Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

3 - O οργισμένος ισοβίτης


Τράπεζα είναι ένας χώρος συναλλαγών με άψογη διαρρύθμιση, λιτή διακόσμηση και υψηλή
 λειτουργικότητα. Ένα πιστωτικό ίδρυμα που χρηματοδοτεί τη βιομηχανία, το εμπόριο, τις υπηρεσίες,
 και κάθε άλλο κύριο ή δευτερεύοντα τομέα, και συμβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της
 οικονομίας. Χορηγεί επιπλέον δάνεια για την αγορά κατοικίας και καταναλωτικά δάνεια για να
 ικανοποιήσει ο κάθε πολίτης τις ανάγκες του. Τις γνωστές και καθιερωμένες και όσες άλλες
 καθημερινά ανακαλύπτονται. Είναι ακόμη ένας μεγάλος εργοδότης που παρέχει την επαγγελματική
 αποκατάσταση σε χιλιάδες νέους. Μια σίγουρη υπαλληλική σταδιοδρομία, με ικανοποιητικό μισθό
 και πρόσθετες παροχές, πλήρη ασφαλιστική κάλυψη και καλή σύνταξη.

Κατά μία άλλη διαμετρικά αντίθετη άποψη, τράπεζα είναι το όνειρο και η μετεξέλιξη κάθε παλιού
 ληστή. Που δεν κρύβεται πλέον σε σκοτεινές σπηλιές και δεν ενεδρεύει σε βουνά και σε λαγκάδια.
 Που άφησε τις πιστόλες και τις χατζάρες, λούστηκε και ξεψειριάστηκε, ξύρισε τη γενειάδα του,
 κατέβηκε στην πόλη και εκσυγχρονίστηκε, φόρεσε κοστούμι και γραβάτα, έπιασε χαρτί και μολύβι,
κάθισε μπροστά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Έγινε έτσι νόμιμος και μπορεί πλέον να επιδίδεται
 στις ίδιες ακριβώς άκρως επικερδείς δραστηριότητες με απόλυτη ελευθερία. Με πλήρη κοινωνική
 καθιέρωση και καταξίωση.

Κατά έναν τρίτο, ανεξάρτητο και ψυχρό παρατηρητή, τράπεζα είναι ένα ψηλοτάβανο πάρε-δώσε, μια
αποθήκη χρήματος και πλήξης με απαστράπτοντα μάρμαρα και παράδοξες επιτύμβιες επιγραφές. Με
 γυάλινα, μεταλλικά, πλαστικά, και ξύλινα έπιπλα, συσκευές και αντικείμενα, με ντουλάπια και
 συρτάρια, φοριαμούς και αρχειοθήκες, με μετρητές, χρηματοκιβώτια, κλειδαριές, λουκέτα,
 κωδικούς αριθμούς, και βέβαια με πολλές οθόνες υπολογιστών. Με στοίβες χαρτονομισμάτων κάθε
 χρώματος και αξίας και με εγγυημένη εχεμύθεια και ασφάλεια.

Ο απρόσωπος αυτός μηχανισμός είναι θαυμάσια μεταμφιεσμένος και εξωραϊσμένος με διαφημιστικά
τεχνάσματα, με άψογη ενδυμασία και απολιθωμένα χαμόγελα, με μοναδικό σκοπό να προσελκύσει
 τους μελλοντικούς οφειλέτες του και να τους αιχμαλωτίσει για να τους αφαιρέσει έντεχνα εκείνο το
 περίφημο κομμάτι σάρκας. Όχι εφ άπαξ και ασφαλώς όχι αιματηρά όπως το επιθυμούσε κάποτε ο
 πρωτόγονος σεξπηρικός τοκογλύφος της Βενετίας, όχι θεατρικά και υψηλόφωνα, αλλά με όλους
 τους κανόνες της χειρουργικής, επιστημονικά και επαγγελματικά, τακτικά και σταδιακά, αν είναι
 δυνατόν και ισόβια.

Εκτός από τις χρηματικές συναλλαγές, εδώ συμπληρώνονται καθημερινά, υπογράφονται και
 κυκλοφορούν, σε τεράστιο αριθμό και με ομοιόμορφες κινήσεις, πίσω από τα γκισέ και από γραφείο
 σε γραφείο, ποικιλόχρωμα έγγραφα που παράγουν, αργά αλλά σταθερά, το τριπλό σήμα κατατεθέν
 του οργανισμού. Βλέμμα απλανές, αναπαυτικό εύρος στη λεκάνη, γυαλάδα ανατριχιαστική στις
φούστες και τα πανταλόνια.

Οι μελαγχολικοί πολιτικοί κρατούμενοι, αρχειοθετημένοι κι αυτοί όπως τα έντυπα, πλην όμως
 πρόωρα και πριν ο χρόνος καταχωρίσει επάνω τους τα χαρακτηριστικά του ίχνη, συνήθως κάθονται
 γερμένοι ελαφρά προς τα εμπρός και όταν σπάνια κινούνται μοιάζουν με υπνοβάτες, χρησιμοποιούν
 ένα πρωτόγονο τυποποιημένο λεξιλόγιο, καμιά φορά καταφέρνουν να γελάσουν σπασμωδικά πίσω
 απ’ την παλάμη τους αλλά σπάνια διανοούνται να αποπειραθούν απόδραση. Όσοι επιδεικνύουν
καλή διαγωγή και εναρμονίζονται απόλυτα με το περιβάλλον, καμιά φορά προάγονται από τις τάξεις
 των απλών καταδίκων σε αυστηρά ευγενικούς δεσμοφύλακες με σφιγμένα χείλη και περιορισμένη
 εξουσία.

Ο Φάνης Σαϊτάς ανήκε στην κατηγορία εκείνη των προνομιούχων που ελάχιστα εκτιμούν τα προνόμιά
 τους. Ήταν ένα από τα πλάσματα με τα οποία η φύση αποδεικνύεται ταυτόχρονα γενναιόδωρη και
 αυστηρή έως άτεγκτη. Τα προικίζει μεν απλόχερα, τα υποχρεώνει όμως να καταβάλουν έμμεσα ένα
 πολύ ακριβό τίμημα για τις δωρεές της.

Παιδί της γειτονιάς και της αλάνας, απόφοιτος του κάποτε περίφημου πέμπτου γυμνασίου αρρένων
κοντά στη θάλασσα και τώρα αναπαλαιωμένου και διατηρητέου αρχοντικού, πτυχιούχος οικονομικών
 και παλιός δρομέας μεγάλων αποστάσεων, είχε περάσει από τη σκληρή σχολή εφέδρων
 αξιωματικών πεζικού στο Ηράκλειο και είχε υπηρετήσει τη θητεία του ως διμοιρίτης όλμων.
 Προσλήφθηκε με πανελλήνιο διαγωνισμό στην τράπεζα αμέσως μετά και ήδη συμπλήρωνε
εκεί μια εικοσαετία. Μετρίου αναστήματος, λεπτός και σφιχτοδεμένος, με υψηλό δείκτη
νοημοσύνης, ήταν ένα ασφαλώς ωραίο και παραπλανητικά σέρτικο, βαρύ κι ασήκωτο αρσενικό.
 Παραπλανητικά γιατί έκρυβε κάτω από τη συνήθως σκυθρωπή του έκφραση, ένα σεμνό, κάπως
 διστακτικό, σχεδόν παιδικό, συχνά αγανακτισμένο και σπάνια σκανταλιάρικο και περιπαιχτικό
χαμόγελο.

Ο χωρισμός των γονέων του στα παιδικά του χρόνια του είχε αφήσει ένα βαθύ τραύμα, μια αίσθηση
απολεσθέντος παραδείσου και ματαιότητας των πάντων. Η ψυχική του κατάσταση του επιδεινώθηκε
 από τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του στη στάση των λεωφορείων από ιδιωτικό αυτοκίνητο που
 καβάλησε το πεζοδρόμιο. Ο Φάνης είχε χαρακτηρίσει το ατύχημα ως δολοφονία και ως αστεία την
 ποινή που επιβλήθηκε στον μεθυσμένο οδηγό. Θεωρούσε αυτά τα θέματα απαγορευμένα και δεν τα
 έθιγε ποτέ μπροστά στη μητέρα του, με την οποία συνέχιζε να μένει σε μια λαϊκή πολυκατοικία της
περιοχής Βότση.

Στα δραματικά αυτά γεγονότα είχε προστεθεί η εξοντωτική ρουτίνα των δύο δεκαετιών στην τράπεζα,
η επ’ άπειρον επανάληψη των ίδιων καθηκόντων και των ίδιων κινήσεων, ο πόνος και η απόγνωση
που νιώθει ένα αγρίμι όταν το πόδι του έχει παγιδευτεί σε ατσάλινο δόκανο. Δεν ήταν παράξενο,
 λοιπόν, ότι ένας φίλος του ψυχίατρος είχε διαγνώσει από παλιά ότι έπασχε από άγχος και κατάθλιψη
 που, όταν περιοδικά βρίσκονταν σε έξαρση, κυοφορούσαν σκέψεις και παρορμήσεις
αυτοκαταστροφής.

Ως αντιστάθμισμα στις δυνάμεις του ολέθρου, υπήρχαν μέσα του πανίσχυρες και οι δυνάμεις της
 ζωής. Η ακόρεστη έφεσή του για μάθηση, η ανάγκη του να δώσει μιαν απάντηση στα αιώνια
 ερωτήματα της ύπαρξης, ο έρωτας και η δημιουργία. Ο Φάνης είχε ξεσκονίσει αμέτρητα βιβλία,
 ήξερε τα πάντα για το διάστημα και την αντιϋλη, για τις μαύρες τρύπες, τους κόκκινους γίγαντες και
 τους λευκούς νάνους, για τους μυριάδες ήλιους που, ακόμη κι όταν σβήσουν, το φως τους συνεχίζει
 τη μοναχική πορεία του στη μεγάλη σκοτεινιά για να λάμψει πολύ αργότερα σε κάποιο μακρινό
πλανήτη. Και για τα υποατομικά σωματίδια, που διαπερνούν τη γη σαν ένα κομμάτι φρέσκο βούτυρο.
Ήταν επίσης ακράδαντα πεπεισμένος ότι κάποτε θα προσγειωθούν οι εξωγήινοι από πολύ πιο
προηγμένους πολιτισμούς να βάλουν κάθε κατεργάρη στον πάγκο του και ένα τέρμα στην οδύνη και
τον παραλογισμό αυτού του κόσμου.

Ένα τέτοιο πλάσμα δεν μπορεί παρά να είναι ποιητής. Ή, μάλλον, ένας άνθρωπος τόσο μα τόσο
 ποιητής, δεν μπορεί παρά να γράφει και ποιήματα. Οι τίτλοι των δύο πρώτων συλλογών του ήταν
 χαρακτηριστικοί. «Άποικοι της νύχτας», και «Γράμματα στον Κόσμο». Ο Φάνης ήταν ερωτευμένος
με την ιδέα της αγάπης, αχόρταγος και παθιασμένος, και μιλούσε με μεγάλες, απότομες χειρο-
νομίες. Άλλες φορές πάλι έπεφτε σε βαθιά σιωπή που κρατούσε ώρες και μέρες. Κι άλλες, όταν η
θερμοκρασία στα καμίνια της ψυχής του ανέβαινε σε επικίνδυνα επίπεδα και η έκρηξη φαινόταν
πλέον αναπόφευκτη, φορούσε την ειδική στολή και έβγαινε στα ορεινά με την αγαπημένη του παλιά
μοτοσικλέτα για να υποβάλει ακόμη μια φορά απευθείας στη φύση τα αναπάντητα ερωτήματά του και
κάπως να εκτονωθεί.

Οι γνήσιοι ποιητές έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό που μπορεί να διαπιστωθεί και επιστημονικά με
 μια απλή ανάλυση στο πλησιέστερο εργαστήριο. Το αίμα τους είναι καυτό και κόκκινο και ανήκει
 στην τέταρτη ομάδα, ρέζους θετικό, αυτή που δίνει σε όλες τις άλλες, δηλαδή σε όλους τους
 ανθρώπους, και δέχεται μόνο από τη δική της. Απολύτως δικαιολογημένα λοιπόν η κοινωνία διέ-
γνωσε και αντιμετώπισε κι αυτή την ανατρεπτική περίπτωση χωρίς καμία επιείκεια.

Ο Φάνης Σαϊτάς δεν θα μπορούσε και δεν θα έπρεπε να είναι αλλά ήταν τραπεζικός υπάλληλος. Αυτή
 είναι η μία άποψη. Κατά την άλλη και πιο προσγειωμένη, σε έναν κόσμο που τίποτα καλό δεν
 παραμένει ατιμώρητο, μια ισόβια περίπου κάθειρξη με καταναγκαστικά έργα θα μπορούσε να
 χαρακτηριστεί ως μάλλον αρμόζουσα ποινή για έναν ποιητή. Όπως και να έχει όμως, εκεί επιβίωνε
το παράξενο αυτό πλάσμα, όπως τα άγρια φυτά με τη θέα του ουρανού στο ελάχιστο χώμα μιας
απόκρημνης πλαγιάς, κι από κει, αν γλύτωνε από τον μαύρο σκύλο της κατάθλιψης κι αν δεν
συνέβαινε κάτι κοσμογονικό στη ζωή του, θα έπαιρνε κάποτε τη στροφή για την τελική ευθεία της
 πολυθρόνας του, ακριβώς απέναντι στην έγχρωμη τηλεόραση.

Τα τελευταία χρόνια ο Φάνης είχε μερικούς επιπρόσθετους σοβαρούς λόγους να είναι οργισμένος.
 Και ήταν. Με τα κόμματα και τους πολιτικούς, με το ιερατείο, με τα οικολογικά και την καταστροφή
του περιβάλλοντος, με τον βομβαρδισμό των διαφημίσεων και με τα, κατά ξεκαρδιστικό τρόπο,
 αποκαλούμενα μέσα μαζικής επικοινωνίας, με την αφασία της καθημερινής ζωής, με τη ζούγκλα της
 ασφάλτου που είχε καταντήσει η γενέθλια πόλη. Τα χαρακτήριζε σχεδόν όλα με το παραδοσιακό
επίθετο «ξετσίπωτος», μπροστά από τα πιο σύγχρονα ουσιαστικά «ψευδολογία», «διαφθορά» και
«γελωτοποιός». Και συχνά τα συνόψιζε στη μία και μοναδική διαχρονική λέξη, «σκουπίδια».

Η προσοχή του και κατά συνέπεια ο θυμός του είχαν εστιαστεί στο τετράτροχο φετίχ της εποχής,
 στον διωγμό των πεζών και στο καθημερινό μαρτύριο της κυκλοφορίας στην πόλη. Το πρόβλημα
 ήταν γνωστό από χρόνια σε όλους, οι λύσεις που καμία αρχή δεν είχε τα κότσια να εφαρμόσει πιο
 γνωστές ακόμη, αλλά τα μέτρα που πρότεινε ο Φάνης ήταν πρωτότυπα και ριζοσπαστικά. Θα
 μπορούσε, υποστήριζε, γερανοφόρα οχήματα του δήμου να περιπολούν και να αδειάζουν τα
πεζοδρόμια και τη δεύτερη σειρά του δρόμου από τα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Και μετά
να τα πετάνε στα βαθιά νερά ανοιχτά του κόλπου η σε μακρινές απόκρημνες χαράδρες. Ή να τα
 σηκώνουν, να τα τοποθετούν στις ταράτσες, να τα αναρτούν από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών.
 Και το προτιμότερο, για να πάψει να ρυπαίνεται αέρας, γη και θάλασσα,να τα προωθούν αμέσως για
 ανακύκλωση ή να τα αποθέτουν στους χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων.

Όταν συζητούσε το θέμα σε ουζερί και ταβέρνες με τους λίγους αλλά εκλεκτούς φίλους του,
 κεφάλια αγύριστα παρόμοια με το δικό του, άρχιζαν με ήπια και λογικά επιχειρήματα, συνέχιζαν με
 ειρωνείες και σαρκασμούς, που τους διαδέχονταν κραυγές, και τελείωναν με χειροκροτήματα,
βροντερά γέλια και μούντζες προς πάσα κατεύθυνση. Όταν όμως τελείωναν τα αστεία και τα ωραία
 μεν αλλά ουτοπικά, ο Φάνης έπεφτε και πάλι σε μελαγχολία.

«Καλή η θεωρία αλλά χωρίς την πράξη δεν αξίζει μία. Έχουμε φτάσει στο αμήν, κάτι πρέπει να γίνει
μ’ αυτή την κατάσταση και μ’ αυτά τα καθάρματα», μονολογούσε. «Και πολύ γρήγορα, μάλιστα». Σ’
 αυτή την κρίσιμη φάση της ζωής του βρισκόταν ο τραπεζικός υπάλληλος και ποιητής Φάνης Σαϊτάς
στα σαράντα τόσα του, με άριστες επιδόσεις σε περιστασιακές ερωτικές γνωριμίες αλλά εντελώς
αβαθμολόγητος στο κάτι παραπάνω, όταν στην έκθεση ζωγραφικής του φίλου του, Ντίνου
 Παπασπύρου, συνάντησε τυχαία την Αλκμήνη.

Πέντε μέρες αργότερα, ο Φάνης έγραψε και της αφιέρωσε το ποίημα «φωτιά μέσα στα χόρτα που
 έρπει».

μ’ αρέσει αυτό το κάτι στη φωνή σου. ένα φτερούγισμα που απλώνεται τριγύρω, όπως όταν στο
 βάθος τ’ ουρανού χαράζει κι όλα τα άλλα φώτα χαμηλώνουν. μ’ αρέσει αυτό το κόκκινο στις λέξεις
 σου, θαμπό σαν τη φωτιά μέσα στα χόρτα που έρπει και φανερώνει ξαφνικά τη λάμψη και το χρώμα
 της. δρόμος μακρύς κάτω απ’ τα κάστρα κι είσαι η πλατεία με τις μουσικές στο τέρμα του

Τρεις μέρες μετά το ποίημα, η Αλκμήνη του δήλωσε ότι, αν έμενε έγκυος, θα κρατούσε το παιδί και
 ότι σκόπευε να χωρίσει τον άντρα της.