Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

Η παλιά πήλινη σόμπα





σε είδα μεσημέρι στ’ όνειρό μου
μέσα στη άχνα από το βάθος της πλατείας
κι ήταν το μέτωπό σου μια σταγόνα φως




                  Κατέβαινε ασυγκράτητος και παγερός απ’ την κοιλάδα του Αξιού και εισχωρούσε στη μεγάλη πόλη. Αψηφούσε τον ΄Αι Δημήτρη, το Εργατικό Κέντρο και το Τέταρτο Αστυνομικό, άφηνε τις προφυλακές του να ξεχυθούν στην Αριστοτέλους ως τη θάλασσα και τα ψαροχώρια απέναντι, με μια πνοή καταλάμβανε γη κι ουρανό. Καταλάμβανε την καρδιά της πόλης στην Πλατεία Δικαστηρίων, σκόρπιζε τα σύννεφα και σάρωνε κάθε επιφάνεια, στροβιλίζοντας χαρτιά και  σκόνη, κάνοντας τους διαβάτες να σκύψουν  το κεφάλι βαθιά μέσα στα πέτα και να τραπούν σε άτακτη φυγή. Αναμετρούσε τα σκυθρωπά μέγαρα και έμπαινε  ουρλιάζοντας στις πίσω αυλές, πετούσε κάτω γλάστρες κι αναποδογύριζε καρέκλες, τεντζερέδες, ετερόκλητα αντικείμενα, πηγαινόφερνε σπασμωδικά επάνω στα πλακάκια μια ξεφουσκωμένη μπάλα, ανέμιζε  επικίνδυνα στα μανταλάκια τα γυναικεία εσώρουχα με τα ξεθωριασμένα χρώματα και άλλοτε τα τύλιγε γύρω απ’ το σχοινί ή το σύρμα. Βροντοχτυπούσε τα ανασφάλιστα παντζούρια, τράνταζε τις πόρτες, γλιστρούσε μέσα από κάθε άνοιγμα και χαραμάδα,  σφύριζε μακρόσυρτα και δυσοίωνα πάνω από τα βρεγμένα κεραμίδια της αποθήκης, εκεί όπου το καλοκαίρι ξάπλωναν νωχελικά δεκάδες αλητόγατες. Βαρδάρης ο άτεγκτος και απροσκύνητος, στοιχειό  της πόλης, της κάθε εποχής και ιδίως του χειμώνα. 

          Το σκοτάδι πύκνωνε γρήγορα στον ουρανό και τούφες-τούφες έπεφτε πάνω στις στέγες των σπιτιών, στους τοίχους και τα τζάμια. Το σκοτάδι  έμπαινε αθόρυβα σε όλους τους χώρους και θάμπωνε τα χρώματα, τους ενοίκους, τα έπιπλα.  Όμως η μεγάλη ασπρόμαυρη φωτογραφία μες στην κορνίζα της επάνω απ’ το ντιβάνι σαν να χαμογελούσε αδιόρατα με το δικό της  φως. Στα μάτια περισσότερο του ώριμου άντρα που σαν να έβλεπαν μπροστά, δεξιά κι αριστερά, παντού μες στο σαλόνι. Σαν να έβλεπαν το γυαλιστερό βαρύ τραπέζι με το άδειο ανθοδοχείο, τριγύρω τις καρέκλες  από ξύλο οξιάς και από κάτω το παχύ χαλί, πιο εκεί την παλιά πήλινη σόμπα με τα ανάγλυφα πράσινα εφυαλωμένα λουλούδια, στον τοίχο απέναντι ένα πίνακα με καραβάκι στ’ αφρισμένα κύματα, τον σκούρο καφέ μπουφέ με το ρολόι στο ψηλότερο σημείο, το πάτωμα με τα γυμνά  σανίδια, τις ανοιχτές πόρτες που οδηγούσαν στα δύο υπνοδωμάτια, και την κλειστή για την κουζίνα και τους βοηθητικούς χώρους. Σαν να έβλεπαν μια οδυνηρή απουσία, σαν να στοχάζονταν και να θυμόνταν, σαν να ήξεραν.
               Ο  άντρας της φωτογραφίας ξαφνικά  εμφανίστηκε  με αργά βήματα από το μπροστινό δωμάτιο της πλατείας, κάθισε στα γόνατά του και κοίταξε μέσα στη σόμπα, ύστερα έριξε στις  πλάτες του ένα μπεζ παλτό και κατευθύνθηκε βιαστικά προς το μακρόστενο πίσω μπαλκόνι. Τα καυσόξυλα ήταν στοιβαγμένα δίπλα στα μαύρα σιδερένια κάγκελα, αλλεπάλληλες σειρές, χαμηλότερες και μισοφαγωμένες όταν πλησίαζαν τη τζαμόπορτα. Ο άντρας βγήκε σκυφτός, έριξε μια ερευνητική ματιά προς τα πάνω, σούφρωσε τα χείλη και κατάφερε να μαζέψει μια μεγάλη αγκαλιά χοντρά ξύλα. Γύρισε ύστερα και μπήκε μέσα, ισορροπώντας αβέβαια, βρόντηξε με τον αγκώνα πίσω του την πόρτα, πέρασε την κουζίνα και τον διάδρομο και έφτασε στο σαλόνι. Απίθωσε τα ξύλα προσεκτικά μπροστά στη σόμπα, που είχε ανάψει τα χαράματα με το δαδί, άνοιξε  το προστατευτικό πορτάκι, ανακάτεψε με τη μασιά τα κάρβουνα μέσα στις στάχτες, διάλεξε τα πιο ξερά ξύλα και την ξαναγέμισε σταυρωτά ως επάνω. Όταν είδε τις φλόγες να φουντώνουν, σκούπισε τα ροζιασμένα χέρια του στο παλιό παλτό, τα έτριψε και τα χουχούλισε.    
            Ο άντρας με τα γαλανά μάτια περίμενε μερικά λεπτά και ύστερα μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, νιώθοντας την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας. Με κατακόκκινα μάγουλα και χείλη, σκεπασμένο ως τον λαιμό με χοντρές μάλλινες κουβέρτες, με το κεφάλι του να ακουμπάει βαθιά στο μαξιλάρι και την ανάσα του να βγαίνει σαν αγκομαχητό από στήθος που έβραζε,  βουβό και μισοναρκωμένο στο φαρδύ διπλό κρεβάτι , το μικρό αγόρι έκαιγε από πυρετό τριάντα-εννιά και μισό ή  σαράντα. 
            Ο άντρας με τα γαλανά σκεφτικά μάτια ακούμπησε την παλάμη του στο μέτωπο του παιδιού, την έχωσε μέσα απ’ τις πιτζάμες στο στήθος και τους ώμους του, κι ύστερα με κίνηση αποφασιστική  τύλιξε τον μικρό σε μια κουβέρτα και τον σήκωσε στην αγκαλιά του, ένιωσε το απαλό φλογισμένο πρόσωπο στο αξύριστο μάγουλο του. Κάτι του ψιθύρισε στ’ αυτί, αργά και προσεκτικά γύρισε στο σαλόνι και τον απέθεσε στο μεγάλο ντιβάνι, κάτω απ’ τη φωτογραφία, δίπλα στην πήλινη σόμπα που μπουμπούνιζε τώρα. Κουβάλησε δυο μαξιλάρια κι άλλη μία κουβέρτα, έσιαξε τα σκεπάσματα, ακούμπησε και πάλι το χέρι του στο μέτωπο του παιδιού, έκανε μια γκριμάτσα και κούνησε το κεφάλι του.   Στο μέσα δωμάτιο, ο μεγάλος ήταν βυθισμένος στον αδιατάρακτο ύπνο της πρώτης εφηβείας.
           Ο άντρας με τα γαλανά ανήσυχα μάτια έβγαλε το παλτό και το κρέμασε πλάι στην είσοδο, ξαναπήγε στην κουζίνα, έστυψε ένα ποτήρι λεμονάδα, έφερε νερό, οινόπνευμα  και ξύδι. Γύρισε μια καρέκλα απ’ το τραπέζι και κάθισε κοιτάζοντας τον μικρό με δείχτη και αντίχειρα γύρω απ’ το πηγούνι. Μάλλον ένα  συνηθισμένο κρυολόγημα, θα ανεβάσει πυρετό, δεν έχει ακροαστικά, είχε πει ο παιδίατρος το απόγευμα. Ο άντρας ανασήκωσε τον μικρό, παρά κάποιες πνιχτές λέξεις  διαμαρτυρίας, και του έδωσε να πιει τη λεμονάδα, γουλιά γουλιά. Τον γύρισε ύστερα, του έτριψε καλά με οινόπνευμα την πλάτη και το στήθος, του έβαλε καθαρά εσώρουχα και πιτζάμες, του χάιδεψε τα μαλλιά και  τον ξανατύλιξε με τις κουβέρτες. Τις επόμενες ώρες,  καθόταν, σηκωνόταν και βημάτιζε πάνω κάτω, πήγε μια δυο φορές και σκέπασε καλύτερα τον μεγάλο μέσα, ξανακάθισε με τα μάτια πάντα στο ντιβάνι. Κατά διαστήματα, με δάκτυλα ελαφριά άγγιζε τον μικρό, του άλλαζε κομπρέσες στο μέτωπο  με ξύδι και νερό, του έβαζε ένα χοντρό θερμόμετρο στην αμασχάλη. Κάποτε ο υδράργυρος κατέβηκε, η αναπνοή του παιδιού έγινε λίγο πιο κανονική, ο ύπνος του κάπως πιο ήρεμος.                                        
           Ο άντρας με τα γαλανά  τρυφερά μάτια έμεινε εκεί να παρακολουθεί το κοιμισμένο αγόρι. Το βλέμμα του ύστερα πλανήθηκε στο σιωπηλό σαλόνι, είδε τον μικρό δείκτη του ρολογιού κάπου ανάμεσα στις πρώτες ώρες, αιωρήθηκε αργάστα έπιπλα σαν να το βάραινε η απουσία, ακούμπησε στιςπόρτες που οδηγούσαν στους κρύους άλλους χώρους τουσπιτιού. Το βλέμμα  του στάθηκε στη φωτογραφία πάνω απότο ντιβάνι. Μόνος ο άντρας, μόνη και η φωτογραφία μέσα στο σαλόνι. Τα δύο βλέμματα του ίδιου ανθρώπου σαν να άνοιξαν κουβέντα σιωπηλή, κουβέντα για τη φωτογραφία που έλειπε,για εκείνη που είχε φύγει, με τη μια ερώτηση να απαντάει στην άλλη.
          Κάποτε το ένα βλέμμα χαμήλωσε, ο άντρας σηκώθηκε με κουρασμένα βήματα, μπήκε στο υπνοδωμάτιο και γύρισε με δυο ακόμη κουβέρτες, πιο παλιές αυτές και πιο τραχιές από την τρίφυλλη ντουλάπα, μετακίνησε τις καρέκλες από τη μέσα μεριά του τραπεζιού, άπλωσε τη μια κουβέρτα στο σανιδένιο πάτωμα δίπλα στο ντιβάνι και σκεπάστηκε με την άλλη. Πήρε και κράτησε το χέρι του άρρωστου παιδιού έτσι όπως κρεμόταν από το ντιβάνι, έως ότου κατά το πρωί τον πήρε κι εκείνον ο ύπνος.
            Η σιδερένια σόμπα ζεσταίνει και κρυώνει γρήγορα, η πήλινη ζεσταίνει αργά αλλά κρατάει τη ζέστη. Όλη τη νύχτα ήταν εκεί. Μέσα ο άντρας, το άρρωστο παιδί, ο μεγάλος. Μέσα η παλιά σόμπα, το ρολόι που χτυπούσε μελωδικά τις ώρες, και η απουσία. Έξω ο βαρδάρης, έξω το σκοτάδι.  Όλη τη νύχτα ο βαρδάρης θέριζε και ξύριζε, λυσσομανούσε, ανέβαινε τις σκάλες και χτυπούσε την εξώπορτα απειλητικά. Όλη τη νύχτα  η μεγάλη πήλινη σόμπα ακτινοβολούσε ζεστασιά. Απ’ το μανταλωμένο σιδερένιο στόμιο, απ’ τις τετράγωνες επιφάνειες με τα πράσινα
λουλούδια, απ’ τις χαραγματιές της που συγκρατούσε σύρμα, απ’  τα χοντρά μαύρα μπουριά που διέτρεχαν το σαλόνι. Ακόμη κι όταν κάηκαν τα ξύλα, ακόμη κι όταν κόντευαν να σβήσουν τα κάρβουνα μέσα στη στάχτη. Όλη τη νύχτα, ο άντρας με τα γαλανά, με τα σκεφτικά κι ανήσυχα, με τα τρυφερά μάτια,  ο πατέρας  μου, λαγοκοιμόταν στο σανίδι. Όλη τη νύχτα η μεγάλη ασπρόμαυρη φωτογραφία πάνω από το άρρωστο αγόρι , πάνω από μένα, έβλεπε μπροστά, έβλεπε δεξιά κι αριστερά, έβλεπε παντού, μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο, μ’ ένα αδιόρατο ίχνος πίκρας.