Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

επευφημίες και χειροκροτήματα

Από μακριά τα χωριά φάνταζαν ειδυλλιακά με τα κεραμίδια τους κόκκινες πινελιές ανάμεσα
στα δέντρα, από κοντύτερα οι τοίχοι εξέπεμπαν μια θλίψη γκρίζα και βουβή με τα
ασοβάντιστα τεράστια τούβλα. Δρόμοι θαυμάσια ασφαλτοστρωμένοι, σχεδόν άδειοι ως τον
ορίζοντα, κι ο Γιάννης έτρεχε του σκοτωμού στο πήγαινε και στο έλα. Κατόρθωνε όμως
ταυτόχρονα να μας μεταγγίζει μιαν ανεξήγητη αίσθηση ασφάλειας αφού κανένας δεν
ασχολήθηκε ούτε στιγμή με την ταχύτητα. Η γυναίκα του αυτονόητα στη θέση του
συνοδηγού κι εμείς οι μεγαλόσωμοι τρεις σφηνωμένοι στις πίσω, καθένας με τη σειρά του να
λικνίζεται στην άβολη μεσαία. Λακωνικός ο οδηγός μας, λακωνική και η Πένυ, λακωνικοί ο
Κωστής, ο Σαράντης κι εγώ.

Μόνον καμιά φορά η Πένυ με αστική καυστική ειρωνεία έως εκρηκτική αγανάκτηση και ο
Σαράντης με καλλιτεχνική αθώα έως δογματική επιμονή προσλάμβαναν και ερμήνευαν με
εντελώς διαφορετικό τρόπο την πραγματικότητα. Ύστερα ο Γιάννης αισθάνθηκε ότι τα
πράγματα είχαν ωριμάσει για δηλώσεις λογοτεχνικής δεοντολογίας. Πάντως εγώ δεν
ξαναπάω, είπε εμφαντικά, αν πρώτα δεν προσκληθούν κι όλοι οι άλλοι ποιητές της
Θεσσαλονίκης.

Έτσι άρχισε, έτσι συνεχίστηκε κι έτσι τελείωσε αυτό το σύντομο ταξίδι. Στον Σαράντη άρεσαν
όλα σχεδόν. Πολύ έως περισσότερο. Από τις ογκώδεις, γκριζοκίτρινες, λειτουργικές λαϊκές
πολυκατοικίες ως τις γλάστρες με τον βασιλικό στο μπαλκόνι του συλλόγου πολιτικών
προσφύγων και ως τα τραγανά κεράσια που μας προσέφεραν στη συγκέντρωση. Στην Πένυ
δεν άρεσε σχεδόν τίποτα. Καθόλου. Πάντως, σ’ ένα σημείο συμφώνησαν, ότι το χώμα στις
πεδιάδες ήταν εύφορο. Οι υπόλοιποι αιωρούνταν κάπου στις ενδιάμεσες παραλλαγές. Κι ο
Γιάννης τήρησε την υπόσχεση του, αφού δεν ξαναπήγε ούτε εκείνος, ούτε εγώ, μα ούτε νομίζω
και κανένας άλλος.

Λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα όταν μια ρομαντική εποχή, από τα χρόνια του
εξήντα, έφτανε πια στο τέλος της. Δεν εξέπνευσε ξαφνικά κι απότομα, είχε αρχίσει από καιρό
να λαχανιάζει, να σκοντάφτει και να παραπαίει. Να μένει χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα
όπως το εθνικό νόμισμα της γειτονικής χώρας. Που τα περιπατητικά ανταλλακτήρια της
μαύρης, γνωστά και ως λεβατζήδες, καραδοκούσαν στωικά έξω απ’ τα ξενοδοχεία για να το
ανταλλάξουν με τα σκληρά νομίσματα της δύσης, κατά πολύ φθηνότερα απ’ την επίσημη
ισοτιμία του. Για να αγοράσει όμως τι από την τοπική αγορά ο συγκριτικά πλούσιος ξένος;
Μπιχλιμπίδια αναμνηστικά, ωραίες πατάτες και ζάχαρη, μακαρόνια και μαρμελάδες με αγνά
υλικά ή κορδέλες, καρφίτσες και βελόνες;

Μας είχε προσκαλέσει η ένωση συγγραφέων και καλλιτεχνών. Τον Γιάννη κι εμένα ως
ποιητές, τον Σαράντη ως μουσικό και τον Κωστή ως ιστορικό και, υποθέτω, ως σημαίνοντα
πολιτιστικό (ή και κομματικό) παράγοντα. Η φιλοξενία υπήρξε άψογη. Και η εκδήλωση είχε
γίνει σ’ ένα αρχοντικό στην παλιά συνοικία της Φιλιππούπολης, εκεί όπου ευημερούσε η
ελληνική παροικία ως πριν από μερικές δεκαετίες.

Δρόμοι, στενοσόκακα και γειτονιές με ανακατασκευασμένα καλντερίμια κι αναπαλαιωμένα
σπίτια, τα κόκκινα κεραμίδια και πάλι να ξεπροβάλλουν ανάμεσα στο πράσινο, ο ψίθυρος
και η ευγένεια ενός χαμένου κόσμου να πλανιέται σαν διακριτικό άρωμα στην ατμόσφαιρα.
Και ξαφνικά από το παρελθόν να εμφανίζεται εντοιχισμένο δίπλα στην είσοδο το όνομα του
έλληνα προύχοντα που είχε ζήσει κάποτε εκεί.

Οδηγηθήκαμε σε μια μικρή αίθουσα ή παλιό σαλόνι με ακροατήριο γύρω στους τριάντα,
κυρίως γυναίκες, σεμνές και καλοντυμένες με τέλειες αντιδράσεις. Ο Σαράντης έπαιξε στο
πιάνο τις συνθέσεις του με τον συνηθισμένο βέβαια τρόπο. Με τον ίδιο τρόπο διαβάσαμε κι
εμείς, μέσα σε ευλαβική σιγή, τα ποιήματά μας που είχαν μεταφραστεί επιτόπου. Τι λέγαμε
εμείς στα ελληνικά το ξέραμε, τι ακριβώς άκουγε όμως απ’ τον μεταφραστή στα βουλγάρικα
το ακροατήριο που ξεσπούσε σε χειροκροτήματα, παρέμεινε για πάντα ένα μυστήριο. Πάντως
μετά τις ανθοδέσμες, ο Γιάννης παρατήρησε, με κάποια δόση δικαιολογημένης αυταρέσκειας,
ότι τα χειροκροτήματα στα δικά του ποιήματα υπήρξαν περισσότερα και πιο θερμά. Έτσι,
θυμήθηκα, πριν μερικά χρόνια, την πρώτη έξοδό μας με το αυτοκίνητό του, προς νότο εκείνη
τη φορά, για το φεστιβάλ νεολαίας στο γήπεδο του Αγίου Ιερόθεου στο Περιστέρι.

Μια εκδήλωση σε κλίμακα σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Λαός χιλιάδες μέσα στο γήπεδο του
ποδοσφαίρου και, όταν είχε έρθει η σειρά μας, στην εξέδρα ένας γνωστός ποιητής απ’ την
Πάτρα, μία γνωστότερη ηθοποιός απ’ την Αθήνα που διάβαζε ποιήματα απόντων, κι εμείς
οι δύο. Είχα διαβάσει, μεταξύ των άλλων, κι ένα ποίημα με τίτλο, τα λασπωμένα χέρια, για το
οποίο με βασάνιζαν μετά οι ερινύες αν και όλοι οι άλλοι το είχαν ήδη γενναιόδωρα ξεχάσει.
Οι πρώτοι στίχοι είχαν γίνει δεκτοί ευμενώς αλλά, στο άκουσμα της λέξης οικοδόμος
παρακάτω, ολόκληρη η περιοχή είχε αντιβοήσει από επευφημίες και χειροκροτήματα.

Στο Πλόβντιβ πάλι το ίδιο βράδυ. Ο Κωστής έφυγε μόνος για κάποιες υποχρεώσεις του όπως
είπε, κι εμείς οι άλλοι, αφού περιπλανηθήκαμε ποδαρόδρομο στην πόλη, καταλήξαμε σ’ ένα
υπαίθριο νυχτερινό κέντρο. Χωρίς επίσημη κηδεμονία, μόλις που καταφέραμε να βρούμε
τραπεζάκι κάπου στο παραπλάι και να απολαύσουμε στριμωγμένοι ένα καταπληκτικό λαϊκό
μουσικό και χορευτικό συγκρότημα. Να, ρε, ο Κωστής, μου έδειξε κάποια στιγμή ο Γιάννης.
Τον είδαμε λοιπόν να κάθεται μόνος μπροστά, σοβαρός και ωραίος όπως πάντα, ευθυτενής,
επιβλητικός και διακεκριμένος μέσα στο καλοκαιρινό κοστούμι του, με ένα κόκκινο
γαρύφαλλο στο ανθοδοχείο.

Αργά το βράδυ στο μεγάλο παλιό ξενοδοχείο, κι αυτό πρόσφατα ανακαινισμένο, μια
πανέμορφη κοπέλα στην υποδοχή ήταν κρεμασμένη απ’ το τηλέφωνο και μιλούσε συνεχώς
γερμανικά. Και στο μονόκλινο δωμάτιό μου, το μόνο που μπόρεσα να βρω στην τηλεόραση
ήταν ένα σκοτεινό έργο με τον δράκουλα, τη μπέρτα και την άμαξά του στο λιθόστρωτο και
βουλγαρική ομιλούσα που με έριξε αμέσως σε ύπνο βαθύ και έκλεισα τη συσκευή όταν με
ξύπνησαν κατά τις οκτώμισι το πρωί.

Το πρωινό εκείνο, ήμασταν προσκεκλημένοι στο σπίτι της κουλτούρας, ψηλά στον λόφο της
παλιάς πόλης, ένα αρχοντικό σε άριστη κατάσταση, με τα κιγκλιδώματα, τον δροσερό του
κήπο και τις κληματαριές του. Εκφωνήθηκαν οι λόγοι στα βουλγαρικά, ο πρόεδρος, ο
εκπρόσωπος του δήμου, κάποιος του πνεύματος, ενώ μια κόρη προσφύγων πιθανότατα από
πλάι μετέφραζε αργά και προσεκτικά στα ελληνικά με ακόμη βαρύτερη προφορά. Για τη
χαρά τους, την ειρήνη, φιλία, συναδέλφωση, για τους λαούς, την τέχνη, το αναπόφευκτο
προτσές. Τώρα, τι ανάλογο απάντησε ο Κωστής ως δικός μας εκπρόσωπός έχει εντελώς
εξαλειφθεί από τη μνήμη μου.

Γνωριστήκαμε και με βούλγαρους συγγραφείς, ανταλλάξαμε διάφορα σε διάφορες γλώσσες,
αυτούσιες ή ανάμικτες, μερικές φορές με εγκαρδιότητα, φάγαμε μεγάλα βαθυκόκκινα
τραγανά κεράσια και ήπιαμε κρασί, γελάσαμε. Μας πληροφόρησαν ακόμη ότι υπήρχε η
δυνατότητα να φιλοξενηθεί εκεί για έξι μήνες κάποιος συγγραφέας, ντόπιος ή ξένος, για να
γράψει το επόμενο βιβλίο του.

Ακολούθησε η ξενάγηση στα υπόλοιπα αξιοθέατα του Πλόβντιβ, ρωμαϊκό θέατρο, βυζαντινές
εκκλησίες, τζαμιά, αίθουσες με τοιχογραφίες. Στον μακρύ πεζόδρομο της κεντρικής αγοράς
πήγαμε μόνοι μας, δεν νομίζω ότι αγοράσαμε τίποτα απ’ τα μαγαζάκια στα διώροφα και
τριώροφα διατηρητέα, βγάλαμε όμως αρκετές φωτογραφίες. Και οι άνθρωποι; Άχρωμοι,
συμπαθητικοί, επιφανειακά εξημερωμένοι. Να ονειρεύονται ότι κάποτε θα αποκτήσουν, στη
χειρότερη τους εκδοχή, όλα όσα εμείς ήδη κατέχαμε και απορρίπταμε με περιφρόνηση.

Μας πήγαν και μια εκδρομή στην κάποτε ελληνική Στενήμαχο, με νέο τώρα όνομα που
κατέληγε σε ... γκραντ. Κάμπος απέραντος, ακαλλιέργητος, δρόμος στενός με πολλές
λακκούβες, σκληρή ανάρτηση το μικρό λεωφορείο και βιαστικός ο οδηγός, κούνημα και
χοροπήδημα, μέσα στον αφόρητα ζεστό αέρα και την ευγενικά αμήχανη κουβέντα.

Όταν ήρθε η ώρα να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής, φυσιολογικά δεν μας έμεναν και
πολλά να πούμε. Με τον Γιάννη γνωριζόμασταν βέβαια από παλιά και είχαμε συνεργαστεί σε
διοικητικά συμβούλια και σε αναρίθμητες δημόσιες εκδηλώσεις, ο Κωστής ήταν ένα-δυο
χρόνια μικρότερος μου στο γυμνάσιο και δεν είχαμε ως τότε (και από τότε) καμία επαφή, η
Πένυ και ο Σαράντης, που συνέχισαν τις αψιμαχίες με διακριτική ουδετερότητα των
υπολοίπων, μου ήταν εντελώς άγνωστοι.

Έτσι, επέλεξα να επανέλθω στην παιδική μου συνήθεια. Να θολώσω και να βυθιστώ στον
εαυτό μου, με ανοιχτά τα μάτια και τ’ αυτιά, να μην βλέπω και να μην ακούω τίποτα. Και
συνεπώς να μην θυμάμαι. Επέλεξα να αναλογίζομαι τον αρχικό ενθουσιασμό μας, τα κίνητρα
μας, την πορεία και την κατάληξη. Την ιδεολογία μας, την ανιδιοτέλεια, αγνότητά ή αφέλεια
σε διαφορετικές δόσεις για τον καθένα. Τα λάθη μας στην απόπειρα να αποδράσουμε απ’ τον
βόθρο, την τυφλή λαχτάρα για το ανύπαρκτο. Αντί να αράξουμε χορτάτοι στο
εξασφαλισμένο μέλλον μας, παιδιά των αστών, αστοί κι εμείς, είχαμε γίνει καμικάζι εναντίον
των θωρηκτών της τάξης μας. Και το πιο αστείο; Χωρίς βόμβες στο αεροπλάνο και με
άσφαιρα φυσίγγια. Στο πόστο το στερνό σαν από πριν τουφεκισμένοι στρατιώτες, που λέει
και ο Ζήσης.

Έστω, λοιπόν. Τέλος των ψευδαισθήσεων, τέλος της εποχής, κι εμείς θα αποχωρούσαμε στο
βάθος της σπηλιάς μας. Σε μερικά χρόνια, ένας άλλος αιώνας θα ανέτειλε, αλλότρια
πλάσματα θα κυριαρχούσαν στον λογοτεχνικό ζωολογικό κήπο. Συναρμολογημένα και
προγραμματισμένα στην εντέλεια, λειτουργικά και αδίστακτα. Ευειδή, ευτελή κα ευπώλητα.
Αυτά που τους αξίζει ένας τέτοιος κόσμος, που τους αξίζουν πραγματικά οι επευφημίες και τα
χειροκροτήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: