Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

1 - H θέα του κόλπου τα χαράματα


Μετά μερικές διερευνητικές κρούσεις σε γκρίζες συμπαγείς επιφάνειες και αφού είχαν προελάσει
 έρποντας στις αδιέξοδες εσοχές της οικοδομής, οι ακτίνες του πρωινού ανοιξιάτικου ήλιου
 επισήμαναν τελικά το μεγάλο παράθυρο του τελευταίου ορόφου με τις τραβηγμένες κουρτίνες και
 εισχώρησαν διαγώνια στο δικηγορικό γραφείο. Διαγώνια αλλά θριαμβευτικά. Έτρεψαν σε φυγή τις
 σκιές στα ενδότερα, γλίστρησαν πάνω σε γυαλιστερές επιφάνειες, στους θερμοσυσσωρευτές και το
 κλιματιστικό, στα βουβά τηλέφωνα, σε διάφορες άλλες συσκευές και έπιπλα, σε τεράστιες εντοι-
χισμένες βιβλιοθήκες με ατέλειωτες σειρές μαύρους δερματόδετους τόμους, ψηλάφησαν χαρτιά,
 στοίβες φακέλους, γραφική ύλη, οθόνες ηλεκτρονικών υπολογιστών, τα πυκνά μπερδεμένα καλώδια
 που έφταναν από τις υποδοχές τους ως τα πολύπριζα στο πάτωμα, άγγιξαν καλάθια, γλάστρες και
 διακοσμητικά αντικείμενα, το κρυστάλλινο ανθοδοχείο με τα ξεραμένα λουλούδια κι ένα ξεχασμένο
 φλιτζάνι μισογεμάτο τσάι, αναρριχήθηκαν σε κλειστές πόρτες, σε τοίχους και διαχωριστικά ως
την ψευδοροφή με τα φωτιστικά, άστραψαν στιγμιαία στον ορθογώνιο βενετσιάνικο καθρέφτη με το
 χρυσόμαυρο μεταλλικό πλαίσιο, έπεσαν κάτω κι απλώθηκαν σαν λιμνούλα νερού στην παχιά μοκέτα,
 σκαρφάλωσαν στον φαρδύ δερμάτινο καναπέ κι έφτασαν κάποτε να ανακαλύψουν το λευκό
 ξαπλωμένο γυναικείο σώμα, πρώτα τα λεία, τα απαλά γυμνά της γόνατα.

Επέμειναν για λίγο εκεί, σαν να είχε ξαφνικά ανακοπεί ο φυσικός ρυθμός τους, σαν να απολάμβαναν
ηδονικά τη στιγμή και να επιβεβαίωναν τον αρχικό προορισμό τους, και συνέχισαν μετά τη
 συναρπαστική εξερεύνηση. Χάιδεψαν τους αρμονικούς μηρούς της σε όλη τους την έκταση,
 εισέβαλαν τολμηρά στα ενδότερα ως τις παρυφές της φουντωτής βλάστησης που έκρυβε η στάση του
 σώματός της, ανέβηκαν απ’ τη σφιχτή κοιλιά στον αφαλό κι ανάμεσα στα στήθη, έγλειψαν τις
σκληρές σκούρες ρόγες και τις προσέδωσαν μια διαφορετική απόχρωση, περιέβαλαν κατακτητικά τον
 λαιμό της, φώτισαν το πηγούνι, τα χείλη, τα μάγουλα, τη μύτη, ολόκληρο το πρόσωπό της, ήδη με το
 ροδαλό κατάλοιπο της νυχτερινής ευωχίας, έπαιξαν ερωτικά με τους λοβούς των αυτιών κι ύστερα με
 τα βλέφαρά της και θάμπωσαν τα μάτια της που είχαν αρχίσει να μισανοίγουν.

Όταν οι θωπείες του ήλιου έγιναν πιο θερμές και πιο βίαιες, η λεπτή καστανόξανθη γυναίκα ξύπνησε.
Ακόμη κάπου ανάμεσα στην ηδονική κούραση και τη θαλπωρή του λαμπερού αγγίγματος, ανάμεσα σε
 θραύσματα από μπερδεμένα όνειρα, το μισοσκόταδο και το φως. Ακούμπησε στον αγκώνα της και
 ανασηκώθηκε απρόθυμα, τέντωσε τα χέρια αποκαλύπτοντας το χνούδι στις μασχάλες της, έτριψε τα
 μάτια και χασμουρήθηκε βαθιά, πέρασε το χέρι πάνω στα κοντά μαλλιά της, ακούμπησε στο ανδρικό
σώμα που ήταν κουλουριασμένο άβολα στην άλλη πλευρά του καναπέ, το αισθάνθηκε οικείο και
 λαχταριστό αλλά κατανίκησε, έστω και με δυσκολία, τον πειρασμό να γύρει επάνω του, άπλωσε το
 δεξί πόδι και πάτησε αβέβαια στο δάπεδο.

Έριξε μια παρατεταμένη κυκλική, επιφυλακτική και ανιχνευτική ματιά στον σχεδόν άγνωστο λιτό και
 σοβαρό χώρο, επέμεινε για λίγο στην πολύχρωμη λιθογραφία του Μαρκ Σαγκάλ με το ζευγάρι των
 ερωτευμένων μέσα στα λουλούδια και σε μια κόκκινη ομίχλη απέναντι από τον πύργο του Άιφελ, το
 βρήκε μάλλον παράταιρο για ένα δικηγορικό γραφείο και κούνησε δυο φορές επιδοκιμαστικά το
 κεφάλι της, δεν είδε πουθενά και στάθηκε αδύνατον να θυμηθεί πού είχε αφήσει αποβραδίς την
 τσάντα της, έσκυψε και σήκωσε το κουβαριασμένο ανδρικό πουκάμισο, δεν κατάφερε να γυρίσει τα
μανίκια, το έριξε με μια γκριμάτσα πρόχειρα στην πλάτη της και προχώρησε παραπατώντας ελαφρά.

Το πρώτο χερούλι που δοκίμασε στον διάδρομο αποδείχτηκε ότι ήταν μια μικρή αποθήκη με τα αρχεία
 νομικώνυποθέσεων κυρίως στα ράφια, με αποθέματα εντύπων, απορρυπαντικά και διάφορα
 ετερόκλητα αντικείμενα, το δεύτερο η σύγχρονη καλόγουστη κουζίνα, το τρίτο πράγματι το καμπινέ.
 Το μουδιασμένο της μυαλό αρνήθηκε πεισματικά να λειτουργήσει ακόμη και όταν το σώμα της
ακούμπησε στο κρύο μάρμαρο, ακόμη κι όταν έκλεισε πίσω της αθόρυβα την πόρτα και κάθισε στη
 λεκάνη.

Λες ότι κι εκείνο παραδεχόταν σιωπηλά πως δεν είχε τίποτα ιδιαίτερα ενδιαφέρον να της προτείνει και
 πως οι πρόσφατες επιλογές των αισθήσεών της ήταν απείρως πιο συναρπαστικές. Το μυαλό της
 κατόρθωσε να σχηματίσει μόνο μια λέξη με ερωτηματικό στα ταλαιπωρημένα του κυκλώματα.
 Καφές;» Κι ύστερα μια δεύτερη και μια τρίτη που υπερίσχυσαν. «Αργότερα. Μαζί». Έψαξε το
 ντουλαπάκι για οδοντόκρεμα και δεν βρήκε, θεώρησε μάταιο έστω και να σκεφτεί το ντους σ’ αυτόν
 τον στενό και ξένο χώρο, έριξε δροσερό νερό απ’ τη βρύση στο πρόσωπό της, έκανε μερικές
 γαργάρες και το έφτυσε χωρίς να καταπιεί γουλιά, έπλυνε πρόχειρα αλλά μεθοδικά το σώμα της με
ένα υγρό πανί, σκουπίστηκε όπως - όπως με τις κάπως καθαρές άκρες μιας ξεφτισμένης μαλακής
 πετσέτας, έφτιαξε όπως-όπως με ανοιχτά δάχτυλα τα μαλλιά της.

Τότε μόνο έσκυψε και κοίταξε εξεταστικά στον καθρέφτη το γλυκό, ελκυστικό της πρόσωπο και του
 έβγαλε τη γλώσσα μισοκεφάτα - μισοειρωνικά. Άφησε το καμπινέ και μπήκε στην κουζίνα, έκανε,
«χα», όταν επισήμανε το μικρό ψυγείο, έβγαλε το πλαστικό μπουκάλι και κατέβασε αχόρταγα δυο-τρία
ποτήρια νερό, γύρισε στην αίθουσα αναμονής και κοντοστάθηκε. Ακούμπησε με τον αγκώνα της στη
 κάσα της πόρτας, πήρε μια βαθιά αναπνοή κι άφησε το βλέμμα της να περιεργαστεί το κόκκινο
 φουλάρι της, τη μαύρη κιλότα και τον στηθόδεσμό της που κρέμονταν από μια καρέκλα σαν
 σταλακτίτες, το δικό του άσπρο σλιπάκι πιο ταπεινό από κάτω, τα υπόλοιπα σκόρπια ανδρικά και
 γυναικεία ρούχα που είχαν πάρει σουρεαλιστικά σχήματα εδώ κι εκεί. Προχώρησε, άπλωσε το χέρι,
 σήκωσε από το τραπεζάκι το πακέτο, τον αναπτήρα και το σταχτοδοχείο, άναψε τσιγάρο, τράβηξε μια
 ατέλειωτη απολαυστική ρουφηξιά και φύσηξε τον καπνό προς το ταβάνι. Γύρισε ύστερα, μπήκε πιο
 αποφασιστικά στο ιδιαίτερο γραφείο του δικηγόρου, αγνόησε τα έπιπλα και τα χαρτιά τριγύρω κι
έφτασε με σταθερά βήματα στο παράθυρο, έγειρε ελαφρά, ακούμπησε το χέρι κι ύστερα το μέτωπο
 και αναπόφευκτα τις θηλές της στον υαλοπίνακα, ανατριχιάζοντας από την επαφή.

Από το ύψος του ογδόου ορόφου τα έβλεπε όλα πανοραμικά. Κάποιες γυμνές σιδεριές μάλιστα στο
 φαρδύ μπαλκόνι, μάλλον για τις τέντες το καλοκαίρι, αναδείκνυαν το δυτικό μέρος του κόλπου και το
 λιμάνι σαν πίνακα ζωγραφικής. Αριστερά και δεξιά της ορθώνονταν οι σύγχρονες οικοδομές
 γραφείων, σκούρες και γκρίζες, σπάνια λευκές, από την κατασκευή τους σαν πρόωρα φθαρμένες και
 σαν λερωμένες, με τις γυάλινες επιφάνειες να κυριαρχούν, με τα τετράγωνα παραθυράκια τους, με
τις τεράστιες, κυρίως ξενόγλωσσες επιγραφές. Τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες, εταιρίες μεταφορών,
 ταξιδιωτικά γραφεία. Ή με αντίστροφη σειρά. Και, επιπλέον, εστιατόρια, μπαρ, σουβλατζίδικα,
καφετέριες, περίπτερα απλωμένα στο πεζοδρόμιο σαν μικρομάγαζα. Κι ανάμεσά τους ένα χαμηλό
 αναπαλαιωμένο μέγαρο, μια θελκτική ανάσα από το παρελθόν. Κι ακόμη σαν διακριτική πινελιά, το
 κτίριο Στάιν με το παράξενο κυκλικό κτίσμα στο δώμα και την υδρόγειο στην κορυφή του.

Απέναντι και λίγο προς τα δεξιά, πίσω απ’ τα ψηλά πυκνόφυλλα πλατάνια και τις λεύκες, πέρα από τον
 χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων της Πλατείας Ελευθερίας και τη συνεχή ροή των τροχοφόρων στην
 παραλιακή λεωφόρο, μόλις ξεχώριζε ανάμεσα σε δυο χαμηλά κτίρια η παλιά είσοδος του λιμανιού, η
 επονομαζόμενη και «ναύτης» από τον σκοπό που στεκόταν κάποτε εκεί. Με τη βαριά,
μαύρη, διακοσμημένη μεταλλική πόρτα ανοιχτή διάπλατα να αποκαλύπτει το τραχύ ανώμαλο
 λιθόστρωτο με τις σιδηροτροχιές, το μικρό πράσινο πάρκο, τα μακρόστενα κτίρια του οργανισμού,
 τώρα μουσεία και αίθουσες εκθέεων, μια καφετέρια. Και πάλι αλλεπάλληλες σειρές σταθμευμένων
 αυτοκινήτων. Στην αριστερή άκρη της αποβάθρας υψωνόταν μια λευκή κατασκευή σαν από πλαστικό
 με προεξοχές που θύμιζαν βατήρες καταδύσεων, στον βούρκο αυτή τη φορά του λιμανιού. Μάλλον
 κατάλοιπο της εποχής που η πόλη είχε ανακηρυχθεί πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Πιο εκεί ο
 συμπαγής κυματοθραύστης κι αρόδο ένα μακρύ δεξαμενόπλοιο και μερικά σκούρα εμπορικά πλοία.

Μπροστά κι αριστερά η θάλασσα με χαμηλό κυματισμό, κι ελάχιστες ανθρώπινες φιγούρες να
 διακρίνονται σκόρπιες στην προκυμαία πάνω απ’ τις παλιές ψαρόβαρκες. Όλα βυθισμένα σε μια
 διάφανη ομίχλη, όλα κάτω από τα ημικύκλια που όπως πάντα διέγραφαν στον αέρα μεγάλα λευκά
 θαλασσοπούλια, όλα μέσα στους πρώτους διαπεραστικούς ήχους της ζωής που όμως έφταναν στ’
 αυτιά της μισοσβησμένοι.

Περισσότερο απ’ το νυχτερινό τοπίο που είχαν απολαύσει από ψηλά αγκαλιασμένοι το προηγούμενο
 βράδυ, με τους αραιούς διαβάτες από τα κέντρα διασκέδασης, την έθελγαν τα φώτα μέσα στην
 πρωινή ομίχλη, το μυστήριο μιας νέας αρχής που ίσως προμήνυαν, τα μακρινά ταξίδια στο άγνωστο
 που υπόσχονταν. Αισθάνθηκε την ανάγκη να ζωγραφίσει αυτό το τόσο γνωστό τοπίο, από αυτή την
 τόσο άγνωστη οπτική γωνία. Με το πάθος της, με κάθε μέσο που αναβλύζει διαφορετικό από κοινή
πηγή, με χρώματα ή με λέξεις, με μουσική.

«Θα αγαπηθούμε ατέλειωτα», σκέφτηκε και στο μυαλό της αναπήδησε ένα ποίημα του Άραβα
 μαθηματικού του 13ου αιώνα Ροσποτνούι Αλ Κοοσήφ.

θα σκοτεινιάσει ο ουρανός στην παραλία και θα
απομείνουν τα σκόρπια φώτα και η υγρή τους
λάμψη στα πλακάκια. η θάλασσα θα ψιθυρίζει
έναν παλιό σκοπό καθώς στο βάθος θα ανατείλει
το περπάτημά σου. ένα χαμόγελο ύστερα, το ανε-
παίσθητο άρωμα της προσμονής μια λέξη πριν το
άγγιγμά σου. θα αγαπηθούμε ατέλειωτα εκείνο το
θλιμμένο δειλινό ως το χάραμα.

«Μόνο που δεν θα αγαπηθούμε ατέλειωτα ως το χάραμα αλλά ατέλειωτα για όσο υπάρχουμε και για
πάντα», διαμαρτυρήθηκε στην παρόρμησή της και ίσως στο δυσοίωνο προμήνυμα. «Πρόκειται για την
 ομίχλη μιας καινούριας μέρας, της δικής μας αρχής, και το τέλος βρίσκεται πολύ μακριά. Βέβαια, ένα
 δικηγορικό γραφείο δεν είναι το πιο ρομαντικό μέρος του κόσμου, ούτε οι εταιρίες και τα διάφορα
 μαγαζιά της πλατείας, ούτε το θηριώδες οικοδόμημα των τραπεζών λίγο παρακάτω με την ελληνική
 σημαία να κυματίζει στον ιστό της ταράτσας. Αλλά κάτω απ’ τα πόδια μας δεν είναι μόνο
 παρατεταγμένα τα αυτοκίνητα, είναι και το λιμάνι, τα πλοία που καταπλέουν και σαλπάρουν για
 μακριά και όλα όσα αυτό σημαίνει, δίπλα μας είναι τα Λαδάδικα, η παλιά εμπορική περιοχή που έχει
 γίνει σήμερα ένα από τα πιο ζωντανά σημεία της πόλης».

Γύρισε και είδε τραπεζάκια και μια κόκκινη τέντα στο βάθος του δρόμου. «Ναι», είπε, «οι μυρωδιές
 απ’ τα μπαχάρια, τα εδώδιμα αποικιακά στα μαγαζάκια που έχουν απομείνει, τα αναπαλαιωμένα
 κτίρια, τα νυχτερινά κέντρα, τα μπαράκια, τα εστιατόρια, τα ουζερί, οι πολύχρωμες νεανικές παρέες
που γεμίζουν φωνές και άρωμα, κέφι και ομορφιά τα σοκάκια τους. Ας κρατήσω, λοιπόν, τη ρομαντική
 αίσθηση του ποιήματος κι ας επιλέξω από τον απωθητικό περίγυρο αυτή την ομορφιά κι αυτή την
 ελπίδα».

Πριν από λίγο ήθελε να βγει έτσι όπως ήταν στο μπαλκόνι και να χορέψει, μετά όμως τη
 συναισθηματική εκτόνωση, το μυαλό της προσγειώθηκε ομαλά και άρχισε να λειτουργεί πιο
αποτελεσματικά, ή μάλλον πιο φρόνιμα. «Είναι βέβαια ψηλά εδώ και είναι μάλλον πολύ νωρίς
ακόμη αλλά σκέψου να σηκώσει το κεφάλι κάποια ηλικιωμένη καθαρίστρια και να δει μια γυμνή
 γυναίκα στο παράθυρο. Θα της φύγει η σκούπα απ’ τα χέρια, Σόδομα και Γόμορα έχουμε γίνει, θα πει,
 θα πέσει φωτιά να μας κάψει. Η φωτιά που μας έχει ήδη κάψει, κυρά Κατίνα μου», ομολόγησε. « Ή,
 ακόμη χειρότερα, ο κηπουρός του δήμου, κάποιος ξενύχτης, πρωινός περιπατητής ή ερασιτέχνης
 ψαράς. Ακόμη και κάποιος από τις άλλες οικοδομές».

Έκανε δυο βήματα πίσω με αιφνίδια αιδημοσύνη και, εντελώς αυθόρμητα, κάλυψε με τις παλάμες της
 πρώτα τις αιχμηρές προφυλακές του στήθους της, μετά ολόκληρο το εφήβαιό της. «Δεν φτάνουν τα
δυο χέρια μου για όλα», σκέφτηκε και περιγέλασε βουβά τον εαυτό της, έξυσε αμήχανα τον λαιμό και
έτριψε το δεξί αυτί της, οπισθοχώρησε προς την αίθουσα αναμονής, γύρισε και κοίταξε τον γυμνό
έντονα μελαχρινό άνδρα που κοιμόταν ακόμη στον καναπέ και ένιωσε να υποχωρεί ο μάλλον εύλογος
 φόβος της.

Τον περιεργάστηκε με την άνεσή της από τα τρία-τέσσερα μέτρα. Τα αρμονικά χαρακτηριστικά στο
 αιώνια παιδικό του πρόσωπο που αρνούνταν τη φθορά μέσα στη γαλήνη και την πλήρη εγκατάλειψη
 του ύπνου, την πεισματικά ελαφρά κατσουφιασμένη του έκφραση, τα πυκνά μαύρα μαλλιά με τις
 παράταιρες άσπρες τούφες στους κροτάφους, τα δυνατά μπράτσα, το δασωμένο στήθος και τις
κνήμες. Την κατέκλυσε ένα κύμα έντονης επιθυμίας αλλά και βαθιάς τρυφερότητας. Αν και είχε
αρχίσει να νιώθει την ψύχρα του πρωινού, αγνόησε τα παπούτσια και τα εσώρουχά της, τον πλησίασε,
έγειρε και έσυρε το χέρι της στον ώμο του ως τον λαιμό και ύστερα τον σκέπασε προσεκτικά με το
 πουκάμισο και τη μπλούζα του.

Ταυτόχρονα, οι εντελώς διαφορετικές εικόνες, οι αλληλοσυγκρουόμενες σκέψεις και τα
 συναισθήματά της, εκείνος που δεν μπορούσε να τον έχει όπως ήθελε, όλα τα αυτονόητα της
καθημερινής ζωής που είχαν γίνει αφόρητα το τελευταίο διάστημα την ερέθισαν αφάνταστα.
Την εξόργισαν οι μηχανικές κινήσεις μιας επιφανειακά γεμάτης μα ουσιαστικά άδειας ζωής κι όλος ο
 κόσμος. Σ’ αυτόν τον καναπέ της αίθουσας αναμονής του άδειου γραφείου, της έρημης οικοδομής
 χωρίς ωτακουστές, μπορούσε τουλάχιστον, έστω και για λίγο, να δείχνει ελεύθερα ό,τι πιο πολύτιμο
 είχε μέσα της, μπορούσε να εκφράζεται, να φωνάζει και να σπαράζει χωρίς φόβο. Μπορούσε να
βλέπει το χάραμα γυμνή απ’ το παράθυρο.

Πήρε το κόκκινο κεντημένο μαξιλάρι από το κάθισμα του κυκλικού γραφείου της γραμματέως, το
 ακούμπησε κάτω και γονάτισε μπροστά του εντελώς γυμνή σαν να καταδυόταν σε προσευχή. Έτοιμη
 να επικαλεστεί τις αρχέγονες δυνάμεις, έτοιμη να παραδοθεί, να διαλυθεί και να λιώσει ακόμη μια
φορά. «Αγάπη μου», ψιθύρισε «αγάπη της ζωής μου», λες κι αυτές οι τετριμμένες λέξεις είχαν
αποκτήσει τώρα άγνωστο περιεχόμενο και διαστάσεις, λες και αυτή ήταν η πρώτη γυναίκα που τις
 πρόφερε στην ιστορία της ανθρωπότητας, του χάιδεψε τα μαλλιά, λες κι ήταν αυτό το πρώτο χάδι
στην αυγή του κόσμου. Και άρχισε μετά να φιλάει, να γλείφει, να δαγκώνει, αργά, πολύ αργά και
 μεθοδικά, να μυρίζει και να γεύεται την επιδερμίδα στις γάμπες του, στα γόνατά του, σε κάθε
 εκατοστό του σώματός του. Ενώ ένιωθε μια υπέροχη έξαρση ως τον ουρανό, ενώ μούδιαζε ολόκληρη
από χαρά και προσδοκία.

Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Έρημο νησί στην άκρη του κόσμου


Είχαν κοινή καταγωγή, τον ίδιο κωδικό αριθμό στη δημιουργία του κόσμου. Κωδικό για το πνεύμα και το σώμα, κωδικό για την ψυχή. Που ρέουν, μεταβάλλονται και εξελίσσονται και παίρνουν χίλιες δυο μορφές, μα παραμένουν πάντα ίδια στην ουσία τους. Αρσενικό και θηλυκό, άνδρας και γυναίκα, κόκκινο και κόκκινο, κόκκινο όπως το κόκκινο της μεγάλης έκρηξης στον πυρήνα του σύμπαντος δισεκατομμύρια χρόνια πριν. Και τίποτα άλλο. Τα δύο σε ένα, πλασμένα από το ένα, ταγμένα να γίνουν και πάλι ένα. Ίσως φωτεινές ακτίνες του ίδιου ήλιου στο διάστημα, δροσερό νερό από την ίδια βουνοκορφή στο ποτάμι, φύλλα του ίδιου ανθισμένου δέντρου στις κοιλάδες του πλανήτη. Πολύχρωμα ψάρια στο ίδιο ωκεανό, εξωτικά πουλιά στο ίδιο δάσος των τροπικών, λευκές αρκούδες με το ίδιο χνώτο την παγωμένη ερημιά των πόλεων, πρωτόγονοι άνθρωποι στο βάθος της ίδιας σκοτεινής σπηλιάς.

(Η ερωτική ιστορία του Φάνη και της Αλκμήνης που φτάνει σε εκρηκτικό σημείο και καταλήγει σε αδιέξοδο. Κοινωνικές συνθήκες γνωστές σε όλους μας που φτάνουν σε εκρηκτικό σημείο και καταλήγουν σε αδιέξοδο. Καυτά προβλήματα της καθημερινής ζωής που δεν θέλουμε να δούμε ή δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε. Οι δύο ερωτευμένοι και άλλοι τρεις ναυαγοί που, εντελώς τυχαία, βρίσκονται αποκλεισμένοι σε ένα έρημο νησί στην άκρη του κόσμου. Και αναζητούν μια λύση. Στην πραγματικότητα ή πέρα από αυτή. Το έρημο νησί που μπορεί να είναι το σπίτι μας, το γραφείο μας, η γειτονιά μας, το κέντρο της πόλης μας. Εκεί που ο καθένας μας παραμένει έγκλειστος και ναυαγός).