Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Προσβολή της δημοσίας αιδούς

(Γιάννης Γαΐτης Ανθρώπινες φιγούρες. Ακρυλικό σε καμβά)

Ψηλαφητά έψαξε τον παλιό διακόπτη ανατριχιάζοντας από την αίσθηση του γυμνού, ξεφλουδισμένου τοίχου. Το υπόγειο φωτίστηκε ασθενικά.  Μύριζε μούχλα, υγρασία, σύρριζα  στο απέναντι ντουβάρι ένας σιδερένιος σωλήνας έσταζε ρυθμικά. Κατέβηκε δυο σκαλοπάτια προσεκτικά και με δισταγμό μετακίνησε ένα μακρύ σανίδι ακουμπισμένο δίπλα. Πήλινη σόμπα σωστό μνημείο με ανάγλυφα πράσινα λουλούδια αριστοτεχνικά μπλεγμένα, αραχνιασμένες βαλίτσες πάνω στα στοιβαγμένα σώματα του καλοριφέρ και τις σκουριασμένες συσκευές κλιματισμού.  Ο μακρόστενος ραγισμένος καθρέφτης  ισορροπούσε αβέβαια  σαν ηλικιωμένος ακροβάτης της δεκάρας με την άκρη του χωμένη στην ξεχαρβαλωμένη ψάθα μιας καρέκλας. Κούνησε ένα μαύρο μπουρί και λέρωσε τα χέρια του. Εκεί που  πήγαινε να απελπιστεί, το πόδι του χτύπησε στο βαρύ, ακούνητο αντικείμενο. Το μπαούλο επιτέλους.

Το έσυρε με προσοχή στη μοναδική άδεια γωνιά, το ψηλάφησε, το περιεργάστηκε με συγκίνηση. Λαμαρίνα, πισσόχαρτο, δυο κλειδαριές, γερή κατασκευή, θα πρέπει να άντεξε στον χρόνο. Ξετρύπωσε ένα σφυρί και με δυνατά, αποφασιστικά χτυπήματα έσπασε τα λουκέτα. Σήκωσε το καπάκι, ευλαβικά σχεδόν.  Ήταν όλα στη θέση τους, διπλοτυλιγμένα σε χαρτιά και πανιά, άθικτα.
Κατανικώντας με κόπο την αδημονία του, ντύθηκε αργά και μεθοδικά με κάποια δικαιολογημένη αδεξιότητα. Πράσινες, μαλακές κάλτσες, μεταξωτό πουκάμισο, παντελόνι με φαρδειά ζώνη. Το σακκάκι κάπως βαρύ στην πλάτη,  η μακριά γραβάτα τον έσφιγγε  αλλά αισθανόταν τα παπούτσια καλά στα πόδια του.  Σαν τελείωσε κοίταξε στον καθρέφτη το είδωλό του κομμένο άνισα στα δύο από τη χαραγματιά, έκανε μια αστεία γκριμάτσα κι ύστερα χαμογέλασε με ικανοποίηση.  Έκλεισε το μπαούλο και το έσπρωξε με το πέλμα πίσω στη θέση όπου αναπαυότανε τόσον καιρό .
Μόλις βγήκε στον διάδρομο  κατέβασε τον ρυθμιστή θερμοκρασίας στους είκοσι βαθμούς κι η ατμόσφαιρα άρχισε να δροσίζει κάπως. Το περίεργο συναίσθημα όμως εξακολουθούσε να κυριαρχεί μέσα του.  Προχώρησε επιφυλακτικά προς την εξώπορτα.

Οι περισσότεροι έλειπαν, άλλοι κοιμόντουσαν … από μια ανοιχτή πόρτα είδα ένα ζευγάρι τρυφερά αγκαλιασμένο και βιάστηκε να απομακρυνθεί αθόρυβα.  Στάθηκε πλάι στη έξοδο σαν να  ’θελε να απωθήσει τους τελευταίους δισταγμούς του. Το σαλόνι φάνταζε διακοσμημένο με ζωηρά χρώματα … ομολογίες, συνθήματα, παραινέσεις, κραυγαλέες επικλήσεις ήταν γραμμένες, κολλημένες, σκαλισμένες παντού.

Άνοιξε αποφασιστικά και βγήκε στον δρόμο διασχίζοντας τον κήπο με τις ανθισμένες πασχαλιές. Καθυστέρησε μια στιγμή και μετά με βήμα αρκετά σταθερό κατηφόρισε προς την πλατεία. Πίσω του άκουσε πνιχτά γέλια και πρόλαβε να δει δυο κοριτσάκια – το ένα με ξανθοκόκκινες πλεξούδες και πρόσωπο γεμάτο φακίδες, το άλλο με κοντά καστανά μαλλιά – να τον δείχνουν με το δάχτυλο και να κρύβονται πίσω από ένα δέντρο. Σήκωσε τους ώμους.
Παρακάτω συνάντησε ένα ζευγάρι περασμένης ηλικίας και θαρραλέα το χαιρέτισε με κίνηση του κεφαλιού, συγχαίροντας ταυτόχρονα τον εαυτό του. Δεν του ξέφυγε το ύφος αποδοκιμασίας στο
 πρόσωπο του χοντρού , στόμα τραβηγμένο από τη μια μεριά που φούσκωνε περισσότερο το πλαδαρό μάγουλο, ούτε η έντονη δυσαρέσκεια της γυναίκας. Κάτι της είπε φωναχτά καθώς τον προσπεράσανε κι εκείνη φάνηκε να συμφωνεί. Κατάσταση είναι αυτή, δεν είναι κατάσταση αυτή, δεν άκουσε καλά. Προσπάθησε να μη δώσει και πολλή σημασία.

Συνέχισε βαδίζοντας μαλακά, ο καιρός ήταν όπως πάντα θαυμάσιος μολονότι πιο ζεστός απ’ ό,τι θα ήθελε. Η αδημονία, η περιπέτεια, δεν τον άφηναν να σκεφτεί τις ασχολίες της ημέρας.  Πέρασε την παλάμη του πάνω από το μανίκι και ένιωσε την ηδονική αφή του καλού υφάσματος. Ας μην το  πολυδείχνω, αποφάσισε κι άρχισε να σφυρίζει παράφωνα ένα γνωστό τραγουδάκι. Κάποιος τον κοίταζε μέσα από το παράθυρο με γουρλωμένα μάτια. Σαν έστριψε τη γωνιά και βγήκε στον κεντρικό δρόμο, ξεσηκώθηκε μεγάλο σούσουρο.  Φανερά ενοχλημένοι από την εμφάνισή του οι διαβάτες έκαναν σχόλια ειρωνικά, σαρκαστικά, περιφρονητικά ή απλώς εχθρικά. Λίγοι, ελάχιστοι πήραν το πράγμα στ’ αστεία. Μάταια προσπάθησε να διακρίνει στο βλέμμα τους κάποια νοσταλγική έκφραση. Σήκωσε το κεφάλι και προχώρησε κάνοντας τον αδιάφορο. Είκοσι βήματα πιο πέρα είδε τον λεπτό, ξανθό τύπο με την ουλή στο γόνατο να τραβάει ίσια επάνω του.
«Καλημέρα»                                                                                                                                               «Καλημέρα», επανέλαβε μηχανικά.                                      
«Τι κάνεις, όλα καλά;»                                                                                                                       
Η φωνή του έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον αλλά δεν του άρεσε ο αδιόρατα  συγκαταβατικός τόνος.
«Πολύ καλά», είπε άτονα, προσπαθώντας να μαντέψει τη συνέχεια.                              
  «Θα κατάλαβες ίσως πως είμαι ο επόπτης της εβδομάδας. Θα είχες αντίρρηση να πεταχτούμε μια στιγμή μαζί στο υπουργείο;»                                                                      
Έπρεπε να το περιμένει.                                                                                                               
«Ούτε λόγος», προθυμοποιήθηκε.
Το λευκό κτίριο  στο κέντρο μιας τεράστιας πλατείας ήταν σύγχρονό, κομψό και αέρινο σαν αττικός ναός. Μια πολύχρωμη επιγραφή φτιαγμένη με λουλούδια στόλιζε την είσοδό του.

                             ΥΠΟΥΡΓΕΊΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ  - ΤΜΗΜΑ ΗΘΩΝ                    
Η κοπέλα στην αίθουσα υποδοχής του έριξε ένα διφορούμενο βλέμμα, αρκετά έκπληκτο, που περισσότερο από κάθε άλλη αντίδραση τον έκανε να αισθανθεί άβολα. Σαν να τον πιάσανε να κάνει  κάποια αταξία. Φοβήθηκε μην κοκκινίσει. Στον ευρύχωρο προθάλαμο του τρίτου πατώματος , ο συνοδός του τον άφησε με μια φιλική χειρονομία.
Το θάρρος του είχε σχεδόν εξαντληθεί , θα προτιμούσε να βρίσκεται πίσω στο σπίτι και να πίνει καφέ συζητώντας όπως πάντα παθιασμένα με την παρέα. Περίμενε γύρω στα πέντε λεπτά ακολουθώντας με το νύχι τις γραμμές στην παλάμη του αριστερού χεριού και μετά ξύνοντάς το για να φύγει η φαγούρα. Από τότε που είχε καθιερωθεί το ελαστικό ωράριο, είχε κανείς όλη την άνεση να αντιμετωπίζει απρόοπτες ή αναμενόμενες μικροκαθυστερήσεις.

Μια μελαχροινή, νόστιμη γυναίκα με μικρά στήθη φάνηκε στο κατώφλι και του ένευσε. Μπήκε. Ο ρυθμιστής θερμοκρασίας θα πρέπει να ήταν ρυθμισμένος στους εικοσιεφτά – εικοσιοχτώ βαθμούς γιατί ίδρωνε. Απλώθηκε στη φαρδειά πολυθρόνα, βάζοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Γαλάζια μοκέτα κάλυπτε το πάτωμα, στο γυάλινο γραφείο αναρίθμητες σειρές κουμπιά, ένα ανθοδοχείο με κόκκινα τριαντάφυλλα, φωτογραφίες παιδιών με μεγάλα, ολοκάθαρα μάτια. Οι τοίχοι ήταν διακριτικά βαμμένοι με φωτεινό χρώμα, από το παράθυρο έμπαιναν χαρούμενες φωνές.
Η διευθύντρια πάτησε ένα κουμπί. Ακούστηκε μουσική πιάνου, στη μικρή τετράγωνη οθόνη πίσω της παρουσιάστηκε μια πρόσφατη φωτογραφία του.
«Γιώργος Κ-114, έτος γεννήσεως 1973, Κοινόβιο Η Ροτόντα;» ρώτησε με απαλή φωνή σαν να περίμενε την τυπική επιβεβαίωση για  να προχωρήσει σε κάτι ουσιαστικότερο.                                       «Μάλιστα».  
                                                                                                                    
 Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε βαρεθεί τις ξερές, σχεδόν μονολεκτικές απαντήσεις.
  «Η βασική σου απασχόληση;»   
  «Χειριστής ηλεκτονικού διερευνητή με σειρά προαγωγής στο Κέντρο Υπογείων Εξερευνήσεων».  
«Μετεκπαιδεύσεις και κοινωνική συμβολή;»                                                  
«Σε δύο κύκλους, θεωρητικό – μια περίοδο υπεύθυνος εκδόσεως του λογοτεχνικού περιοδικού «Η αντικουλτούρα», πρακτικό – τρεις μήνες στον Θεσσαλικό κάμπο μέλος του συνεργείου ψεκασμού και αρδεύσεως κι έξι μήνες εργάτης στην τελική γραμμή συναρμολογήσεως αθόρυβων μέσων μαζικής μεταφοράς του εργοστασίου στον τέταρτο τομέα της πόλης μας».
«Για την ώρα δεν μας χρειάζονται περισσότερα στοιχεία», είπε η διευθύντρια σαν να μονολογούσε. Η όλη σου επίδοση και απόδοση παρουσιάζεται ικανοποιητική.
                                                                                
Ήταν η πρώτη φορά που τον περιεργάστηκε από πάνω ως κάτω αλλά το διεισδυτικό της βλέμμα δεν είχε τίποτα το αδιάκριτο ή ενοχλητικό.     
«Σου αρέσουν τα μούσμουλα, Γιώργο;»                                                      
Αιφνιδιάστηκε έτσι όπως την περίμενε να μπει στο φλέγον θέμα.            
 «Τα …μούσμουλα; Ναι, πολύ».                                                                       
Άνοιξε το δεξιό συρτάρι κι έβγαλε ένα βαθύ πιάτο γεμάτο λαχταριστά ανοιξιάτικα φρούτα. «Από το
 περιβόλι της αυλής μας», είπε απλά, βάζοντάς το μπροστά του.                                                                                    

Ο τρόπος της τον είχε τελείως αφοπλίσει, λησμόνησε , ετα επιχειρήματα που επαναλάμβανε μέσα του στον δρόμο.  «Πολύ νόστιμα και ζουμερά», είπε με γεμάτο στόμα, μαζεύοντας τα κουκούτσια στη χούφτα του.   
    
Η γυναίκα τον παρακολούθησε για λίγο σιωπηλή… «Το μικρό μου όνομα είναι Ιωάννα», δήλωσε μετά, «κάπως μακρύ αλλά το προτιμώ έτσι.  Είμαι τριαντάξι χρονών, έχω δύο παιδιά από ευθεία γραμμή και ζω στο κοινόβιο «Οι ζηλωτές».
Μήπως κρυώνεις, Γιώργο;                                                     
«Μάλλον ζεσταίνομαι», προσπάθησε να αστειευτεί.                                        
Η διευθύντρια δεν γέλασε. «Έχεις κάποιο πρόβλημα;»                                 
«Δεν νομίζω», ψιθύρισε.                                                                                              
«Τίποτα να κρύψεις από μας, από τους άλλους; Κάποιο μυστικό;»          
 «Όχι, όχι», διαμαρτυρήθηκε.                                                                          
«Κανένα σύμπλεγμα, ντρέπεσαι; Τι συμβαίνει τέλος πάντων; Έλα τώρα, μην διστάζεις, μίλησε ειλικρινά, θα ήθελα να σε βοηθήσω όσο μπορώ».         
Μέσα στο παπούτσι τα δάχτυλά του μαζεύτηκαν, συσπειρώθηκαν κι ύστερα χαλάρωσαν.                                                                                                 
«Υπάρχει , ξέρεις, γενικά κάποια μονοτονία».                                                  
«Το περίμενα», ξέσπασε η διευθύντρια με θυμό κάνοντας το στομάχι του να σφιχτεί, «ανία λοιπόν. Με τι θέλεις, φίλε μου, τι ζητάς, προβλήματα, πονοκεφάλους, προλήψεις: Τα ‘χουμε ξεπεράσει ευτυχώς από καιρό. Αυτή είναι η δικαιολογία σου, γι’ αυτό πήγες και ξέθαψες την παλιατσαρία, ποιος ξέρει  από ποιο βρωμερό υπόγειο;»                                                           
Δεν κατάφερε να μη θαυμάσει την καταπληκτική διαίσθησή της.                    
«Άκουσε, Ιωάννα», πήρε κουράγιο, «δεν είναι δα και τόσο φοβερό, η ψυχή του ανθρώπου λαχταράει πολλές φορές να ξεφύγει από το καθημερινό, έστω και με μια πράξη  ανορθόδοξη».     
                                                             
Η διευθύντρια το κοίταξε κατάματα και χαμογέλασε λυπημένα. Υπάρχουν μερικές γυναίκες, συλλογίστηκε αυτός, που κατεργάζονται τους ολόγλυκους χυμούς της ζωής τόσο κρυφά και ταπεινά που δεν θα το καταλάβαινες αν δεν τις πρόδιναν τα μάτια τους, εκείνο το μεταίχμιο όπου τους κρατάνε συμπυκνωμένους.                                                                                                 
«Θα πρέπει να πρόσεξες τα λουλούδια της επιγραφής στην είσοδο. Ήταν μαραμένα;  
«Όχι, φρεσκότατα».                                                                                           
                                                                                                  
«Τα ανανεώνουμε κάθε μέρα. Ναι, κάνουμε αυτή τη σπατάλη για ένα και μόνο σκοπό, να μην ξεχνάμε την υποχρέωση να ανακαλύπτουμε ξανά τη φύση των πραγμάτων μετά από κάθε κύκλο. Δεν έχουμε πέσει στη  ρουτίνα  εμείς, Γιώργο μου. Και ξέρεις γιατί;  Γιατί δημιουργούμε, δεν αντιγράφουμε. Κι έρχεσαι σήμερα εσύ, νέος με αξιόλογη δράση, να μου πεις ότι αισθάνεσαι ανία. Λίγο ακόμα και θα πρόβαλες το επιχείρημα της ατομικής ελευθερίας αλλά πιστεύω ότι είσαι αρκετά έξυπνος για να δεχτείς την αναγκαιότητα  κάποιας  μικροθυσίας προσωρινής.                                             
Ο τρόπος με τον οποίο τον προλάβαινε του δημιούργησε εκνευρισμό. Στην ελευθερία του ατόμου ήταν έτοιμος να αναφερθεί.  «Επιμένω», τόνισε, «ότι δεν αξίζει  να δίνουμε τόση σημασία στην επιθυμία ενός μέλους  της κοινότητας να διασκεδάσει με τρόπο διαφορετικό από τον καθορισμένο».      

Η διευθύντρια χάιδεψε το σαγόνι της και ανακάθησε.                                
«Κάναμε εμείς κάποιο λάθος  ή μήπως είσαι η κλασσική περίπτωση του ανθρώπου που δεν συναισθάνεται τη σοβαρότητα της πράξης του; Ξέρεις πολύ καλά ότι εδώ και δέκα χρόνια έχει απαγορευτεί. Όχι σαν αποτέλεσμα διαταγής χωρίς λαϊκή ανταπόκριση αλλά κατόπιν επιστημονικής μελέτης και δημοψηφίσματος. Είχε ωριμάσει ο κόσμος, φίλε μου. Είπε κάτω η υποκρισία, δεν θέλουμε ο άνθρωπος να κρύβει τα αισθήματά του, έκρινε ότι είχε φτάσει στο επίπεδο για μια γνήσια κοινωνική ζωή. Χάρη στην παιδεία, βέβαια. Μήπως κρυώνεις, Γιώργο;                                                  
«Όχι, κάθε άλλο».                                                                                                 
«Μήπως δεν σου αρέσουν τα κοινόβια, ο ηγετικός ρόλος της γυναίκας, καμιά άλλη αντίρρηση;»                                                                                  
Αυτοί οι υπεύθυνοι, σκέφτηκε με πίκρα, πάντα χρησιμοποιούν ρόπαλο για να σκοτώσουν μια μύγα,
πίσω από κάθε μικροπαράβαση βλέπουν έναν εγκληματία.                                                                                                        
«Ούτε σκέψη για κάτι τέτοιο», φώναξε. «Όπως είπα, ήταν μια εύθυμη, κωμική αν θέλεις, αλλαγή. Κάτι σαν απόκρηες, καρναβάλια, θυμάσαι;»      
Η διευθύντρια τον κοίταξε για λίγο σκεφτική. Τα μακριά της δάχτυλα έπαιξαν πάνω στα κουμπιά και το βλέμμα της στηλώθηκε στις φωτογραφίες των παιδιών.  «Είναι καθήκον μου να σε πληροφορήσω,  έστω και τυπικά,  ότι  έχεις υποπέσει στο αδίκημα της προσβολής της δημοσίας αιδούς. Ο προσωρινός νόμος 1106/98 απαγορεύει κάθε είδους ενδύματα με το αιτιολογικό ότι αποτελούν απόκρυψη των ειλικρινών αισθημάτων του πολίτη. Ο νομοθέτης λαός υπήρξε κατηγορηματικός. Δεν αναγνωρίζει καμιά δικαιολογία εκτός από τη βλάβη του συστήματος ρυθμίσεως της θερμοκρασίας.
Πέρα όμως από τον καταναγκασμό που σύντομα θα επιφέρει τον εθισμό και της μειοψηφίας και την κατάργηση του ίδιου του νόμου, με ενδιαφέρει να συμφωνήσεις ότι έχουμε δίκιο για την πράξη σου.
 Ήταν επιπόλαιη, τι λες, Γιώργο, Δεν νομίζεις ότι θα πρέπει να είσαι αρκετά ώριμος πια ώστε να μη θέλεις να … ποια είναι η φριχτή λέξη της μόδας … να σοκάρεις, να εντυπωσιάσεις; Και δεν είναι βέβαια μόνο προσωπκό σου  θέμα, σκέψου τα παιδιά. Αυτό είναι το καλό παράδειγμα ; Θέλεις να μας ρίξεις πίσω στον μεσαίωνα του εικοστού αιώνα;                                                                                                                                                                                      
Μετάνιωσε που είχε υποκύψει στον πειρασμό. Δεν άξιζε το κήρυγμα, δεν  είχε προβλέψει ότι θα έπαιρνε το ζήτημα τέτοια τροπή και έκταση.    
«Έχεις δίκιο», παραδέχτηκε σκύβοντας το κεφάλι.                                           
«Μπράβο», χάρηκε η διευθύντρια. «Ας ξεχάσουμε λοιπόν τις κυρώσεις αφού πρόκειται για πρώτο παράπτωμα. Έχω κάποια διακριτική ικανότητα, αν και οι ανώτεροί μου είναι αυστηροί. Θα σε παρακαλέσω όμως την μεθεπόμενη εβδομάδα, που είναι η σειρά σου να αναλάβεις τα καθήκοντα του επόπτη των κοινοβίων της περιοχής σου, να δώσεις στο σχολείο μια διάλεξη με ελεύθερη συζήτηση πάνω στην κοινωνική ευθύνη του ατόμου.  Στην περίπτωσή σου δεν χρειάζονται βοηθήματα από το αρχείο, μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη δημιουργική σου φαντασία».                                      
Σηκώθηκαν ταυτόχρονα και έσφιξαν τα χέρια.                                                      
«Γεια σου, Ιωάννα, ευαριστώ για τα μούσμουλα».                                      
«Γεια σου, Γιώργο. Πολύ διασκεδαστική η εμφάνισή σου, μεγάλη άσκηση αυτοπειθαρχίας να μην ξεσπάσω σε γέλια τόση ώρα»

Πριν βγει από το υπουργείο, στάθηκε σε μ ια γωνιά, η τηλεφωνήτρια διακριτικά έκανε πως δεν κοιτάζει, ξεντύθηκε τελείως, μάζεψε ρούχα  και παπούτσια , τα τύλιξε σε μια εφημερίδα. Έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ύστερα με  το κεφάλι ψηλά, ξέροντας επιτέλους ότι τα βλέμματα όλων δεν θα ήταν καρφωμένα σ’ αυτόν, κατέβηκε τα σκαλοπάτια και βγήκε στον δρόμο, με την παχειά μοκέτα κάτω από τον τεχνητό γαλάζιο θόλο που προστάτευε την πολιτεία από τις καιρικές μεταβολές, ανακατεύτηκε με το πλήθος που γυμνό κι αγκαλιασμένο κυκλοφορούσε αμέριμνα ανάμεσα στα κτίσματα με τους πίνακες, τα αγάλματα, τα ψηφιδωτά, μυριάδες χρώματα.