Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

12 - Ιστορίες για ναυαγούς


«Στη θέση αυτής της σύγχρονης οικοδομής με τα γραφεία των δικηγόρων και των
 συμβολαιογράφων, ή και της πλαϊνής μαζί, με τη μεγάλη ασφαλιστική εταιρία, γωνία
Μητροπόλεως και Ρογκότη, βρισκόταν κάποτε το καφενείο Κεντρικόν. Ήταν ένα
 διώροφο κτίσμα δίπλα στο πενταόροφο, νομίζω, ξενοδοχείο Ριτζ που εμένα μου
 φαινόταν τότε σαν ουρανοξύστης. Εκείνο όμως που μου άρεσε να σηκώνω το κεφάλι
 και να χαζεύω ήταν το μέγαρο Στάιν λίγο πιο κάτω, στη Βενιζέλου, με τη γαλάζια 
σφαίρα που άναβε το βράδυ επάνω στην ταράτσα του.

Πως σου καρφώνονται μερικά εντελώς ασήμαντα πράγματα στη μνήμη! Θυμάμαι
 ακόμη το 22-66 που ήταν το τετραψήφιο τηλέφωνο του καφενείου. Το είχε ανοίξει
 γύρω στο 1930 ο αδελφός του παππού μου με πείρα στη δουλειά από τα τρία καφενεία
 που είχε στην Οδησσό μέχρι την επανάσταση του 1917. Από κει είχε φύγει στην Πόλη,
 όπου έμεινε μέχρι την καταστροφή το 1922, για να περιπλανηθεί μετά στον Βόλο και
 τον Πειραιά και να καταλήξει στη Θεσσαλονίκη.

Μυστήριο που είναι αυτό το κάποτε, άλλοτε μου φαίνεται μια αιωνιότητα πριν και
 άλλοτε πως ήταν μόλις χθες. Ή, με τρόπο παράδοξο, πως θα υπάρχει και αύριο το
 πρωί όταν ξυπνήσω. Τότε, βέβαια, η οδός Μητροπόλεως ονομαζόταν Φραγκλίνου 
Ρούζβελτ, τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν ήταν μετρημένα, η πλατεία μια ερημιά
 κι εγώ δεν ήμουν παρά ένα κοριτσάκι της γειτονιάς με χλομά μάγουλα, με κοτσίδες 
και κοντά καλτσάκια».

Ήταν και οι πέντε καθισμένοι ή μισοξαπλωμένοι αναπαυτικά στις πολυθρόνες και
 στον καναπέ του προθαλάμου, το γατάκι χουρχούριζε με τσιτωμένα αυτιά στην
 αγκαλιά της Ελένης, και η Άντα είχε δεχθεί να αρχίσει με τη δική της ιστορία για
 ναυαγούς. Με σβησμένο το φως, τη γλυκιά εκείνη ώρα που ο τεράστιος πορφυρός 
δίσκος βούλιαζε πίσω απ’ τα βουνά και το θαλασσινό αεράκι έμπαζε λιμανίσια ομίχλη
και μισοσκόταδο απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Ίσως και τις σκιές όλων εκείνων που
 κάποτε είχαν ζήσει σ’ αυτή την πόλη.  

«Εγώ ήμουν παιδί του ανεψιού του, που τον είχε σαν γιο, και με αγαπούσε πάρα πολύ.
 Με φρόντιζε με μεγάλη τρυφερότητα, όχι μόνο στο σπίτι αλλά και όταν πηγαίναμε με 
τη γιαγιά μου να τον επισκεφθούμε στο καφενείο. Ακόμη έχω στα ρουθούνια μου την
έντονη μυρωδιά του καφέ και στ’ αυτιά μου τον ήχο από τα πούλια και τα ζάρια στο τάβλι καθώς 
ανοίγαμε την πόρτα.

 Ήταν ένα άνετο, ευρύχωρο καφενείο με καλογυαλισμένα τραπέζια και καρέκλες και με
 μεγάλα άσπρα φωτιστικά που κρέμονταν απ’ το ταβάνι. Στο βάθος ήταν ο μπουφές, 
λίγο σκοτεινός με ένα φεγγίτη από πάνω. Δεξιά η καρβουνιά για τον καφέ και από 
δίπλα κρεμασμένα σωρός τα μπακιρένια μπρίκια.

Άρχοντας του μπουφέ ήταν ο κυρ- Απόστολος ή Μαστραπόστολος όπως τον φώναζαν
 όλοι. Τον θυμάμαι σοβαρό-σοβαρό με την άσπρη μπλούζα και τον ψηλό σκούφο του
 να πλένει τα ποτήρια και μετά να τα περνάει με ξίδι. Να φτιάχνει καφέ χώνοντας 
ολόκληρο σχεδόν το μπρίκι μέσα στη χόβολη.

Πολλές φορές μου είχε ψήσει και ψαράκια. Τα αγόραζε ο παππούς από τους
 ερασιτέχνες ψαράδες που έριχναν τις πετονιές τους στα τότε καθαρά νερά του 
λιμανιού, καθισμένοι πάνω στο μονίμως αγκυροβολημένο πλοίο που έδινε ρεύμα στη 
Θεσσαλονίκη. Ο παππούς τα καθάριζε και με τάιζε με μεγάλη υπομονή σε ένα τραπέζι 
απέναντι απ’ τη μάρκα. 

Η μάρκα ήταν ένα κυκλικό έπιπλο υπερυψωμένο λίγο πριν μπεις στον μπουφέ. Εκτός
 από τις μάρκες, είχαν ακουμπήσει επάνω του το τετράγωνο μαύρο τηλέφωνο και 
τρεις-τέσσερις άσπρες σουπιέρες με καπάκι που είχαν μέσα γλυκά του κουταλιού και 
την πιο μεγάλη λαχταριστή βανίλια. Παραδίπλα ήταν τα λουκούμια.

Παρόλο που ήμουν λιγόφαγη, στη βανίλια, το υποβρύχιο καλέ, έκανα μια εξαίρεση.
 Έτρωγα το πρώτο και μετά έκανα πως δεν ήθελα άλλο κάτω από το αυστηρό βλέμμα
 της γιαγιάς μου. Όμως ο Γιάννης, ένας σερβιτόρος που τον θυμάμαι από μικρή μέχρι
 μεγάλη, ένα λεπτό, μελαχρινό, καλόκαρδο παιδί με μια ελιά στο μάγουλο, μου έφερνε 
από μόνος του και δεύτερο υποβρύχιο.

Ο παππούς μου είχε και συνεταίρο, τον κύριο Νίκο, έναν ροδομάγουλο καλοσυνάτο 
άνθρωπο με στρόγγυλα γυαλάκια, που είχε γιους μεγαλύτερους από μένα. Όταν
περνούσαμε με τη γιαγιά και τύχαινε να είναι εκεί ο κύριος Νίκος, χωρίς να με 
ρωτήσει πήγαινε και μου έβαζε δυο υποβρύχια μαζί.

Ο παππούς πέθανε μια μέρα πολύ νέος μέσα στο καφενείο και συνέχισε τη δουλειά ο
 πατέρας μου. Πιο συχνά πηγαίναμε με τις αδελφές μου το καλοκαίρι που έβγαζαν
 τραπέζια στην Πλατεία Ελευθερίας. Ερχόταν κι ένας φίλος του μπαμπά με τη γυναίκα 
και τον γιο του και περνούσαμε τα βράδια παρέα. Άλλες φορές με έπαιρνε η γιαγιά μου
 στον επιτάφιο του Αγίου Μηνά που έβγαινε νωρίς το απόγευμα και περνούσε μπροστά
από το καφενείο ή στην ανάσταση που γινόταν πάνω σε εξέδρα της πλατείας. Μια από
 τις τελευταίες φορές μου στη πλατεία ήταν όταν περνούσε ο σπούτνικ μια ορισμένη
 ώρα και μαζεύονταν πολύς κόσμος για να τον δει.  

Έτσι κι αλλιώς η επιλογή που κάνει το μυαλό μας απ’ τα μύρια όσα έχουμε ζήσει 
παραμένει ένα μυστήριο.  Έχω ξεχάσει πολύ σοβαρά πράγματα και θυμάμαι άλλα
εντελώς ασήμαντα. Ίσως η αξιολόγηση των μεγάλων να είναι διαφορετική από εκείνο
 που φαντάζει σημαντικό στα μάτια ενός παιδιού και εντυπώνεται μια για πάντα».

Η Άντα ανακάθισε, έπιασε το πηγούνι της και κοίταξε του άλλους τριγύρω με μάτια 
που, μέσα στο μισοσκόταδο, έμοιαζαν εκπληκτικά με εκείνα τα απορημένα κι έκθαμβα
 του παιδιού που είχε υπάρξει κάποτε.

«Αυτή είναι μια απλή αληθινή ιστορία που μάλλον είναι ιστορία και πολλών άλλων
 ανθρώπων της πόλης.  Θα μου πείτε τώρα τι σχέση έχει με ναυαγούς. Νομίζω ότι όλοι 
εμείς που φτάσαμε σε κάποια ηλικία, έχουμε ναυαγήσει δυο φορές, στο τότε και στο
 τώρα. Είμαστε ναυαγοί σ’ εκείνο που κάποτε αγαπήσαμε και δεν υπάρχει πια και πάλι
 ναυαγοί σ’ αυτό που υπάρχει. Σε μια πατρίδα από ήχους, από χρώματα και μυρωδιές
και γεύσεις, όπου τώρα κατοικούν φαντάσματα, και σε μια ξένη χώρα, όπου κατοικούν
 πλάσματα αλλότρια κι ακατανόητα και τέρατα μηχανικά».

«Ωραία ιστορία» είπε η Αλκμήνη και όλοι χειροκρότησαν. «Ρομαντική και 
ανθρώπινη. Πες τε μου μόνο,αν θέλετε καφέ ή πορτοκαλάδα. Να σας περιποιηθώ».

 «Κι εγώ κάπως έτσι νιώθω», είπε μετά το διάλειμμα ο κυρ-Θανάσης. «Το καφενείο το
 ήξερα και μου άρεσε. Είχε μια αρχοντιά. Τα παλιά τα χρόνια πήγαινα μερικές φορές
 εκεί και έπινα καφέ με φίλους». 

«Με συγκίνησε η ιστορία της Άντας», πήρε τη σκυτάλη ο Φάνης ανάβοντας τσιγάρο,
 «μπορώ να καταλάβω πώς αισθάνεται». Έπιασε το σταχτοδοχείο που του άπλωσε ο
κυρ-Θανάσης και συνέχισε. «Εγώ θα σας διηγηθώ κάτι εντελώς διαφορετικό και 
καθόλου ρομαντικό. Πριν σας συναντήσω στην είσοδο το πρωί, έλεγα στην Αλκμήνη
 κάτι λίγα για το μνημείο που βρίσκεται στο κάτω μέρος της πλατείας κοντά στην 
προκυμαία. Το μνημείο αυτό συνοψίζει μια ιστορία για ναυαγούς που αρχίζει πολύ 
παλιά, στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα μάλλον, και φτάνει στο τραγικό 
αποκορύφωμά της περίπου τετρακόσια πενήντα χρόνια αργότερα.

Είναι γνωστό ότι η μεγαλύτερη κοινότητα της πολυφυλετικής Θεσσαλονίκης κατά την 
Οθωμανική αυτοκρατορία, ίσως και μετά την κατάληψή της από τον ελληνικό
στρατό το 1912 ως τη μικρασιατική καταστροφή το 1922, ήταν η εβραϊκή. Αυτοί που 
έλεγχαν την οικονομία της πόλης ήταν οι πρόσφυγες που είχαν έρθει διωγμένοι από την Ισαβέλλα και την καθολική Ισπανία.  

Κατά τη γερμανική κατοχή, λοιπόν, την ογδόη Ιουλίου του 1942, εδώ κάτω που
 βρίσκονται τώρα παρκαρισμένα ή εγκλωβισμένα τα αυτοκίνητα, ο στρατιωτικός
 διοικητής της πόλης έδωσε εντολή να παρουσιαστούν όλοι οι άρρενες εβραίοι ηλικίας
 από 18 ως 45 ετών, για να εγγραφούν στα μητρώα. Όποιος ανήκε στην εβραϊκή φυλή 
θα θεωρούνταν εβραίος, ανεξάρτητα από το μετέπειτα θρήσκευμά του. Η φήμη που 
κυκλοφόρησε ήταν ότι θα χρησιμοποιούσαν τους άνδρες  ως εργατικά χέρια σε
δημόσια έργα, για την κατασκευή δρόμων και αεροδρομίων.

Έτσι, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν στις οκτώ το πρωί του Σαββάτου, στη γυμνή τότε
 πλατεία κάτω απ’ τον ήλιο εννιά χιλιάδες εβραίοι και σχημάτισαν γραμμές για να
καταγραφούν ονομαστικά. Σοβαροί, καλοντυμένοι, ευπειθείς. Και τρομοκρατημένοι.
 Μαζεύτηκε κι ένα τεράστιο πλήθος για να παρακολουθήσει το θέαμα, όπως στις
 δημόσιες εκτελέσεις ή στις ρωμαϊκές αρένες, ενώ απ’ τα μπαλκόνια και τις ταράτσες 
των κτιρίων τριγύρω οι γερμανοί έβγαζαν φωτογραφίες. Το μαρτύριο των άλλων ως 
τουριστικό αξιοθέατο. Και ως ανακουφιστική επιβεβαίωση ότι εμείς είμαστε εντάξει,
 δεν κινδυνεύουμε».

Έριξε μια ματιά στο τσιγάρο του που είχε πια γίνει μια στήλη στάχτης ως το φίλτρο στο
 τασάκι, γύρισε το κεφάλι ύστερα προς το παράθυρο σαν να ήθελε να αποφύγει τα
 βλέμματα των άλλων, και συνέχισε ελαφρά συνοφρυωμένος.          

«Κάπου μέσα στο πλήθος βρισκόταν και ο πατέρας μου που ήταν υπάλληλος στο
 λιμάνι. Και είδε τυχαία ότι ένας από τους νεαρούς εβραίους της πλατείας ήταν ο 
Ερρίκος, ο διπλανός του στο θρανίο του γυμνασίου και καλός του φίλος. Ένα γλυκό,
 ευγενικό παιδί που διάβαζε πολύ και ονειρευόταν να ταξιδέψει και να γράψει. 
Προσπάθησε να του κάνει νοήματα, να τον ενθαρρύνει, πόνεσαν τα πόδια του να 
χοροπηδάει πίσω από τα κεφάλια των άλλων, αλλά ήταν πολύς ο κόσμος και 
προσπάθεια αποδείχτηκε μάταιη.    

Μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες τούς απαγόρευσαν
 να πιουν αναψυκτικά, τους ταπείνωσαν, τους έβαλαν να κάνουν ασκήσεις 
γυμναστικής. Ξύρισαν τη γενειάδα ενός ραβίνου, έναν άλλο τον ανάγκασαν να 
συζητήσει το Ταλμούδ ενώ τον έδερναν. Τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους για
την τελική λύση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα κρεματόρια που όλοι ξέρουμε.
Ίσως από τα εκατομμύρια που μαρτύρησαν εκεί, μερικοί απ’ αυτούς να ήταν ανάμεσα 
στους ελάχιστους που επιβίωσαν και γύρισαν, βρήκαν καταφύγιο αργότερα στο Ισραήλ
 ή σκορπίστηκαν σε όλο τον κόσμο. Ο πατέρας μου έψαξε τον Ερρίκο μα δεν τον
βρήκε πουθενά.

Το μνημείο του ολοκαυτώματος, που μεταφέρθηκε στην πλατεία από άλλη περιοχή της
 πόλης είναι ένα κουβάρι ανθρώπινο με γυμνά μέλη που σπαράζουν και υψώνουν
 επίκληση στον ουρανό. Μα ποιον μπορεί να ενδιαφέρει πια»;  

«Φοβερό», είπαν χαμηλόφωνα οι άλλοι.

«Το πιο φοβερό για μένα», επέμεινε ο Φάνης, «ήταν πως μια ωραία πρωία που λένε, 
ανύποπτοι άνθρωποι, κοινοί και καθημερινοί σαν κι εμάς, άνδρες, γυναίκες και 
παιδιά, οι φίλοι, οι γνωστοί μας, οι συνάδελφοι, οι γείτονες, αναγκάστηκαν να τα 
εγκαταλείψουν όλα και να φύγουν στοιβαγμένοι στα τραίνα για το μεγάλο ταξίδι προς 
το τίποτα, για τα βασανιστήρια και τον θάνατο. Το πιο φοβερό ήταν το ξαφνικό 
ναυάγιο της ίδιας της ύπαρξής τους».   

«Σαν πολύ στο βαρύ δεν το έχουμε ρίξει, βρε παιδιά;», παρενέβη ο κυρ-Θανάσης, «θα
 μας πιάσει καμιά μελαγχολία. Kαι μια και μάλλον έχει έρθει η σειρά μου, αφήστε να 
σας πω εγώ μια ιστορία για κάποιον ναυαγό που δεν είχε τόσο κακό τέλος. Και να 
ξέρετε ότι είμαι γερά προπονημένος στα παραμύθια από την εγγονή μου. Μα και στις
 ιστορίες της καθημερινής ζωής που είναι πιο απίστευτες».  

«Ναι, ναι, Θανάση μου, πες μας κάτι διαφορετικό να ελαφρύνει λιγάκι η ατμόσφαιρα»,
 συμφώνησε διαχυτικά η Άντα.

Δεν είναι απίθανο να μην πρόσεξαν οι μεγάλοι ότι, στην προσφώνηση της Άντας, το 
καθιερωμένο «κυρ» του παλιού υδραυλικού είχε αντικατασταθεί από ένα θερμό έως 
τρυφερό «μου», η Ελένη όμως το γράπωσε αμέσως στον αέρα σαν μπαλάκι του πινγκ 
πονγκ. Παραξενεύτηκε λιγάκι στην αρχή, το σκέφτηκε και μάλλον χάρηκε μετά, το 
καταχώρησε επιμελώς στο μυαλουδάκι της και αποφάσισε να θέσει την κατάσταση στο 
εξής υπό διακριτική παρακολούθηση με μισόκλειστα βλέφαρα ή πλάγιες ματιές.

Μια φορά κι έναν καιρό», συνέχισε ο συνταξιούχος τεχνίτης, «ήταν ένα παιδί στις 
δυτικές συνοικίες της πόλης. Ξέρετε, από κείνα της εργατιάς που η μοίρα τους είναι
γραμμένη στο μεγάλο κιτάπι και δεν αλλάζει με τίποτα. Το παιδί τα έπαιρνε τα 
γράμματα, διάβαζε ότι έπεφτε στα χέρια του και ήταν από τους πρώτους στο σχολείο. 
Ήθελε να προχωρήσει και να κάνει κάτι σπουδαίο στη ζωή. Μα έλα που τότε το 
πανεπιστήμιο εκτός από τα βιβλία χρέωνε και δίδακτρα, ο πατέρας του είχε μείνει 
ανήμπορος από εργατικό ατύχημα και έπρεπε αυτός να βγει και να δουλέψει. Άφησε 
λοιπόν τα όνειρα κατά μέρος, κατάφερε να τελειώσει την τεχνική σχολή κι άρχισε να 
ξεβουλώνει νεροχύτες και αποχετεύσεις. Δεν άφησε όμως το διάβασμα, για να 
ξεβουλώσει λιγάκι και το νιονιό του.

Πέρασε μερικά χρόνια με το μεροκάματο και τις αδιάφορες κουβέντες, παλεύοντας με 
τις βρωμιές, με τα σίδερα και τις λαμαρίνες, ναυαγός σε ένα έρημο νησί όπως το λέτε. 
Στην ίδια τη γειτονιά του. Ο νέος μας ένιωθε ότι είχαν πάει τζάμπα τα προσόντα του,
 μια και δεν είχε καταφέρει να κάνει εκείνο το καλύτερο που λαχταρούσε. Από την
 απογοήτευση κόντευε πια να πέσει σε μεγάλη στενοχώρια, ως και αρρώστια.

Στην ατυχία του όμως είχε και μια μεγάλη τύχη. Να τον αγαπήσει ένα κορίτσι, από 
κείνα με ανοιγμένα όλα τα πανιά που σώζουν τους ναυαγούς και κάνουν τα έρημα 
νησιά να ανθίσουν. Καλά τα λέω; Η Μαρία, λοιπόν, του είπε ότι ήταν περήφανη για 
κείνον γιατί είχε μάθει πολλά μόνος του και χωρίς βοήθεια, γιατί ήταν ικανός στη
 δουλειά του και, πάνω απ’ όλα, γιατί ήταν καλό παιδί και αγαπητό στη γειτονιά. Τον
 έκανε να χαμογελάσει, να εκτιμήσει τον εαυτό του και να σηκώσει ψηλά το κεφάλι.  

Του είπε ακόμη ότι το όνομά του και το όνομά της μπορεί να ήταν κοινά, το 
επάγγελμά του και το επάγγελμα της μόνο για το ψωμί, κι η καθημερινή ζωή τους 
συνηθισμένη, αλλά υπήρχε κάτι που τους έδινε ένα άλλο άρωμα, κάτι που τα έκανε όλα 
σπάνια και εξαιρετικά. Το μαντέψατε, η αγάπη, η αληθινή αγάπη.    

Αισθάνονταν ήδη σαν να είχαν αποκτήσει μεγάλο πλούτο, σαν να είχαν σπίτια,
 εξοχικά, αυτοκίνητα, κοσμήματα, και πολύ περισσότερα. Ο υδραυλικός μας κοίταζε τη
 γυναίκα του στα μάτια και δεν ζητούσε άλλα πολλά. Με την αγάπη της Μαρίας και για
 την αγάπη της Μαρίας έζησε τη ζωή του. Και δεν μετάνιωσε. Είχε μάθει να αγαπάει 
το έρημο νησί του και το νησί, με παράξενο τρόπο, έπαψε πια να είναι έρημο».  

«Και μετά;» τόλμησε να ρωτήσει η Ελένη.

Ο κυρ-Θανάσης δάγκωσε το κάτω χείλος του…. «Κάποτε τη Μαρία τη χτύπησε μια 
αρρώστια από κείνεςπου δεν γιατρεύονται. Βασανίστηκε αλλά δεν έχασε το θάρρος 
της. Ο άντρας της στάθηκε πλάι της και τη φρόντιζε σαν μικρό παιδί ως το τέλος». 
Στην αίθουσα επικρατούσε μια σιωπή γεμάτη συγκίνηση. «Όταν πέθανε η Μαρία πριν 
λίγο καιρό, στην αρχή ο συνταξιούχος πια υδραυλικός ένιωσε μόνος κι έρημος στον
κόσμο. Ναυαγός ξανά; Στην αρχή ναι. Κι απελπισμένος. Μετά όμως κατάλαβε πώς 
πάλι πλούσιος ήταν. Είχε τα παιδιά τους και την εγγονή τους. Τι λέτε, λίγο είναι αυτό;»

«Ωχ, ωχ», έκανε Ελένη, πνίγοντας με την παλάμη το επιφώνημα, καθώς είδε την Άντα
 να πετιέται επάνω, να αγκαλιάζει τον κυρ-Θανάση και να τον φιλάει απολαυστικά στο
 μάγουλο. «Μπράβο, μπράβο», φώναξαν οι άλλοι, «το αξίζει και με το παραπάνω». 
Μόνο όμως η Ελένη πρόσεξε ότι η Άντα έκρυβε ένα δάκρυ.

«Συγνώμη, ρε παιδιά», ψιθύρισε τώρα ο κυρ-Θανάσης, «το ξέρω ότι ακούγεται σαν τις
 παλιές ελληνικές ταινίες, μελόδραμα ή κάτι τέτοιο, αυτή ήταν όμως η ζωή μου,
να μην την πω;»

«Μια χαρά έκανες», τόνισε ο Φάνης. «Καιρός ήταν να ακούσουμε και μερικές ωραίες
 αλήθειες, όπως κι αν ονομάζονται. Νομίζω όμως ότι είναι επιτέλους η σειρά της 
Ελένης που έχει πιο πρόσφατες τις ιστορίες και είναι μεγάλη παραμυθατζού».

Η μικρή ένιωσε όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω της κι έμεινε για λίγο διστακτική 
με κατεβασμένο το κεφάλι και μάγουλα που είχαν ελαφρά κοκκινίσει.

«Έλα, καλέ Φάνη», έκανε μετά με χαμηλή φωνή, ξύνοντας τη μύτη της κι  ύστερα 
πλέκοντας τα δάχτυλα στο φόρεμά της. «Καλά η σειρά μου αλλά μπορώ εγώ να πω την
 τελευταία ιστορία»;

Η Αλκμήνη ένιωσε τη δυσκολία της μικρής και βιάστηκε εκείνη να μιλήσει. «Ακούστε
εμένα τώρα που θα σας διηγηθώ την ιστορία του χαμένου καπετάνιου. Μια φορά κι 
έναν καιρό, λοιπόν, ήταν ένας πλοίαρχος, ένας καπετάνιος του εμπορικού ναυτικού. 
Με καταγωγή από τα Δωδεκάνησα κι από τη μεγάλη ναυτική παράδοση της χώρας 
μας. Η οικογένειά του ζούσε σ’ αυτήν εδώ την πόλη, όμως εκείνος ταξίδευε, ταξίδευε 
συνεχώς με το πλοίο του ως τα πέρατα του κόσμου. Ήταν ψηλός και ηλιοκαμένος, με 
μάτια στο χρώμα της θάλασσας. Μα πιο πολύ ήταν δυνατός και αυστηρός, αγέρωχος. 
Γιατί ο καπετάνιος είναι ο κυβερνήτης, ο θεός του πλοίου, υπεύθυνος για το καράβι
 και το φορτίο και, ιδίως, για το πλήρωμά του.

Ο καπετάνιος αγαπούσε την οικογένειά του με μια ήρεμη, σιωπηλή αγάπη, λάτρευε 
την πιο μικρή από τις τρεις κόρες του που πάντα τον περίμενε πως και πως να γυρίσει 
από τα ταξίδια του. Ερωτευμένος όμως ήταν με τη θάλασσα. Ήταν ένας παράξενος 
ναυαγός που είχε διαλέξει εκείνος το έρημο νησί του, τη γέφυρα του πλοίου του. 

Ένα βράδυ, λοιπόν, με απόλυτη νηνεμία και καθαρό ουρανό στη μέση ενός μακρινού 
ωκεανού, τότε που λες πως η σιγή είναι μουσική, τότε που κατεβαίνουν τ’ άστρα και 
μπλέκονται με τα άλμπουρα του πλοίου, εκεί που ήταν σκυμμένος πάνω από τα 
όργανα στη γέφυρα, σαν να ένιωσε μια έντονη υγρασία και να άκουσε ένα θρόισμα στο
 δάπεδο. Σήκωσε το κεφάλι και είδε να λάμπει μπροστά του ένα μαγευτικό γυναικείο 
πλάσμα.  Αέρινο, διάφανο, ρευστό, βαθύ γαλάζιο απ’ τα μαλλιά ως τα νύχια των 
ποδιών του. Ταυτόχρονα, τον τύλιξε ένα άρωμα αψύ και ερεθιστικό, μεθυστικό.   

Χωρίς ούτε μια λέξη, ούτε ένα ήχο, η άγνωστη γυναίκα άφησε το φόρεμά της να πέσει
 κάτω και έμεινε απόλυτα γυμνή, γαλάζια όμως και πάλι ολόκληρη, τον πλησίασε και 
τύλιξε τα χέρια της στον λαιμό του. Την αγκάλιασε και ο καπετάνιος κι ενώθηκαν, οι 
δυο τους έγιναν μία φλόγα που δεν έσβηνε.

Ήταν κοντά χαράματα όταν ξύπνησαν, μια κατασκότεινη ώρα, και τότε ο καπετάνιος 
άκουσε τη γυναίκα να του ψιθυρίζει σαν από μέσα του. «Πες με γοργόνα ή νεράιδα ή 
ότι άλλο θέλεις. Είμαι ένα πλάσμα του νερού και ήρθα για να εκπληρώσω τη βαθύτερη 
επιθυμία σου. Από το έρημο νησί σου, να επιστρέψεις στην πατρίδα. Τώρα πια ανήκεις
 σε μένα, ανήκεις οριστικά στα βαθιά, τα απύθμενα  της θάλασσας, καιρός πια να 
επιστρέψεις σε κείνη που σε γέννησε, εκείνη που κάποτε γέννησε ολόκληρο τον 
κόσμο».

«Με περιμένουν γυναίκα και παιδιά», είπε εκείνος, «και η μικρή μου αγαπημένη 
κόρη».

«Θα μάθουν να ζουν μόνοι τους», είπε το ξωτικό, «μόνοι τους και με την ανάμνησή
 σου, αυτό είναι το πεπρωμένο του ανθρώπου. Μόνος να γεννιέται, ανάμεσα σε 
χιλιάδες να ζει μόνος του και να πεθαίνει. Κι η κόρη σου η αγαπημένη, στο λέω εγώ, 
θα συναντήσει κάποτε και θα ερωτευτεί έναν άνδρα πραγματικό σαν κι εσένα».

«Το πλοίο μου, οι αξιωματικοί και οι ναύτες;»

«Σου υπόσχομαι ότι θα σωθούν. Και θα γυρίσουν στα σπίτια τους. Θα πουν ότι ο 
καπετάνιος τους χάθηκε στη θάλασσα ένα βράδυ, μα δεν θα ξέρουν την αλήθεια.
Ο καπετάνιος τους θα ζήσει για πάντα μαζί μου στην πατρίδα του, που είναι μια άλλη 
χώρα στα βάθη του ωκεανού».

«Ωραία αλλά κι αυτή θλιμμένη ιστορία», είπε ο Φάνης με έναν αναστεναγμό. 
«Σηκώνει τσιγάρο. Τώρα όμως δεν γλιτώνεις μικρό. Λέγε».  

«Εντάξει», δέχτηκε η Ελένη, «αλλά εγώ … δεν θα σας πω παραμύθι. Το μεσημέρι… 
που με πήρε ο ύπνος για μισή ώρα στη πολυθρόνα του δωματίου … είδα ένα όνειρο.
 Αυτό να σας πω».

«Καλό όνειρο ήταν ή κακό;», ρώτησε η Αλκμήνη με ενδιαφέρον.

«Δεν ξέρω… παράξενο, με τρόμαξε».

«Πάντως να ξέρεις ότι τα μεσημεριανά όνειρα δεν μετράνε», τόνισε καθησυχαστικά η 
Αλκμήνη, «το λέει κι ο ονειροκρίτης», πρόσθεσε με ένα σκωπτικό χαμόγελο. Πήγε και
 κάθισε κοντά της, της κράτησε απαλά το χέρι. «Έλα, εγώ είμαι εδώ, δεν πρέπει να
φοβάσαι».

«Δεν φοβάμαι τώρα, τότε φοβήθηκα … Πρώτα… βρισκόμασταν σε μια μεγάλη 
αμμουδιά με τους γονείς μου. Πρέπει να ήταν νησί το καλοκαίρι γιατί περνούσαν 
διάφορα πλοία στα ανοιχτά. Ο μπαμπάς με τη μαμά ήταν αγκαλιασμένοι όπως παλιά
 και χαμογελαστοί. Εγώ έτρωγα ένα παγωτό και έβρεχα τα πόδια μου στη θάλασσα. 
Ήταν απόγευμα και φυσούσε ένα γλυκό αεράκι…Ξαφνικά όμως ο αέρας δυνάμωσε κι 
έπεσε μια πυκνή ομίχλη, έτσι που δεν μπορούσα καλά-καλά να δω μπροστά μου. 
Γύρισα στους γονείς μου αλλά είχαν φύγει, είχαν χαθεί, δεν ξέρω τι είχαν γίνει.
 Προσπάθησα να τρέξω αλλά έμενα στη θέση μου ακίνητη, τα πόδια μου δεν 
ξεκολλούσαν από την άμμο. Είχα μια αγωνία ….

Κι ύστερα … ύστερα βρέθηκα μέσα σε ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία και φακέλους που
 έμοιαζε πολύ με το γραφείο αυτό, μόνο που ήμουν μόνη μου χωρίς εσάς. Το
 παράθυρο ήταν μισάνοιχτο αλλά ο αέρας που έμπαινε μύριζε απαίσια, σαν να ήταν 
κάπου ανοιχτός ένας βόθρος, είχα δυσκολία να αναπνεύσω…. Πρέπει να κατάλαβα ότι
 ήταν όνειρο γιατί προσπαθούσα να ξυπνήσω, να ξεφύγω…, αλλά δεν μπορούσα ότι κι 
αν έκανα. Ίδρωνα και έτρεμα, φοβόμουν. Πήγα κι άνοιξα την πόρτα, μετά έφτασα στο
 παράθυρο και έσκυψα να κοιτάξω έξω.

Είδα τότε να σέρνεται στον τοίχο και να ανεβαίνει απ’ την πλατεία  κάτω κάτι φρικτό.
 Σαν τεράστια σαρανταποδαρούσα ή φίδι από μέταλλο, κάτι σαν αμαξοστοιχία με 
πολλά βαγόνια…. σαν πολύχρωμος δράκος με λέπια, όχι, πώς το λένε; Mε … φολίδες,
 που έβγαζε καπνούς και φλόγες. Το ίδιο πλάσμα σκαρφάλωνε σαν κισσός και στ’ άλλα
 κτίρια απέναντι, σε μερικά είχε φτάσει ως τις ταράτσες. Έτρεξα γρήγορα στο βάθος του 
δωματίου και κρύφτηκα πίσω από μια βιβλιοθήκη. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. 
Μετά ακούστηκε ένας μεγάλος κρότος, έσπασαν όλα τα τζάμια και το τέρας άρχισε να 
μπαίνει μέσα. Απ’ το ανοιχτό του στόμα έσταζε αίμα …. Ξεχώριζαν ανάμεσα στα 
δόντια του κάτι σαν μέλη ανθρώπινα, χέρια, πόδια, κεφάλια, που είχε καταβροχθίσει. 
Έκλεισα τότε τα μάτια κι έβαλα τις τσιρίδες και … και βρέθηκα έξω, να πετάω ψηλά, 
πολύ ψηλά, ανάμεσα στα σύννεφα …

Ξάπλωσα ύστερα σε ένα κόκκινο σύννεφο, ήταν δροσερά, άνετα κι ωραία, επάνω
 έβλεπα τον γαλανό ουρανό και μακριά κάτω τα κτίρια, την πλατεία, το λιμάνι όλα τα
έβλεπα από ψηλά. Και τότε ήρθε και με ξύπνησε  η Αλκμήνη».  

«Πάει τώρα, πέρασε», ψιθύρισε η Αλκμήνη και της χάιδεψε πρώτα τα μαλλιά, μετά τον 
ώμο. «Ένας εφιάλτης ήταν που τον προκάλεσαν τα γεγονότα της μέρας και η 
εξάντλησή σου. Πίστεψε με, δεν σημαίνει τίποτα».

 «Ναι, δεν σημαίνει τίποτα», επιβεβαίωσαν κι άλλοι με μια φωνή. «Τέρατα και δράκοι που να τρώνε ανθρώπους υπάρχουν μόνο στα παραμύθια».