλας πήδησε στο κενό και σκοτώθηκε. Αυτοκτόνησε !!  Γιατί, ρε παιδιά; Ανεργία, γυναίκα, αρρώστια; Κανείς δεν ήξερε. Με περιέργεια ανάμικτη με φόβο τρέξαμε αμέσως να δούμε το σημείο στο οποίο είχε πέσει. Ήταν στον ανηφορικό χωματόδρομο του μεγάλου ανοίγματος ή πλατείας που οδηγεί στον Άγιο Δημήτριο.
          Εκεί λοιπόν ανάμεσα σε πέτρες και πάνω στο σκληρό χώμα είχε σχηματιστεί μια μεγάλη βαθυκόκκινη κηλίδα αίματος. Σταθήκαμε με δέος γύρω από το σημάδι του θανάτου. Το κοιτάξαμε και το ξανακοιτάξαμε, ανταλλάξαμε ματιές, είδαμε ψηλά και το παραθυράκι της πτώσης του.  Τα παιχνίδια,  τα αστεία και τα πειράγματα είχαν τελειώσει, λες και τα είχε σαρώσει ένας παγωμένος άνεμος. Γυρίσαμε στη γειτονιά βουβοί  με σκυμμένο το κεφάλι και σύντομα ένας –ένας αναζητήσαμε τη θαλπωρή του σπιτιού μας.