Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

5 - Ιστορίες παλιές και αδιέξοδα



Η Αλκμήνη ξεπρόβαλε απ’ την κουζίνα του γραφείου ισορροπώντας προσεκτικά στον πολύχρωμο  ξύλινο δίσκο τα φλιτζάνια του καφέ, δύο ποτήρια με χυμό πορτοκάλι κι ένα πιατάκι με φρυγανιές και τυράκια. Ξυπόλυτη ακόμα, ήταν χτενισμένη προσεκτικά και ελαφρά μακιγιαρισμένη, είχε φορέσει τη γαλάζια φούστα και τη μπλούζα της και είχε ένα μεταξωτό κόκκινο φουλάρι περασμένο στον λαιμό.
«Αυτά διαθέτει το κατάστημα», είπε με κέφι και χαμόγελο. «Σκέτος καφές για σένα, μαύρος, φαρμάκι  όπως τον προτιμάς, και ο χυμός απ’ το κουτί. Φιλοξενία εκστρατείας από κάθε άποψη και παράπονο ουδέν». Άφησε τον δίσκο στο τραπεζάκι, έδωσε το ένα φλιτζάνι στον Φάνη, έσκυψε και ήπιε μερικές  γουλιές απ’ τον δικό της. «Αφού σου αρέσουν και τα ξινά και τα πικρά». Έκανε μετά ότι σκουπίζει τον καναπέ με το χέρι της, κάθισε αναπαυτικά στην αριστερή πλευρά του, πήρε τα πόδια του στην  αγκαλιά της και άρχισε να τα χαϊδεύει.
«Είσαι σχεδόν απίστευτα όμορφη», αντέδρασε εκείνος που την παρακολουθούσε με θαυμασμό. «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν, που λέει και ο Μάρκος. Η επιδερμίδα σου έχει γίνει διάφανη, ακτινοβολείς  κυριολεκτικά. Δικαιώνεις απόλυτα το όνομά σου. Είναι πολύ πρωί τώρα για να σκεφτώ κάτι πιο  πρωτότυπο αλλά, έστω και με αυτή την τετριμμένη παρομοίωση, είσαι σαν ανθισμένο δέντρο την άνοιξη».
«Δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό», παραδέχτηκε η Αλκμήνη με ειλικρινή μετριοφροσύνη, σκύβοντας  ελαφρά το κεφάλι. «Εσύ είναι φυσικό να με βλέπεις έτσι αλλά, από τότε που γνωριστήκαμε, μου κάνει φιλοφρονήσεις ακόμη και ο μπακάλης της γειτονιάς. Mε τη λιγδιασμένη ποδιά, πάνω απ’ τα φασόλια, το τυρί και το λάδι, για φαντάσου!. Και όχι μόνον. Η φαρμακομύτα στο περίπτερο, ένας ηλικιωμένος ταξιτζής, γνωστοί και φίλοι. Πώς άλλαξα και τι είναι αυτό που μου συμβαίνει. Αλήθεια,  τι είναι αυτό που μου συμβαίνει; Μήπως θα ήθελες εσύ να τους εξηγήσεις;»

«Αναλαμβάνω ευχαρίστως την ευθύνη», είπε ο Φάνης ψάχνοντας το βάθος των ματιών της. Ντυμένος κι εκείνος με πανταλόνι, πουκάμισο και πουλόβερ, είχε το αριστερό του χέρι κρεμασμένο πίσω από  την πλάτη του καναπέ και το δεξί αφημένο στο μπράτσο του, σε μια στάση απόλυτης χαλάρωσης.
«Πω, πω, αυτό το τρίψιμο στα πόδια είναι βάλσαμο. Ανάλογες ευθύνες όμως έχεις κι εσύ ως προς  εμένα. Μόνο που η δική μου μεταμόρφωση δεν είναι τόσο εμφανής». Ανασηκώθηκε και ρούφηξε  τον  καφέ του με τον χαρακτηριστικό ήχο των χειλιών.
«Εγώ τη βλέπω, ακόμη και στον ύπνο σου. Ξύπνησα πριν από σένα, όπως ξέρεις, και πήγα αυθόρμητα  στο μεγάλο παράθυρο μέσα, για να απολαύσω τη θέα, αυτή τη φορά με το χάραμα. Έχει μιαν άλλη  γοητεία». «Ναι. Φαντάζομαι όμως ότι το πιο συναρπαστικό θέαμα για τους τυχερούς θα ήσουν εσύ η ίδια.». «Ελάχιστοι κυκλοφορούσαν στην πλατεία και στην παραλία την ώρα εκείνη και πού να φτάσει το βλέμμα τους ως εδώ επάνω. Πάντως, σύντομα το αντιλήφθηκα και, για κάθε ενδεχόμενο,  βιάστηκα να αποσύρω τα κάλλη μου».
«Ξέρεις, αυτή η πλατεία γνώρισε δόξες και ντροπές. Θέλεις να ακούσεις μερικά από την πολύ  ενδιαφέρουσα ιστορία της;» Εκείνη άνοιξε διάπλατα τα μάτια και έβαλε το άλλο χέρι στο πηγούνι της  χωρίς να του απαντήσει.

«Λοιπόν, στην αρχή κι ως τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, ήταν απλώς ένας φαρδύς δρόμος στην παρατείχια περιοχή, το νότιο μέρος της οδού Βενιζέλου ως τη θάλασσα. Πλατεία Ελευθερίας  ονομάστηκε επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ακόμη, κατά το Κίνημα για την Ελευθερία και τη Δικαιοσύνη των Νεοτούρκων το 1908, λίγα χρόνια πριν την κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό  στρατό. Ήταν δυο βήματα από τους οίκους ανοχής, βρώμικη και κακόφημη, με διάφορους ύποπτους τύπους να κυκλοφορούν στα σκοτεινά το βράδυ. Χρησιμοποιήθηκε μετά και ως χώρος πολιτικών συγκεντρώσεων. Όπως στην Πλατεία Δικαστηρίων σκόπευαν κάποτε να χτίσουν το δικαστικό μέγαρο, έτσι κι εδώ είχαν θεμελιώσει το ταχυδρομείο. Τα τείχη γκρεμίστηκαν και, για άγνωστους  λόγους, η ανέγερση του κτιρίου δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Έμειναν τα θεμέλιά του κάτω απ’ το χώμα, εκεί που φτάνουν τώρα οι ρίζες απ’ τα πλατάνια».
«Έμειναν τα θεμέλια», επανέλαβε η Αλκμήνη και συνέχισε να του χαϊδεύει τα πόδια. «Και μετά;»
«Μετά έγινε χώρος διασκέδασης, η πιο φημισμένη πλατεία, ελκυστικός προορισμός των αδειούχων στρατιωτικών. Συγκέντρωνε τα καλύτερα ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια της πόλης. Όπως το Φλόκα και το Κρυστάλ».
«Και μετά;», ξαναρώτησε εκείνη σαν παιδάκι που δεν θέλει να τελειώσει το παραμύθι της γιαγιάς.
« Αυτό δεν θα είναι και τόσο γραφικό. Μετά ήρθε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και η κατοχή. Εδώ κάτω συγκέντρωσαν οι γερμανοί χιλιάδες εβραίους κατοίκους της πόλης για τους καταγράψουν, να  του εξευτελίσουν και να τους ξαποστείλουν μετά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έχει και μνημείο του ολοκαυτώματος στο κάτω μέρος της πλατείας».
«Φοβερό», είπε η Αλκμήνη που μάλλον είχε χάσει το κέφι της. «Και καθόλου κατάλληλο για πρωινό ξύπνημα. Ας αφήσουμε τις παλιές ιστορίες κι ας πιάσουμε μια σύγχρονη, τη δική μας».
«Είναι ήδη οχτώ παρά είκοσι», απέφυγε το θέμα ο Φάνης, «και έχουμε το πολύ μια ώρα ακόμη πριν αρχίσουν να καταφθάνουν υπάλληλοι και δικηγόροι. Η αιώνια μάχη με τον χρόνο συνεχίζεται. Ποτέ  δεν έχουμε αρκετό. Να συγυρίσουμε, να μην αφήσουμε προδοτικά ίχνη, να δούμε ακόμη μια φορά τη θάλασσα, τα ψηλά πλατάνια και ίσως τις στρόγγυλες φωλιές που χτίζουν οι κάργες στα  φυλλώματά τους, εγώ να φύγω για τα καταναγκαστικά έργα στην τράπεζα κι εσύ για το νηπιαγωγείο και τα αγγελούδια σου».
«Πρώτα όμως θα τελειώσουμε το πρωινό με την άνεσή μας», επέμεινε εκείνη. « Ο Παύλος γυρίζει απ’ την Αθήνα με την απογευματινή πτήση ενώ η μητέρα μου θα μείνει στο σπίτι με τα παιδιά ως το μεσημέρι που θα επιστρέψω εγώ. Θα πρέπει όμως να της τηλεφωνήσω σε λίγο».
«Υποτίθεται ότι κοιμήθηκες στης Ιωάννας;»
«Ναι, αυτή τη φορά η κάλυψή της είναι συγκριτικά πιο αθώα».
«Να και κάποιες άλλης φύσεως ευθύνες και των δυο μας», άλλαξε απότομα διάθεση ο Φάνης. «Τοπαιχνίδι του ψέματος και της απάτης και η καλή φίλη, ένα πολύ παλιό αλλά πάντα επίκαιρο θέμα για  κοινωνιολογική μελέτη. Καλή φίλη ή κακή, ανάλογα με τον ενδιαφερόμενο και την οπτική γωνία», πρόσθεσε με κάτι ανάμεσα σε διαπίστωση και αυτοσαρκασμό. «Αλλά ας τ’ αφήσουμε αυτά. Είναι  γνωστό ότι, αν το φέρουν οι περιστάσεις, μπορεί κανείς να καταπλήξει και τον ίδιο του τον εαυτό.
Θετικά ή αρνητικά. Κάτι που ήθελα να σου πω από καιρό είναι ότι την πρώτη φορά που σε είδα στην  έκθεση ζωγραφικής κυριολεκτικά τρομοκρατήθηκα. Φαίνεται ότι διαισθάνθηκα τα όσα έμελε να  ακολουθήσουν».
«Τον κεραυνοβόλο έρωτα;», του ανταπέδωσε με την ίδια απόχρωση φωνής εκείνη.
«Ακριβώς. Τον έρωτα που συγκλονίζει και ανατρέπει τα πάντα. Όταν περιμένεις κάτι μιαν ολόκληρη ζωή, δεν πιστεύεις πια ότι θα συμβεί, και ξαφνικά αυτό το κάτι εμφανίζεται μπροστά σου με σάρκα  και οστά, παθαίνεις κυριολεκτικά την πλάκα σου. Πρώτα λες ότι είναι ψευδαίσθηση, δεν τολμάς να  το αγγίξεις, όχι μόνο από τον φόβο της απόρριψης, κι ύστερα έχεις την παρόρμηση να το βάλεις στα  πόδια».
«Εσύ όμως έμεινες», έκανε εκείνη με κάτι σαν νάζι. «Και δεν μου φάνηκες καθόλου δειλός.
Κοίταξες τον μπαμπούλα κατάματα».
«Θα έλεγα ότι δεν είσαι καθόλου πειστικός μπαμπούλας. Κι έπρεπε να τιμήσω τον φίλο που με είχε προσκαλέσει στην έκθεση. Τελικά … ο μαγνητισμός σου με έκανε να υπερνικήσω τον φόβο μου».
«Δεν αντέχω όμως άλλο, ρε Φάνη, αυτό το κρυφτό που παίζουμε, την απάτη και το άγχος. Θέλω να σε έχω δίπλα μου κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Ελεύθερα και ανεπιφύλακτα. Να περπατήσουμε μια φορά αγκαλιασμένοι στην παραλία, να καθίσουμε σ’ ένα παγκάκι και να μου κρατάς το χέρι. Να φιληθούμε σαν έφηβοι. Πολύ είναι αυτό;»
«Όχι, βέβαια. Ωραία θα ήταν».
«Θα χωρίσω λοιπόν και θα ζήσουμε μαζί».
Ο Φάνης ανασηκώθηκε στον καναπέ αιφνιδιασμένος. «Νόμιζα ότι το θέμα αυτό το είχαμε συζητήσει. Θεωρείς ότι αυτή είναι κατάλληλη ώρα και αυτός ο κατάλληλος τόπος για να αρχίσουμε πάλι μια τέτοια κουβέντα;»
«Το πράγμα έχει φτάσει στο απροχώρητο. Οποιοσδήποτε τόπος είναι κατάλληλος και οποιαδήποτε ώρα», επέμεινε ελαφρά κατσουφιασμένη εκείνη.
«Εντάξει, κέρδισες. Ας τα επαναλάβω. Θα ήμουν περήφανος να λέω ότι είσαι η γυναίκα μου. Αν ήσουν ελεύθερη, θα σε παντρευόμουν αύριο κιόλας. Με κουμπάρο, ακόμη και με παπά, αν προτιμούσες. Κι αν δεν είχες παιδιά, αμέσως μόλις θα έβγαινε το διαζύγιο. Με τα παιδιά όμως, σου έχω πει ότι είναι αδύνατον να το κάνω». Άλλαξε κάπως θέση και κοίταξε προς το παράθυρο σαν να σκεφτόταν. Η Αλκμήνη συνέχιζε να έχει τα πόδια του στην αγκαλιά της, χωρίς να τα χαϊδεύει όμως τώρα.
«Ο άνδρας σου είναι καλός σύζυγος και καλός πατέρας, έτσι;» συνέχισε ο Φάνης με την αίσθηση ότι  έφταναν στα πιο δύσκολα. «Και δεν φταίει σε τίποτα για αυτό που συμβαίνει μεταξύ μας. Ε, λοιπόν, όχι μόνον δεν πρέπει να τον χωρίσεις αλλά δεν πρέπει και να του στερήσεις τίποτα, δεν πρέπει να  στερήσεις τίποτα σ’ εκείνον και στα παιδιά σας».
«Σου μίλησα εγώ για γάμο;» ξέσπασε εκείνη εκνευρισμένη. Το ξέρεις ότι δεν μου λένε τίποτα τα συμβόλαια και οι τελετές. Εσένα θέλω. Και στα παιδιά μου δεν στερώ τίποτα και ούτε πρόκειται ποτέ να τους στερήσω τίποτα».
Άφησε τα πόδια του στο πλάι, όχι απότομα, και σηκώθηκε. Πήγε ως το διπλανό παράθυρο, κοντοστάθηκε και κοίταξε έξω από το πίσω μέρος της οικοδομής. Στο βάθος, πέρα από τις κεραίες των  τηλεοράσεων, διακρινόταν η πάνω πόλη να ανηφορίζει ως τα κάστρα, με φόντο το πράσινο του Σέιχ-Σου. Ακριβώς μπροστά της και ως κάτω στον περιορισμένο ακάλυπτο χώρο, πρόβαλε μια λίγο χαμηλότερη παλιά και γκρίζα οικοδομή. Μια επίπεδη γυμνή ταράτσα με μαυρισμένες καπνοδόχους, κλειστά παντζούρια ή βρώμικα παράθυρα. Και σωλήνες αποχέτευσης, τοίχοι ξεφτισμένοι απ’ την  υγρασία και πεσμένοι σοβάδες, μερικά τούβλα γυμνωμένα, μακρόστενοι λεκέδες και σίδερα που προεξείχαν.
«Και πώς μου λες να μην στερήσω τίποτα σε κείνον, ρε Φάνη; Σ’ αυτόν τον κόσμο ζεις ή στην ονειροφαντασία σου;» γύρισε και διαμαρτυρήθηκε πάλι με αγανάκτηση. «Εσύ, εσύ μου συνιστάς να εκπληρώνω πρόθυμα τα συζυγικά μου καθήκοντα, να υφίσταμαι κάτι που είναι πλέον ένα αληθινό μαρτύριο για μένα;».
Ο Φάνης σούφρωσε τα χείλη του κι έσκυψε για λίγο το κεφάλι. «Καλά, έχεις δίκαιο. Ας υποθέσουμε,  λοιπόν, ότι χωρίζετε», παραδέχτηκε προς στιγμήν. «Και τι θα γίνουν τα παιδιά σας»;
«Δεν αφήνω τα παιδιά μου. Θα τα πάρω μαζί μου», απάντησε η Αλκμήνη συννεφιασμένη.
«Όπως ξέρεις πολύ καλά, τα παιδιά έχουν ανάγκη και τους δύο γονείς τους, τους πυλώνες της ζωής τους. Επιπλέον, είμαι βέβαιος ότι ο Παύλος θα τα διεκδικήσει στο δικαστήριο».
«Ας τα διεκδικήσει. Σου είπα ότι στο διαζύγιο τα παιδιά πάνε στη μητέρα. Εξ άλλου, οι μισοί γονείς των παιδιών στο σχολείο είναι χωρισμένοι και πολλά από τα υπόλοιπα ζευγάρια σκοτώνονται στο σπίτι».
«Έχω τις επιφυλάξεις μου αλλά ας πούμε ότι έτσι είναι. Κι εγώ, που έζησα το δράμα του χωρισμού  των γονέων μου όταν ήμουν μικρός κι ανυπεράσπιστος, εγώ θα κάνω το ίδιο σε κάποιον άλλο και σε  κάποια άλλα παιδιά;» πρόφερε ο Φάνης με μάτια που είχαν σκοτεινιάσει. «Πώς θα χωρίσω τα παιδιά σου από τον πατέρα τους και πώς θα ζήσω μετά με τον εαυτό μου, πώς θα ζήσω μαζί τους; Δεν θα  με μισήσουν, δεν θα με σιχαθούν; Δεν θα υποστούν ανεπανόρθωτα τραύματα οι εντελώς αθώοι ως  συνήθως; Δεν αποκλείεται καθόλου σε μερικά χρόνια, στην εφηβεία τους να πέσουν στα ναρκωτικά. Το ξέρεις ότι τουλάχιστον οκτώ στους δέκα χρήστες ναρκωτικών είναι παιδιά χωρισμένων γονέων ή προβληματικών οικογενειών;»
«Είσαι απαισιόδοξος όπως πάντα. Ό,τι κι αν λες εσύ όμως, εγώ θα χωρίσω, το αποφάσισα».

Ο Φάνης έκανε μια κίνηση απελπισίας και μετά έπιασε το μέτωπό του με το δεξί του χέρι. Ύστερα από λίγο ανακάθισε στον καναπέ, ήπιε τον υπόλοιπο καφέ και άναψε τσιγάρο. «Πρόσεξε καλά», πρόφερε με σφιγμένα χείλη.« Με φέρνεις σε αδιέξοδο. Αν χωρίσεις τον άνδρα σου, θα χωρίσουμε κι εμείς οι δύο».
Η Αλκμήνη έμεινε άφωνη και ακίνητη για αρκετή ώρα σαν να είχε κεραυνοβοληθεί. Πήγε ύστερα και κάθισε κοντά του, έπιασε και γύρισε το πρόσωπό του στο δικό της, τον φίλησε απαλά στα μάτια και του χάιδεψε τα μαλλιά.
«Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο;», ρώτησε ενώ τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. «Δεν μπορούμε να χωρίσουμε. Εμείς δεν θα χωρίσουμε ποτέ, ούτε στην άλλη ζωή. Έτσι δεν είναι, αγάπη μου;» Και με αιφνίδια οργή και απόγνωση, «αυτή είναι, ρε γαμώ, η στήριξη που μου προσφέρεις;»
«Δεν θέλω να κλαις. Δεν θέλω ποτέ να κλάψεις. Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να σε στηρίξω σε μια τέτοια απόφαση όπως δεν μπορώ να στηρίξω τη ζωή μου και τη ζωή μας πάνω στη δυστυχία των άλλων, ιδίως μικρών παιδιών, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Όχι, δεν το καταλαβαίνω. Και δεν σε πιστεύω. Το διαζύγιο δεν είναι πια μια τραγωδία όπως παλιά.
Μήπως είναι ο εθισμός σου στην εργένικη ζωή που δεν σ’ αφήνει να πάρεις αυτή την απόφαση; Και  για μένα είναι δύσκολο αλλά είσαι η αγάπη της ζωής μου και αξίζει κάθε θυσία για σένα».
«Κι εσύ είσαι η μοναδική μου αγάπη. Η προοπτική του χωρισμού μας είναι ένας αληθινός εφιάλτης. Δεν ξέρω τι θα απογίνω μετά, δεν ξέρω καν αν θα επιβιώσω. Αν όμως θυσιάσω τους αθώους για χάρη σου και για χάρη μου, όλα όσα πίστεψα και έπραξα στη ζωή μου θα αποδειχθούν ένα ψέμα. Και σίγουρα θα καταστραφώ. Μαζί με τους άλλους».
«Και τι θέλεις να κάνουμε, ρε Φάνη, να συνεχίσουμε έτσι; Πόσο θα αντέξουμε αυτή τη φθορά, δύο, τρία χρόνια; Όσες προφυλάξεις κι αν παίρνουμε, που δεν παίρνουμε, δεν θα μαθευτεί κάποια στιγμή;  Να ένα αδιέξοδο ακόμη».
«Μακάρι να ήξερα τι πρέπει να κάνει κανείς σ’ αυτή την πουτάνα τη ζωή. Μακάρι. Βλέπεις ότι διαλέξαμε εντελώς ακατάλληλη ώρα και μέρος για να λύσουμε αυτό το άλυτο πρόβλημα. Δεν πάμε να δούμε τη θάλασσα και να ηρεμήσουμε λιγάκι; Και να ετοιμαζόμαστε μετά».
«Εντάξει, πάμε».
Η Αλκμήνη σηκώθηκε, σηκώθηκε κι εκείνος, εξίσου εκνευρισμένος, κουρασμένος, απογοητευμένος. Με μιαν αίσθηση αναπόφευκτης καταστροφής. Την άγγιξε όμως απαλά κάτω απ’ το πηγούνι με όλα του τα δάχτυλα, τη φίλησε τρυφερά στη μύτη, πέρασε το χέρι του γύρω στους ώμους της, και προχώρησαν μαζί αργά προς το το ιδιαίτερο γραφείο με το μεγάλο παράθυρο. Για την πλατεία, το λιμάνι, τη θάλασσα, για τον ουρανό.