Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

τρεις σε μια βάρκα

Τι παράξενη συνάντηση! είπε η φώκια
κουνώντας τα μουστάκια της. Μια αλεπού
στη θάλασσα! Έχασες τον δρόμο σου;
Πώς θα ξαναγυρίσεις στην ξηρά καημένη;
Το ξέρεις ότι είσαι πολύ μακριά τώρα;
                         από παιδικό παραμύθι


Ο ήλιος ανέβαινε αργά πάνω από ένα γκρίζο πλεούμενο φαγωμένο από χρόνο κι αρμύρα. Θάλασσα γαλήνια, πλατιά, απέραντη. Ουρανός καταγάλανος, δίχως φτερούγα πουλιού. Ούτε υπόνοια γης στον ορίζοντα.

        Ο ηλικιωμένος κύριος κούνησε βίαια το κεφάλι σαν να τον ενοχλούσε μύγα. Παραλίγο να του πέσει το μαύρο καπέλο στο νερό.
       - Σας παρακαλώ οδηγείστε αμέσως το σκάφος στην ακτή.
       Καμία απάντηση.
       - Είπα να βγάλετε τη βάρκα έξω.
       Ο ψηλός με το μπουφάν γύρισε ξαφνιασμένος.
       - Σ' εμένα μιλάτε;
       - Mάλιστα.
       - Και πού είναι η ακτή;
       Εκείνος έριξε μια κυκλική, ερευνητική ματιά   
       - Μα δεν είναι δυνατόν; Πώς βρεθήκαμε εδώ;
       - Δεν υπάρχει εξήγηση, είπε ο νέος με τα γυαλιά.
       - Δεν ξέρω τίποτα, δήλωσε ο ηλικιωμένος κύριος μ' επιτακτική χειρονομία. Έχουμε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου. Είναι αδιανόητο να αργήσω.
       - Πρέπει να τηλεφωνήσω στη γυναίκα μου, είπαν με μια φωνή οι άλλοι δύο. Έχουμε καλεσμένους το βράδυ, συνέχισε ο νέος, είναι και ο διευθυντής μου. Έκανε μια κίνηση απελπισίας. Πώς βρεθήκαμε εδώ;

       - Μα ποιοι είστε τέλος πάντων;
       - Εσείς ποιος είστε; ρώτησε ο ψηλός με πείσμα.
       - Διευθύνω μια μεγάλη ανώνυμο εταιρία.
       Ξεκούμπωσε το άσπρο, σκληρό κολάρο.
       - Εγώ εργάζομαι στην εταιρία υδάτων, είπε διστακτικά ο νέος.
       - Εγώ είμαι ηλεκτρολόγος, πρόσθεσε ο ψηλός.
       - Ε, λοιπόν, βγάλτε τη βάρκα έξω. Κουνηθείτε.
       Ο ηλικιωμένος κύριος είχε κοκκινίσει. Στους κροτάφους πάλλοντας γαλάζιες φλεβίτσες. Τα χέρια του έτρεμαν, ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα γόνατά του. Ο νέος τον αγριοκοίταξε.
        - Εσύ φταις. Μας κάνεις τον καμπόσο και δίνεις διαταγές. Βγάλε την λοιπόν εσύ έξω.
        Ο ψηλός με το μπουφάν σηκώθηκε απότομα με κίνδυνο να ανατρέψει την ισορροπία της βάρκας. Άδραξε ένα κουπί και το κατέβασε με δύναμη προς τη μεριά του νέου. Εκείνος παραμέρισε και το κουπί χτύπησε στο ξύλο κι έσπασε. Με το κομμάτι που του έμεινε στα χέρια όρμησε στον άλλο σα να 'θελε να τον εμβολίσει, σκόνταψε κι έπεσε χτυπώντας το πηγούνι.
        - Κι οι δυο σας φταίτε, μουρμούρισε. Εγώ δεν έκανα τίποτα. Μόνο τη δουλειά μου κοιτούσα. Παλιάνθρωποι.
        - Ηρεμείστε, ηρεμείστε, είπε μαλακά ο ηλικιωμένος κύριος που είχε στο μεταξύ ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. Ομολογώ ότι φέρθηκα κάπως αψυχολόγητα. Ζητώ συγγνώμη. Δεν ωφελεί να χάνουμε την ψυχραιμία μας και να φιλονεικούμε σαν παιδιά. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση από κοινού, ενωμένοι. Ας αρχίσουμε επισκευάζοντας το κουπί.

Γκρίζο πλεούμενο φαγωμένο από χρόνο κι αρμύρα σε θάλασσα γαλήνια, πλατιά, απέραντη. Ουρανός καταγάλανος δίχως φτερούγισμα πουλιού. Ούτε υπόνοια γης στον ορίζοντα. Ο ήλιος καρφωμένος στο στερέωμα τους πυρπολούσε με κατακόρυφες σχεδόν αχτίδες.

          Ο ηλικιωμένος κύριος, στην αρχή διστακτικά και ύστερα με γρήγορες κινήσεις, έβγαλε το σακκάκι του και τ' απόθεσε στο βάθος της βάρκας. Στο μέτωπο και τις ρίζες των γκρίζων μαλλιών του είχαν φανεί σταγόνες ιδρώτα. Οι άλλοι τον μιμήθηκαν.
          - Προσπαθώ να εξηγήσω την κατάστασή μας, είπε αργά ο νέος, και δεν το κατορθώνω. Ξεκίνησα για τη δουλειά όπως κάθε πρωί, κατέβηκε τα εικοσιτρία σκαλοπάτια, έκλεισα την εξώπορτα και περίμενα στη στάση. Το λεωφορείο ήταν γεμάτο. Έκοψα εισιτήριο και στάθηκα στον διάδρομο. Θυμάμαι την πινακίδα με τον αριθμό κυκλοφορίας και μετά ... μια φωνή που έλεγε να βγάλουμε τη βάρκα έξω. Είναι παράλογο.
          - Ακριβώς, είναι παράλογο, συμφώνησε ο ηλικιωμένος κύριος σκουπίζοντας τον ιδρώτα. Οδηγούσα στην κεντρική λεωφόρο και σταμάτησα σε μια διασταύρωση. Δεν έγινε τίποτα το ιδιαίτερο. Έκανε αρκετή ζέστη και σκεφτόμουνα διαρκώς τη συνεδρίαση στο γραφείο. Ύστερα το κόκκινο φως χάθηκε, ένιωσα άβολα, είδα τη θάλασσα, εσάς .... Δεν είμαστε καλά !
           - Καθόμουνα στο τραπέζι της κουζίνας και περίμενα το πρωινό μου, μουρμούρισε ο ψηλός. Στο παράθυρο ζουζούνιζε μια τεράστια μαύρη μύγα. Πρόσχαρος ήλιος έλουζε το δωμάτιο. Η μυρωδιά του φρέσκου καφέ γαργαλούσε τα ρουθούνια μου. Σιγά-σιγά η μύγα μεγάλωσε, απλώθηκε, στρογγύλεψε, έγινε το καπέλο σας. Πάω να τρελαθώ.

           - Φοβερή ζέστη, διαμαρτυρήθηκε ο ηλικιωμένος κύριος σαν να' θελε να δικαιολογήσει την επόμενη ενέργειά του. Έγειρε, βούτηξε τα χέρια στη θάλασσα κι έβρεξε μέτωπο και λαιμό. Υπάρχει καθόλου νερό;
           - Είμαστε εντελώς απροετοίμαστοι, φώναξε ο ψηλός.Τίποτα δεν υπάρχει σ' αυτό το ρημάδι.            
          - Μα η κατάσταση αυτή ήταν εντελώς απρόβλεπτη, τόνισε ο νέος. Χωρίς προμήνυμα, στα καλά καθούμενα, χωρίς να το περιμένουμε ούτε κανένας να μας προειδοποιήσει, να 'μαστε στη μέση του ωκεανού αποχαμένοι κι αδύναμοι.
           - Δουλειά, σπίτι, καφενείο, φίλοι, ποδόσφαιρο, χρόνια ολόκληρα, έπρεπε κάποτε η ρουτίνα να σπάσει, φιλοσόφησε ο ψηλός.
           - Πρέπει κάτι να κάνουμε, δήλωσε ο ηλικιωμένος κύριος. Ας αρχίσουμε τραβώντας κουπί, δυο ώρες ο καθένας.
            - Και πού ξέρουμε αν κατευθυνόμαστε στη στεριά ή στ' ανοιχτά; ΄Ύστερα, τι απόσταση μπορούμε να καλύψουμε; Καλύτερα να διατηρήσουμε τις δυνάμεις μας.
            Ξαφνικά ο νέος, σαν να είχε πια εξαντληθεί η υπομονή του, άρχισε να χτυπάει με μανία τα πόδια του κάτω.
           - Θα τη σπάσω την παλιόβαρκα. Θα τσακίσω τα βρωμοσάνιδά της.
           - Να την κάνουμε κομμάτια, πλειοδότησε ο ψηλός. Δεν είναι κατάσταση αυτή. Δώσ' μου το κουπί.
           Ο ηλικιωμένος κύριος άρχισε να δείχνει σημάδια σοβαρής ανησυχίας.
           - Κύριοι, κύριοι, ηρεμείστε. Καταλαβαίνω πώς αισθάνεσθε και ασφαλώς συμμερίζομαι την αγανάκτησή σας, αλλά οφείλω να παρατηρήσω ότι η βάρκα είναι απαραίτητη για τη σωτηρία μας. Θέλετε να πνιγούμε;
            Οι άλλοι κοιτάχτηκαν σαν άτακτα παιδιά.                 
            - Σαν να έχει δίκιο, είπε απρόθυμα ο νέος. Δε βαριέσαι.
            Τραβήχτηκε στη γνωνιά του κι άρχισε να παίζει με τα κορδόνια των παπουτσιών. Ο ψηλός κρέμασε το κεφάλι κι αφαιρέθηκε.

Γκρίζο πλεούμενο φαγωμένο από χρόνο κι αρμύρα σε θάλασσα γαλήνια, πλατιά, απέραντη. Ουρανός καταγάλανος δίχως φτερούγισμα πουλιού. Ούτε υπόνοια γης στον ορίζοντα. Ο ήλιος έγερνε κατά τη δύση.

             - Ένα πλοίο, ένα πλοίο !!! τραύλισε ο ψηλός.
             Πετάχτηκαν κι οι τρεις επάνω. Ένα μεγάλο αστραφτερό καράβι έσκιζε ολοταχώς τη θάλασσα στην ανατολή. Βγάλανε τα πουκάμισα κι άρχισαν να τ' ανεμίζουν.
              - Έρχεται κατά 'δω.
              - Μας είδαν, σωθήκαμε.
              - Το 'ξερα εγώ ότι κάτι θα γινόταν.
              Αγκαλιάστηκαν αδέξια. Είχαν και οι τρείς δακρύσει.
        
               Το πλοίο είχε πλησιάσει κι έκοβε ταχύτητα.  Ατέλειωτες σειρές το φινιστρίνια. Τρία κίτρινα αεροδυναμικά φουγάρα ξέχώριζαν μέσα από ναυαγοσωστικές λέμβους, σωσσίβια και πάνινες πολυθρόνες. Κόσμος ντυμένος κομψά κυκλοφορούσε σε όλα τα καταστρώματα. Ήχοι εύθυμης μουσικής έφτασαν στ' αυτιά τους. Ένας ναυτικός έγειρε στην κουπαστή με τον τηλεβόα στο χέρι.
                - Ε, σεις κάτω στη βάρκα, τι κάνετε; 
                Ο ηλικιωμένος κύριος, κάνοντας χουνί τα χέρια του, φώναξε με τρεμάμενη φωνή.
                 - Καλώς ήρθατε, καλώς ήρθατε. Δεν αντέχουμε άλλο. Ρίξτε μια σκάλα ν' ανεβούμε.
                 Η φωνή από τον τηλεβόα άργησε λίγο να ακουστεί.
                 - Σας καταλαβαίνουμε αλλά, πιστέψτε μας, έχουμε κι εμείς τα προβλήματά μας. Αδυνατούμε για την ώρα να σας πάρουμε, θα ειδοποιήσουμε όμως στο πρώτο λιμάνι.
                Οι τρεις ναυγαοί δεν πίστευαν τ' αυτιά τους.
                 - Δεν μπορείτε να μας αφήσετε εδώ, θα πεθάνουμε, θα πνιγούμε, έχετε υποχρέωση.
                Τους φάνηκε πως ο ναυτικός γέλασε.
                  - Δεν σας ακούω καλά αλλά μου φαίνεται ότι υπερβάλλετε. Δεν νομίζω ότι βρίσκεστε σε κίνδυνο. Κάθε άλλο. Υπάρχουν και χειρότερα. Χρειάζεται υπομονή.
                 - Γιατί δεν τηλεγραφείτε για βοήθεια; κραύγασε ο νέος.
                 - Δυστυχώς χάλασε ο ασύρματος. Σε δέκα μέρες όμως που πιάνουμε λιμάνι θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για σας και τους άλλους που βρίσκονται σε παρόμοια θέση. Πάντως θα ακολουθήσουμε την καθιερωμένη διαδικασία. Λυπούμεθα αλλά έχουμε αυστηρό δρομολόγιο. Ήδη αρκετά καθυστερήσαμε. Κατεβάζουμε τρόφιμα κι αναψυκτικά. Με τους χαιρετισμούς και τις ευχές του πλοιάρχου.

Γκρίζο πλεούμενο φαγωμένο από χρόνο κι αρμύρα, θάλασσα γαλήνια, πλατιά, απέραντη. Ουρανός καταγάλανος δίχως φτερούγισμα πουλιού. Ούτε υπόνοια γής στον ορίζοντα. Ο ήλιος άφηνε τις τελευταίες του ανταύγειες.

             Στοιβάξανε με προσοχή τα κιβώτια στην πρύμνη. Το πλοίο μίκραινε ολοένα στο βάθος, έγινε κουκκίδα κι εξαφανίστηκε.
             - Βοήθεια, βοήθεια, έσκουξε ο ψηλός σαν να πνιγότανε. Σωριάστηκε κάτω εκμηδενισμένος.
             - Είναι περίεργο, ούτε πεινάνω ούτε διψάω, είπε βραχνά ο νέος.
             - Τώρα που το λες, το συνειδητοποιώ κι εγώ, συμφώνησε ο ηλικιωμένος κύριος. Τα καθάρματα !!
              - Ας ανοίξουμε τα κιβώτια.
              Τα πρώτα τρία ήταν γεμάτα αναψυκτικά με πολύχρωμες ετικέττες.
              - Θα προτιμούσα νερό, διαμαρτυρήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα.
              Στα άλλα κονσέρβες και παξιμάδια.
              Έμενε ένα δέμα που άνοιξαν με προσοχή. Έβγαλαν πρώτα ένα πολυγραφημένο φυλλάδιο.
«Τρόποι Επιβιώσεως υπό Συνθήκας Εκτάκτου Σκοπιμότητας. Βασική προϋπόθεσις είναι η ψυχολογική προσαρμογή δια μακράν παραμονήν .... » διαβασαν στον πρόλογο. Ανέσυραν μερικά πακέτα τσιγάρα κσι σπίρτα, μια τράπουλα, ένα τάβλι.
                - Αυτά είναι όλα, είπε ο νέος σκυθρωπά.
               Άνοιξε το φυλλάδιο, του έριξε μια ματιά και το πέταξε.
                - Ίσως μας πάρει άλλο πλοίο, είπε χωρίς πεποίθηση ο ψηλός.
                - Ναι, κάποιο ψαροκάικο θα περάσει αργά ή γρήγορα.
                - Εγώ θα τραβήξε κουπί, είπε με πάθος ο νέος.
                -  Άδικος κόπος./
                - Ίσως, μα κάτι πρέπει να κάνουμε. Είναι ζωτικό.
                - Λέω να ρίξω έναν ύπνο, είπε μοιρολατρικά ο ψηλός.
                - Δεν είναι κακή ιδέα, επικρότησε ο ηλικιωμένος κύριος. Ποιος ξέρει, όταν ξυπνήσουμε, ίσως ξαναπιάσουμε το νήμα της παλιάς μας ζωής. Στο μεταξύ να δούμε πώς θα βολευτούμε.

Γκρίζο πλεούμενο φαγωμένο από χρόνο κι αρμύρα σε θάλασσα γαλήνια, πλατιά, απέραντη. Ούτε υπόνοια γης στον ορίζοντα. Στο στερέωμα λαμπύριζαν μυριάδες άστρα.