Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Κάπως έτσι αρχίζουν όλες οι ιστορίες



σαν διψασμένο αγρίμι
η μνήμη στο κατώφλι περιφέρεται
θαμπώνοντας τα τζάμια με το χνώτο της



              Η ώρα που αισθάνομαι πιο μόνος, που περισσότερο λυπάμαι, που ντρέπομαι και φοβάμαι γι’ αυτόν τον κόσμο είναι αργά μετά τα μεσάνυχτα. Όταν τα πάντα έχουν ησυχάσει στις παρυφές της πόλης και από μακριά ακούγεται ο διαπεραστικός κρότος από τις εξατμίσεις  και τα αδέσποτα να γαυγίζουν αγριεμένα. Βγαίνω τότε και κάθομαι στο μπαλκόνι.  Κάθομαι με τα πόδια απλωμένα στα κάγκελα, κοιτάζοντας απέναντι χωρίς να βλέπω.  Έχω μαζί του το βάρος της μέρας που πέρασε, την καύτρα απ’ το τσιγάρο μου  και το σκοτάδι, μια-μια όλες τις απουσίες, όλα τα λάθη κι όλες τις απορίες μου, τις σκέψεις, τα μπερδεμένα συναισθήματά μου.
            Όλη τη μέρα με πυροβολούσαν αλύπητα από τις γυάλινες οθόνες, από το τυπωμένο χαρτί, από γωνιές και δρόμους και πλατείες. Όλη τη μέρα κι όλη τη ζωή μου, ναι. Έτσι, με τραύμα πάνω στο τραύμα,  τραύμα παλιό και τραύμα καινούριο, έχω ζωτική ανάγκη να ξεφύγω, να δραπετεύσω και να ξεχάσω, να γλείψω τις πληγές του, να παρηγορηθώ . Έστω για λίγο, έστω για μια βραδιά.  
             Ανοίγουν τότε κάποιοι μυστικοί κρουνοί και εισρέουν στο μυαλό μου  ιστορίες. Ιστορίες απόλυτα αληθινές ως και την τελευταία λεπτομέρεια που τώρα μου φαίνονται σαν παραμύθια, σαν να ξεπήδησαν από τη διψασμένη φαντασία μου. Ιστορίες για άγνωστους τόπους και μυστηριώδεις εποχές, για πλάσματα  φανταστικά, μεθυστικά, πλάσματα ανθρώπινα. Ιστορίες που εκτοπίζουν την πραγματικότητα του σήμερα, αποδιώχνουν την προοπτική του ονείρου, διεκδικούν και κυριεύουν, σαν να ‘ναι κάτι απλό και φυσικό, ένα χώρο που φαίνεται να τους ανήκει. Κατακυριεύουν εκείνον που φαίνεται ότι τους ανήκει. 
            Αγνώστου Στρατιώτου και Πλατεία Δικαστηρίων, Μητσαίων και Φιλίππου  και Αμύντα, Ολύμπου. Εργατικό Κέντρο και 4ο Αστυνομικό Τμήμα, Λουτρά Παράδεισος. Και Άγιος Νικόλαος, Παναγία Χαλκέων, Άγιος Δημήτριος. Υπήρξαν όλα αυτά ποτέ;  Υπήρξε ο Νίκος, η Αριστούλα, ο Γιώργος;  Ο μπαμπάς, η μαμά, ο μεγάλος μου αδερφός; Υπήρξαν τα παιδιά της γειτονιάς, τα χίλια δυο παιχνίδια στο δρόμο και την πλατεία;  Υπήρξε η ευτυχία;
           Ευτυχία! Καταλαβαίνω τη στιγμιαία χαρά αλλά ποτέ μου δεν κατάλαβα τι ακριβώς σημαίνει αυτή η λέξη.  Αν καν υπάρχει  ευτυχία   και για ποιους.  Γιατί σίγουρα τα δικά μου παιδικά  χρόνια δεν ήταν ευτυχισμένα. Πώς θα μπορούσαν να είναι με τον παγκόσμιο πόλεμο και την κατοχή,  με την επίταξη του σπιτιού μας και τη ζωή στο ημιυπόγειο, με έναν εμφύλιο; Πώς θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένα με διαλυμένη οικογένεια και χωρίς μητέρα;  
             Φαίνεται όμως ότι  ξαναγυρίζω εκεί γιατί τα χρόνια εκείνα υπήρξαν πάντοτε ένα καταφύγιο. Ένας χώρος δικός μου, προσωπικός  και απρόσβλητος. Μια εποχή της πρώτης ανακάλυψης του κόσμου  μέσα στην ομίχλη που παραμένει μέσα μου ανεκτίμητη. Μια εποχή αθωότητας και ελπίδας. μια εποχή που η κάθε μέρα ήταν μια ολόκληρη ζωή και μια αιωνιότητα.  
            Έλα λοιπόν, μου ψιθυρίζει η παλιά του γειτονιά, αρκετά κουράστηκες, δεν πρέπει άλλο να βασανίζεσαι σ’ αυτή την ξένη χώρα.  Με αγγίζει κι εξαφανίζονται οι πόνοι και τα τραύματα, με παίρνει από το χέρι, σαν να μην είμαι ούτε πέντε χρονών και με ταξιδεύει.  Με παίρνει  και με οδηγεί στο κάπου και το κάποτε, σε μια πατρίδα που τώρα δεν υπάρχει.  Χάθηκαν για πάντα τα παιδικά μου χρόνια κι έτσι μπορώ άνετα να ταυτιστώ μαζί τους, μπορεί άνετα να λάμψει η πατρίδα μου με όλες τις μυρωδιές της κι όλα τα χρώματα.  
           Αναλογίζομαι ταυτόχρονα ότι αυτή η χαμένη γειτονιά είναι και άλλων οι πατρίδα. Εξόριστων στον θάνατο, εξόριστων και στη ζωή. Συγγενών και φίλων και απλών γνωστών. Κι όταν εμφανιστεί μπροστά τους, από εκεί που είναι βαθιά κρυμμένη, θα την αναγνωρίσουν αμέσως. Θα έχω λοιπόν καλή παρέα στο ταξίδι. Θα πω τις ιστορίες μου όπως τις λέω στον εαυτό μου, ακόμη κι αν κανείς δεν με πιστέψει. Ακόμη κι αν κανείς δεν μπορέσει να ξεχωρίσει το παραμύθι από την κάποτε πραγματικότητα. Θα είμαι ελεύθερος και χωρίς κανένα περιορισμό να φτάσω στην άκρη του κόσμου.  Άκρη του κόσμου δεν είναι τα παιδικά μας χρόνια;
            Η μεγάλη πολιτεία των προσφύγων αναδύεται μέσα από τη θάλασσα. Όπως η ζωή, όπως ο καθένας μας κι όλοι μαζί. Αναδύεται από τη θάλασσα  αμφιθεατρικά χτισμένη και ανηφορίζει προς τα κάστρα, ανηφορίζει προς τον ουρανό. Κάπου εκεί στο κέντρο της, στην πυρίκαυστη καρδιά της, υπάρχει μια τεράστια πλατεία κακο-τράχαλη, μια πλατεία γεμάτη παιδιά που παίζουν μπάλα και χίλια δυο αυτοσχέδια παιχνίδια, που πετάνε χαρταετούς. Περιτριγυρισμένη   από τριώροφες ως πενταόροφες οικοδομές. Στην κάτω αριστερή πλευρά της βρίσκεται πνιγμένη στα λουλούδια, η μισή μέσα στο χώμα, μια εκκλησούλα των χαλκωματάδων με τους απαλούς της τρούλους. Στη δεξιά γωνία, έξω από το πάρκο, δίπλα στα λουτρά και τα αρχαία ερείπια, βρίσκονται σειρά οι φωτογράφοι με μεγάλες τετράγωνες μηχανές τους πάνω στους τρίποδες. Λίγο πιο κάτω μισοκρύβεται αθόρυβη η μικρούλα εκκλησιά του προστάτη των ναυτικών, στο σημείο που μόλις φτάνει η μπάλα των παιδιών, όπως ένα χειμωνιάτικο κύμα που έχασε τη δύναμή του  και ξεθυμαίνει. 
              Αυτά κι άλλα πολλά έχω να πω και να περιγράψω. Γιατί κάπως έτσι  αρχίζουν όλες οι ιστορίες. Από το τέλος. Ή μάλλον χρόνια πολλά μετά το τέλος τους. Χρόνια πολλά μετά χαρές και λύπες, πολέμους και καταστροφές, ζωή και θάνατο.  Αρχίζουν με μια επιστροφή, συχνά οδυνηρή αλλά και λυτρωτική, με μια αναδρομή, με μια βουτιά στο κάποτε άπαν και τώρα τίποτα. Που μπορεί να ενδιαφέρει κάποιους και άλλους να τους αφήνει εντελώς αδιάφορους. Δεν έχει σημασία.  Οι ιστορίες θα ειπωθούν και θα γραφτούν, τα παραμύθια πλάι στη σόμπα τον χειμώνα, έστω κι αν ο αφηγητής μονολογεί ή απευθύνεται στο κενό.  Έτσι κι αλλιώς για το κενό και στο κενό μιλάμε όλοι μας,  για το τίποτα της κοινής μας μοίρας.