Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Ούτε ένα ξέφτι απ' το χαμόγελό της



μου λείπει τα όνομά μου στα δικά σου χείλη
αυτά μου μόνο εσύ για μένα ήξερες

τώρα δεν μένει  τίποτα
ούτε το θρόισμα από το φόρεμά σου
μικρό ένα ξέφτι απ’ το χαμόγελό σου

     






         Πώς να μιλήσει κανείς για την απουσία; Για το δεν και το μηδέν, για το κενό, το τίποτα; Πώς να μιλήσει για ένα χάσμα μέσα του που δεν γεμίζει; Όσα βιβλία κι αν γράψει, όση αγάπη κι αν δώσει, κι αν του δοθεί. Γεμίζει η άβυσσος;
         Άκουγα τους μεγάλους να λένε για κάποιο παιδί στο σχολείο, «είναι ορφανό, το καημένο»,  κι ένιωθα ένα σφίξιμο στο στομάχι, κάτι απροσδιόριστο ανάμεσα σε οίκτο και φόβο. Όχι, δεν ήμουν ορφανός εγώ, εγώ είχα τον μπαμπά και τη μαμά μου. Όμως πού ήταν η μητέρα μου; Άγνωστο. Κάπου στην ίδια πόλη, μπορεί και κοντά στο σπίτι μας, με την καινούρια οικογένειά της. Μας είχε αφήσει και είχε φύγει γιατί δεν μπορούσε να μας ανεχτεί, εμένα και τον μεγάλο μου αδερφό, όπως κραύγαζε όταν θύμωνε και παραλογιζόταν ο μπαμπάς.
         Μας είχε αφήσει πάντως. Αυτό ήταν σίγουρο. Και αμετάκλητο. Η τελευταία φορά που την είχα δει ήταν όταν τελείωσα τη δευτέρα δημοτικού και ο Γιώργος, που είχε αποφοιτήσει από το ίδιο σχολείο, με πήρε από το χέρι να πάμε από την Αγίας Σοφίας στο σπίτι της θείας Παναγιώτας στις 40 Εκκλησιές όπου έμενε προσωρινά η
μητέρα μας.
          Είχαμε περάσει μερικές μέρες μαζί της, κάναμε και εκδρομές στο Σέιχ-Σου, ως την Άσπρη Πέτρα είχαμε φτάσει, πάντα μαζί με τον Γιώργο κι άλλα μεγάλα παιδιά της γειτονιάς. Θα πρέπει να ήταν ωραία εκεί. Κι ας έφταναν στ’ αυτιά μου σκόρπιες κουβέντες για αντάρτες κι άλλοτε για συμμορίτες και για ταγματασφαλίτες ή ταγματαλήτες. Από αυτό τον μακρινό τρόμο, με προστάτευε η παιδική μου αθωότητα.            
          Από κει και πέρα τίποτα. Όπως τίποτα και πριν. Καλά το κενό  από τα εφτά-οχτώ ως τα δεκαπέντε μου περίπου  που έλειπε, πριν όμως;  Όταν μέναμε στο ίδιο σπίτι, όταν με φρόντιζε και με μεγάλωνε;  Είναι δυνατόν να μη θυμάμαι σχεδόν τίποτα από κείνην στα πρώτα παιδικά μου χρόνια; Ούτε ένα χάδι, μια μητρική αγκαλιά,
ένα φιλί; Έστω ένα μάλωμα Μήπως τα είχε διαγράψει ο μηχανισμός άμυνάς μου; Ή μήπως έφταιγε εκείνο που είχε δηλώσει κάποτε άσπλαχνα ο πατέρας μου; Η μητέρα σου ήθελε να σε ρίξει …
           Μετά  την πρώτη εκρηκτική αντίδραση, από μέσα μου βέβαια (σας ζήτησα εγώ να με γεννήσετε; άι σιχτίρ πια!), δεν έμενε  παρά να εκτιμήσω την ωραία υποδοχή μου στην οικογένεια! Τι να πεις και πού να ξεσπάσεις; Τρως το χαστούκι στο πρόσωπο, βρίζεις καταπίνοντας τα δάκρυά σου και καμώνεσαι τον γενναίο. Μήπως και μια ζωή μετά το ίδιο δεν έκανα;
          Από τα εφτά και μετά λοιπόν με μεγάλωσε με απίστευτη τρυφερότητα ο πατέρας  μου,  ως πατέρας και μητέρα μαζί, και, αφού πέρασαν από το σπίτι διάφορες άλλες γυναίκες , η Κούλα, το γλυκό κορίτσι από την Κρήτη. Δεκαετίες μετά η Κούλα έλεγε ότι ήμουν το δικό της το παιδί  αν και ήταν υπερβολικά νέα τότε, μόλις  μετά την εφηβεία, για να την αισθανθώ ως μητέρα μου με οποιοδήποτε τρόπο.  Άσε που  ποτέ δεν μου άρεσαν τα υποκατάστατα, η μάνα μου ήταν η μάνα μου, τελεία και παύλα.
           Έτσι πέρασαν τα χρόνια. Με τη μητέρα μου σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο της μνήμης και την πόρτα διπλοκλειδωμένη για μένα. Είχε σταματήσει πλέον και ο πατέρας μου τις ατυχείς αναφορές του σ’ εκείνην καθώς τον απασχολούσαν οι διάφορες τελικά ατελέσφορες απόπειρες να βρει γυναίκα κατάλληλη για να ξαναπαντρευτεί. Με έπαιρνε μάλιστα μαζί του σε διάφορα σπίτια με την αμηχανία μου να χτυπάει κόκκινο κάθε φορά. Καμία σύγκριση δεν μπορούσε να γίνει βέβαια ανάμεσα στις υποψήφιες νύφες και τη μητέρα μου με τον αέρα της και τα  υπέροχα γαλάζια μάτια της.
          Ο απόλυτος αιφνιδιασμός μου όμως έγινε στα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου όταν ήμουν μόνος στο σπίτι και χτύπησε ξαφνικά το κουδούνι.  Άνοιξα το παραθυράκι και είδα να στέκεται έξω η μαμά.  Έλα να φάμε μαζί, μου είπε, έχω κάνει ένα ωραίο φαγητό που  σου αρέσει. Ήταν τόσο μεγάλος ο πανικός μου που έκλεισα το παραθυράκι χωρίς κουβέντα και πήγα να κρυφτώ στο δωμάτιο του βάθους  Πίσω μου άκουσα τη μητέρα μου να λέει, παλιόπαιδο, σου χρειάζεται εσένα ένα καλό ξύλο.
           Και βέβαια το έφαγα το καλό ξύλο σε ανύποπτη στιγμή από τον μεγάλο μου αδερφό που ήταν ο αγαπημένος και  ο προστάτης  της. Από τότε όταν σπάνια με χτυπούσε ο Γιώργος, στην αρχή απορούσα αλλά μετά καταλάβαινα ότι πιθανότατα
ήταν τιμωρία μου για κάποιο παράπτωμά  μου ως προς τη  μητέρα μας. Το είχε δηλώσει μάλιστα κι εκείνη η ίδια σε κάποια στιγμή εκνευρισμού.  Κάθισε καλά γιατί θα βάλω τον Γιώργο να σε δείρει. Ο ιδανικός τρόπος, όχι βέβαια για να με συμμορφώσει αλλά για να με εξαγριώσει.
         Και έφτασε η εποχή που πτώχευσε ο έμπορος πατέρας μας και ένα διάστημα προφυλακίστηκε για χρέη. Λίγο καιρό μετά το πηγαινέλα μου για να τον δω στη φυλακή, στα δεκαπέντε μου περίπου, με φώναξε μια μέρα ο μπαμπάς, ενώ ήδη χρωστούσαμε στο Ανατόλια τα δίδακτρα 18 μηνών περίπου και ο διαχειριστής
με έκανε ρεζίλι κάθε τόσο στο γραφείο του, και μου είπε ότι  ούτε να φάμε δεν είχαμε και ότι έπρεπε να πάω να μείνω στο σπίτι της μητέρας μου.
           Δέχτηκα λοιπόν κι  αυτή την ψυχρολουσία, έσκυψα το κεφάλι και πήγα στο σπίτι της μητέρας μου και του άντρα της στο Διοικητήριο, στο σπίτι της μικρούλας αδερφής μου. Τον πρώτο καιρό με είχε διαλύσει η ντροπή και η αμηχανία. Έτρωγα με σκυμμένο το κεφάλι, έβγαζα πέντε κουβέντες με το τσιγκέλι, χωνόμουν στο δωμάτιο να διαβάσω και να κοιμηθώ, ένιωθα ξένος, ξένος, ξένος. Υπήρξαν και μερικές εκρήξεις μου, όπως ένα βράδυ, μετά μια έντονη λογομαχία με τη μαμά, που κλώτσησα την πόρτα μπροστά μου και πέρασε το πόδι μου από την άλλη μεριά. Η μαμά έκανε ένα αααχ και σαν να λιποθύμησε κι εγώ έφυγα από το σπίτι,  βροντώντας την εξώπορτα, κατέβηκα στην Πλατεία Ελευθερίας, στάθηκα μπροστά στη βρωμερή θάλασσα στο σημείο εκείνο και σκεφτόμουν να πηδήξω μέσα και να πνιγώ. Τελικά, μετά διάφορες νυχτερινές περιπλανήσεις, γύρισα στο σπίτι σαν βρεμένη γάτα πρωινές ώρες και η μητέρα μου δεν είπε κουβέντα,  με έβαλε να φάω και να ετοιμαστώ για το σχολείο.
           Σιγά-σιγά όμως,  με κέρδισαν οι φροντίδες της μαμάς, με κέρδισε κάτι  βαθύτερο ανάμεσα μας, ήταν και ως καλός άγγελος η γιαγιά μου στο σπίτι,  με κέρδισε η ευγένεια και η καλοσύνη του    άντρα της. Με κέρδισε η χάρη και η αθωότητα της αδελφούλας μου, κατάλαβα  επιτέλους ότι η μαμά μάς είχε κάνει ένα μεγάλο δώρο
για όλη μας τη ζωή.  Και το αγρίμι μέσα μου άρχισε να ημερεύει. Από κει και πέρα τα πράγματα πήγαν καλά και η μητέρα μου έγινε η μητέρα μου με την πλήρη έννοια της λέξης, όπως κι εγώ ο γιος της.
           Και όμως. Το χάσμα, το κενό μέσα μου εξακολουθούσε να υπάρχει σε όλη την περιπέτεια της ζωής μου.  Καλυμμένο και βουβό, ξεχασμένο αλλά καθοριστικό. Το χάσμα αυτό αναδύθηκε στην επιφάνεια και έγινε λυγμός όταν περίπου σαράντα χρόνια αργότερα η μητέρα μου που ζούσε τότε στην Αθήνα μαζί με την οικογένεια της αδερφής μου, αρρώστησε βαριά και κατεβήκαμε με τη Σοφία για να είμαι κι εγώ κοντά της τις τελευταίες της στιγμές.    
            Τέτοιο σπαραγμό δεν είχα νιώσει ποτέ άλλοτε, ούτε καν όταν είχε πεθάνει ο πατέρας μου.  Καθόμουν απέναντι  στο κρεβάτι της, κοίταζα  τα βαθιά γαλάζια μάτια της και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα δικά μου. Φτάσαμε στο σημείο να με παρηγορεί εκείνη με τον δικό της τρόπο, δυνατή και ψύχραιμη πάντα.  
            Περπατούσα λοιπόν στους διαδρόμους του νοσοκομείου με ψηλά το κεφάλι, χωρίς την παραμικρή σύσπαση του προσώπου και τα δάκρυα κυλούσαν ασυγκράτητα στο πρόσωπό μου, έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα. Και απορούσα ταυτόχρονα πώς μπορούσαν τα δάκρυα να μην στερέψουν τόση ώρα.   
           Άλλος σπαραγμός στην κηδεία της μερικές μέρες αργότερα. Τότε κατάλαβα για πρώτη φορά, όχι απλώς πόσο την αγαπούσα, όχι ότι ήταν μοναδική και ανεκτίμητη για μένα αλλά ότι η μητέρα μου ήταν ο χαμένος για πάντα παράδεισος της ζωής μου. Χαμένος από τα παιδικά μου χρόνια και καταδικασμένος να μην βρεθεί ποτέ πια.
Και να μου απομείνουν τα ποιήματα που της έγραψα, γαλάζιο βαθύ σαν αντίο, ούτε ένα ξέφτι απ’ το χαμόγελό της, μέσα στην άχνα από το βάθος της πλατείας και άλλα.  Και, μερικές φορές αργά τη νύχτα στη μοναξιά μου, τα δάκρυά μου στη μακρινή πια μνήμη της.