Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Η ανεξάρτητη μεραρχία


Eίχαν τάξει τα βαριά κανόνια του πεδινού πυροβολικού στον δημόσιο δρόμο, ενώ είχαν μεταφέρει με μουλάρια τα ελαφρά ορειβατικά για να βάλλουν από ψηλότερα και εγγύτερα. Οι δύο μοίρες χτυπούσαν τις φυσικές και τις τεχνητές οχυρές θέσεις των Τούρκων στις πλαγιές, στις άκρες των οροπεδίων και στα υψώματα ως την κορυφογραμμή. Σφυροκοπούσαν τις εχθρικές πυροβολαρχίες, το πεζικό στα χαρακώματα και, κυρίως, τα πολυβολεία που είχαν οργανώσει γερμανοί αξιωματικοί με πολλές εναλλακτικές θέσεις πυρός. Όταν καταστρεφόταν ένα πολυβολείο από τα βλήματα, μετέφεραν αμέσως το πολυβόλο στο επόμενο. Οι Τούρκοι ήταν σκληροί μαχητές, αντιστέκονταν σθεναρά, έκαναν κατά διαστήματα και αντεπιθέσεις.

Μετά την προπαρασκευή του πυροβολικού, ήχησαν οι σάλπιγγες και πρώτο επιτέθηκε το νεαρό σύνταγμα των ευζώνων για να πάρει το βάπτισμα του πυρός. Έτσι γενναίοι και άπειροι όπως ήταν όμως, είχαν πολλές απώλειες. Ένας λοχαγός έφαγε μια σφαίρα στο γόνατο και πονούσε αφόρητα. Φώναζε, «τα παιδιά μου, τι θα γίνουν τα παιδιά μου;». Έως ότου τον κατεβάσουν οι τραυματιοφορείς στα νοσοκομειακά που περίμεναν στην πεδιάδα, ξεψύχησε. Ύστερα, ο μέραρχος έριξε στη μάχη ένα εμπειροπόλεμο σύνταγμα που κατέλαβε τα υψώματα σε σύγκρουση σώμα με σώμα με την ξιφολόγχη. Ήταν η μάχη του Σεϊντή-Γαζή.

Νίκησαν στο Εσκί Σεχίρ, το αρχαίο Δορύλαιο, νίκησαν στο Αφιόν Καραχισάρ, νίκησαν σε όλες τις μάχες και σε όλα τα μέτωπα. Στην προέλαση τους προς την Άγκυρα, διασχίσανε την Αλμυρή Έρημο κι έφτασαν στον ποταμό Σαγγάριο, έφτασαν σε απόσταση βολής τηλεβόλου απ’ την πρωτεύουσα. Με τα φορτηγά του ανεφοδιασμού να δέχονται επιθέσεις από τους άτακτους και να εμφανίζονται όλο και πιο σπάνια. Πεινασμένοι, διψασμένοι, κατάκοποι, με τα χείλη πρησμένα απ’ την ξερή γαλέτα.

Τρία χρόνια αργότερα, όταν έσπασε η γραμμική παράταξη του ελληνικού στρατού και το αχανές μέτωπο κατέρρευσε σε πέντε μέρες, βρέθηκαν ξαφνικά απομονωμένοι στα νώτα του εχθρού που προέλαυνε ακάθεκτος προς τη Σμύρνη. Στα βάθη της Φρυγίας, σε μια χώρα παραδομένη στις φλόγες του πιο άγριου πολέμου, χωρίς να περιμένουν βοήθεια από κανένα και από πουθενά. Ήταν η Ανεξάρτητη Μεραρχία, που αρχικά είχε ονομαστεί Μεραρχία Επίλεκτων, η χαμένη τώρα μεραρχία του Γ΄ Σώματος Στρατού.

Όλοι πίστευαν ότι είχε καταστραφεί, ότι είχε αιχμαλωτιστεί. Όλοι τους είχαν εγκαταλείψει, όλα είχαν διαψευστεί, όλα τριγύρω τους είχαν καταρρεύσει. Τα μεγάλα λόγια, η ανίκανη κυβέρνηση, οι συμμαχικές μεγάλες δυνάμεις, τα τρεις χιλιάδες χρόνια της ιστορίας, η Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων, η στρατιωτική πειθαρχία. Ολόκληροι λόχοι πετούσαν πανικόβλητοι τα όπλα, τρέπονταν σε άτακτη φυγή, σήκωναν τα χέρια επάνω μπροστά σε πέντε τούρκους αντάρτες. Ενώ ο ελληνικός πληθυσμός σε πόλεις και χωριά άφηνε πίσω του τα πάντα για να γλιτώσει τη σφαγή και σχημάτιζε ατέλειωτα καραβάνια στον δρόμο προς τη θάλασσα.

Ο μέραρχος έδωσε λοιπόν εντολή να συγκεντρωθεί στον κάμπο η μεραρχία, δέκα χιλιάδες αξιωματικοί και οπλίτες, από την Ελλάδα και επιστρατευμένοι μικρασιάτες. Τα συντάγματα πεζικού, οι μοίρες του πυροβολικού με τα μουλάρια, η ίλη ιππικού, τα πολυβόλα, οι σκαπανείς, οι τηλεγραφητές, ο εφοδιασμός, τα μεταγωγικά, οι τραυματιοφορείς και τα ορεινά χειρουργεία. Ήταν ακόμη καλοκαίρι, ένα πρωινό γαλήνιο μέσα στο φως, χωρίς να ακούγεται ούτε ανάσα ανθρώπου.

Μέσω των διοικητών των μονάδων, ο μέραρχος μίλησε σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά. Δεν είπε, «το έθνος και ο βασιλεύς», δεν είπε, «η ιστορία και τα τιμημένα ελληνικά όπλα». Είπε, «δεν θα σας κρύψω την αλήθεια», και είπε, «είμαστε μόνοι και μοναδική μας ελπίδα είναι να παραμείνουμε ενωμένοι. Με θάρρος, με πειθαρχία, με υπακοή στις διαταγές». Είπε, «θα πολεμήσουμε και θα υποχωρήσουμε συντεταγμένοι ως τα καράβια που μας περιμένουν». Και είπε, «δεν θα παραδοθούμε ποτέ».

Ακολούθησε η νέα κάθοδος των μυρίων. Η μεραρχία κινήθηκε σε μία φάλαγγα. Η εμπροσθοφυλακή που έβγαζε και πλαγιοφυλακές, το κύριο σώμα του στρατού στα χίλια μέτρα, σε άλλα δύο χιλιόμετρα οι βοηθητικές υπηρεσίες, και πεντακόσια μέτρα μετά η οπισθοφυλακή. Με βροχή και με λιακάδα, σε ομαλό έδαφος και σε απόκρημνο, σε πεδιάδες και βουνά, μέσα από κοιλάδες και χαράδρες, πλάι και μέσα από ποτάμια. Επί δεκαπέντε μέρες, από τις 18 Αυγούστου ως τις 3 Σεπτεμβρίου του 1922, και σε απόσταση εξακοσίων χιλιομέτρων ως τη μακρινή θάλασσα.

Ήταν περικυκλωμένοι ασφυκτικά και κάτω από τα συνεχή πυρά του τακτικού και του άτακτου κεμαλικού στρατού. Μοναδικό μέσο επικοινωνίας τους είχαν τον ασύρματο που μπορούσε να στείλει τηλεγραφήματα σε απόσταση 120 χιλιομέτρων και να λάβει από πολύ μακρύτερα. Κανένας όμως δεν απαντούσε, κανένας ελληνικός ασύρματος δεν ακουγόταν, το μόνο που λάμβανε ο δέκτης ήταν τα σήματα των τουρκικών ασυρμάτων που διασταυρώνονταν για να αναγγείλουν τους θριάμβους των στρατευμάτων τους.

Είχαν εξαντλήσει και το τελευταίο όριο της αντοχής τους. Στους λόφους ενέδρευαν οι τσέτες κι όποιον έμενε πίσω, όποιον δεν μπορούσε πια, όποιον τον έπαιρνε ο ύπνος, τον έπαιρνε και ο θάνατος. Σταματούσαν μόνο για να συλλέξουν τρόφιμα και ζωοτροφές από πόλεις και χωριά, για να αντιμετωπίσουν και να νικήσουν ένα πολυάριθμο φανατισμένο εχθρό. Και για να σώσουν τα καραβάνια των απελπισμένων.

Απέρριψαν περιφρονητικά τις επανειλημμένες προσκλήσεις των Τούρκων να παραδοθούν, εκτός από τις συνεχείς αψιμαχίες, αντιμετώπισαν και έτρεψαν σε φυγή μία μεραρχία ιππικού και μία πεζικού που είχε στείλει ειδικά ο Κεμάλ για να τους συλλάβουν. Έβγαλαν από καταφύγια, από σπηλιές, από τις κρύπτες των βουνών και έσωσαν τους φυγάδες άλλων στρατιωτικών τμημάτων που είχαν καταστραφεί ή διαλυθεί. Στην πορεία τους, συνάντησαν βαριά τραυματισμένους ανάμεσα σε πτώματα στρατιωτών και πολιτών, διάτρητα από σφαίρες και από λόγχες, εντελώς απογυμνωμένα και συλημένα, με ορθάνοιχτα τα μάτια να κοιτάζουν στον ουρανό. Πήραν μαζί τους και περιέθαλψαν τους τραυματίες, έθαψαν τους νεκρούς, τοποθετώντας ένα πρόχειρο ξύλινο σταυρό, για να μην γίνουν βορά στα αρπακτικά όρνεα, τα τσακάλια και τα άγρια σκυλιά. Και στάθηκαν βουβοί πάνω απ’ τους τάφους τους.

Όταν έφτασαν στα ορεινά, πάνω από το λιμάνι του Δικελί, αναφώνησαν αυθόρμητα, «θάλασσα, θάλασσα», όπως και οι μύριοι του Ξενοφώντα πριν από χιλιετηρίδες. Έταξαν τα πυροβόλα και τα πολυβόλα στα υψώματα για να αποκρούσουν τις εχθρικές επιθέσεις και επιβιβάστηκαν στα πλοία, ρακένδυτοι και ξυπόλυτοι, συντεταγμένοι με ψηλά το κεφάλι, κάτω από τα χειροκροτήματα των πληρωμάτων των πολεμικών, μαζί με οκτώ χιλιάδες πρόσφυγες, Έλληνες και Αρμένιους. Ενώ η Σμύρνη είχε καταληφθεί πριν πολλές μέρες. Τελευταίοι εγκατέλειψαν την ιωνική γη οι διοικητές των μονάδων της οπισθοφυλακής.

Πέρασαν στη Μυτιλήνη και αποκατέστησαν αμέσως, με αυστηρότητα, την τάξη στο νησί που είχε γίνει έρμαιο των φυγάδων και πλιατσικολόγων από τις διαλυμένες μονάδες του εκστρατευτικού σώματος. Το ίδιο έκαναν λίγες μέρες αργότερα και στη Θεσσαλονίκη, πριν φύγουν για το πιθανό νέο μέτωπο της Θράκης. Για να ακολουθήσει η αποστράτρευση, η προσφυγιά και ο χαρακτηρισμός του τουρκόσπορου για τους Μικρασιάτες και να ξεχαστούν όλοι σχεδόν αμέσως.

Έτσι μου τα εξιστορούσε σχεδόν κάθε βράδυ είκοσι πέντε χρόνια αργότερα ο πρακτικός μηχανικός με τα ροζιασμένα χέρια και παλιός λοχίας του ορειβατικού πυροβολικού, προσθέτοντας κάθε φορά τα χαρακτηριστικά περιστατικά και σχόλια του αυτόπτη μάρτυρα. Μια προφορική σύνοψη του αρχείου της μεραρχίας και των εγγράφων πληροφοριών.

Μ’ αυτή την αληθινή ιστορία, αντί για παραμύθια, κοιμόμουν και ξυπνούσα στο μεγάλο διπλό κρεβάτι του δωματίου της Αγνώστου Στρατιώτου, που έβλεπε στην Πλατεία Δικαστηρίων. Χωρίς ποτέ να σκέφτομαι τη συγκυρία και την ειρωνεία που αποτελούσαν οι δύο αυτές ονομασίες. Ο πατέρας μου την είχε αρχίσει για να μάθω την καταγωγή μου, την συνέχιζε για να κοιμηθώ. Ποτέ δεν πέτυχε το δεύτερο, αφού εκείνον, κουρασμένο απ’ τη δουλειά, έπαιρνε πάντα ο ύπνος και τον τραβούσα από το χέρι για να μου απαντήσει, να μου πει το πώς και το γιατί. Πέτυχε όμως το πρώτο.

Η Ανεξάρτητη Μεραρχία υπήρξε η μοναδική μεγάλη μονάδα του ελληνικού στρατού που, στην Καταστροφή, δεν διαλύθηκε και δεν παραδόθηκε. Που κέρδισε με το αίμα της κάθε χιλιόμετρο στην ατέλειωτη πορεία από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, και επιβιβάστηκε στα πλοία ακέραια με τις σημαίες της και τα διακριτικά των μονάδων, με τον οπλισμό της και την περηφάνια της. Και με όλους εκείνους που είχε σώσει.

Μ’ αυτή την ιστορία μεγάλωσα και με τη νοσταλγία για όσα δεν είχα ζήσει. Και μ’ άλλες ιστορίες μικρότερες. Για συγγενείς που χάθηκαν, για τόπους και προγόνους που δεν γνώρισα. Για το αρχοντικό στο Σαλιχλί, όπου ζούσε ολόκληρη η οικογένεια του παππού μου με τα δεκατρία παιδιά, μετανάστη από τα μέρη του Μετσόβου, κι ίσως παλιότερα από την Κέρκυρα στην Ήπειρο. Για την αυλή όπου συγκέντρωναν τα κοπάδια πίσω από τη βαριά ξύλινη εξώπορτα. Για τους βοσκούς που έφεραν τα μάνλιχερ περασμένα σε ειδική θήκη στη μέση, που περνούσαν στ’ άγρια τσοπανόσκυλα τους λαιμαριά με μυτερά καρφιά και τα έβαζαν να παλέψουν με τους λύκους.


Ιστορίες για τον παππού μου, που του είχαν βγάλει το παρατσούκλι μαγιατζής γιατί ήξερε να φτιάχνει καλές μαγιές, τον παππού που περιφρονούσε τα χαρτιά, που έδινε το χέρι και τιμούσε τον λόγο του. Που του εμπιστεύονταν οι κτηνοτρόφοι μπέηδες τα σακούλια με τις λίρες να τα βάλει στο συρτάρι με το όνομα του καθενός και να τα επιστρέψει στο επόμενο παζάρι έξι μήνες αργότερα. Που πέθανε στο Σαλιχλί και δεν είδε την καταστροφή και τον ξεριζωμό. Δεν είδε να μπαίνουν οι Τούρκοι στον σταθμό και τον Πλαστήρα, τον Μαύρο Καβαλάρη, που ξαφνικά εμφανίστηκε με το σύνταγμά του και έσωσε τους Έλληνες κατοίκους, ούτε τα βαγόνια του τραίνου που έμειναν φορτωμένα εκεί με τα υπάρχοντά τους. Δεν είδε την οικογένειά του να σκορπίζει στους πέντε ανέμους, άλλους να χάνονται, τη θεία μου να καταλήγει στην Κάτω Τούμπα και τα ξαδέρφια μου στις ξύλινες παράγκες της προσφυγιάς, στην Ξηροκρήνη.

Ιστορίες για τον πατέρα μου που είχε επιλέξει τα γράμματα, είχε τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, κι αργότερα είχε πολεμήσει στη μικρασιατική εκστρατεία για να καταλήξει να κοιμάται, ένα διάστημα άνεργος και άρρωστος, στα παγκάκια του Λευκού Πύργου. Έχοντας όμως διασώσει το σακίδιο με τα βιβλία που κουβαλούσε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Τα βιβλία που αργότερα έφτασαν και στα δικά μου χέρια. Τον πατέρα μου που, μετά απ’ όλα αυτά κι αμέτρητα άλλα, μου έλεγε με έμφαση «οι απλοί Τούρκοι, παιδί μου, είναι οι πιο αγαθοί άνθρωποι του κόσμου».

Πρώτα ήταν η μακεδονική φάλαγγα στην ασιατική εκστρατεία, ύστερα το γαλλικό ιππικό και η τυφλή έφοδός του στο οροπέδιο του Αγίου Ιωάννου. Στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, ήταν η φάλαγγα του Ντουρρούτι, στον δεύτερο παγκόσμιο τα γερμανικά τεθωρακισμένα. Η μακεδονική φάλαγγα του Αλεξάνδρου, το ιππικό του Ναπολέοντα και τα πάντσερ του Γκουντέριαν είχαν την περηφάνια της δύναμης. Η φάλαγγα των αναρχικών είχε την περηφάνια του ονείρου. Όμως η Ανεξάρτητη Μεραρχία είχε μιαν άλλη περηφάνια. Την περηφάνια του καθημερινού ανθρώπου που, όσες φορές κι να πέσει, βρίσκει μέσα του δύναμη να σηκωθεί, την περηφάνια εκείνου που, μπροστά σε συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις, δεν παραδίδεται.

Ο καθένας μας γνωρίζει τι είναι εκείνο που του δόθηκε, ποια είναι η κληρονομιά του. Απ’ τους γονείς του και από μια μακριά γραμμή προγόνων που χάνεται στο παρελθόν. Προγόνων που πέθαναν νέοι, όπως ο άλλος παππούς μου στη Σωζόπολη, προγόνων που δεν γνώρισε ποτέ κι όμως κυλούν στις φλέβες του και δίνουν φως στα μάτια του, προγόνων που είναι η δική του Ουρανούπολη, μια χώρα μυστική και δίχως μονοπάτι.

Έτσι το ξέρω πια κι εγώ καλά ότι κληρονομιά δική μου και της γενιάς μου είναι το χέρι που έδινε ο παππούς μου, τα γράμματα που διάλεξε ο πατέρας μου, η πορεία προς τη θάλασσα και την πατρίδα που ακολούθησε η Ανεξάρτητη Μεραρχία. Ο βαθύς, ο απέραντος καυμός απ’ τα σμυρναίικα τραγούδια. Και τα σκληρά παγκάκια του Λευκού Πύργου.