Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

14 - Auto-da-fe





Τότε ήταν που ακούστηκε μια εκκωφαντική έκρηξη, σαν από βόμβα μάλλον εκεί κοντά,που τράνταξε ελαφρά την οικοδομή και έκανε τα τζάμια να τρίζουν επικίνδυνα.
Συνοδεύτηκε δευτερόλεπτα αργότερα από τον πάταγο που κάνουν μεγάλα και βαριά
αντικείμενα όταν συντρίβονται στο έδαφος. Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό και φόβο, τις 
αυθόρμητες κραυγές και σπασμωδικές κινήσεις, κοίταξαν όλοι ο ένας τον άλλο, έτρεξαν
σαν από σύνθημα στο ιδιαίτερο γραφείο του δικηγόρου και πλησίασαν το παράθυρο
μαζί με τον Φάνη που είχε αφυπνισθεί από τους σκοτεινούς συλλογισμούς του.

Είδαν κοντά στην είσοδο του λιμανιού να σηκώνεται μια στήλη μαύρου καπνού και 
δυο-τρία αυτοκίνητα να λαμπαδιάζουν. Οι προθήκες από τα κοντινά καταστήματα 
είχαν καταρρεύσει, τσακισμένες επιγραφές, λαμαρίνες, γυαλιά, πανιά, πλαστικά, ξύλα,
τσιμέντα, σοβάδες και άλλα συντρίμμια ήταν σκορπισμένα πάνω στα άθικτα 
αυτοκίνητα, εδώ και εκεί. Επικρατούσε φασαρία και φωνές ενώ μερικοί οδηγοί από
τριγύρω προσπαθούσαν,ακροβατικά μέσα ή πάνω απ’ τα αυτοκίνητα, να σβήσουν τις
φλόγες με μικρούς πυροσβεστήρες που, ακόμη κι όταν λειτουργούσαν, ήταν μάλλον ανεπαρκείς για την έκταση και την ένταση της φωτιάς.  

«Αυτό μας έλειπε τώρα», είπε η Άντα κουνώντας το κεφάλι της. «Πώς στο καλό πήραν
φωτιά τα αυτοκίνητα;»
«Δεν πιστεύω από σύγκρουση και ανάφλεξη της βενζίνης στο ντεπόζιτο. Βάζω στοίχημα 
ότι, πάνω στις μανούβρες σε περιορισμένο χώρο, κάποιος οδηγός δεν πρόσεξε και 
χτύπησε φιάλη υγραερίου από κείνες που αφήνουν καμιά φορά ανεύθυνοι ιδιοκτήτες στο πεζοδρόμιο έξω απ’ τα μπαρ και τα κλαμπ», πιθανολόγησε ο κυρ-Θανάσης. 
«Εκτός…», τόλμησε η Αλκμήνη, «εκτός αν κάποιος έβαλε φωτιά στα αυτοκίνητα.
Αγανακτισμένοι πολίτες ή τρομοκράτες».
«Λες, ε; Τρομοκράτες. Εκεί που έχουμε φτάσει, τίποτα δεν αποκλείεται. Ας ελπίσουμε 
ότι δεν έχουμε νεκρούς και τραυματίες μέσα σ’ αυτό το μπάχαλο και ότι δεν υπάρχουν
κι άλλες φιάλες εκεί κοντά ή κι άλλοι τρομοκράτες, γιατί θα γίνει Βιετνάμ η πλατεία».
        
Παρά τις αρνητικές συνθήκες και τις δυσοίωνες προβλέψεις όμως, η φωτιά σύντομα 
καταλάγιασε και μάλλον έσβησε χωρίς να μπορούν να διακρίνουν αν υπήρχαν 
ανθρώπινα θύματα. Απόμειναν μερικά μαυρισμένα κουφάρια αυτοκινήτων, η οικτρή
εικόνα των καταστημάτων που έχασκαν ξεδοντιασμένα, και μια έντονη μυρωδιά
καμένου που έφτανε ως επάνω στην οικοδομή. Ο Φάνης κατάφερε να χαμογελάσει, 
είπε «άντε, πάμε μέσα», έκλεισε το παράθυρο, τράβηξε τις κουρτίνες και προσπάθησε
να καθησυχάσει τους άλλους, ιδίως την Ελένη.
        
Πριν όμως προλάβουν να βγουν απ’ το γραφείο, ακούστηκαν κι άλλες εκρήξεις από
κάτω, εξίσου δυνατές. Πήγαν και πάλι στο παράθυρο και διαπίστωσαν με δέος ότι η
φωτιά είχε αναζωπυρωθεί και επεκταθεί. Συνεχώς και περισσότερα αυτοκίνητα, πρώτα
στην Ίωνος Δραγούμη και μετά μέσα στην πλατεία και στους άλλους δρόμους, 
τυλίγονταν στις φλόγες ενώ και οι τελευταίοι επιβάτες είχαν τραπεί σε πανικόβλητη 
φυγή πάνω απ’ τα καπό και τις στέγες των αυτοκινήτων. Μάλιστα, με τη φωτιά να 
έρπει απ’ τα ξερά παρτέρια στον κορμό των δέντρων κι από κει στα φυλλώματα,
είχαν αρχίσει να ανάβουν και οι πρώτες λεύκες στη δυτική πλευρά της πλατείας.
        
«Θα καούν οι φωλιές των πουλιών στα κλαδιά», είπε με βουρκωμένα μάτια η Ελένη. 
«Φοβάμαι ότι εκτός από τα πουλιά κινδυνεύουν και άνθρωποι», τους προειδοποίησε
σκυθρωπός ο κυρ-Θανάσης. «Όσοι δεν καταφέρουν να διαφύγουν και οι λίγοι που θα 
υπάρχουν στα μαγαζιά και στα γραφεία τριγύρω. Πώς να πλησιάσουν τα πυροσβεστικά 
εδώ; Ίσως κινδυνεύσουμε κι εμείς οι ίδιοι, παρόλο που βρισκόμαστε ακόμη αρκετά 
μακριά απ’ τη φωτιά». 
«Ηρεμήστε. Πρέπει με κάθε θυσία να αποφύγουμε τον πανικό», δήλωσε αποφασιστικά 
ο Φάνης. «Να παρακολουθούμε την εξέλιξη της φωτιάς και να δούμε τι μπορούμε να 
κάνουμε. Από τώρα σας λέω πάντως ότι, αν χρειαστεί, μπορούμε με μια καλή
προσπάθεια να κατεβούμε στη διπλανή λίγο χαμηλότερη οικοδομή κι από κει να
περάσουμε στην άλλη ταράτσα και στη άλλη και να βγούμε στην Τσιμισκή  από το πίσω
μέρος του τετραγώνου. Κάπου κοντά στο βιβλιοπωλείο του Μόλχο».
«Ναι, ναι», επιβεβαίωσε ο κυρ-Θανάσης, «απ’ ό,τι είδα εκεί επάνω, νομίζω ότι γίνεται 
αυτό».
«Η Τσιμισκή θα είναι βέβαια εξίσου, αν όχι περισσότερο φρακαρισμένη απ’ τα
αυτοκίνητα», σαν να μονολόγησε η Άντα.       
«Το πρώτο είναι να σωθούμε», παρενέβη η Αλκμήνη, «αν και δεν νομίζω ότι τα
πράγματα είναι τόσο τραγικά. Μην ξεχνάτε ότι υπάρχουν πυροσβεστικά αεροπλάνα
και ελικόπτερα. Μπορεί να έρθει και το πυροσβεστικό πλοιάριο από τη θάλασσα ».                                                        
«Σίγουρα θα χρειαστούν και γρήγορα μάλιστα», είπε με χαμηλή βραχνή φωνή  ο
κυρΘανάσης που είχε το βλέμμα του καρφωμένο έξω απ’ το παράθυρο, «κάτω έχει
γίνει κόλαση».
       
Είδαν λοιπόν ότι το μεγαλύτερο μέρος της πλατείας, των οριζόντιων και κάθετων
δρόμων και των πεζοδρομίων, είχε τώρα τυλιχτεί στις φλόγες που προχωρούσαν
έρποντας σαν αδηφάγο ερπετό και κατάπιναν με ανατριχιαστικούς ήχους τα πάντα. Τετράτροχα και δέντρα, τέντες καταστημάτων, ακόμη και τους κάδους των
σκουπιδιών, τα περίπτερα με ένα τσαφ σαν σπιρτόξυλα. Ήδη τα γιγαντιαία πλατάνια 
στην ανατολική πλευρά είχαν γίνει παρανάλωμα της φωτιάς με φλόγες που έφταναν 
πολύ πάνω από τα δώματα των κτιρίων. Από τις υψηλές θερμοκρασίες που είχαν
αναπτυχθεί, κατέρρεαν κάθε τόσο επιγραφές και διαφημιστικές πινακίδες, έσπαζαν και
θρυμματίζονταν με ένα κούφιο κρότο οι υαλοπίνακες των καταστημάτων ενώ οι
φλόγες έγλειφαν ήδη και τα τζάμια των γραφείων στους πάνω ορόφους των γύρω
οικοδομών. 
       
«Αλίμονό μας αν πάρει φωτιά εκείνο το βυτιοφόρο με τη βενζίνη εδώ από κάτω στη 
Μητροπόλεως» είπε με δέος στη φωνή της η Αλκμήνη.
«Πού είναι η πολιτεία, πού είναι τα πυροσβεστικά αεροπλάνα; Θα καούμε σαν τα
ποντίκια», ξέφυγε κάτι σαν ουρλιαχτό από την Άντα.
«Ηρέμησε», είπε κοφτά ο Φάνης πιάνοντας τον ώμο της. «Δεν μπορούμε να
βασιστούμε σ’ αυτούς. Πάρτε τα πράγματά σας να φύγουμε αμέσως για την ταράτσα 
και να δούμε πώς θα περάσουμε στην πίσω οικοδομή. Ευτυχώς δεν βλέπω εναέρια
καλώδια γιατί αλλιώς θα ήταν πολύ πιθανή και μια διακοπή ηλεκτρισμού.
Έλα Ελενίτσα, πάρε καλή μου το γατάκι σου και δρόμο. Ώσπου να φτάσει εδώ η φωτιά,
εμείς θα βρισκόμαστε σε ασφαλές σημείο».
«Η φύση τιμωρεί, και τιμωρεί αμείλικτα εκείνους που τόσο ανόητα την προσβάλλουν
και προσπαθούν να την καταστρέψουν», δήλωσε με έμφαση η Αλκμήνη. «Σκέφτομαι
ότι η φωτιά, ένα από τα πρωταρχικά στοιχεία της φύσης και μέσο εξιλέωσης και 
εξαγνισμού από τα αρχαία χρόνια, καίει την ύβρη που αποτελεί ο θρίαμβος της μηχανής 
σε βάρος κάθε ζωντανού πλάσματος».
«Θα μπορούσες να πεις ότι η Πλατεία Ελευθερίας έχει γίνει τώρα σαν τη Πλάθα 
Μαγιόρ της Μαδρίτης τον καιρό της Ιεράς Εξέτασης και ότι εδώ κάτω καίγονται
οι αιρετικοί στην πυρά. Δεν νομίζω όμως ότι είναι ώρα για ιστορικές αναδρομές και 
φιλοσοφικές ερμηνείες. Πάμε να φύγουμε».
«Ελπίζω να μην χρειαστεί να γίνουμε αναρριχητές και ακροβάτες».
        
Απορροφημένοι όπως ήταν από την πυρκαγιά όμως, δεν είχαν προσέξει καθόλου τα
πυκνά σκούρα σύννεφα που είχαν συγκεντρωθεί από ώρα και είχαν σκεπάσει την 
πλατεία. Κόκκινες αστραπές άρχισαν ξαφνικά να αυλακώνουν τον ουρανό ως τα βαθιά
του κόλπου και σύντομα ακούστηκαν οι εκκωφαντικές βροντές της καταιγίδας που σαν 
να ταρακούνησαν και πάλι τα κτίρια, αυτή τη φορά από ψηλά. Σύντομα ξέσπασε μια 
καταρρακτώδης βροχή.
  
«Βρέχει», είπε χαμηλόφωνα η Αλκμήνη. «Βρέχει», επανέλαβε πιο δυνατά σαν να μην
είχε πειστεί ακόμη. «Όπως θα έπρεπε να είχε βρέξει στη μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε
την πόλη το 1917. Λέτε το ένα στοιχείο της φύσης να μας γλυτώσει απ’ τ’ άλλο; Το
νερό απ’ τη φωτιά;».
       
Πράγματι, κάτω απ’ τα εκστατικά τους μάτια, η βροχή ολοένα δυνάμωνε, ενισχυμένη κι
από τον αέρα, και μαστίγωνε αλύπητα στέγες, προσόψεις, τοίχους, μπαλκόνια, τζάμια,
έλουζε τα αυτοκίνητα, τα δέντρα, το καμένο σκουπιδαριό, τα πάντα. Την
παρακολουθούσαν όλοι για ώρα πίσω απ’ τα τζάμια με μιαν αίσθηση ανακούφισης,
λύτρωσης σχεδόν, να εκμηδενίζει και την παραμικρή εστία φωτιάς, ακόμη και τους τελευταίους καπνούς.
       
«Σωθήκαμε, παιδιά, σωθήκαμε», φώναξε θριαμβευτικά η Άντα κι άρχισε έναν 
αυθόρμητο χορό, κουνώντας τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι της ενώ ο κυρ-Θανάσης 
χαμογελούσε και η Ελένη άφηνε μικρές φωνές χαράς.
«Σωθήκαμε», επανέλαβαν οι άλλοι. 
«Κοιτάξτε όμως τι έχει απομείνει κάτω», είπε ο Φάνης.
       
Κάτω είχε απομείνει ένα πεδίο μάχης μετά από ανηλεή βομβαρδισμό και συγκρούσεις 
σώμα με σώμα. Με τη βροχή να δέρνει με αμείωτη ένταση τα θλιβερά κουφάρια των
αυτοκινήτων, τα μαυρισμένα σκέλεθρα των δέντρων, τα ερειπωμένα μαγαζιά, τις
καψαλισμένες προσόψεις των οικοδομών. Και τα παράθυρά τους, αλλεπάλληλες σειρές 
από μάτια μαύρα και τυφλά, να μην βλέπουν ούτε ένα ίχνος, ούτε την παραμικρή πια 
ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας.