Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

τα σπουδαία και τα σημαντικά

- Πες αλεύρι, είχε απαντήσει ο Ρήγας στην καλημέρα μου, μισανοίγοντας την πόρτα του
γραφείου φουριόζος και χαμογελαστός. Αλεύρι, είπα βλακωδώς για να μην του χαλάσω το
χατίρι. Η Τζαμαχιρία σε γυρεύει. Έπεσαν οι υπογραφές για τη δουλειά της τεχνικής εταιρίας.
Ετοιμάσου λοιπόν να πας στην Αφρική.
- Δεν χρειάζεται, είχε απαντήσει την άλλη μέρα ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας στην
ερώτησή μου για συνάλλαγμα. Όλα είναι εισαγόμενα. Δεν υπάρχει λαϊκή τέχνη, ξυλόγλυπτα,
δερμάτινα, αναμνηστικά, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα. Μονάχα φελάχοι και κοκκινόχωμα.
- Κυρίως δύο πράγματα πρέπει να ξεχάσεις όταν έρχεσαι εδώ, θα απαντούσε, επιτόπου στο
Τομπρούκ πέντε μέρες αργότερα ο πόντιος και μουστακαλής οικονομικός διευθυντής,
προεξοφλώντας τις επιθυμίες μου. Τα οινοπνευματώδη ποτά και τις γυναίκες.

Ως γνήσιος χαρτοπόντικας, με την κινητικότητά μου σε μηδενικά επίπεδα, και ως θύμα
αιωνίων αντιφάσεων, είχα γενικά αιφνιδιαστεί, είχα ειδικά χαρεί για τη δουλειά, και είχα
ειδικότερα ενοχληθεί από την άμεση προοπτική του ταξιδιού. Ενώ ένιωθα και κάποια
προσμονή για το άγνωστο που σύντομα θα εξερευνούσα. Εγώ θα πήγαινα στην αρχή της
εξάμηνης περιόδου ανάθεσης για να αποτυπώσω πλήρως, όπως λέγαμε, την υπάρχουσα
κατάσταση, με συλλογή στοιχείων και με συνεντεύξεις, και για να συζητήσω τα οργανωτικά
προβλήματα και τις διαδικασίες ελέγχου με στελέχη και διοίκηση. Κι αφού στην επιστροφή τα
μελετούσαμε μαζί και άρχιζαν να διαφαίνονται κάποιες λύσεις, ο Ρήγας θα έκανε τη δεύτερη
και τελική επίσκεψη για να ελέγξει, να επιβεβαιώσει και να οριστικοποιήσει τις προτάσεις
μας.

Κάτι τέτοια τριγύριζαν σκουντουφλώντας στο μυαλό μου το απόγευμα εκείνο του Ιουνίου,
καθώς ρουφούσα και φυσούσα τον καπνό μοιρολατρικά στην αίθουσα αναμονής του
ανατολικού αεροδρομίου και περιεργαζόμουν με ενδιαφέρον δυο-τρεις σκουρόχρωμους
νεαρούς με φουντωτά μαλλιά, που επέβλεπαν την εργασία στο γκισέ των Λιβυκών
Αερογραμμών. Καθώς και μερικές πολυπληθείς και πρωσικά πειθαρχημένες μουσουλμανικές
οικογένειες με τις χαρακτηριστικές ενδυμασίες μεγάλων και μικρών. Ενώ, ταυτόχρονα, μου
έσφιγγε το στομάχι ο παλιός μου φόβος για τα αεροπλάνα και ήδη νοσταλγούσα αφόρητα την
άνεση του γραφείου μου και ιδίως την άδεια θέση μου στο τραπέζι της βραδινής πόκας. Κι ενώ
έριχνα θλιμμένες ματιές στον χαλκοπράσινο ουρανό πάνω απ’ την πίστα έξω και στον
δυνατό αέρα που σήκωνε κλαδιά και ανέμιζε χαρτιά μέσα σε σύννεφα σκόνης.

Όταν επιτέλους εμφανίστηκε το αεροπλάνο απ’ τη Βεγγάζη και μπήκε απ’ την ουρά του
σκάφους το πολύχρωμο πολυεθνικό μπουλούκι, εγώ τελευταίος, κατά τη συνήθειά μου, για να
μην διαγκωνίζομαι, είδα στο βάθος τον ιδιοκτήτη της εταιρίας να μου δείχνει σειρές τα
κεφάλια στις μπροστινές θέσεις και να μου γνέφει να καθίσω όπου βρω. Αυτό και έκανα και
αμέσως ήρθε η ελκυστική βρετανίδα αεροσυνοδός, σήκωσε το διπλανό μου κάθισμα στον
διάδρομο και δήλωσε ότι ήταν κατειλημμένο.

Δεν είχα καν προλάβει να χαρώ, όταν εμφανίστηκε ένας ταλαίπωρος κι αποχαμένος
Αιγύπτιος με εξαιρετικά αμφίβολης λευκότητας κελεμπία, κατέβασε το κάθισμα και
απλώθηκε αναπαυτικά. Μόλις τον αντιλήφθηκε, η αεροσυνοδός έσπευσε και του είπε
επιτακτικά ότι καθόταν στη δική της θέση. Αυτή μιλούσε βέβαια αγγλικά, εκείνος θα μιλούσε
αραβικά, αν είχε αποτολμήσει να ψελλίσει οτιδήποτε, μπερδεύτηκε και με τη ζώνη του. Μετά
αλλεπάλληλες ατελέσφορες προσπάθειες, η κοπέλα τον βαρέθηκε και, με βλέμμα δολοφονικό
και έκφραση αυθεντικής αριστοκρατικής αηδίας, τον βοήθησε να δέσει τη ζώνη του, του
συνέστησε να πάψει να είναι τόσο ενοχλητικός και μου τον άφησε για σιωπηλή παρέα.

Αριστερά μου, γέμιζε θέση, μπράτσα του καθίσματος και το μισό παράθυρο ένας τετράγωνος
και λακωνικός βετεράνος εργοδηγός της εταιρίας, που μου μετάγγιζε ακούσια κάποια
αίσθηση ασφάλειας καθώς το αεροπλάνο τελικά απογειώθηκε μέσα στην κακοκαιρία. Έξω οι
κινητήρες μούγκριζαν με όλη τους τη δύναμη, μούγκριζε κι η καταιγίδα με μανία, μέσα μου
μούγκριζε απειλητικά το θηρίο του φόβου αλλά, στα παράλια της Πελοποννήσου, η άτρακτος
τρύπησε ξαφνικά τα σύννεφα και οριζοντιώθηκε κάτω από έναν λαμπρό ήλιο. Έτσι
κατάφερα κι εγώ να ανακτήσω κάποια στοιχειώδη ισορροπία. Μισή ώρα αργότερα, η δυτική
πλευρά της Κρήτης διαγράφηκε ολοκάθαρα σε μια γαλάζια θάλασσα, με το πράσινο της
πεδιάδας, το γκρίζο των βουνών και το άσπρο των κυμάτων σε ειδυλλιακό συνδυασμό.

Όταν προσεγγίσαμε την Αφρική και κινηθήκαμε παράλληλα με τις ακτές, με βαθμιαία κάθοδο
προς το μεγάλο λιμάνι, διέκρινα και πάλι να φυσάει δυνατά σ’ ένα απέραντο γυμνό τοπίο και
μερικά κοπάδια άγριων ζώων να φεύγουν τρομαγμένα. Προσγειωθήκαμε ομαλά στο
αεροδρόμιο της Βεγγάζης και οι τελωνειακοί μου φάνηκαν φυσιολογικά κακόμοιροι, σε
αντίθεση με κάτι νταγκλαράδες κοκκινοσκούφηδες παράμερα που μας αναμετρούσαν με
βλοσυρή έπαρση. Αυτοί είναι από την προσωπική φρουρά του Γκαντάφι, μου ψιθύρισε στ’
αυτί ο εργοδηγός.

Ο τελωνειακός άνοιξε στον πάγκο την ελάχιστα ενδιαφέρουσα βαλίτσα μου και, χωρίς
δεύτερη κουβέντα (ή μάλλον χωρίς πρώτη), αφαίρεσε το μισοδιαβασμένο Βήμα που είχα
αγοράσει στη Θεσσαλονίκη το πρωί, λες και περιείχε οδηγίες για την κατασκευή εκρηκτικών
μηχανισμών. Είχα κι ένα βιβλίο του Πλασκοβίτη που ξεφύλλισε με περιέργεια, ενώ
απολάμβανε το απορημένο βλέμμα μου, δεν ανακάλυψε φωτογραφίες ή κάτι άλλο
ανατρεπτικό και ευαρεστήθηκε να μου το επιστρέψει.

Στην έξοδο μας τύλιξε ο καυτός αέρας του τίποτα. Και μας περίμενε ευπειθής ο οδηγός, τον
ιδιοκτήτη, τον εργοδηγό κι εμένα, με μια μεγάλη μερσεντές της εταιρίας και μπισκοτάκια με
κανέλα ή γεμιστά με σοκολάτα. Διασχίσαμε αργά ένα τμήμα της πόλης πριν βγούμε στην
καινούρια, ασφαλτοστρωμένη και άνετη εθνική οδό για το Τομπρούκ. Όπως σε κάθε ταξίδι
μου στο άγνωστο, κοιτούσα με μάτια ορθάνοιχτα αυτόν τον αλλότριο κόσμο τριγύρω, αλλά
τη φορά αυτή η συγκίνηση μου κράτησε πέντε λεπτά και το ενδιαφέρον μου άλλα δέκα. Στο
τέταρτο επάνω, δέχτηκα μια ισχυρή μετωπική επίθεση από τον πανικό που εκδηλώθηκε ως, τι
γυρεύω εγώ εδώ, και, είναι αδύνατον να δραπετεύσω.

Χώμα, σκόνη, γυμνοί δρόμοι και γκρίζες οικοδομές και, κάπου κάπου, ένα λυμφατικό δεντράκι
να αγωνίζεται απελπισμένα να επιβιώσει. Κάτι που θύμιζε την πρόσφατη ελληνική
πραγματικότητα ήταν οι τεράστιες πράσινες αψίδες (τι λένε, ρε παιδιά;) που προφανώς
εκθείαζαν το καθεστώς και νουθετούσαν τους πολίτες σε άπταιστα αραβικά Οι πάσης
φύσεως επιγραφές ήταν βέβαια και πάλι στα αραβικά, με ιερογλυφικά ήταν γραμμένες οι
ονομασίες και οι αριθμοί των δρόμων, ακόμη και οι πινακίδες των αυτοκινήτων. Αισθάνθηκα
ξαφνικά απόλυτα εξαρτημένος σα μωρό παιδί και λαχτάρησα μια ταμπέλα με λατινικούς
χαρακτήρες, που να διαβάζεται και ας μην καταλάβαινα ούτε λέξη.

Είχε ήδη πέσει ένα αδιαπέραστο σκοτάδι κι ενώ ο διευθύνων σύμβουλος επέμενε φορτικά να
συζητήσουμε για τη συντήρηση των μηχανημάτων και για τον έλεγχο των ανταλλακτικών
στις αποθήκες, που ήταν εγκατεσπαρμένες στα διάφορα εργοτάξια, εγώ έκανα το μοιραίο
λάθος να καταβροχθίσω μισό πακέτο μπισκότα. και να διψάσω αναπόφευκτα σαν
ναυαγός. Ψάξαμε λοιπόν επανειλημμένα για νερό στα πεντακόσια περίπου χιλιόμετρα της
παραθαλάσσιας διαδρομής απ’ τη Βεγγάζη ως το Τομπρούκ. Το περίφημο Τομπρούκ του
δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, το Τομπρούκ κοντά στα σύνορα με την Αίγυπτο, στο σημείο
όπου είχαν ήδη γίνει συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο χώρες.

Ολοταχώς μέσα στο άγνωστο, με προορισμό το άγνωστο και πάλι, σε μια διαδρομή που, όπως
θα διαπίστωνα στην επιστροφή, εκτός από βράχια, πέτρες και κοκκινόχωμα, είχε, ως
βλάστηση μοναδική, και τρεις (και όχι τέσσερις) συστάδες δέντρων. Ενώ από απέναντι μας
τύφλωναν οι προβολείς των φορτηγών και τον δρόμο διέσχιζαν κάθετα αγρίμια, μικρά και
μεγαλύτερα.

Σε ένα μπλόκο με άδεια βαρέλια πετρελαίου, όπου έκαιγαν φωτιές για φωτισμό και για το
τσουχτερό νυχτερινό κρύο, μας σταμάτησαν νεαροί πολιτοφύλακες με ευρωπαϊκή ενδυμασία
για να ελέγξουν τα διαβατήριά μας. Με την πρώτη ματιά, κούνησαν το κεφάλι τους, μας χαι-
ρέτισαν πιο διαχυτικά και μας τα επέστρεψαν χαμογελώντας πλατιά και λέγοντας, τυχεροί
άνθρωποι που έρχεστε από τη Γιουνανία.

Εμείς συνεχίσαμε απτόητοι, με ξεραμένα χείλη, να ψάχνουμε για νερό. Της βρύσης ή
εμφιαλωμένο, κρύο ή χλιαρό, θολό ή διαυγές, νεράκι πόσιμο του αλλάχ. Παρακάμψαμε
μεγάλες πόλεις που ήταν κατάφωτες με σπάταλη μεγαλοπρέπεια αλλά από νερό ούτε στάλα.
Οι βρύσες σ’ ένα βενζινάδικο αποπειράθηκαν να τραγουδήσουν αλλά η επίδοσή τους
περιορίστηκε σε ένα ρέψιμο βραχνό. Θα έχει πάθει κάποια βλάβη το σύστημα άντλησης,
πιθανολόγησαν οι συνταξιδιώτες μου. Πετρέλαιο έχουν άφθονο, το νερό όμως είναι από
πηγάδι ενώ το εμφιαλωμένο εισάγεται, όπως εισάγονται και όλα τ’ άλλα προϊόντα από το
κράτος και τις ξένες εταιρίες, με ενημέρωσαν. Θα πιούμε μόλις φτάσουμε στο Τομπρούκ, με
παρηγόρησαν.

Έτσι κι έγινε. Κάποτε φτάσαμε στο μεγάλο διαμέρισμα που νοίκιαζε η εταιρία και πατήσαμε
πάλι χώματα στην είσοδο, στα κεφαλόσκαλα, στην πόρτα και στον προθάλαμο, σε μια
πολυκατοικία που είχε βέβαια καθαριστεί το ίδιο πρωινό. Το χώμα έμπαινε από κάθε άνοιγμα
και χαραμάδα, έμπαινε και κατέστρεφε ακόμη και τις μηχανές των αυτοκινήτων και, αντί να
ψάχνουν συνεργείο για επισκευή, στα δύο χρόνια τα πετούσαν κι αγόραζαν από τη Γερμανία
καινούρια και αδασμολόγητα.

Στο διαμέρισμα όμως βρήκαμε νερό. Νερό χλιαρό που είχαν ήδη βράσει σε έναν τέντζερη
(μάθημα πρώτο και σπουδαιότερο για τον τύφο) κι ήπια μέχρι σκασμού με την κουτάλα γιατί
δεν άντεχα να περιμένω το ψυγείο. Το ίδιο βράδυ πήγαμε στον καταυλισμό της εταιρίας και
ανακαλύψαμε τους συμπατριώτες μας στο εστιατόριο να βρίσκονται στο φρούτο, μετά το
φαγητό του Έλληνα μάγειρα, και να παρακολουθούν στην τηλεόραση, με κέφι και
ζητωκραυγές, έναν αγώνα του πρωταθλήματος ποδοσφαίρου απ’ την Αθήνα. Πιάνουμε
καθαρά τους σταθμούς σε ευθεία γραμμή από τη θάλασσα, επιβεβαίωσαν.

Ο κάθε εργαζόμενος είχε περιποιηθεί και στολίσει το λιτό δωματιάκι του με το προσωπικό του
γούστο. Πάνω απ’ τα πολύχρωμα στρωσίδια, κυριαρχούσαν οι οικογενειακές φωτογραφίες,
ένα μωρό που άπλωνε τα χέρια, κάποια φτηνά διακοσμητικά και οι ημίγυμνες γυναίκες απ’
τα εξώφυλλα των περιοδικών. Παραδίπλα, το τραπεζάκι με το πλαστικό κάλυμμα, ένα μπρίκι
του καφέ με κύπελλο ή φλιτζάνι, ένα τσίγκινο σταχτοδοχείο, και μια πετσέτα να κρέμεται απ’
το καρφί. Όλα ωραία, οργανωμένα, όλα πολιτισμένα, περίπου όπως στις σύγχρονες
αγροτικές φυλακές.

Την άλλη μέρα το πρωί, γνώρισα και επισήμως στα γραφεία το διοικητικό προσωπικό και,
σταδιακά, τους εξειδικευμένους τεχνίτες, οδηγούς και χειριστές μηχανημάτων, κυρίως
Έλληνες. Έλληνες αφεντικά και τουλάχιστον τριπλάσια αμειβόμενους από κάθε αφρικανό ή
ασιάτη με αντίστοιχα καθήκοντα. Από Ινδούς, Πακιστανούς, Αιθίοπες, Αιγύπτιους και
μερικούς Λίβυους για βοηθητικές κυρίως εργασίες. Γνώρισα και τον Ιμπραήμ, ένα ντόπιο
λιπόσαρκο γερόντιο με λιγδιάρικη κελεμπία, που είχε μάθει τα στοιχειώδη ελληνικά για να
εκτελεί τα καθήκοντα του καφετζή. Με την κραυγή, Ιμπραήμ, καφέ και νερό, σε ένα
πεντάλεπτο κατέφθανε αθόρυβα στωικός και ημίκυρτος, κρατώντας σε αβέβαια δάχτυλα τον
τούρκικο καφέ, ανεξακρίβωτης ποιότητας στη φυσική μαυρίλα του, και το θολό νερό σ’ ένα
ποτήρι κατάλληλο για μάθημα γεωγραφίας.

Αυτοί που έρχονται εδώ, χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, με πληροφόρησε ο μάγκας και
εξηγημένος οικονομικός διευθυντής. Σ’ εκείνους που πανικοβάλλονται και τα βροντάνε κάτω
από την πρώτη εβδομάδα, στους περισσότερους που καταφέρνουν ν’ αντέξουν από ένα
εξάμηνο ως δύο χρόνια, και τους λίγους μπαρουτοκαπνισμένους βετεράνους που κλείνουν
την πενταετία. Αυτός εδώ που βλέπεις, πρόσθεσε δείχνοντας κάποιον με ανυπόκριτο
θαυμασμό, είναι ο πρωταθλητής μας με μια επταετία. Η εταιρία μάς τα παρέχει σχεδόν όλα,
και να θέλεις δεν έχεις που να ξοδέψεις τα λεφτά, κι έτσι πουλάμε τη ζωή μας και
αποταμιεύουμε τον μισθό μας σε συνάλλαγμα για κάτι καλύτερο αργότερα στην πατρίδα.

Όπως διαπίστωσα τις επόμενες μέρες, περιδιαβάζοντας την πόλη και τα προάστια και ιδίως
διασχίζοντας την ερημιά από εργοτάξιο σε εργοτάξιο, ο πακτωλός του συναλλάγματος, που
κέρδιζε η χώρα από τις εξαγωγές του πετρελαίου, διοχετευόταν σε δρόμους, πολιτικά και
στρατιωτικά αεροδρόμια, συγκροτήματα κατοικιών και κάθε είδους έργα που εκτελούσαν, σε
υψηλή ποιότητα και με τεράστιο περιθώριο κέρδους, ξένες τεχνικές εταιρίες, κυρίως
μεσογειακές. Και όχι μόνον στην παραθαλάσσια έρημο του χώματος αλλά και στην πιο
αφιλόξενη έρημο της άμμου στα ενδότερα.

Όσο κι αν έψαξα στην κεντρική αγορά της αρκετά μεγάλης πόλης, δεν βρήκα απολύτως
τίποτα που να μου κινήσει έστω και κατ’ ελάχιστον το ενδιαφέρον. Αυτά που υπήρχαν, εκτός
από τα λιγοστά εισαγόμενα, ήταν σκέτη θλίψη και, στην καλύτερη περίπτωση, μου θύμιζαν
μαγαζιά στο βαρδάρι τη δεκαετία του πενήντα. Και οι άνθρωποι; Μου φάνηκαν απόμακροι
και συμπαθητικοί, σκυφτοί και ταλαιπωρημένοι, τυλιγμένοι στη μιζέρια τους και τη
μονοτονία.

Απ’ το πρωί ως το μεσημέρι και το απόγευμα, η ώρα περνούσε άνετα στο γραφείο ή στην
ύπαιθρο, με την ακαριαία ζεστασιά και συντροφικότητα των ομοεθνών, με το καλαμπούρι
και τα άπειρα παράδοξα του ξένου τόπου που, σε κάθε επιφώνημά μου, προθυμοποιούνταν να
μου εξηγήσουν υπομονετικά οι πεπειραμένοι. Ενώ από το επιβλητικό κάδρο στον τοίχο μας
επέβλεπε όλους, με αυστηρό ύφος μέσα στο καφτάνι του, ο Γκαντάφι. Του οποίου το όνομα
μου είχαν απ’ την αρχή συστήσει φιλικά να μην προφέρω, ακόμη και για εγκώμια.

Η ώρα περνούσε άνετα με τη δουλειά και τους καφέδες του Ιμπραήμ. Συμπλήρωση
ερωτηματολογίων, συγκέντρωση εντύπων και στοιχείων, αντιπαραβολή, ερωτήματα,
συνεντεύξεις και διευκρινήσεις, επισήμανση και συζήτηση των προβλημάτων. Το ελληνικό
φαγητό μεσημέρι και βράδυ στο εστιατόριο ήταν άφθονο και καλής ποιότητας ενώ το
μουσουλμανικό προσωπικό είχε τον δικό του χώρο και τον δικό του μάγειρα.

Περιηγήθηκα όλες τις εγκαταστάσεις, τα εργοτάξια και τις διάφορες αποθήκες. Το λατομείο με
τους εκσκαφείς και τους θραυστήρες του, την παραγωγή της πίσσας, την επίστρωση και
ασφαλτόστρωση δρόμων ατέλειωτων που οδηγούσαν στον ορίζοντα και στο πουθενά.
Κοίταζα και ρωτούσα περισσότερο από καθήκον και πολύ λιγότερο από περιέργεια ενώ μέσα
μου φούντωνε μια θανάσιμη ανία.

Όταν άρχιζε να σουρουπώνει, ο χρόνος έκοβε κι αυτή την ελάχιστη ταχύτητα του, όλα
γίνονταν ακόμη πιο ανούσια και βαρετά, η ζωή προσαρμοζόταν στο ράθυμο τοπίο της
μεγάλης βορειοαφρικανικής χώρας. Συγκεντρωνόμασταν στο διαμέρισμα και
προσπαθούσαμε να τη βγάλουμε με την κουβέντα, τα πρώτα επιφυλακτικά συμπεράσματα
για τα οργανωτικά προβλήματα της εταιρίας και με ανώδυνο χαρτάκι μερικές φορές.

Φυσικό ήταν οι δέκα μέρες της διαμονής να μου φανούν ατέλειωτες και να διερωτώμαι πώς θα
κατόρθωνα να επιβιώσω, αν χρειαζόταν να μείνω περισσότερο. Με τους ντόπιους της
συνεργάτες, η εταιρία τακτοποίησε στο άψε σβήσε τα του διαβατηρίου και τα υπόλοιπα
διαδικαστικά και τα πεντακόσια χιλιόμετρα της επιστροφής ήταν πιο σύντομα και πιο
αισιόδοξα με το φως της μέρας. Ιδίως όμως με την άμεση προοπτική της αναχώρησης για την
Ελλάδα.

Ανέβηκα στο αεροπλάνο, φορτωμένος φακέλους και χαρτιά, που θα μελετούσα καλύτερα στο
γραφείο, και δεν ήθελα ούτε καν να γυρίσω πίσω το κεφάλι. Όταν απογειωθήκαμε, η
θάλασσα κάτω άρχισε να μου μεταδίδει μιαν αίσθηση χαλάρωσης και λύτρωσης. Άραξα
βαθιά σιωπηλός και απολάμβανα την ίδια μου την προσμονή ενώ, μπροστά μου, κάποιος
άλλος Έλληνας, από κατασκευαστική εταιρία στα ενδότερα της χώρας, κελαηδούσε
ασυγκράτητος και δήλωνε ότι δεν θα γύριζε όσα λεφτά και να του έδιναν.

Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο Ελληνικό, μας περίμεναν συγκλονιστικές εκπλήξεις.
Το πολυπλόκαμο τέρας του τσιμέντου είχε μεταμορφωθεί σε μια μυρωμένη κηπούπολη και τα
νευρόσπαστά του σε οικείους και ευγενικούς ανθρώπους. Κάποιος με έσπρωξε από δίπλα και
το εξέλαβα σαν φιλικό άγγιγμα με τον αγκώνα, δυο γυναίκες συζητούσαν για εξόχως
συναρπαστικά θέματα μόδας, τ’ αυτί μου έπιασε ένα, ρε μαλάκα, στον περίγυρο που μου
φάνηκε σχεδόν ποιητικό.

Και τώρα τι θα έκανα; Τα σπουδαία και τα σημαντικά βεβαίως. Πρώτα πρώτα, θα άκουγα
και θα καταλάβαινα τις ομιλίες τριγύρω μου, μετά θα διάβαζα τις επιγραφές, θα αγόραζα μια
εφημερίδα, θα έπινα ένα ποτήρι δροσερό νερό. Θα έβγαινα στο μπαλκόνι και θα έβλεπα
δέντρα από κάτω. Θα άραζα αναπαυτικά, βρε αδελφέ, στη λεκάνη της τουαλέτας με πλάι μου
το χαρτί υγείας και όχι καθιστός στα γόνατα με πλάι μου το λάστιχο του νερού. Αυτά θα
έκανα. Κι άλλα πολλά ανάλογα και εξίσου συναρπαστικά , αυτά που μόλις πρόσφατα είχα
ανακαλύψει.

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

επευφημίες και χειροκροτήματα

Από μακριά τα χωριά φάνταζαν ειδυλλιακά με τα κεραμίδια τους κόκκινες πινελιές ανάμεσα
στα δέντρα, από κοντύτερα οι τοίχοι εξέπεμπαν μια θλίψη γκρίζα και βουβή με τα
ασοβάντιστα τεράστια τούβλα. Δρόμοι θαυμάσια ασφαλτοστρωμένοι, σχεδόν άδειοι ως τον
ορίζοντα, κι ο Γιάννης έτρεχε του σκοτωμού στο πήγαινε και στο έλα. Κατόρθωνε όμως
ταυτόχρονα να μας μεταγγίζει μιαν ανεξήγητη αίσθηση ασφάλειας αφού κανένας δεν
ασχολήθηκε ούτε στιγμή με την ταχύτητα. Η γυναίκα του αυτονόητα στη θέση του
συνοδηγού κι εμείς οι μεγαλόσωμοι τρεις σφηνωμένοι στις πίσω, καθένας με τη σειρά του να
λικνίζεται στην άβολη μεσαία. Λακωνικός ο οδηγός μας, λακωνική και η Πένυ, λακωνικοί ο
Κωστής, ο Σαράντης κι εγώ.

Μόνον καμιά φορά η Πένυ με αστική καυστική ειρωνεία έως εκρηκτική αγανάκτηση και ο
Σαράντης με καλλιτεχνική αθώα έως δογματική επιμονή προσλάμβαναν και ερμήνευαν με
εντελώς διαφορετικό τρόπο την πραγματικότητα. Ύστερα ο Γιάννης αισθάνθηκε ότι τα
πράγματα είχαν ωριμάσει για δηλώσεις λογοτεχνικής δεοντολογίας. Πάντως εγώ δεν
ξαναπάω, είπε εμφαντικά, αν πρώτα δεν προσκληθούν κι όλοι οι άλλοι ποιητές της
Θεσσαλονίκης.

Έτσι άρχισε, έτσι συνεχίστηκε κι έτσι τελείωσε αυτό το σύντομο ταξίδι. Στον Σαράντη άρεσαν
όλα σχεδόν. Πολύ έως περισσότερο. Από τις ογκώδεις, γκριζοκίτρινες, λειτουργικές λαϊκές
πολυκατοικίες ως τις γλάστρες με τον βασιλικό στο μπαλκόνι του συλλόγου πολιτικών
προσφύγων και ως τα τραγανά κεράσια που μας προσέφεραν στη συγκέντρωση. Στην Πένυ
δεν άρεσε σχεδόν τίποτα. Καθόλου. Πάντως, σ’ ένα σημείο συμφώνησαν, ότι το χώμα στις
πεδιάδες ήταν εύφορο. Οι υπόλοιποι αιωρούνταν κάπου στις ενδιάμεσες παραλλαγές. Κι ο
Γιάννης τήρησε την υπόσχεση του, αφού δεν ξαναπήγε ούτε εκείνος, ούτε εγώ, μα ούτε νομίζω
και κανένας άλλος.

Λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα όταν μια ρομαντική εποχή, από τα χρόνια του
εξήντα, έφτανε πια στο τέλος της. Δεν εξέπνευσε ξαφνικά κι απότομα, είχε αρχίσει από καιρό
να λαχανιάζει, να σκοντάφτει και να παραπαίει. Να μένει χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα
όπως το εθνικό νόμισμα της γειτονικής χώρας. Που τα περιπατητικά ανταλλακτήρια της
μαύρης, γνωστά και ως λεβατζήδες, καραδοκούσαν στωικά έξω απ’ τα ξενοδοχεία για να το
ανταλλάξουν με τα σκληρά νομίσματα της δύσης, κατά πολύ φθηνότερα απ’ την επίσημη
ισοτιμία του. Για να αγοράσει όμως τι από την τοπική αγορά ο συγκριτικά πλούσιος ξένος;
Μπιχλιμπίδια αναμνηστικά, ωραίες πατάτες και ζάχαρη, μακαρόνια και μαρμελάδες με αγνά
υλικά ή κορδέλες, καρφίτσες και βελόνες;

Μας είχε προσκαλέσει η ένωση συγγραφέων και καλλιτεχνών. Τον Γιάννη κι εμένα ως
ποιητές, τον Σαράντη ως μουσικό και τον Κωστή ως ιστορικό και, υποθέτω, ως σημαίνοντα
πολιτιστικό (ή και κομματικό) παράγοντα. Η φιλοξενία υπήρξε άψογη. Και η εκδήλωση είχε
γίνει σ’ ένα αρχοντικό στην παλιά συνοικία της Φιλιππούπολης, εκεί όπου ευημερούσε η
ελληνική παροικία ως πριν από μερικές δεκαετίες.

Δρόμοι, στενοσόκακα και γειτονιές με ανακατασκευασμένα καλντερίμια κι αναπαλαιωμένα
σπίτια, τα κόκκινα κεραμίδια και πάλι να ξεπροβάλλουν ανάμεσα στο πράσινο, ο ψίθυρος
και η ευγένεια ενός χαμένου κόσμου να πλανιέται σαν διακριτικό άρωμα στην ατμόσφαιρα.
Και ξαφνικά από το παρελθόν να εμφανίζεται εντοιχισμένο δίπλα στην είσοδο το όνομα του
έλληνα προύχοντα που είχε ζήσει κάποτε εκεί.

Οδηγηθήκαμε σε μια μικρή αίθουσα ή παλιό σαλόνι με ακροατήριο γύρω στους τριάντα,
κυρίως γυναίκες, σεμνές και καλοντυμένες με τέλειες αντιδράσεις. Ο Σαράντης έπαιξε στο
πιάνο τις συνθέσεις του με τον συνηθισμένο βέβαια τρόπο. Με τον ίδιο τρόπο διαβάσαμε κι
εμείς, μέσα σε ευλαβική σιγή, τα ποιήματά μας που είχαν μεταφραστεί επιτόπου. Τι λέγαμε
εμείς στα ελληνικά το ξέραμε, τι ακριβώς άκουγε όμως απ’ τον μεταφραστή στα βουλγάρικα
το ακροατήριο που ξεσπούσε σε χειροκροτήματα, παρέμεινε για πάντα ένα μυστήριο. Πάντως
μετά τις ανθοδέσμες, ο Γιάννης παρατήρησε, με κάποια δόση δικαιολογημένης αυταρέσκειας,
ότι τα χειροκροτήματα στα δικά του ποιήματα υπήρξαν περισσότερα και πιο θερμά. Έτσι,
θυμήθηκα, πριν μερικά χρόνια, την πρώτη έξοδό μας με το αυτοκίνητό του, προς νότο εκείνη
τη φορά, για το φεστιβάλ νεολαίας στο γήπεδο του Αγίου Ιερόθεου στο Περιστέρι.

Μια εκδήλωση σε κλίμακα σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Λαός χιλιάδες μέσα στο γήπεδο του
ποδοσφαίρου και, όταν είχε έρθει η σειρά μας, στην εξέδρα ένας γνωστός ποιητής απ’ την
Πάτρα, μία γνωστότερη ηθοποιός απ’ την Αθήνα που διάβαζε ποιήματα απόντων, κι εμείς
οι δύο. Είχα διαβάσει, μεταξύ των άλλων, κι ένα ποίημα με τίτλο, τα λασπωμένα χέρια, για το
οποίο με βασάνιζαν μετά οι ερινύες αν και όλοι οι άλλοι το είχαν ήδη γενναιόδωρα ξεχάσει.
Οι πρώτοι στίχοι είχαν γίνει δεκτοί ευμενώς αλλά, στο άκουσμα της λέξης οικοδόμος
παρακάτω, ολόκληρη η περιοχή είχε αντιβοήσει από επευφημίες και χειροκροτήματα.

Στο Πλόβντιβ πάλι το ίδιο βράδυ. Ο Κωστής έφυγε μόνος για κάποιες υποχρεώσεις του όπως
είπε, κι εμείς οι άλλοι, αφού περιπλανηθήκαμε ποδαρόδρομο στην πόλη, καταλήξαμε σ’ ένα
υπαίθριο νυχτερινό κέντρο. Χωρίς επίσημη κηδεμονία, μόλις που καταφέραμε να βρούμε
τραπεζάκι κάπου στο παραπλάι και να απολαύσουμε στριμωγμένοι ένα καταπληκτικό λαϊκό
μουσικό και χορευτικό συγκρότημα. Να, ρε, ο Κωστής, μου έδειξε κάποια στιγμή ο Γιάννης.
Τον είδαμε λοιπόν να κάθεται μόνος μπροστά, σοβαρός και ωραίος όπως πάντα, ευθυτενής,
επιβλητικός και διακεκριμένος μέσα στο καλοκαιρινό κοστούμι του, με ένα κόκκινο
γαρύφαλλο στο ανθοδοχείο.

Αργά το βράδυ στο μεγάλο παλιό ξενοδοχείο, κι αυτό πρόσφατα ανακαινισμένο, μια
πανέμορφη κοπέλα στην υποδοχή ήταν κρεμασμένη απ’ το τηλέφωνο και μιλούσε συνεχώς
γερμανικά. Και στο μονόκλινο δωμάτιό μου, το μόνο που μπόρεσα να βρω στην τηλεόραση
ήταν ένα σκοτεινό έργο με τον δράκουλα, τη μπέρτα και την άμαξά του στο λιθόστρωτο και
βουλγαρική ομιλούσα που με έριξε αμέσως σε ύπνο βαθύ και έκλεισα τη συσκευή όταν με
ξύπνησαν κατά τις οκτώμισι το πρωί.

Το πρωινό εκείνο, ήμασταν προσκεκλημένοι στο σπίτι της κουλτούρας, ψηλά στον λόφο της
παλιάς πόλης, ένα αρχοντικό σε άριστη κατάσταση, με τα κιγκλιδώματα, τον δροσερό του
κήπο και τις κληματαριές του. Εκφωνήθηκαν οι λόγοι στα βουλγαρικά, ο πρόεδρος, ο
εκπρόσωπος του δήμου, κάποιος του πνεύματος, ενώ μια κόρη προσφύγων πιθανότατα από
πλάι μετέφραζε αργά και προσεκτικά στα ελληνικά με ακόμη βαρύτερη προφορά. Για τη
χαρά τους, την ειρήνη, φιλία, συναδέλφωση, για τους λαούς, την τέχνη, το αναπόφευκτο
προτσές. Τώρα, τι ανάλογο απάντησε ο Κωστής ως δικός μας εκπρόσωπός έχει εντελώς
εξαλειφθεί από τη μνήμη μου.

Γνωριστήκαμε και με βούλγαρους συγγραφείς, ανταλλάξαμε διάφορα σε διάφορες γλώσσες,
αυτούσιες ή ανάμικτες, μερικές φορές με εγκαρδιότητα, φάγαμε μεγάλα βαθυκόκκινα
τραγανά κεράσια και ήπιαμε κρασί, γελάσαμε. Μας πληροφόρησαν ακόμη ότι υπήρχε η
δυνατότητα να φιλοξενηθεί εκεί για έξι μήνες κάποιος συγγραφέας, ντόπιος ή ξένος, για να
γράψει το επόμενο βιβλίο του.

Ακολούθησε η ξενάγηση στα υπόλοιπα αξιοθέατα του Πλόβντιβ, ρωμαϊκό θέατρο, βυζαντινές
εκκλησίες, τζαμιά, αίθουσες με τοιχογραφίες. Στον μακρύ πεζόδρομο της κεντρικής αγοράς
πήγαμε μόνοι μας, δεν νομίζω ότι αγοράσαμε τίποτα απ’ τα μαγαζάκια στα διώροφα και
τριώροφα διατηρητέα, βγάλαμε όμως αρκετές φωτογραφίες. Και οι άνθρωποι; Άχρωμοι,
συμπαθητικοί, επιφανειακά εξημερωμένοι. Να ονειρεύονται ότι κάποτε θα αποκτήσουν, στη
χειρότερη τους εκδοχή, όλα όσα εμείς ήδη κατέχαμε και απορρίπταμε με περιφρόνηση.

Μας πήγαν και μια εκδρομή στην κάποτε ελληνική Στενήμαχο, με νέο τώρα όνομα που
κατέληγε σε ... γκραντ. Κάμπος απέραντος, ακαλλιέργητος, δρόμος στενός με πολλές
λακκούβες, σκληρή ανάρτηση το μικρό λεωφορείο και βιαστικός ο οδηγός, κούνημα και
χοροπήδημα, μέσα στον αφόρητα ζεστό αέρα και την ευγενικά αμήχανη κουβέντα.

Όταν ήρθε η ώρα να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής, φυσιολογικά δεν μας έμεναν και
πολλά να πούμε. Με τον Γιάννη γνωριζόμασταν βέβαια από παλιά και είχαμε συνεργαστεί σε
διοικητικά συμβούλια και σε αναρίθμητες δημόσιες εκδηλώσεις, ο Κωστής ήταν ένα-δυο
χρόνια μικρότερος μου στο γυμνάσιο και δεν είχαμε ως τότε (και από τότε) καμία επαφή, η
Πένυ και ο Σαράντης, που συνέχισαν τις αψιμαχίες με διακριτική ουδετερότητα των
υπολοίπων, μου ήταν εντελώς άγνωστοι.

Έτσι, επέλεξα να επανέλθω στην παιδική μου συνήθεια. Να θολώσω και να βυθιστώ στον
εαυτό μου, με ανοιχτά τα μάτια και τ’ αυτιά, να μην βλέπω και να μην ακούω τίποτα. Και
συνεπώς να μην θυμάμαι. Επέλεξα να αναλογίζομαι τον αρχικό ενθουσιασμό μας, τα κίνητρα
μας, την πορεία και την κατάληξη. Την ιδεολογία μας, την ανιδιοτέλεια, αγνότητά ή αφέλεια
σε διαφορετικές δόσεις για τον καθένα. Τα λάθη μας στην απόπειρα να αποδράσουμε απ’ τον
βόθρο, την τυφλή λαχτάρα για το ανύπαρκτο. Αντί να αράξουμε χορτάτοι στο
εξασφαλισμένο μέλλον μας, παιδιά των αστών, αστοί κι εμείς, είχαμε γίνει καμικάζι εναντίον
των θωρηκτών της τάξης μας. Και το πιο αστείο; Χωρίς βόμβες στο αεροπλάνο και με
άσφαιρα φυσίγγια. Στο πόστο το στερνό σαν από πριν τουφεκισμένοι στρατιώτες, που λέει
και ο Ζήσης.

Έστω, λοιπόν. Τέλος των ψευδαισθήσεων, τέλος της εποχής, κι εμείς θα αποχωρούσαμε στο
βάθος της σπηλιάς μας. Σε μερικά χρόνια, ένας άλλος αιώνας θα ανέτειλε, αλλότρια
πλάσματα θα κυριαρχούσαν στον λογοτεχνικό ζωολογικό κήπο. Συναρμολογημένα και
προγραμματισμένα στην εντέλεια, λειτουργικά και αδίστακτα. Ευειδή, ευτελή κα ευπώλητα.
Αυτά που τους αξίζει ένας τέτοιος κόσμος, που τους αξίζουν πραγματικά οι επευφημίες και τα
χειροκροτήματα.