Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Δείκτης νοημοσύνης (I.Q.)

 

 

 

Ομολογώ ότι βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση. Καθότι, και στην ωριμότητά μου τώρα, δεν έχω
καταλάβει σε πιο άκρο ανήκω, εάν είμαι έξυπνος ή ηλίθιος, νοήμων, εύστροφος, ή σκέτος
βλαξ. Κάποτε νόμιζα ότι αυτά τα πράγματα είναι ξεκαθαρισμένα στη ζωή μας. Ότι είναι
εμφανής από νωρίς ο βαθμός ευφυίας, ο περίφημος δείκτης νοημοσύνης, με ελάχιστα
περιθώρια βελτίωσης. Το κάθε παιδί απ’ το σχολείο αποδέχεται αναγκαστικά το πεπρωμένο
του και ανάλογα πορεύεται. Με τη συναισθηματική και την κοινωνική ωριμότητα,
και ποικίλες άλλες εκλεπτύνσεις και μετρήσεις, να έχουν επινοηθεί από τους
επιστήμονες ως κάποιου είδους παρηγοριά ή μέθοδο διαφυγής από την αμείλικτη
κληρονομημένη αλήθεια.

Οι αριθμοί βεβαίως ουδέποτε είναι απόλυτοι, υπάρχουν και αστάθμητοι παράγοντες. Στην
καθιερωμένη όμως κλίμακα, από το μοναχικό 50-70 του κρετίνου έως το εξ ορισμού 100
του μέσου όρου, στα πέριξ του οποίου συνωστίζεται η ανθρωπότητα, έως τα υψηλότερα
επίπεδα νοημοσύνης και το ερημικό 160-180 και πλέον του ιδιοφυούς, το υποκειμενικό
στοιχείο δεν μπορεί να ξεπερνά τις δέκα έως είκοσι μονάδες. Έτσι νόμιζα.

Τα μάτια μου κουράστηκαν και θόλωσαν, έχω ανατρέξει στη σοφία όλου του κόσμου, οι
τοίχοι, τα πατώματα, κάθε επιφάνεια και ντουλάπι του σπιτιού μου, στενάζουν από
αναρίθμητα βιβλία, πολιτικά, ιστορικά, επιστημονικά, λογοτεχνικά (έγραψα κι από
πάνω μερικά δικά μου), χρόνια εργάστηκα, έζησα και ταξίδεψα σε ξένες χώρες. Τίποτα
και κανένας όμως δεν μου έλυσε την απορία. Ούτε οι δάσκαλοί μου, οι φιλόσοφοι ή
ποιητές, η ίδια η φύση, ούτε καν οι καφενόβιοι, τα πολύστροφα παιδιά της πιάτσας, με
την καθαρή ματιά και τη σκληρή γλώσσα, οι χίλιοι δυο από κάθε γωνιά του κόσμου που
γνώρισα και συμπάθησα κατά καιρούς.

Επειδή οι θεωρίες είναι άπειρες και ανέξοδες (ο καθένας λέει ότι του κατέβει) και
μόνη αξιόπιστη από αρχαιοτάτων χρόνων παραμένει η πράξη, τείνω να καταλήξω στο πικρό
συμπέρασμα ότι, ναι, είμαι βλάκας. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι αδυνατώ να
αποφύγω τα κραυγαλέα σεσημασμένα ναρκοπέδια και να ακολουθήσω την πεπατημένη; Να
εφαρμόσω τους νόμους, τους κανόνες, τις διατάξεις, να αναγνωρίσω τις λεγόμενες
κοινωνικές συνθήκες και να ενταχθώ ασφαλώς στο σύνολο. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί το
γεγονός ότι έχω κάνει τόσα λάθη στη ζωή μου; Από μεγάλα έως τεράστια, χονδροειδή,
μεσαίου μεγέθους και μικρότερα. Και όχι μόνον πρωτότυπα ούτε απλές επαναλήψεις, αλλά
ολόκληρα σήριαλ λαθών με αναρίθμητα επεισόδια. Και όλα τα βιβλία μου δεν είναι παρά
κεφάλαια από το ένα και μοναδικό βιβλίο με γενικό τίτλο, Η θλιβερή ιστορία των λαθών
μου.

Θυμάμαι την αυθόρμητη και ομόφωνη προτροπή των μεγαλύτερων που είχαν υποφέρει τα
πάνδεινα από προσφυγιά και εξουσία. «Πρόσεξε, να είσαι έξυπνος στη ζωή σου». Λες και
η ευφυία ήταν διάβαση για τους πεζούς και έπρεπε να βαδίζω αρχικά μέσα στα καρφιά ή
μέσα στις λευκές γραμμές αργότερα, να μένω στήλη άλατος στο κόκκινο ανθρωπάκι και να
έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα για να μη με κόψει κανένα αυτοκίνητο. ΄Η ασφαλιστήριο
συμβόλαιο που εκδίδει εταιρία με δωρικούς κίονες στην είσοδο κατά παντός κινδύνου της
ζωής.

Θυμάμαι κι εκείνη τη στριμμένη θεία μου την Παναγιώτα, ράφτρα θρακιώτισσα στις
φτωχικές 40 Εκκλησιές της προσφυγιάς, που μάλλον μ’ αγαπούσε με τον δικό της τρόπο,
να διαφωνεί σφυριχτά με το συγγενολόι, σφίγγοντας τις καρφίτσες στα λεπτά της χείλη.
«Αφήστε το ήσυχο το παιδί, βρε καρακάξες, εσύ είσαι καλός, αγόρι μου, δεν είσαι;»
Σίγουρα και δεν ήξερε τι έλεγε η καημένη. Σε κανένα σχολείο δεν μας δίδαξαν ποτέ ότι
η ευθύτητα είναι το αντίθετο της ευφυϊας.

Αργότερα πρόσεξα ότι άλλαξε η προτροπή από θετική σε αρνητική (αντί,«να είσαι
έξυπνος»,έγινε, «πρόσεξε να μην είσαι βλάκας»). Φαίνεται ότι έφταιγαν και οι
απαράδεκτές μου επιδόσεις. Πέρασε μια περίοδο από τη γκριμάτσα απογοήτευσης και
κάποια αμφιβολία («βλάκας είσαι;») για να καταλήξει στο κατηγορηματικό και ανίατο
στάδιο («μα εσύ είσαι βλάκας»). Κατά το οποίο προστέθηκε ως κωδωνοκρουσία η υπόμνηση
του θείου μου τάδε, που τον έστησαν στον τοίχο, και του μεγαλύτερου ξαδέλφου μου
δείνα, που τον έστειλαν στα ξερονήσια, και η δυσοίωνη παροιμία («θα πας κι εσύ σαν
το σκυλί στ’ αμπέλι»).

Παρατηρώντας, λοιπόν, το παιδικό μου περιβάλλον και, στη συνέχεια, προϊσταμένους και
συναδέλφους στο γραφείο, διδάχτηκα ότι όσοι γείτονες κάθονταν στ’ αυγά τους ήταν
ευφυείς και όσοι έκαναν ωραίες κωλοτούμπες ευφυέστεροι, ενώ στα υψίπεδα της
νοημοσύνης ήταν αραγμένοι, από τη μια, ο άτεγκτος διευθυντής της τράπεζας που
πλούτισε από μίζες και προμήθειες και, από την άλλη, ο αρχοντικός κεντρικός ταμίας
που συστηματικά έδινε λειψά τα ρέστα στους πελάτες. Αυτό το οροπέδιο υπήρξε πάντοτε
εξαιρετικά ευρύχωρο για να υποδεχτεί πλείστους όσους διακεκριμένους συμπολίτες μου σε
κάθε τομέα, στην επιστήμη και τα γράμματα, στην πολιτική και τις επιχειρήσεις.
Ευνούχους επιδέξιους με τα γνωστά μεταξωτά βρακιά. Αυτούς που βλέπουν οι άλλοι στο
ανάκλιντρό τους και αποφαίνονται με θαυμασμό, «έξυπνος άνθρωπος ο κύριος ... » τάδε.
Ο πιο έξυπνος, μάλιστα, ο κορυφαίος που γνώρισα, ήταν ο ιδιαίτερος του διευθυντή,
ένας νεαρός καρά τάδε, αρχιχαφιές αγέρωχος, που περιφερόταν στους διαδρόμους με τα
χέρια διπλωμένα στο στήθος, παρατηρούσε, σημείωνε και ανέφερε αδιακρίτως
προïσταμένους και απλούς υπαλλήλους, και έφτασε τριάντα χρόνια αργότερα στη θέση του
γενικού διευθυντή μιας άλλης μεγάλης τράπεζας.

Εκείνο που με μπέρδευε, που διαρκώς με εμπόδιζε να συμβιβαστώ με την αφόρητη βλακεία
μου και να ησυχάσω επιτέλους, είναι ότι υπήρχαν πάντοτε και μερικοί που με θεωρούσαν
έξυπνο (προφανώς εξίσου βλάκες). Και, επιπλέον, οι ποικίλες και πολύπλοκες
δοκιμασίες, γνώσεων, λέξεων, αριθμών και σχημάτων, που μονότονα συμφωνούσαν με αυτούς
τους μερικούς (μαύρη παρηγοριά).

Ως βλαξ αυθεντικός, λοιπόν, σε διαρκή αμφιβολία έζησα τη ζωή μου. Ταλαιπωρήθηκα,
υπέφερα και πόνεσα, και, έτσι ανεπίδεκτος μαθήσεως και ανίατος, χωρίς λεφτά και δόξα,
χωρίς δεξιώσεις, υποκλίσεις, βραβεία, παράσημα και μεγαλόσταυρους (τι να σου κάνει
ένα κούνημα της ουράς ή ένα χαμόγελο;), πήρα κουτσά στραβά την τελευταία στροφή στο
αμπέλι και βγήκα με το αγύριστο κεφάλι μου στη μοιραία ευθεία.

Τζάμπα πήγε η λαχτάρα γονέων και συγγενών, δωρεάν οι προτροπές και παραινέσεις,
χαμένα τα πολυετή αναλυτικά μαθήματα από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, σε τόπους
εργασίας και κοινωνικές συναναστροφές. Ανάμεσα στους ξεροκέφαλους (καλή παρέα)
που είχαν κάποτε αποπειραθεί να πάνε αντίθετα σ' αυτό το ρεύμα (τι λέω, τη
νομοτέλεια),ήταν κάτι ταλαίπωροι φιλόλογοί μου στο σχολείο (ολέθρια επίδραση στην
ευεπίφορή μου εφηβεία) που πρόφεραν με ευλάβεια τη λέξη αρετή, κι επέμεναν στην
ονειροφαντασία τους με τρεις κι εξήντα.

Ομολογώ αβίαστα προφορικώς και εγγράφως ότι εξακολουθώ να βρίσκομαι σε πλήρη
σύγχυση. Σύγχυση που ασφαλώς και δεν μπορώ (ούτε προτίθεμαι) να επικαλεστώ σε κανένα
δικαστήριο και ιδίως στο υπέρτατο εκείνο που δεν διαθέτει εφετείο, δεν αναγνωρίζει
ελαφρυντικά, ούτε εκδίδει αποφάσεις με αναστολή. Που απλώς εφαρμόζει όσα με απόλυτη
σαφήνεια προέβλεψε άγνωστος και παντελώς ακατανόητος νομοθέτης. Δηλαδή, όπως κι εγώ
ακόμη τελικά αντιλήφθηκα, στη ζωή αυτή να ανταμείβεται ο έξυπνος, ενώ ο βλαξ να
εναποθέτει τις προσδοκίες του στην επόμενη. Που όταν μάλιστα αδυνατεί να την
πιστέψει, μένει και χωρίς την τελευταία ελπίδα.



Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

Σ' αγαπώ - Ελογοκρίθη !

  σ’ αγάπησα

 σε σκονισμένες γειτονιές και εργοστάσια

στην άχρωμη επιφάνεια του μπετόν 

πίσω από οδοφράγματα σ’ αγάπησα

 

Ο Φώτης είναι φιλόλογος. Συμπαθητικός, σοβαρός  και δραστήριος. Σε ένα επάγγελμα που κυριαρχείται από τις γυναίκες, είναι ένας από τους λίγους άνδρες φιλολόγους που παρακολουθούν τη ζωντανή  λογοτεχνία της εποχής μας. Ο Φώτης λοιπόν με κάλεσε στο σχολείο του, κάπου στο Ωραιόκαστρο για τα τόσο γνωστά και καθιερωμένα. Παρουσίαση, δυο λόγια από μένα, ανάγνωση μερικών ποιημάτων μου, και, κυρίως, απαντήσεις στα πολλά ερωτήματα των μαθητών.

          Λίγο αργότερα, ο Φώτης ήρθε στην παρουσίαση ενός βιβλίου μου στην Κεντρική Βιβλιοθήκη. Όταν τελείωσε η εκδήλωση και φεύγαμε όλοι, ο Φώτης με πλησίασε, μου είπε ότι είναι και ερασιτέχνης κινηματογραφιστής και μου πρότεινενα γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή μου. Αιφνιδιάστηκα.  Δεν περίμενα βέβαια κάτι τέτοιο και αμφέβαλα αν η προσωπική μου ιστορία θα παρουσίαζε ενδιαφέρον σε ένα ευρύτερο κοινό. Με τιμά η πρότασή σου, απάντησα και θα έλεγα γιατί όχι, δεν ξέρω όμως πώς θα γίνει αυτό. Αφού καταρχήν συμφωνείς, ας βρεθούμε να το συζητήσουμε, είπε ο Φώτης.

       Ήρθαν λοιπόν ένα βράδυ στο σπίτι ο Φώτης με τη Βάσω, καθηγήτρια κι εκείνη, και μιλήσαμε για το ντοκιμαντέρ. Του περιέγραψα σε εντελώς αδρές γραμμές την περιπέτεια της ζωής μου και του έδειξα φωτογραφίες από διάφορες φάσεις της για να κάνει ένα αρχικό πλάνο των γυρισμάτων. Είχαμε  ήδη συζητήσει αρκετά κατά την επίσκεψη μου στο σχολείο του και ήξερε τις βασικές μου θέσεις. Είχε διαβάσει και μερικά βιβλία μου.

         Το ντοκιμαντέρ θα είχε τίτλο «Σ’ αγαπώ-Ελογοκρίθη, Η αλήθεια του ποιητή Τόλη Νικηφόρου», από το τηλεγράφημα της Σοφίας κατά τη δικτατορία, που το είχα κάνει εξώφυλλο βιβλίου το 1980. Η διάρκεια του θα ήταν μια ώρα περίπου και θα γυριζόταν με ελάχιστα έξοδα, ουσιαστικά χωρίς λεφτά. Στο τελευταίο αυτό ο Φώτης επέμενε. Θα συμμετείχαν η  Σοφία, η Βάσω και η Μαρία, μια συμπαθητική φίλη τους, αλλά κι ένας μικρός ανεψιός του Φώτη που θα έπαιζε τον ρόλο του παιδιού που υπήρξα κάποτε εγώ. Τη μουσική επένδυση θα αναλάμβανε ο Άρης, ένας νέος πολύ αξιόλογος συνθέτης. 

         Και άρχισαν τα γυρίσματα. Ο Φώτης με πήγε από την φορτισμένη με αναμνήσεις και παιδικά τραύματα γειτονιά μου στην Αγνώστου Στρατιώτου και την Πλατεία Δικαστηρίων, τώρα Πλατεία Αρχαίας Αγοράς, περπατήσαμε στη Μητσαίων και την Αμύντα, είδαμε μερικές παλιές βουβές οικοδομές να στέκονται στη θέση τους με μουντζουρωμένες τις εισόδους,  περάσαμε έξω από το παλιό μου δημοτικό σχολείο και από την Αγίας Σοφίας φτάσαμε ως την Πλατεία Μακεδονομάχων. 

          Με πήγε και στο Ανατόλια μαζί με τον Ντίνο, παλιό συμμαθητή και φίλο, στα κτίρια, στα δρομάκια και τα γήπεδα, στην για πάντα χαμένη νιότη μας. Με πήγε και στο κέντρο, με πήγε και στα Κάστρα, με πήγε στο Πανόραμα και στην κυριακάτικη  συνάντηση των παλιών συμμαθητών, με πήγε στη  Λέσχη Ανάγνωσης της Κάτω Τούμπας, σχεδόν παντού με πήγε. Για να μιλήσω για οτιδήποτε σημαντικό είχε σχέση με τη ζωή μου. Κι ας του έλεγα ότι εγώ δεν είμαι ηθοποιός και αισθάνομαι περίεργα να με στήνουν συνεχώς απέναντι στον φακό.  

         Η αλήθεια είναι ότι, όταν μου είχε γίνει η πρόταση, είχα σχηματίσει μια εντελώς διαφορετική εικόνα για τι θα περιείχε το ντοκιμαντέρ. Νόμιζα ότι θα γίνονταν κυρίως πλάγιες αναφορές στη ζωή και τα βιβλία μου, με σαφώς μικρότερη  κατά διαστήματα δική μου παρουσία. Ο Φώτης όμως το έβλεπε αλλιώς και, μια και είχα μπει στο παιχνίδι, έπρεπε να ακολουθήσω τις οδηγίες του σκηνοθέτη.

        Είπα λοιπόν όσα προλάβαινα να πω, διάβασα και μερικά ποιήματα στο σπίτι κάτω από το παραθυράκι, μπροστά στον υπολογιστή, στο υπνοδωμάτιο και αλλού, ήμουν λίγο σφιγμένος αλλά για μια φορά ακόμη ο εαυτός μου. Και το ντοκιμαντέρ κάποτε ολοκληρώθηκε με  κάποια βοήθεια στο μοντάζ από τους αρμόδιους. Ολοκληρώθηκε, υποβλήθηκε και εγκρίθηκε για να προβληθεί στο 15ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ στο Λιμάνι. Ήταν Μάρτιος του 2015. 

         Την ημέρα της προβολής πήγαμε όλοι μαζί, βρήκαμε και μερικούς φίλους και γνωστούς να περιμένουν και μπήκαμε τελικά στο κατάμεστο αμφιθέατρο. Προηγήθηκε ένα ντοκιμαντέρ για τα νοσοκομεία και τα προβλήματά τους και, όταν ήρθε η σειρά μας, παρακολούθησα για πρώτη φορά τον εαυτό μου στη μεγάλη οθόνη με έντονη την αίσθηση του εξωπραγματικού.  Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν ικανοποιημένος, από την παρουσία μου και περίμενα εναγωνίως τις αντιδράσεις. Το ντοκιμαντέρ χειροκροτήθηκε, υποθέτω από κάποιους τυπικά και από άλλους ουσιαστικά, ήρθαν και μερικοί φίλοι εκεί που καθόμασταν και μου έδωσαν συγχαρητήρια, ενώ λίγο μετά αναγκάστηκα να κατεβώ κάτω για να σταθώ απέναντι στο κοινό και να απαντήσω στις ερωτήσεις.

        Υπήρχε δίπλα μου κι ένας ικανός διερμηνέας της αγγλικής για τους ξένους θεατές και, μετά τις πρώτες κουβέντες, βαρέθηκα να περιμένω και έκανα το λάθος να τον παραμερίσω εντελώς αυθόρμητα και να απαντάω εγώ στα αγγλικά. Αμέσως μετά συνειδητοποίησα ότι τώρα θα είχαν πρόβλημα όσοι Έλληνες θεατές δεν ήξεραν αγγλικά.

       Η κυρίως συζήτηση όμως έγινε με τον γιατρό του ντοκιμαντέρ που είχε προηγηθεί. Αυτό που άφησε σαφώς να  υπονοηθεί στην ερώτησή του, που ήταν και τοποθέτηση ταυτόχρονα, ήταν ότι η ποίηση δεν είχε θέση σε ένα ντοκιμαντέρ και στο φεστιβάλ, όταν υπήρχαν τόσα και τόσα απείρως σοβαρότερα προβλήματα υγείας και ιατρικής περίθαλψης.

       Του απάντησα ότι σέβομαι απόλυτα και εκτιμώ το ιατρικό λειτούργημα και είμαι βέβαιος ότι είναι καλός γιατρός αλλά  ο κόσμος δεν είναι ασπρόμαυρος τετράγωνος και μονοσήμαντος, η ζωή είναι πολύχρωμη και πολυδιάστατη και η κάθε μορφή τέχνης  πηγάζει από την ψυχή και αποτελεί ζωτική ανάγκη του ανθρώπου.  Η θέση μου αυτή κέρδισε τα θερμά χειροκροτήματα του κοινού αλλά και την παραδοχή του ίδιου του έντιμου γιατρού που ήρθε στο τέλος και δώσαμε τα χέρια.

        Η μικρή αυτή αψιμαχία ήταν κάποιου είδους συνέχεια  του ερωτήματος αν μπορεί να γραφεί ποίηση μετά το Άουσβιτς. Η  εκ των προτέρων τελεσίδικη επιβεβαίωση είχε έρθει από τους ίδιους τους κρατούμενους στο κολαστήριο με τους στίχους που βρέθηκαν γραμμένοι στους τοίχους του. Ναι, όσο πιο πυκνή είναι η νύχτα και πιο φρικτή η κόλαση, τόσο πιο απεγνωσμένα το ανθρώπινο πνεύμα θα αναζητά την ελευθερία και την αξιοπρέπεια. Την έκφραση.

        Με το τέλος του Φεστιβάλ, το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε σε αίθουσες βιβλιοθηκών, σε βιβλιοπωλεία και σχολεία, το αγόρασε και η ΕΡΤ3 και το προέβαλε τρεις φορές. Σε μερικές από τις προβολές αυτές ήμασταν παρόντες και ο Φώτης με μένα για να απαντήσουμε σε ερωτήσεις. Έγιναν και ζωηρές συζητήσεις. Και το ντοκιμαντέρ πέρασε στην ιστορία.

        Αν ήταν να κάνω τώρα, τέσσερα έως πέντε χρόνια αργότερα μια νηφάλια αποτίμηση, θα έλεγα ότι το ντοκιμαντέρ  ήταν μια φιλότιμη προσπάθεια με μηδαμινά μέσα που δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο Φώτης έδωσε και την ψυχή του και είχε μερικά ωραία σκηνοθετικά ευρήματα, η μουσική του Άρη ήταν εξαιρετική, ο μικρός ήταν θαυμάσιος κι εμείς οι υπόλοιποι κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Το ντοκιμαντέρ ήταν ειλικρινές και πέρα για πέρα αληθινό αλλά υστερούσε στο μοντάζ και στην τεχνική επεξεργασία γενικότερα. Το «χωρίς λεφτά» του Φώτη μας είχε κοστίσει ακριβά ! Το βασικότερο του όμως μειονέκτημα, κατά τη γνώμη μου, ήταν η δική μου υπερβολική παρουσία.

         Αν κάτι είναι να μείνει, ελπίζω αυτό να είναι εκείνη η προσωπική μου αλήθεια, η αλήθεια καθώς κοιτάζω πάντα τον άλλο στα  μάτια. Έμεινε και η φιλία μου με τον Φώτη και τη Βάσω και η φιλική διάθεση μου  προς τους άλλους όταν τύχει να τους δω. Αυτό σίγουρα είναι κέρδος καθαρό και χωρίς επιφυλάξεις. 

 

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Το ασθενές φύλο


Ζωή Καρέλλη



                                     στέκεσαι δίπλα μου

                                     στο σπίτι, στη δουλειά ή στο οδόφραγμα

                                     και με τα ίδια μάτια

                                     ελεύθερα ατενίζουμε τον ήλιο

                                     περήφανοι, ασυμβίβαστοι

                                     ωραίοι μέσα στα τόσα ελαττώματά μας

                                      εμείς που η φύση έταξε σε σάρκα μία 

 

 

Περίπου μεσημέρι με την κοσμοσυρροή, περπάτησα στην Ερμού, χαζεύοντας τις βιτρίνες των μαγαζιών, βρήκα τη σωστή διεύθυνση, κοίταξα τις πινακίδες στην είσοδο, ανέβηκα στον πρώτο όροφο, έσπρωξα την εξώπορτα και μπήκα στη μεγάλη αίθουσα. Ήταν το Κέντρο Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων  με τη Λέσχη Ανάγνωσής του. Είχα δεχτεί μετά χαράς την πρόταση της Μαρίας να διαβάσω στα  μέλη της κείμενα μου,να συζητήσω μαζί τους και να απαντήσω στις ερωτήσεις τους. Της Μαρίας που είναι ποιήτρια και πεζογράφος, συντονίζει τη Λέσχη Ανάγνωσης των αποφοίτων του Ανατόλια. είναι εξαιρετικά ευαισθητοποιημένη σε κοινωνικά θέματα και είχε καταρτίσει ολόκληρο πρόγραμμα επισκέψεως λογοτεχνών σε Κ.Α.Π.Η., οίκους ευγηρίας, νοσοκομεία και ανάλογα ιδρύματα.

          Στη μεγάλη αίθουσα λοιπόν αντίκρισα τριάντα-σαράντα συνταξιούχους γύρω από τραπεζάκια, βυθισμένους στα χαρτιά κυρίως και στο τάβλι, ίσως και σε διάφορα άλλα επιτραπέζια παιχνίδια. Ως βετεράνο παίκτη αθλημάτων κάθε είδους και με οποιεσδήποτε συνθήκες και κάποτε διαβόητο καφενόβιο κουμαρτζή, το θέαμα δεν μπορώ να πω ότι με εξέπληξε ιδιαίτερα. Η απορία μου ήταν που στο καλό να βρισκόταν η Λέσχη Ανάγνωσης που είχα έρθει    να επισκεφθώ. 

            Την αμηχανία μου ήρθε να διαλύσει ένα  ελκυστικό κορίτσι που εμφανίστηκε από τα ενδότερα και, όταν διαπίστωσε ποιος ήμουν, με οδήγησε από ένα διάδρομο σε μια παρακείμενη μικρότερη αίθουσα, όπου ήταν καθισμένες γύρω από ένα μακρόστενο τραπέζι, δώδεκα συμπαθητικές γυναίκες κάποιας ηλικίας. Αυτή ήταν η Λέσχη Ανάγνωσης.

         Γνωριστήκαμε λοιπόν με τις κυρίες και τα είπαμε μια χαρά. Διαβάσαμε, συζητήσαμε, τους έλυσα τις απορίες, με μερικές βγήκαμε και παλιοί γείτονες, μια και εγώ ήμουν παιδί του κέντρου της πόλης και της ίδιας περίπου γενιάς με εκείνες. Χάρισα στην ομάδα και μερικά βιβλία μου με θερμές αφιερώσεις. Αποχώρησα μετά δύο ώρες με μια ευχάριστη αίσθηση, όπως όταν μιλάς από καρδιάς σε ανθρώπους που  σε καταλαβαίνουν και δεν διστάζουν να μοιραστούν τις δικές τους εμπειρίες από τη ζωή. 

          Περνώντας από την αίθουσα των ανδρών, πριν κατεβώτις σκάλες, τους είδα και πάλι όλους βυθισμένους στα δικά τους. Ποιος να σηκώσει κεφάλι και πώς να αξιωθεί κανείςένα βλέμμα έστω, όταν μοιράζεται η τράπουλα ή όταν πέφτουν τα ζάρια;

           Και πού βρίσκεται το παράξενο θα μου πείτε; Τι είναι εκείνο που ξεφεύγει από την πεπατημένη; Όταν σε πολλές από τις δεκαπέντε έως είκοσι λέσχες ανάγνωσης που έχω γνωρίσει, είτε ως συντονιστής ή μέλος, είτε ως προσκεκλημένος,  τα μέλη είναι αποκλειστικά γυναίκες και στις υπόλοιπες οι άνδρες αποτελούν μια μικρή μειοψηφία, κάτι σαν γαρνιτούρα στο κυρίως έδεσμα. Όταν οι φιλόλογοι στα λύκεια και τα γυμνάσια που με καλούν είναι σχεδόν πάντα γυναίκες, για να μην μιλήσω γενικότερα για τους εκπαιδευτικούς. Και σχεδόν πάντα οι γυναίκες ενδιαφέρονται για το κάτι παραπάνω από τα προγράμματα του υπουργείου για τους μαθητές τους.

         Ως χαριστική βολή έρχονται τα επίσημα στοιχεία που δείχνουν ότι το 70% των αναγνωστών της λογοτεχνίας είναι γυναίκες. Οι γυναίκες είναι πιο επιμελείς, οι γυναίκες αποκτούν περισσότερα προσόντα, περισσότερα πτυχία, και το γυναικείο κύμα ανέρχεται και καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερες θέσεις στα υψηλά κλιμάκια κάθε ιεραρχίας.   

          Αυτά όλα βέβαια στις αναπτυγμένες χώρες της δύσης    και σε εκείνες που σέβονται στοιχειωδώς τα ανθρώπινα δικαιώματα και όχι στον μεσαίωνα του Ισλάμ. Ανατριχιάζω όταν αναλογίζομαι τη μοίρα της γυναίκας στις μουσουλμανικές χώρες. Πολύ ωραία την είχε περιγράψει στη γείτονα Τουρκία ο και συνθέτης Ζουλφί Λιβανελί στο μυθιστόρημα του «Ευτυχία».

            Αυτά σκεφτόμουν καθώς βγήκα από το ΚΑ.Π.Η.στη Βενιζέλου και πήρα ένα ταξί για να γυρίσω στο σπίτι. Γυναίκα   η οδηγός σε ένα επάγγελμα που συνεχίζει να παραμένει κυρίαρχα ανδρικό. Ομολογώ ότι, ως κάποτε βαρύκι ασήκωτο αρσενικό, που μεγάλωσε στα γήπεδα Χαριλάου και Τούμπας, δυσκολεύομαι να δεχτώ ότι μεγάλο μέρος του ανδρικού πληθυσμού βαδίζει  προς την αποκλειστική  αποβλάκωση των γηπέδων και των πάσης φύσεως τυχερών και άλλων παιχνιδιών χωρίς να ανοίγει τις σελίδες κάθε τόσο έστω καιενός βιβλίου. Δεν μπορώ  όμως  να μη δεχτώ την αλήθεια που με κοιτάζει στα μάτια.

            Στο κάτω-κάτω, κατέληξα, ας κυβερνήσουν κάποτε τον κόσμο και οι γυναίκες. Δεν μπορεί να είναι χειρότερες από μας με την επιθετική έως δολοφονική τεστοστερόνη μας. Δεν μπορεί να είναι χειρότερες από μερικούς αρχηγούς κρατών που βλέπω και με πιάνει αναγούλα. Κι αν η εξουσία διαφθείρει, ας ελπίσουμε ότι αυτές θα τις διαφθείρει σε μικρότερο βαθμό και τελικά θα υπερισχύσει το φυσικό τους ένστικτο για την  προστασία της ζωής.

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Εμένα δεν μου αρέσουν τα ποιήματα




                                       τα δάκρυά σου  τρέχουν στις φλέβες μου
                                             δεν είσαι μόνος       



Ο Γιάννης παλεύει κάθε μέρα με τον θάνατο. Κυριολεκτικά. Παλεύει με την αγωνία,  με τον πόνο και το μαρτύριο. Όπλα   του η γνώση και η πείρα,, τα μέσα που διαθέτει η επιστήμη.     Ίσως να νικάει οριστικά μερικές φορές, υποθέτω όμως ότι συνήθως οι όποιες νίκες του  είναι προσωρινές, σημαίνουνμια ανακούφιση, μια μικρή ελπίδα, μια παράταση ζωής. Δεν είναι λίγο, καθόλου λίγο.
         Δίνει τη μάχη όμως και με άλλα μέσα. Και εκεί νικάει
ανεπιφύλακτα. Ο Γιάννης νοιάζεται για τον ασθενή του, συμμετέχει  και συμπαρίσταται με την ψυχή του. Αυτό το ξέρω.Το ξέρω από τότε που μαρτύρησε και πέθανε η Κική μας.Η Κική που είχε μεγάλη δίψα για ζωή και ακόμη μεγαλύτερη προσφορά  και άξιζε πραγματικά να ζήσει. Ο Γιάννης έκανεό,τι μπορούσε για εκείνη και ακόμη περισσότερα. Και την κέρδισε όπως μας κερδίζει ένας άγγελος που εμφανίζεται ξαφνικά και παρήγορα στο πλευρό μας.
           Πιστεύω ότι η υπέρτατη πράξη και προσφορά στη ζωή είναι η ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου. Και αυτός ο αφανής ήρωας της καθημερινής ζωής με κάνει να αισθάνομαι μικρή και ασήμαντη τη λογοτεχνική μου παρουσία εδώ και πενήντα τόσα χρόνια. Και όχι μόνο αυτή. Με κάνει να τον εκτιμώ και να τον θαυμάζω όπως τους ήρωες των παιδικών μας χρόνων.                                 

        Όταν λοιπόν ήρθε μια μέρα στο σπίτι μας με τη γυναίκα του, γιατρό κι εκείνη, και έφτασε κάποτε η κουβέντα σε θέματα λογοτεχνικά, τον άκουσα ξαφνικά να δηλώνει:
          Εμένα δεν μου αρέσει η ποίηση» !
         Ήταν μια μικρή βόμβα αλλά με την πείρα μου μιας ολόκληρης ζωής στη λογοτεχνία, δεν μπορώ να πω ότι με εξέπληξε ιδιαίτερα.
          - «Δικαίωμά σου, του είπα, χάνεις όμως κάτι σημαντικό».
          - «Μπορεί», απάντησε, «εμένα όμως δεν μου αρέσει η ποίηση».
        Το δέχτηκα φυσικά. Κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να αλλάξει τις ιδιαίτερες προτιμήσεις κάθε ανθρώπου, ιδίως πάνω σε θέματα της τέχνης.
         Ίσως και να είχε δίκαιο ο Γιάννης, σκέφτηκα μετά. Τι μπορεί να σημαίνει η ποίηση και η κάθε μορφή τέχνης μπροστά στο μαρτύριο του ανθρώπου που υποφέρει και την προοπτική του θανάτου; Μου ήρθε και πάλι στον νου και ο αφορισμός του Αντόρνο, ότι «δεν μπορεί να γράφεται ποίηση μετά το Άουσβιτς».
         Ένα –δυο χρόνια μετά, έτυχε να ξαναμιλήσω με τον Γιάννη.  Για να με αιφνιδιάσει ξανά, πιο ευχάριστα αυτή τη φορά.
        Τι ανοησία είχα πει τότε ! Συγγνώμη».
        - «Ε, καλά», του απάντησα, «δεν χάλασε ο κόσμος. Μια κουβέντα είπες που στο κάτω-κάτω είχες κάθε δικαίωμα».
         -« Όχι, όχι», επέμεινε. «Πώς είπα εγώ κάτι τέτοιο!»
          Δεν τον ρώτησα ποτέ πώς είχε γίνει κι άλλαξε γνώμη. Ίσως να τον είχε επηρεάσει ο γιος του που γνώριζε την ποίησή μου από το γυμνάσιο, ίσως πάλι να είχε ρίξει μια ματιά στα βιβλία που είχα χαρίσει στον μικρό. Προφανώς του είχε δοθεί η ευκαιρία, όπως και σε άλλους σε ώριμη ηλικία, να γνωρίσει την ποίηση και, με την πηγαία εντιμότητά του, να αναγνωρίσει το λάθος του. Εμένα όμως δεν θα με πείραζε, δεν θα με πείραζε καθόλου κι αν είχε επιμείνει στην άποψή του. Θα συνέχιζα να αποκαλύπτομαι μπροστά στον γιατρό και τον άνθρωπο, ισόβιος οφειλέτης του.




Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Ένας ισόβιος έρωτας





                                                                       το όνειρο είναι όνειρο
                                                                        αυτό είναι σ’ αγαπώ
                                                                 από το άλφα ως το ωμέγα του
                                                                        αυτό είναι σ’ αγαπώ



Πήρα από το κιβώτιο το βιβλίο και το ακούμπησα στην αριστερή μου παλάμη. Απαλά, τρυφερά, προσεκτικά, όπως κρατάς ένα νιογέννητο μωρό. Το κοίταξα αρκετή ώρα στα μάτια, κι ύστερα ολόκληρο μπρος και πίσω, πάνω και κάτω, ανάμεσα στις σελίδες. Του μίλησα στη δική μας γλώσσα, το χάιδεψα, το μύρισα. Δεν το φίλησα, το ακούμπησα όμως στο μάγουλό μου κι  ένιωσα την καρδιά του να χτυπάει μαζί με τη δική μου. Το βράδυ θα το έπαιρνα στην αγκαλιά μου     στο κρεβάτι, να κοιμηθεί δίπλα μου. Κι ύστερα θα το έβαζα στο ράφι μαζί με τ’ αδέρφια και τους φίλους του  από κάθε γωνιά του κόσμου.
            Τώρα όμως έπρεπε να το διαβάσω για πρώτη φορά φρεσκο-τυπωμένο κι ολοκάθαρο, να το διαβάσω από την αρχή ως το τέλος, κάθε ποίημα, κάθε στίχο, κάθε λέξη. Να βυθιστώ στους ήχους του, στη μελωδία των λέξεων, να αναβιώσουν οι εκστατικές στιγμές που το είχαν γεννήσει. Να νιώσω την Ερατώ να σκύβει απαλά πάνω απ’ τον ώμο μου για να κοιτάξει το εικοστό δεύτερο παιδί μας, να με αγγίζει, να το αγγίζει και να ξέρω ότι θα  φύγει και πάλι όπως πάντα, για να ξαναγυρίσει σε χρόνο της απόλυτης δικής της επιλογής.             
           Η Ερατώ είναι μία από τις εννέα Μούσες, η Μούσα της λυρικής ποίησης και των ύμνων. Είναι θεότητα, κόρη του Δία και της Τιτάνιδος Μνημοσύνης και το όνομά της προέρχεται από το ρήμα έρεσθαι και από τη λέξη έρως και εραστής. Όπως είναι φυσικό, η Ερατώ έχει αναρίθμητους εραστές ανά τους αιώνες σ’ όλο τον κόσμο, που όλοι τη λατρεύουν και για τον καθένα τους είναι μοναδική. Έχει γεννήσει αναρίθμητα παιδιά και συνεχίζει αλλά παραμένει για πάντα εκθαμβωτικά ωραία, αγνή και εξαίσια ονειρική όπως μια σταγόνα βροχής πάνω στο πρώτο φύλλο της άνοιξης.  
          Εγώ έχω κι άλλα δεκαπέντε παιδιά, που μπορεί να μην τα έκανα με την Ερατώ αλλά είναι απολύτως αδύνατο να μη βάλει κι εκείνη το δαχτυλάκι της στη σύλληψη και σε κάθε φάση της γέννας. Η ανάσα της, το άρωμά της είναι διάχυτο ανάμεσα στις γραμμές τους. Ναι, είμαι ένας πολύτεκνος αμετανόητος, που προσδοκά ένα νέο παιδί κάθε χρόνο.    
          Ομολογώ ότι πρώτα ερωτεύτηκα τα βιβλία γενικότερα και ακόμη γενικότερα το διάβασμα. Από τα παιδικά μου χρόνια. Κάπου στο βάθος όμως η Ερατώ χαμογελούσε γιατί ήξερε ποια θα ήταν η κατάληξη. Και η κατάληξη ήταν, στα εφηβικά μου χρόνια, να ερωτευτώ παθιασμένα και την ίδια. Άντε να ξεφύγεις, αν μπορείς, από τις ερωτικές επιθυμίες
μιας  θεότητας !
          Από κει και πέρα, ποίηση και πεζογραφία, το βιβλίο γενικότερα, κατέκτησε και καθόρισε τη ζωή μου. Και τα βιβλία άρχισαν να συσσωρεύονται. Χώρια εκείνα που δανειζόμουν από τις βιβλιοθήκες. Σε κάθε σπίτι μου και σε    κάθε μετακόμιση. Και τότε γνώρισα τη Σοφία. Μια άλλη μαγεμένη και ερωτοχτυπημένη. Με το βιβλίο, καλέ, και ολίγον
με μένα τον ίδιο.
          Όταν αποφασίσαμε να ενώσουμε τη ζωή μας, ενώσαμε και τις βιβλιοθήκες μας. Άντε όμως να κρατήσεις βιβλιοθήκη    με κάπου είκοσι μετακομίσεις. Από το ένα σπίτι στο άλλο και από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, από την Αθήνα στο Λονδίνο, από το Λονδίνο στην αγγλική επαρχία και από κει πίσω στη Θεσσαλονίκη. Και πάλι από σπίτι σε σπίτι.
         Χάναμε μερικά στον δρόμο, άλλα μας τα κλέβανε κι άλλα, όταν τα δανείζαμε, ξεχνούσαν να μας τα επιστρέψουν. Απτόητες όμως οι βιβλιοθήκες  μεγάλωναν. Ολοένα και περισσότερο. Από τα βιβλία   που έγραφα εγώ, από εκείνα που αγόραζα και εκείνα που αγόραζε η Σοφία, και από εκείνα που μου έστελναν. Με επιπλέον τα λογοτεχνικά περιοδικά. Κάποια εποχή ήμουν συνδρομητής ή απλώς αγόραζα και διάβαζα γύρω στα δεκαπέντε, της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, της περιφέρειας. Ο καταιγισμός των ηλεκτρονικών λογοτεχνικών περιοδικών ήρθε αργότερα.
         Όταν τελικά νομίσαμε ότι καταλήξαμε και κατασταλάξαμε στην Άνω Τούμπα, πραγματοποιήσαμε και ένα από τα ωραιότερα όνειρα της ζωής μας. Μια τεράστια βιβλιοθήκη από τοίχο σε τοίχο κι ως το ταβάνι περίπου, σε χρώμα ξύλου, καμάρι μας και περηφάνια. Ακολούθησαν όμως άλλες δύο μετακομίσεις έως ότου τελικά να αράξουμε. Πέρασαν και τα χρόνια.
           Γύρισα λοιπόν κάποια στιγμή πρόσφατα και κοίταξα τριγύρω μου στο σπίτι. Βιβλιοθήκες μία, δύο, τρεις …. οχτώ. Σε κάθε χώρο. Χώρος στις βιβλιοθήκες για βιβλία μηδενικός. Ούτε από πάνω-πάνω τους. Μερικές με διπλές σειρές βιβλίων. Βιβλία στα ράφια λοιπόν, βιβλία στα τραπεζάκια, βιβλία πάνω στα γραφεία, βιβλία πάνω στο μουσικό όργανο, βιβλία μέσα στη ντουλάπα,  στα ντουλάπια και τα μπαούλα, βιβλία πάνω σε πολυθρόνες και καρέκλες, βιβλία στα κομοδίνα πλάι στο κρεβάτι. Το πάτωμα με κοίταζε παρακλητικά, σαν να έλεγε, ε, όχι και πάνω σε μένα. Πώς θα με σκουπίζουν και θα με σφουγγαρίζουν μετά;
          Παρόλο που έχω μια στοιχειώδη ταξινόμηση στις βιβλιοθήκες μας (ποίηση της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, της περιφέρειας, της Κύπρου, πεζογραφία, λογοτεχνικό    δοκίμιο, αστυνομικά μυθιστορήματα, μελέτες και ανθολογίες, λευκώματα, ξενόγλωσσα βιβλία, και ούτω καθεξής), είναι σχεδόν αδύνατον να βρω τα βιβλία που ψάχνω και μερικές φορές αναγκάζομαι να τα ξαναγοράσω. 
         Συγνώμη για την ασέβεια αλλά, τι χαμογελάς, ρε Ερατώ;Έχω γίνει τέλειος σκλάβος σου, έτσι; Εκούσια, ηθελημένα και ολόψυχα σκλάβος σου και χαμογέλασε εσύ όσο θέλεις.Εξ άλλου, με τρελαίνει το χαμόγελό σου, με ερεθίζει και με κάνει έφηβο ξανά !  Ό, τι και να κάνεις λοιπόν, εγώ θα σε λατρεύω !
          Μου πέρασε κάποια στιγμή από το μυαλό η ιδέα να πετάξω μερικά βιβλία και αμέσως την έδιωξα με φρίκη. Πετιούνται τα βιβλία στους κάδους όσο ασήμαντα κι αν είναι; Πετάει κανείς τ’ αδέρφια του, τους φίλους και συντρόφους του; Θα το θεωρούσα ιεροσυλία ! Ήταν κι εκείνο το πλάγιο βλέμμα που μου έριξε η Ερατώ, ελαφρά συνοφρυωμένη.
          Γέμισα λοιπόν σαράντα πέντε μεγάλες μαύρες σακούλες (λες και πενθούσα) με σειρές λογοτεχνικών περιοδικών και τα έστειλα στην Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης για τη βιβλιοθήκη της. Έτσι πέτυχα μια προσωρινή ανακούφιση. Πολύ προσωρινή !
           Στράφηκα μετά στα βιβλία. Καλά, ρε παιδιά, μην κάνετε έτσι, ζήσαμε μαζί τόσα χρόνια, μπορούμε να ζήσουμε μαζί και τα υπόλοιπα. Με κοίταξαν σιωπηλά σαν να έλεγαν, εντάξει, ρε φίλε, αλλά θέλουμε και κάποια άνεση στο σπίτι μας! Σας καταλαβαίνω, σκέφτηκα εγώ, αλλά δεν μπορώ να αρνηθώ τη φιλοξενία στ’ αδέρφια σας που ζητούν εδώ καταφύγιο. Ουφ, ελπίζω να μείνει τελικά κάποιος χώρος ελεύθερος και για τις άλλες ανάγκες μας.          
         Τώρα που έχω μεγαλώσει, έχει μεγαλώσει και η Σοφία, και ο Νίκος μας, που ζει  μακριά μας με τη νέα του οικογένεια δεν είναι ακριβώς το παιδί του βιβλίου, σκέφτομαι τι θα γίνουν τα βιβλία μας όταν λείψουμε εμείς. Έρημα και μόνα, χωρίς το χάδι μας, χωρίς τη φροντίδα, χωρίς έστω τη σκέψη μας. Πώς θα τα αφήσουμε ορφανά και παραπεταμένα; Μετά τόση αγάπη, τόση κοινή ζωή;
         Βλέπω την Ερατώ να χαμογελάει και πάλι, θλιμμένα τη φορά αυτή με μια σκιά στα ωραία μάτια της. Σαν να μου λέει ότι αυτή είναι η μοίρα των θνητών και όλων όσων αγάπησαν στη μάταιη ύπαρξη τους. Το ξέρω. Με όλη την πίκρα του το ξέρω. Τουλάχιστον όμως αγάπησα. Αγάπησα και έδωσα την ψυχή μου. Ας είναι αυτή η αγάπη ένα πράσινο φύλλο δέντρου στον άνεμο της αιώνιας λήθης.