Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

8 - Τα ηχηρά πλεονεκτήματα του αιφνιδιασμού


Όσο μεγαλώνει κανείς, τόσο λιγότερο ύπνο χρειάζεται. Και τόσο περισσότερο περπάτημα. Είναι η πιο
ασφαλής και αποτελεσματική αεροβική άσκηση. Για να σφίξει και να δυναμώσει όλο το σώμα, να
 γίνουν πιο ελαστικοί οι μυς, και κυρίως για να ξυπνήσουν τα αίματα, να βελτιωθεί το κυκλοφορικό,
 να λειτουργήσει καλύτερα η καρδιά. Αυτό ακριβώς είχε συστήσει ο γιατρός στην Άντα. Η κίνηση
 είναι άριστο φάρμακο, είχε πει. Μισή ώρα την ημέρα με βήμα ταχύ, καλύτερα μία, μπορεί να κάνει
 θαύματα. Μικρά έστω γιατί τα μεγάλα θαύματα εγκαταλείπουν πανικόβλητα το γερασμένο πλοίο
που μπάζει νερά από παντού, ακόμη και με τις αντλίες του σε πλήρη απόδοση.

Η αυτοσυντήρηση λοιπόν είχε βοηθήσει την Άντα να υπερνικήσει την τεμπελιά και τη συνήθη
 παρόρμηση, μετά το πρωινό ντους και τις μικροδουλειές να αράξει απολαυστικά στο ντιβάνι με ένα
 καφέ κι καλό βιβλίο στην αγκαλιά, μοιραίο υποκατάστατο του πάλαι ποτέ ερωτικού αγγίγματος. Την
 είχε κάνει να φορέσει για μια ακόμη φορά τα άνετα καινούρια αθλητικά παπούτσια και τη γυαλιστερή
 φόρμα της γυμναστικής και να κατεβεί στη νέα παραλία. Εκεί που κάποτε ήταν μαύρη ερημιά,
 μπλόκια και αγριόχορτα, κι εκεί που είχε λεκιάσει τις φούστες της από τις πρώτες δειλές κι αδέξιες,
χυμώδεις μα ανολοκλήρωτες επαφές με τον εφηβικό της έρωτα.

Ήταν ένα φωτεινό πρωινό με μπουκαδούρα, ο ήλιος είχε σκάσει μύτη στο διάσελο του Χορτιάτη, τα
θαλασσοπούλια, οι ήχοι και η μυρωδιά της θάλασσας θύμιζαν κάτι απ’ τα παλιά, ένα κόκκινο καράβι
 ανέμιζε σημαίες που υπόσχονταν όσα ήταν πλέον αδύνατον να εκπληρωθούν, στο βάθος το λιμάνι με
τ’ άσπρα συννεφάκια πάνω απ’ τους γερανούς ήταν σαν ξεφτισμένο όνειρο και η Άντα, με το κεφάλι
ψηλά, είχε περάσει τη σύνθεση με τις αιθέριες ομπρέλες του Ζογγολόπουλου, που λες ότι
προκαλούσαν τον ουρανό να ρίξει τη βροχή και είχε ήδη φτάσει στο ύψος του ξενοδοχείου
Μακεδονία Παλάς. Η λεωφόρος των ήδη ή μελλοντικών καρδιοπαθών, από το Μέγαρο Μουσικής ως
την Πλατεία Ελευθερίας, νέα και παλιά παραλία μαζί, είναι περίπου μια ώρα γρήγορο περπάτημα κι
 όταν θα έφτανε κουρασμένη εκεί, ένας φρέσκος χυμός και ένας γαλλικός καφές με βουτήματα και
απλωμένα τα πόδια κάτω απ’ το τραπεζάκι θα ήταν ότι πρέπει πριν αναζητήσει ταξί για την επιστροφή
 στο σπίτι.

Το βλέμμα της γλιστρούσε πάνω στο απόλυτα οικείο περιβάλλον, στους ταλαίπωρους ομοιοπαθείς,
 στους ερασιτέχνες ψαράδες που σκάλιζαν τις σακούλες τους για δόλωμα, πάνω στα δέντρα και τους
θάμνους, στα παρτέρια, τα πλακάκια, τα παγκάκια και τον σκυθρωπό όγκο των πολυκατοικιών, και το
 μυαλό της, ήδη ξεκούραστο από την ολονύκτια βουτιά στο τίποτα, αναζητούσε θέμα. Ένα μυαλό που
 ήξερε στο πίσω μέρος του πόσο καλό του κάνει το κενό αλλά, εθισμένο μια ζωή στη σκέψη, ήθελε
 με κάτι να απασχοληθεί, κάποια εναλλακτικά σενάρια να διερευνήσει, τουλάχιστον για να περάσει
 αυτή η ώρα που ήταν αφιερωμένη κυρίως στα κάτω άκρα της.

Η ονειροπόληση και η φαντασίωση είναι το παραδοσιακό καταφύγιο των αδύναμων, όπως η Άντα,
 όπως όλοι εμείς οι άλλοι. Έστω και έντεχνα μεταμφιεσμένα, τα σαρκοβόρα της πόλης, οι λίγοι
δυνατοί δεν χάνουν τον καιρό τους με φούμαρα, βγαίνουν κι αρπάζουν τη ζωή απ’ τα μαλλιά, τη
 σέρνουν στη σπηλιά τους για τα περαιτέρω. Μα ποιος μπορεί να είναι τόσο άκαρδος ώστε να θέλει
 να μας στερήσει αυτή την έσχατη διέξοδο και την παρηγοριά;

Λίγο πιο κάτω λοιπόν, εκεί που τελειώνει το ένα πάρκο για να αρχίσει μετά τα πλακάκια το άλλο, εκεί
 που φαρδαίνει η παραλία και παίρνει την αντίστροφη με τα αυτοκίνητα ανοιχτή στροφή για το έφιππο
 άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τις μακεδονικές ασπίδες και τις σάρισες, εκεί που ένα γλυκό
 κορίτσι είχε αφήσει στο πλάι το ποδήλατό του και ρέμβαζε γερμένο στα σκαλάκια, κι εκεί που ένας
 αδέσποτος σκύλος με μαύρη μούρη πετάχτηκε από πλάι ξαφνικά και συντονίστηκε για λίγο με το
 βάδισμά της σε αναζήτηση τροφής και προστασίας, για να την εγκαταλείψει παρακάτω
απογοητευμένος, ήταν φυσιολογικό και μάλλον αναπόφευκτο στο μυαλό της Άντας να ξεπηδήσει το
 περιστατικό της προηγούμενης βραδιάς. Ναι, ναι, εκείνο το άκρως δυσάρεστο με τον ορεσίβιο
 ταξιτζή, την πιθανή μετενσάρκωση ενός τσοπανόσκυλου.

Όχι ότι είναι όλοι οι ταξιτζήδες έτσι, όπως δικαιολογημένα θα υποστήριζε το σωματείο τους.
Υπάρχουν ασφαλώς και πολλά ευγενικά παιδιά, υπάρχουν σωστοί ώριμοι επαγγελματίες με θητεία
 στις χώρες της Δυτικής και της Βόρειας Ευρώπης και άψογη συμπεριφορά. Ακόμη χειρότερα,
 δηλαδή. Γιατί, με τις θετικές εμπειρίες, την καλή διάθεση και τις ευγενικές προθέσεις της, ο
αιφνιδιασμός της Άντας από το γαϊδούρι είχε χτυπήσει κόκκινο.

Έχει τεράστια σημασία ο αιφνιδιασμός, αναλογίστηκε η κριτικός και ανθολόγος, ενώ έριχνε
 λαίμαργες ματιές στους ξηρούς καρπούς και ιδίως στα γλυκά των πλανόδιων μικροπωλητών κάτω
 απ’ το παλιό μπουντρούμι του αίματος, που είχε εξαγνιστεί και εξωραϊστεί, είχε μετονομαστεί σε
 Λευκό Πύργο και είχε γίνει το σύμβολο της πόλης. Παντού και πάντοτε. Από τις περίφημες
συγκρούσεις της ιστορίας, όπως την εισβολή των Γερμανών στη Σοβιετική Ένωση κατά την
 επιχείρηση Μπαρμπαρόσα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και την αεροπορική επίθεση της
 αυτοκρατορικής Ιαπωνίας στον αμερικανικό ναύσταθμο του Περλ Χάρμπορ, ως και την πιο
 ασήμαντη αψιμαχία. Ως την ανδρική ερωτική επίθεση κι ως το χαστούκι που δίνει ένα αβρό και
 λεπτεπίλεπτο γυναικείο χέρι στο μάγουλο του μεγαλόσωμου αρσενικού. Με άλλα λόγια, οι
 ασθενέστερες δυνάμεις, που κανονικά δεν θα είχαν καμία ελπίδα επικράτησης σε πιθανή
 αναμέτρηση με πλήρη εγρήγορση των αντιμαχομένων, μπορεί να καταβάλουν ή και να συντρίψουν
 τον αντίπαλο όταν έχουν εξασφαλίσει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.

Ο αιφνιδιασμός όμως είχε λειτουργήσει απόλυτα σε βάρος της. Δεν θα ήταν δίκαιο να υπήρχε κι ένας
δεύτερος αιφνιδιασμός για αντιστάθμισμα, σε βάρος αυτή τη φορά του ταξιτζή; Τι αιφνιδιασμός; Ένα
 χαστούκι, ας πούμε. Δεν του άξιζε ένα χαστούκι; Ή μάλλον περισσότερα. Περισσότερα οπωσδήποτε.
Τσατ, φρατς ή σλαπ; Ή πλαφ, ή μήπως φσσστ-μπανγκ; Δεν είναι εύκολο (ούτε τόσο ηδονικό) να
αποδώσει κανείς με σκέψεις ή με γράμματα τον ήχο που κάνει ένα χαστούκι. Γιατί εξαρτάται από ένα
σωρό μεταβλητούς παράγοντες. Εξαρτάται από το μάγουλο, απ’ την παλάμη ή την ανάστροφη του
 χεριού, από τη δύναμη που έχει βάλει ο επιτιθέμενος (χαστουκιστής;) και από τη γωνία πρόσκρουσης
 στο μάγουλο του αμυνόμενου (εάν προλάβει να αμυνθεί). Κι από τη φασαρία ή την ησυχία που
επικρατεί στο περιβάλλον. Τουλάχιστον.

Άλλος ήχος βγαίνει όταν το χέρι πέσει σ’ ολόκληρο στο μάγουλο κι άλλος όταν τα δάχτυλα
 καλύψουν μόνο το μισό, άλλος σε ένα παχουλό, τροφαντό μάγουλο κι άλλος σε ένα αδύνατο ή
 συρρικνωμένο, άλλος με γάντι και άλλος με γυμνό το χέρι, άλλος με μια φαρδιά, σκληρή παλάμη κι
 άλλος με μια μικρή και μαλακή, άλλος με δύναμη και άλλος ξεψυχισμένα, άλλος όταν το χαστούκι
δίνεται στο ίδιο επίπεδο, κι άλλος από χαμηλότερα ή από πιο ψηλά. Με την ανάστροφη (ή με
 δαχτυλίδι) το χαστούκι είναι βέβαια πιο οδυνηρό. Σε οποιαδήποτε όμως περίπτωση, ένα χαστούκι
 είναι ένα χαστούκι, σίγουρα εξευτελιστικό για τον αποδέκτη. Μπορεί να θεωρηθεί και ως θανάσιμη
προσβολή, ιδίως όταν τυχαίνει να υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες.

Καθώς ο ταξιτζής θα ετοιμαζόταν να αποχωρήσει και η Άντα θα απηύθυνε επίκληση στον
 παντοδύναμο, δεν θα μπορούσε, παρά την καθιερωμένη παγερή αδιαφορία του, να είχε τείνει
 ευήκοον ους το θείον; Αφού, μάλιστα, πολλοί υποστηρίζουν ότι βαίνουμε προς ένα νέο λαμπρό
μεσαίωνα, κατά τον οποίο θα κυβερνούν και πάλι οι προγάστορες και χρυσοποίκιλτοι εκπρόσωποί
 του.

Κυριολεκτικά από το τίποτα, να είχε εμφανιστεί ξαφνικά μια ιπποτική ανδρική σκιά μέσα στη νύχτα.
 Να είχε απλώσει το χέρι της και να είχε ανοίξει την αριστερή μπροστινή πόρτα του ταξί, να είχε
 βουτήξει τον οδηγό από τα πέτα, να τον είχε τραβήξει έξω εύκολα παρά τον επιβλητικό όγκο του,
να τον είχε κολλήσει στα πλαϊνά του οχήματος και τον είχε σρχίσει στα τσατ, τα πλαφ και τα σλαπ. Ή
 στα φσσστ-μπανγκ. Ήχους χορταστικούς καθώς η δύναμη της σκιάς θα ήταν μεγάλη και οι παρειές
 του οδηγού σε πλήρη ανάπτυξη από την ευδόκιμη θητεία του στα ταχυφαγεία.

Χαστούκια, αλλεπάλληλα, ταχύτατα, χωρίς να χάνεται ούτε ο ελάχιστος χρόνος, στο αριστερό του
 μάγουλο με την παλάμη, στο δεξί με την ανάστροφη του χεριού. Παλάμη, ανάστροφη, παλάμη,
 ανάστροφη, με κίνηση οριζόντιου εκκρεμούς ή μισή περιστροφή ανεμιστήρα, ο οδηγός δεν θα είχε
 προλάβει όχι να αντιδράσει, όχι να πάρει ανάσα, αλλά ούτε καν να καταλάβει τι του συνέβαινε. Μόνο
 κάτι ακαθόριστες πνιχτές φωνούλες, μάλλον ένας αυθόρμητος κλαυθμυρισμός θα είχε ακουστεί
τριγύρω.

Ύστερα η σκιά θα είχε εξαφανιστεί και πάλι στο σκοτάδι που την είχε γεννήσει τόσο απροσδόκητα με
 ένα βαρύ και δυσοίωνο, «πρόσεξε καλά, ρε καραγκιόζη, γιατί την επόμενη φορά δεν θα έχει χάδια»,
 εκείνη θα είχε βιαστεί να τρυπώσει στο σπίτι και να κλειδώσει πίσω της την πόρτα πριν ξεσπάσει σε
 γέλια βροντερά και ο ταξιτζής, τι ο ταξιτζής; Ο ταξιτζής θα είχε καταπιεί ακόμη και το κιχ που θα
 ετοιμαζόταν να ψελλίσει, θα είχε τρίψει ενστικτωδώς τα πλέον κατακόκκινα μάγουλά του, θα είχε
 χωθεί στη θέση του μόλις θα είχε κάπως συνέλθει και θα είχε βιαστεί να απομακρυνθεί. Ενώ
 πιθανότατα θα αναλογιζόταν τα χειρότερα που είχε γλιτώσει με υπόκρουση, ως ρέκβιεμ της μαγκιάς
 του, τα κλαψιάρικα τουρκογύφτικα άσματα από το κασετόφωνο.

Παρά το εύλογο των σκέψεων και των συναισθημάτων της μετά τη λεκτική βαναυσότητα του ταξιτζή,
δεν θα ήταν ωραίο επίσης να είχε πέσει έξω η Άντα στις εξίσου εύλογες προβλέψεις της; Ναι, ναι,
 πλήρως και απολύτως. Σε όλα τα άλλα εκτός από τα του αθώου τετραπόδου. Δεν θα ήταν ωραίο να
μην είχε δει το ταξί να απομακρύνεται στο βάθος, να μην είχε σύρει τα εξουθενωμένα βήματά της ως
 την εξώπορτα, να μην είχε ρίξει μια αφηρημένη ματιά στις γλάστρες της, να μην την είχε πνίξει η
αδύναμη οργή της για την αδικία;

Νεράκι, βέβαια, εντάξει, ας είχε πιει απ’ το πλαστικό μπουκάλι, ας είχε διεκπεραιώσει και όλα τα
διαδικαστικά για την κατάκλιση, αυτά όμως δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και ως σπουδαίες
 προβλέψεις. Η οργή της θα είχε σβήσει ακαριαία, καμία κατάθλιψη δεν θα την είχε κυριέψει και ούτε
 καν θα χρειαζόταν να ταυτισθεί με τα θύματα και να είχε αφήσει τον συγγραφέα (τη συγγραφέα
 καλύτερα, μια από εκείνες τις σατανικές γριούλες του αγγλικού αστυνομικού μυθιστορήματος)
να πάρει εκδίκηση. Ε, καλά, το σέρτικο τσιγάρο θα το είχε καπνίσει, με μιαν αίσθηση όμως
 ανακούφισης, με μια αλλιώτικη ηδονή κι ένα χαμόγελο στα χείλη ενώ θα είχε κουνήσει καταφατικά
 το κεφάλι. Ναι. Θα ήταν ο αιφνιδιασμός που υπερισχύει και θριαμβεύει. Αυτή τη φορά, ο δίκαιος
δεύτερος επί του άδικου πρώτου.

Η Άντα βάδιζε αντίθετα προς το ρεύμα των αυτοκινήτων, κάτω από τους φανοστάτες της Λεωφόρου
Νίκης και είχε φτάσει πλέον ανάμεσα στην Αγίας Σοφίας και την Πλατεία Αριστοτέλους. Δεν ήξερε
 ακόμη τον κυρ-Θανάση και, φυσικά, δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία να τον είχε συμπαθήσει.
 Αγνοούσε τις όλως έκτακτες συνθήκες που θα οδηγούσαν λίγο αργότερα στη γνωριμία της με τον
 παλιό υδραυλικό. Όμως, δεν είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς τι να είχε γίνει και με το άλλο
 περιστατικό; Με το 4 Χ 4. Τι να είχε γίνει άραγε με τον ευκατάστατο νεαρό κύριο που θεωρούσε το
 πεζοδρόμιο ως χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων και τον κάθε αδύναμο ως αντικείμενο χλευασμού;

Όταν ο πρώην υδραυλικός θα είχε γυρίσει στο σπίτι του ειρηνικά μετά τα παιχνίδια με την εγγονή του,
θα είχε εισπράξει επάξια απ’ τη μικρούλα ένα μουτς σε κάθε ρυτιδωμένο μάγουλο και θα είχε πάρει
εκείνη την ελαφρά κωμική μα απόλυτα ανθρώπινη έκφραση της ευτυχίας. Χωρίς να είχε ξαναπεράσει
 απ’ το μυαλό του το δυσάρεστο περιστατικό με το βαρύ όχημα που θα μπορούσε να λεχθεί ότι δεν
 αποτελούσε και σπάνια εξαίρεση στη καθημερινότητά του.

Δεν θα ήταν δικαιολογημένο να σκεφτεί κανείς μήπως υπήρξε και στην περίπτωση αυτή ένας
 δεύτερος αιφνιδιασμός; Χωρίς βέβαια κανείς να πειράξει τον νεαρό οδηγό. Όχι, όχι. Χωρίς την
 καταδικαστέα απ’ όλους έστω απολαυστική ελαφρά βιαιοπραγία, χωρίς αυτού του είδους την
πρωτόγονη μα και παράνομη αυτοδικία, ούτε καν άγγιγμα, ούτε ένα χαστουκάκι. Τίποτα απολύτως. Ο
 ιδιοκτήτης του 4 Χ 4 θα παρέμενε ακέραιος και ανέγγιχτος, με ατσαλάκωτη την ακριβή του
ενδυμασία, όπως ακριβώς ήταν όταν είχε πηδήξει στις πλάκες του πεζοδρομίου με τη χαριτωμένη
 κίνησή του μέσα στα μοκασίνια του.

Η έκπληξη που θα τον περίμενε όταν θα γύριζε απ’ τη δουλειά του θα ήταν διαφορετική. Θα είχε
προσεγγίσει το όχημα από πίσω, θα είχε σύρει το χέρι στην απαστράπτουσα επιφάνειά του με
 συγκρατημένη περηφάνια και, βυθισμένος ακόμη στις επαγγελματικές του υποθέσεις, θα είχε ανοίξει
την πόρτα και θα είχε καθίσει στη θέση του οδηγού. Μόλις όμως θα είχε σηκώσει το κεφάλι, θα είχε
 διαπιστώσει με τρόμο ότι το παρμπρίζ του αυτοκινήτου ήταν θρυμματισμένο. Θα είχε αφήσει να του
 ξεφύγει ένα μάλλον ανάρμοστο «όχι, ρε πούστη» και θα είχε μείνει σαν απολιθωμένος μην
μπορώντας να χωνέψει την εικόνα που έβλεπε.

Αν θα είχε πάει τριγύρω, όταν συνήλθε, να ρωτήσει μήπως είχαν δει τον δράστη; Και βέβαια θα είχε
ρωτήσει. Αφού πρώτα θα είχε χτυπήσει τον πίνακα των οργάνων με τα δυο χέρια, θα είχε πιάσει το
κεφάλι του με απόγνωση, θα είχε κατεβεί και θα είχε κλωτσήσει στον αέρα, θα είχε βρίσει μέσα στα
 δόντια του και μεγαλόφωνα και θα είχε απειλήσει θεούς και δαίμονες. Θα είχε ρωτήσει με
 οικειότητα κάποια ηλικιωμένη γειτόνισσα που έπλεκε στο χαμηλό μπαλκόνι, θα είχε ρωτήσει
ευγενικά τον μαγαζάτορα που κυνηγούσε μύγες στην είσοδο του καταστήματός του, θα είχε ρωτήσει
λαϊκά τους ταβλαδόρους και τους πρεφαδόρους στο απέναντι καφενείο, θα είχε ρωτήσει παρακλητικά
 ακόμη και τους τυχαίους περαστικούς.

Όλοι βέβαια δεν θα είχαν προσέξει τίποτα, όλοι θα είχαν κουνήσει αρνητικά το κεφάλι τους. Εκείνος
που θα τον είχε διαφωτίσει, όταν θα είχε πλέον απελπιστεί, θα ήταν ένας πιτσιρίκος του δημοτικού
 που θα έβγαινε χοροπηδώντας από την είσοδο της πολύκατοικίας. «Εγώ τον είδα, κύριε», θα είχε πει,
 «πριν ένα τέταρτο που γύριζα απ’ το σχολείο. Σταμάτησε με μια παλιά μηχανή, κατέβηκε και πήγε
 κατευθείαν στο αυτοκίνητο, έδωσε μια στο τζάμι με σφυρί, κλειδί ή κάτι τέτοιο, κι ύστερα την
 κοπάνησε. Ένας μεγάλος ήταν με μαύρη φόρμα».

Άλλο τίποτα δεν θα είχε δει ο μικρός, χαρακτηριστικά ασφαλώς δεν θα είχε συγκρατήσει και θα
βιαζόταν να φύγει γιατί θα τον περίμενε ο φίλος του να παίξουν στον υπολογιστή και να σερφάρουν
 στο διαδίκτυο. Ο ιδιοκτήτης του οχήματος θα είχε θεωρήσει μάταιο να επιμείνει και θα είχε μείνει
μόνος του να μουρμουρίζει «άκου, σφυρί ή κάτι τέτοιο, ζούγκλα γίναμε, κανείς δεν σέβεται την
 περιουσία του άλλου». Θα είχε κοιτάξει τον ουρανό, θα είχε ρίξει μια τελευταία θλιμμένη ματιά
στο σπασμένο παρμπρίζ, και θα είχε σχηματίσει τον γνωστό αριθμό στο κινητό για να καλέσει την
 οδική βοήθεια.

Αιφνιδιασμοί λοιπόν και εκπλήξεις. Η Άντα ήδη ετοιμαζόταν να πάρει τη στροφή για την καφετέρια
της Πλατείας Ελευθερίας και, κουρασμένη απ’ το περπάτημα, δεν είχε πλέον καμία όρεξη για το
 έκτακτο και το απρόβλεπτο. Που όμως σπάνια λαμβάνουν υπόψη τους τις διαθέσεις μας. Το
 απρόοπτο και δραματικό που δεν ήταν τόσο σπάνιο στην ιστορία της Πλατείας Ελευθερίας, όπως
και οι από εξέδρας προεκλογικές υποσχέσεις των πολιτικών αρχηγών στην ιστορία τη γειτονικής και
 αριστοκρατικότερης Πλατείας Αριστοτέλους.