Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

17 (τελευταίο) - Έρημο νησί στην άκρη του κόσμου


Οι αχτίδες του ήλιου, οι ίδιες εκείνες αχτίδες που είχαν μπει στο δικηγορικό γραφείο απ’ το παράθυρο το χάραμα, που είχαν διώξει τις σκιές, που είχαν γλιστρήσει πάνω σε κάθε επιφάνεια και είχαν εισχωρήσει στα ενδότερα, που είχαν ανακαλύψει στον καναπέ το ξαπλωμένο γυμνό της σώμα, που είχαν χαϊδέψει τα απαλά της γόνατα, τους αρμονικούς μηρούς της, που είχαν εισέλθει σε κάθε κρυφό και μυστικό της τόπο, οι ίδιες εκείνες αχτίδες που είχαν παίξει με τους λοβούς των αυτιών της και είχαν θαμπώσει τα μάτια της, οι θερμές, οι βίαιες, οι ερωτικές αχτίδες έλαμψαν και πάλι, μέσα στη νύχτα αυτή τη φορά.

Έλαμψαν όμως χλομά κι αδύναμα και μετά από εντελώς διαφορετική διαδρομή. Από τον ήλιο στο φεγγάρι, απ’ το φεγγάρι στη γη, στη χώρα, στη πόλη, στην Πλατεία Ελευθερίας
και τους γύρω δρόμους. Σε μια θάλασσα απέραντη και σκοτεινή. Φώτισαν με το ρομαντικό τους φως την απουσία των ανθρώπων, τα μαυρισμένα ερείπια των οικοδομών, τα ρημαγμένα καταστήματα, τα σπασμένα τζάμια και τις τσακισμένες επιγραφές, τα τυφλά παράθυρα, τους καμένους κορμούς των δέντρων και τα θλιβερά κουφάρια των αυτοκινήτων. Φώτισαν την ερημιά του κόσμου.

Έφτασαν και στην ταράτσα, στο δώμα των ερωτευμένων, στον κήπο της Εδέμ, τον κήπο των παιδικών της χρόνων. Τον κήπο των ονείρων του και των ονείρων της. Σ’ αυτό το έρημο νησί στην άκρη του κόσμου. Έφτασαν για να ανακαλύψουν τους θάμνους και τα δέντρα, τη φλαμουριά της, τη βλάστηση, τα χόρτα και τα λουλούδια. Το τελευταίο καταφύγιό τους, το πράσινο, το καταπράσινο. Και μια μικρή, μια ελάχιστη ελπίδα.  

Μα δεν υπήρχε διαμέρισμα, δεν υπήρχε κήπος, δεν υπήρχε τίποτα. Τίποτα. Μόνο τσιμέντο και μπετόν. Μόνο η σιδερένια πόρτα, το δάπεδο και οι τοίχοι. Οι οριζόντιοι και οι κάθετοι, οι τετράγωνοι και οι παραλληλόγραμμοι, οι γυμνοί, οι αδιαπέραστοι, οι αδυσώπητοι γκρίζοι τοίχοι. Και κάπου εκεί στη μέση, ένας άντρας και μια γυναίκα. Δυο σώματα όρθια, σφιχταγκαλιασμένα. Όπως ήταν ο προορισμός τους, ενωμένα για πάντα.

 Για πάντα;