Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Η θέα απ' την εξέδρα

Τουλάχιστον χίλιους πεντακόσιους. Τόσους τους έβγαζα με μια ματιά από το βάθος της
ξύλινης εξέδρας και με εντελώς πρόχειρο υπολογισμό. Οι λιγότεροι καθισμένοι στις ψάθινες
καρέκλες του κυρίως υπαίθριου χώρου και οι πολύ περισσότεροι όρθιοι, σκούρα τσαμπιά ή
αλλεπάλληλες σειρές, μέσα και έξω από τη χαμηλή περίφραξη. Νέοι και γέροι, άντρες,
γυναίκες και παιδιά, οικογένειες ολόκληρες, ένα χαρούμενο πλήθος ημιαστικό και αγροτικό
ντυμένο στα καλά του, κάτοικοι της κωμόπολης και της ευρύτερης περιφέρειας.

Τα νούμερα έχουν σημασία. Ιδίως στον λογοτεχνικό χώρο, όπου καταμετράται η κάθε γραμμή
του κριτικού σημειώματος σε περιοδικό ή εφημερίδα για να διαπιστωθεί το συγκριτικό βάρος
που αποδίδεται εις ένα έκαστο συγγραφέα. Όπως καταμετράται και το κάθε κεφάλι στην
παρουσίαση ενός βιβλίου. Κεφάλια που συνολικά σπάνια ξεπερνούσαν τα τριάντα, ήδη
γνωστά και από το πίσω μέρος τους, σε μια οικογένεια ή φυλή με όλα τα μίση και τις
μικρότητες που γεννά η ομαδική πορεία προς την αθανασία, αντίστοιχες με τα κληρονομικά
και τα λοιπά εξ αίματος ή αγχιστείας.

Διάβασα τα ποιήματά μου, εισέπραξα πυκνά χειροκροτήματα, διανθισμένα με αραιά
σφυρίγματα επιδοκιμασίας, χαιρέτισα το κοινό και γύριζα προς την καρέκλα μου, όταν
σηκώθηκε δίπλα απ’ τα μουσικά όργανα πληθωρικά συγκινημένος ο Πάνος, με αγκάλιασε και
μου είπε, μπράβο, πολύ ωραία, άκουγαν όλοι ευλαβικά, μου άρεσε και η έκφρασή τους.

Μπορεί από τότε να έχω ξεχάσει τα ουσιώδη, θυμάμαι όμως ξεκάθαρα τις λεπτομέρειες. Και η
συγκεκριμένη λεπτομέρεια ήταν ότι ντράπηκα ακαριαία που ήταν αδύνατον να συμμεριστώ
τον ενθουσιασμό του. Ευχαριστώ, αλλά δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα, θα δεις και
μόνος, ψέλλισα μουδιασμένος και παραμέρισα για να προχωρήσει με τη σειρά του εκείνος στο
μικρόφωνο κοντά στην άκρη της εξέδρας.

Καλοκαίρι στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, με τους απόηχους ακόμη της μεταπολίτευσης
και πολύ πριν αρχίσει η επέλαση των ευπώλητων, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις ήταν στο
απόγειό τους και η ποίηση είχε ακόμη την τιμητική της. Έτσι, η Κίνηση μας είχε προσκαλέσει
στα Ελιμειακά, ένα παραδοσιακό φεστιβάλ ή τοπική γιορτή, που οργάνωνε στα Σέρβια της
Κοζάνης η φίλα διακείμενη πολιτικά δημοτική αρχή.

Η μέρα είχε αρχίσει με συγκέντρωση κοντά στον Φούρνο στο Λιμάνι, το εργαστήριο
αρτοσκευασμάτων και ζαχαροπλαστικής του Αριστείδη, στο σημείο που εκβάλλει η Κατούνη
στην Κουντουριώτου. Η δυναμική κοκκινομάλλα Στέλλα, μόνιμη γενική γραμματέας και
ψυχή της Κίνησης, η πιο συνεσταλμένη αφράτη μελαχροινή ΄Αννα με την ελιά στο
δεξίμάγουλο, κι ο αντιπρόεδρος Αριστείδης με το αυτοκίνητό του. Θα ταξιδεύαμε μέσω
Κατερίνης ενώ ο Πάνος θα ερχόταν μάλλον απ’ τα Γιαννιτσά και τη διαδρομή της Καστανιάς.

Καλός καιρός και καλύτερη διάθεση, κι εκεί που περιμέναμε, μεταξύ τοίχου και πορτμπαγκάζ,
να τελειώσει ο οδηγός μας τα επαγγελματικά του, εμφανίστηκε ξαφνικά η ΄Εφη, ιδιοκτήτρια
των γραφείων στη διπλανή πολυκατοικία, και μου είπε, τι γυρεύεις εσύ εδώ και για δες τι
σύμπτωση. Την ώρα εκείνη κατέφθασε ο Αριστείδης και τη χαιρέτισε με ένα, γεια σου, κυρά
Έφη, που μ’ έκανε να ανατριχιάσω γιατί την ήξερα απ’ τα δεκάξι της και ούτε τώρα την
είχαν πάρει δα τα χρόνια. Η Έφη άκουσε για καλλιτεχνικά και τα τοιαύτα και θέλησε να μου
δείξει τα μπατίκ της σ’ ένα άδειο γραφείο που χρησιμοποιούσε για εργαστήριο, αλλά εγώ
είπα, άλλη φορά, δεν προλαβαίνουμε, άσε που βρίσκομαι μόνον στον δεύτερο καφέ και δεν
έχουν ανοίξει καλά καλά τα μάτια μου.

Κοντά στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό λίγο αργότερα, ο Αριστείδης με ρώτησε, κοιτάζοντας
ερευνητικά στο καθρεφτάκι, από πού ήξερα την κυρά ΄Εφη (λες και είχα εισβάλει
απρόσκλητος στον μαχαλά του) και αν την είχα γκόμενα παλιά. Κι εγώ απάντησα
ενστικτωδώς, τίποτα τέτοιο, μια μαθητική γνωριμία είναι η ΄Εφη, ενώ σκεφτόμουν την τόσο
τρυφερή και άτυχη εφηβική μας ιστορία και πόσο βάναυσα ηχούν καμιά φορά λέξεις
οικείες και καθημερινές, ακόμη και χωρίς καμία πρόθεση από ανθρώπους συμπαθητικούς
όπως ο Αριστείδης.

Τι λέγαμε στη διαδρομή; Τι άλλο, πολιτιστικά και ανώδυνα προσωπικά. Ευχάριστα ήταν
γενικά, σταματήσαμε για καφέ και γλυκό του κουταλιού στη γιαγιά της ΄Αννας στην
Κατερίνη και συνεχίσαμε μέσα από λιβάδια και βουνά, από μέρη ωραιότατα που εγώ, ως
γνήσιο παιδί της ασφάλτου, έβλεπα για πρώτη μου φορά. Στα Σέρβια μας υποδέχτηκαν οι
εκπρόσωποι του δήμου, εγκάρδιοι και φιλόξενοι, ενημερωμένοι. Μας τάισαν, μας πότισαν, μας
χάρισαν από ένα αναμνηστικό πιάτο και μια μπάλα, μας έδωσαν και το περιοδικό τους.

Όταν καθίσαμε να ασχοληθούμε με τα διαδικαστικά της εκδήλωσης, διαπιστώσαμε ότι το
κυρίως πρόγραμμα ήταν να παίξει πρώτα ένα μουσικό συγκρότημα και να ακολουθήσουν οι
ποιητές. Αν γίνει έτσι, τους διέκοψα, φοβάμαι ότι θα μείνετε μόνον εσείς να μας ακούτε, οι
καρέκλες και τα δέντρα. Αιφνιδιάστηκαν, συμφώνησαν και προηγηθήκαμε.

Όπως ποτέ δεν αποδείχτηκε, είχα δίκαιο. Η ξύλινη κατασκευή ήταν τεράστια και τα
καθίσματα μας περίπου πέντε μέτρα πίσω απ’ το μικρόφωνο. Δροσερό αεράκι απ’ την
τεχνητή λίμνη, οι καθιερωμένοι χαιρετισμοί και ομιλίες από πάνω, ένας ψίθυρος, φωνές και
ήχοι της ζωής ανάκατα σαν βουητό από κάτω, και το κοινό αιχμάλωτο αφού, για να
απολαύσει τη μουσική, έπρεπε πρώτα να υποστεί τα ποιήματα. Όχι, δεν θυμάμαι ποια είχα
επιλέξει. Σίγουρα όμως δεν θα ήταν κι από τα πιο εγκεφαλικά. Ο Πάνος προτίμησε να
διαβάσει πεζό, ένα χιουμοριστικό απόσπασμα από βυζαντινή νουβέλα του, ακόμη
αδημοσίευτη.

Όταν λοιπόν, με την άνεση του βετεράνου, στάθηκα στο μικρόφωνο και άρχισα να διαβάζω εν
θερμώ, το μάτι μου μελετούσε εν ψυχρώ, πίσω απ’ τα χαρτιά, τις πρώτες δέκα, δεκαπέντε
σειρές των καθισμάτων. Βεβαίως κάποιοι φαίνονταν ελαφρά συγκινημένοι, άλλοι ήταν
απορ-ροφημένοι με ελαφρά ανασηκωμένο το κεφάλι (στην προσπάθεια να καταλάβουν;),
ενώ κάποιοι άλλοι παρακολουθούσαν χαλαρά ή κάθονταν σεμνοί και πειθαρχικοί με τα
γόνατα ευθυγραμμισμένα.

Εγώ όμως άλλα πρόσεχα. Μαυροφορεμένες ασπρομάλλες που έπλεκαν (του εγγονού, του
ξενιτεμένου ή του στρατιώτη), κορίτσια που ρουφούσαν αναψυκτικά με το καλαμάκι, αγόρια
που τους έριχναν ματιές όλο σημασία, χοντρές μαμάδες που φρόντιζαν στοργικά τα μωρά
τους, πιτσιρίκια που έπαιζαν κυνηγητό στους διαδρόμους ενώ οι μεγάλοι τα μάλωναν
χαμηλόφωνα. Και μια έντονη νοσταλγία να πλανιέται στην ατμόσφαιρα για την
πατροπαράδοτη και αδικοχαμένη ομοιοκαταληξία.

Το μουσικό συγκρότημα επιτέλους. Με τα τύμπανα και τα κύμβαλα να δίνουν το εναρκτήριο
λάκτισμα. Το κοινό να το υποδέχεται με αλαλαγμούς (περισσότερο προσμονής ή
ανακούφισης;) κι εμείς με αυτονόητα χαμόγελα εγκαρτέρησης, πρώτα από απόσταση
ασφαλείας κι ύστερα πίσω απ’ τα τζάμια. Η εκδήλωση είχε βέβαια μεγάλη επιτυχία, όπως μας
διαβεβαίωσαν αργότερα οι οργανωτές στον κάποιου είδους απολογισμό, που έγινε γύρω απ’
το γενναιόδωρο βραδινό τραπέζι. Συμπεράναμε, λοιπόν, ότι το κοινό θα είχε εκτιμήσει το
εκλεπτυσμένο χιούμορ του Πάνου και θα είχε ήδη εξοικειωθεί με τη σύγχρονη ποίηση.

Έμενε τώρα να αποφασίσουμε για τον γυρισμό. Καλύτερα αύριο πρωί ξεκούραστοι, πρότεινε η
Στέλλα και συμφώνησαν ο Αριστείδης και η Άννα. Παρά την επιμονή της, εγώ προτίμησα να
γυρίσω το ίδιο βράδυ με τον Πάνο γιατί είχα μία σειρά ραντεβού την άλλη μέρα στο πρωί στο
γραφείο. Μία ακόμη λεπτομέρεια που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι οι σχεδόν άμεσες φυσικές
συνέπειες της ευωχίας. Λίγο μετά την αναχώρηση μας κι ενώ διασχίζαμε τη νυχτερινή
ερημιά, ένιωσα μια έντονη σωματική παρόρμηση που γρήγορα εξελίχτηκε σε απεγνωσμένη
αναζήτηση. Για βενζινάδικο, εστιατόριο, παράγκα, για κάποια οποιαδήποτε ανθρώπινη
εγκατάσταση. Τελικά, η λύτρωση ήρθε στα τυφλά ανάμεσα σε θάμνους και πίσω από
πουρνάρια.

Θυμάμαι και ψηλά στην Καστανιά. ΄Ενα αυτοκίνητο σταματημένο από βλάβη με αναμμένο το
αλάρμ στη δεξιά πλευρά του δρόμου, και τους δυο νεαρούς που μας σταμάτησαν για να
ζητήσουν βοήθεια. Εγώ έσπευσα να ανοίξω την πόρτα μου ενώ ο Πάνος με μάλωσε διακριτικά
και δικαιολογημένα, λέγοντας ότι θα μπορούσα να τους μιλήσω κι απ’ το παράθυρο. Τελικά
τα παιδιά ήταν εντάξει, μάλιστα έμεναν κοντά στη γειτονιά μου στη Θεσσαλονίκη. Τα
παραλάβαμε, είπαμε πολύ λίγα μισονυστγμένοι και ο Πάνος τους άφησε στην Κάτω Τούμπα
πριν παραδώσει στην Άνω εμένα.

Μπορεί, επαναλαμβάνω, να έχω ξεχάσει εντελώς τα ουσιώδη. Τον συντονισμό και την
αρμονική συνεργασία των πολιτιστικών φορέων, την ανάπτυξη της πνευματικής ζωής στην
περιφέρεια, τους δημιουργούς που είναι πρωτοπόροι, την τέχνη που εξευγενίζει και ενώνει
τους ανθρώπους. Θυμάμαι όμως τις λεπτομέρειες. Παρόλο που η μπάλα έχει ξεφουσκώσει από
χρόνια, το πιάτο βρίσκεται κάπου καταχωνιασμένο, και μόλις χθες ερεύνησα βιβλιοθήκες και
ντουλάπια κι ανέσυρα σκονισμένο το περιοδικό, θυμάμαι ολοκάθαρα τη θέα απ’ την εξέδρα.
Την απορία, ίσως και δέος σε κάποια βλέμματα, κάποια αυθόρμητη χαρά σε άλλα, την πόρτα
που άνοιξα απερίσκεπτα στους άγνωστους μεσάνυχτα στην Καστανιά. Θυμάμαι ακόμη
χρώματα και μυρωδιές, θυμάμαι γεύσεις. Θυμάμαι ιδίως τα πρόσωπα, ένα ένα στην παρέα.
Κάτι ελάχιστο, χαμόγελο, ματιά ή γκριμάτσα, κάτι πολύτιμο και φωτεινό αποκλειστικά δικό
τους.