Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

16 - Φάνης και Αλκμήνη


Είχε πια προχωρήσει η νύχτα όταν ο Φάνης βγήκε από το ιδιαίτερο γραφείο του δικηγόρου, κρατώντας το άδειο φλιτζάνι του καφέ, και κατευθύνθηκε προς την
κουζίνα βυθισμένος στις αδιέξοδες σκέψεις του. Ήπιε ένα-δυο ποτήρια νερό, έπλυνε μηχανικά το φλιτζάνι, το ξανάπλυνε, το είδε μετά στα χέρια του με απορία και το αναποδογύρισε πλάι για να στεγνώσει, έμεινε για λίγο γερμένος με τις παλάμες στον πάγκο και το μέτωπό του ακουμπισμένο στο ντουλάπι. Ύστερα, σαν να είχε βγει από λήθαργο, γύρισε στην αίθουσα αναμονής και τότε μόνο πρόσεξε ότι δεν υπήρχε κανείς εκεί. Κοίταξε ξανά τριγύρω με ένα ερωτηματικό στο βλέμμα.

«Θέλω  να σου μιλήσω, Φάνη», είπε με σοβαρό ύφος εκείνη τη στιγμή η Άντα, βγαίνοντας από το διπλανό γραφείο και κλείνοντας πίσω της προσεκτικά την πόρτα.
«Έλα, αν θέλεις, να καθίσουμε εδώ στον καναπέ».

Εκείνος την κοίταξε διστακτικά, έκανε ένα βήμα και κοντοστάθηκε αλλά τελικά συμμορφώθηκε έστω και χωρίς μεγάλη προθυμία. «Πού έχουν πάει οι άλλοι;» ρώτησε χαμηλόφωνα.        

Η Άντα κάθισε πλάι του και έστρωσε με το χέρι το παντελόνι της φόρμας της. Ύστερα γύρισε, τον άγγιξε ελαφρά στον ώμο και τον κοίταξε στα μάτια. Η έκφραση στο πρόσωπό
της ήταν κάτι ανάμεσα σε συμπάθεια και κατανόηση με μια σχεδόν αδιόρατη πινελιά πόνου. Μια στιγμή αμήχανη και φορτισμένη αιωρήθηκε για λίγο στην ατμόσφαιρα της μικρής αίθουσας.    

«Άφησα τον Θανάση και τη μικρή σε κείνο το μικρό γραφείο. Λύνουν μαζί ένα σταυρό-λεξο που βρήκαν σε παλιό περιοδικό και δεν νομίζω ότι θα βγουν έως ότου τελειώσουμε
εμείς εδώ».  

«Προς τι τόση σοβαρότητα και τόσο μυστήριο;», αποπειράθηκε να αστειευτεί άκεφα εκείνος. «Επισημότητα σχεδόν».

«Σοβαρότητα ναι, επισημότητα καθόλου. Και το μυστήριο θα λυθεί αμέσως», απάντησε η Άντα αργά και σταθερά. «Χωρίς να το θέλω, άκουσα πολλά, είδα πολλά, ξέρω πολλά για σένα και την Αλκμήνη. Συγχώρησέ με για αυτή την πρωτοβουλία μου, ίσως το θράσος μου, αλλά πιστεύω ότι θα με καταλάβεις καλύτερα μόλις σου εξηγήσω. Η αλήθεια είναι ότι σας συμπάθησα πολύ εσάς τους δυο γιατί αλλιώς θα τραβούσα έξω την ουρά μου και θα γύριζα στο σπίτι μου και στη μοναχική ζωή μου. Αυτή η μικρή περι-
πέτεια για μας τελειώνει εδώ. Θα γυρίσουμε πράγματι αύριο στα σπίτια μας και τις συνηθισμένες ασχολίες μας ενώ το δικηγορικό γραφείο του τελευταίου ορόφου θα μείνει μια ανάμνηση, άλλοτε γεμάτη αγωνία και φόβο και άλλοτε απλώς παράξενη. Καμιά φορά και συναρπαστική».

 Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε ενώ ο Φάνης παρέμενε ακίνητος και ανέκφραστος στη θέση του. «Όπως ξέρεις, εγώ ζω μόνη μου. Άγριο πράγμα η μοναξιά, Φάνη, ιδίως
σ’ αυτή την ηλικία.. Δεν έχεις κανένα να κοιμηθεί πλάι σου, να ξυπνήσει πλάι σου, να σου χαϊδέψει τα μαλλιά, να σου κρατήσει το χέρι. Δεν έχεις κανένα να σου τρίψει την πλάτη όταν κρυολογήσεις, να σου φέρει ένα ζεστό ρόφημα, ένα ποτήρι νερό. Δεν έχεις κανένα να μοιραστείς μαζί του τις αναμνήσεις σου, τους φόβους σου, τη χαρά σου. Ένα ανθρώπινο, ένα συντροφικό χνώτο. Πονάς μόνος σου, κλαις και γελάς μόνος σου. Μιλάς με την τηλεόραση, με αυτούς που δεν υπάρχουν πια. Κάποια στιγμή τρελαίνεσαι, σου έρχεται να κραυγάσεις, να χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο.

Εσάς όμως, Φάνη, σας αξίζει κάτι καλύτερο. Πολύ καλύτερο. Αυτές τις ώρες που περάσαμε μαζί, πείσθηκα απόλυτα ότι η Αλκμήνη σε αγαπάει αληθινά. Πείσθηκα από κάθε κίνηση και κάθε βλέμμα της, από κάθε λέξη της. Όπως πείσθηκα ότι κι εσύ την αγαπάς αληθινά. Αυτή η αγάπη, αυτό το σπάνιο δώρο της ζωής δεν πρέπει να πάει χαμένο όπως σε τόσες και τόσες άλλες περιπτώσεις. Όπως και στη δική μου τη ζωή. Ακούς, Φάνη, είναι κρίμα να πάει χαμένο».

Εκείνος δεν μίλησε, δεν είπε λέξη, δάγκωσε μόνο τα χείλη του και άφησε το κεφάλι του να πέσει στο στήθος. Όταν το σήκωσε όμως, η αρχική του επιφύλαξη είχε αρχίσει να
υποχωρεί και το πρόσωπό του είχε αρχίσει να παίρνει εκείνη την τόσο χαρακτηριστική απελπισμένη έκφραση ενός μικρού παιδιού. 

 «Ζήτησα από την Αλκμήνη να ανεβεί στο δώμα και να σε περιμένει», δήλωσε η Άντα αποφασιστικά. «Είναι καλύτερα εκεί. Πιο ελεύθερα. Πήγαινε, Φάνη μου, να τη συναντήσεις. Ή, καλύτερα, άφησε εμένα να σε πάω σε κείνη. Όχι για να μιλήσετε, όχι για να προσπαθήσετε πάλι να λύσετε το πρόβλημά σας με κουβέντες, με εξηγήσεις και επιχειρήματα. Οι λέξεις περιπλέκουν χειρότερα τα πράγματα, μην ξαναμπείτε σ’ αυτόν
τον λαβύρινθο. Πήγαινε για να μιλήσετε με τα μάτια, με τα χέρια, με ολόκληρο το σώμα σας, με την ψυχή. Η ψυχή σας θα σας οδηγήσει κι εκείνη θα βρει τη λύση. Ναι; Έλα τώρα μαζί μου».

Ο Φάνης δίστασε λιγάκι ακόμη, ύστερα όμως άφησε την ηλικιωμένη γυναίκα να τον κρατήσει μαλακά από τις άκρες των δαχτύλων και να τον κατευθύνει έξω από το
δικηγορικό γραφείο. Στις σκάλες μία-μία ως το κεφαλόσκαλο και τη βαριά σιδερένια πόρτα του δώματος. Η Άντα έπιασε το χερούλι, την άνοιξε και τον ώθησε ελαφρά έξω.

Όταν εκείνος βρέθηκε στον χώρο της ταράτσας και έριξε το βλέμμα του τριγύρω, σαν να ξαφνιάστηκε, σαν να τα έχασε  στην αρχή. Κάτω απ’ το χλομό φως του φεγγαριού,
το θέαμα ήταν κυριολεκτικά απίστευτο. Απόμεινε βουβός κι ακίνητος σαν σε όνειρο. Όταν συνήλθε και γύρισε να την κοιτάξει, η Άντα είχε εξαφανιστεί.

«Αλκμήνη», φώναξε όταν συνήλθε, «Αλκμήνη, πού είσαι;»  

Λες και περίμενε να ακούσει το όνομά της, η Αλκμήνη ξεπρόβαλε από μια γωνιά. «Εδώ είμαι, αγάπη μου», είπε. «Κοντά σου».

«Μα, τι συμβαίνει εδώ; Πώς είναι δυνατόν να είναι έτσι η ταράτσα;»

«Πώς να είναι, τι εννοείς;»

«Αυτόν το κήπο φυσικά, αυτόν τον πράσινο παράδεισο. Αντί για το γκρίζο τσιμέντο της οικοδομής, χόρτα, γρασίδι, φυτά κι άλλα φυτά. Δέντρα, θάμνοι, κάθε λογής λουλούδια,
βαρέλια, ζαρντινιέρες, γλάστρες σε διάφορα μεγέθη, σχήματα και  χρώματα. Κισσός, αγράμπελη κι άλλα αναρριχώμενα φυτά. Το πράσινο έχει πλημμυρίσει τα πάντα. Κοίταξε αυτόν τον κήπο της Εδέμ από το τίποτα σαν θαύμα ξαφνικά».

Εκείνη δεν μίλησε καθόλου για ένα διάστημα. Τον κοίταξε, τον ξανακοίταξε με αγάπη αλλά και με δυσπιστία και ξαφνικά το πρόσωπό της φωτίστηκε, η έκφρασή της άλλαξε. 

«Δεν είναι ο κήπος της Εδέμ», του είπε χαμογελαστή. «Είναι ο κήπος των παιδικών μου χρόνων. Ο κήπος κάτω απ’ τ’ άστρα. Όλα τα δέντρα, τα φυτά που αγαπούσα όταν ήμουν μικρή, τα φυτά που με προστάτευσαν, που με νανούρισαν και με μεγάλωσαν, ξαναγεν-νήθηκαν και πάλι κάτω απ’ τον ουρανό. Ακόμη και η δική μου, η μοναδική μου
φλαμουριά. Λες και ταξίδευαν μυστικά όλα αυτά τα χρόνια και το άγγιγμα της λαχτάρας, της αγάπης μας τους έδωσε ζωή. Όλα είναι ανθισμένα και όλα ευωδιάζουν τώρα εδώ».

«Και πώς έγινε αυτό;»

«Ίσως η Άντα», είπε εκείνη. «Η μάγισσα των παραμυθιών. Είπε τα ξόρκια της, ανακάτεψε τα ελιξίριά της στο καζάνι, επικαλέστηκε τα χαμένα όνειρα, κούνησε το
ραβδάκι της κι ο κόσμος μεταμορφώθηκε πάνω απ’ τα γκρίζα γραφεία, ο κόσμος άλλαξε μέσα στην άσφαλτο και το μπετόν».

«Μα, κι εσύ έχεις αλλάξει, Αλκμήνη. Πού βρήκες αυτό το υπέροχο κόκκινο φόρεμα, πώς έγιναν μακριά και κατάξανθα τα μαλλιά σου; Η φωνή σου είναι σαν μουσική, τα μάτια σου ακτινοβολούν εκθαμβωτικά».  

«Αν εσύ είσαι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο», είπε εκείνη αγκαλιάζοντας τον, ο τελευταίος αγαπημένος άνθρωπος στον κόσμο, εγώ είμαι το τελευταίο ξωτικό. Το αερικό, η νεράιδα, η αθάνατη θεά της φύσης και της γονιμότητας. Είμαι μια αγαθή μαγική δύναμη και μισώ κάθε κακό».    

«Και πώς σε λένε, τότε;»   

«Έχω πολλά παράξενα ονόματα ποιητικά, να ξέρεις. Αφρικανικά, ασιατικά, πρωτόγονα ινδιάνικα. Όπως «ανάλαφρο νυχτερινό περπάτημα» και «κόκκινη πνοή του ανέμου».
Και οι εξόριστοι, οι αιρετικοί, οι ναυαγοί αυτού του κόσμου είναι πάντα ευπρόσδεκτοι στον κήπο, στα δέντρα μου και τα λουλούδια μου, είναι ευπρόσδεκτοι στο σπίτι μου. Ξέχασα να σου πω ότι στο βάθος του κήπου, καλά κρυμμένο πίσω από τα δέντρα και τη βλάστηση, υπάρχει ένα μικρό διαμέρισμα. Μια αετοφωλιά στο δώμα. Είναι το σπίτι μου και το σπίτι σου. Ένας χώρος ελευθερίας πάνω από την πλατεία της ελευθερίας. Το κρησφύγετο και το καταφύγιό μας. Εδώ θα ζήσουμε εμείς οι δυο για πάντα. Και εδώ θα είμαι εγώ για να σε προστατεύω από κάθε μηχανικό τέρας, από τα κακόβουλα πνεύματα των αυτοκινήτων και των γραφείων».

«Και δεν θα χωρίσουμε ποτέ;»

«Ποτέ. Σ’ αγαπώ με όλο το κόκκινο και μ’ όλα τα χρώματα. Με όλες τις μουσικές. Σ’ αγαπώ με κάθε χάραμα και με κάθε δειλινό. Εδώ κι εκεί και παντού. Για πάντα».

«Δεν θα χωρίσουμε ποτέ. Ας γίνει ό,τι θέλει. Θα είμαστε μαζί ως το τέλος του κόσμου»

«Και στην επόμενη ζωή».

«Μέχρι να σβήσει ο ήλιος, να μην υπάρχει φως».