Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Ούτε ένα ξέφτι απ' το χαμόγελό της



μου λείπει τα όνομά μου στα δικά σου χείλη
αυτά μου μόνο εσύ για μένα ήξερες

τώρα δεν μένει  τίποτα
ούτε το θρόισμα από το φόρεμά σου
μικρό ένα ξέφτι απ’ το χαμόγελό σου

     






         Πώς να μιλήσει κανείς για την απουσία; Για το δεν και το μηδέν, για το κενό, το τίποτα; Πώς να μιλήσει για ένα χάσμα μέσα του που δεν γεμίζει; Όσα βιβλία κι αν γράψει, όση αγάπη κι αν δώσει, κι αν του δοθεί. Γεμίζει η άβυσσος;
         Άκουγα τους μεγάλους να λένε για κάποιο παιδί στο σχολείο, «είναι ορφανό, το καημένο»,  κι ένιωθα ένα σφίξιμο στο στομάχι, κάτι απροσδιόριστο ανάμεσα σε οίκτο και φόβο. Όχι, δεν ήμουν ορφανός εγώ, εγώ είχα τον μπαμπά και τη μαμά μου. Όμως πού ήταν η μητέρα μου; Άγνωστο. Κάπου στην ίδια πόλη, μπορεί και κοντά στο σπίτι μας, με την καινούρια οικογένειά της. Μας είχε αφήσει και είχε φύγει γιατί δεν μπορούσε να μας ανεχτεί, εμένα και τον μεγάλο μου αδερφό, όπως κραύγαζε όταν θύμωνε και παραλογιζόταν ο μπαμπάς.
         Μας είχε αφήσει πάντως. Αυτό ήταν σίγουρο. Και αμετάκλητο. Η τελευταία φορά που την είχα δει ήταν όταν τελείωσα τη δευτέρα δημοτικού και ο Γιώργος, που είχε αποφοιτήσει από το ίδιο σχολείο, με πήρε από το χέρι να πάμε από την Αγίας Σοφίας στο σπίτι της θείας Παναγιώτας στις 40 Εκκλησιές όπου έμενε προσωρινά η
μητέρα μας.
          Είχαμε περάσει μερικές μέρες μαζί της, κάναμε και εκδρομές στο Σέιχ-Σου, ως την Άσπρη Πέτρα είχαμε φτάσει, πάντα μαζί με τον Γιώργο κι άλλα μεγάλα παιδιά της γειτονιάς. Θα πρέπει να ήταν ωραία εκεί. Κι ας έφταναν στ’ αυτιά μου σκόρπιες κουβέντες για αντάρτες κι άλλοτε για συμμορίτες και για ταγματασφαλίτες ή ταγματαλήτες. Από αυτό τον μακρινό τρόμο, με προστάτευε η παιδική μου αθωότητα.            
          Από κει και πέρα τίποτα. Όπως τίποτα και πριν. Καλά το κενό  από τα εφτά-οχτώ ως τα δεκαπέντε μου περίπου  που έλειπε, πριν όμως;  Όταν μέναμε στο ίδιο σπίτι, όταν με φρόντιζε και με μεγάλωνε;  Είναι δυνατόν να μη θυμάμαι σχεδόν τίποτα από κείνην στα πρώτα παιδικά μου χρόνια; Ούτε ένα χάδι, μια μητρική αγκαλιά,
ένα φιλί; Έστω ένα μάλωμα Μήπως τα είχε διαγράψει ο μηχανισμός άμυνάς μου; Ή μήπως έφταιγε εκείνο που είχε δηλώσει κάποτε άσπλαχνα ο πατέρας μου; Η μητέρα σου ήθελε να σε ρίξει …
           Μετά  την πρώτη εκρηκτική αντίδραση, από μέσα μου βέβαια (σας ζήτησα εγώ να με γεννήσετε; άι σιχτίρ πια!), δεν έμενε  παρά να εκτιμήσω την ωραία υποδοχή μου στην οικογένεια! Τι να πεις και πού να ξεσπάσεις; Τρως το χαστούκι στο πρόσωπο, βρίζεις καταπίνοντας τα δάκρυά σου και καμώνεσαι τον γενναίο. Μήπως και μια ζωή μετά το ίδιο δεν έκανα;
          Από τα εφτά και μετά λοιπόν με μεγάλωσε με απίστευτη τρυφερότητα ο πατέρας  μου,  ως πατέρας και μητέρα μαζί, και, αφού πέρασαν από το σπίτι διάφορες άλλες γυναίκες , η Κούλα, το γλυκό κορίτσι από την Κρήτη. Δεκαετίες μετά η Κούλα έλεγε ότι ήμουν το δικό της το παιδί  αν και ήταν υπερβολικά νέα τότε, μόλις  μετά την εφηβεία, για να την αισθανθώ ως μητέρα μου με οποιοδήποτε τρόπο.  Άσε που  ποτέ δεν μου άρεσαν τα υποκατάστατα, η μάνα μου ήταν η μάνα μου, τελεία και παύλα.
           Έτσι πέρασαν τα χρόνια. Με τη μητέρα μου σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο της μνήμης και την πόρτα διπλοκλειδωμένη για μένα. Είχε σταματήσει πλέον και ο πατέρας μου τις ατυχείς αναφορές του σ’ εκείνην καθώς τον απασχολούσαν οι διάφορες τελικά ατελέσφορες απόπειρες να βρει γυναίκα κατάλληλη για να ξαναπαντρευτεί. Με έπαιρνε μάλιστα μαζί του σε διάφορα σπίτια με την αμηχανία μου να χτυπάει κόκκινο κάθε φορά. Καμία σύγκριση δεν μπορούσε να γίνει βέβαια ανάμεσα στις υποψήφιες νύφες και τη μητέρα μου με τον αέρα της και τα  υπέροχα γαλάζια μάτια της.
          Ο απόλυτος αιφνιδιασμός μου όμως έγινε στα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου όταν ήμουν μόνος στο σπίτι και χτύπησε ξαφνικά το κουδούνι.  Άνοιξα το παραθυράκι και είδα να στέκεται έξω η μαμά.  Έλα να φάμε μαζί, μου είπε, έχω κάνει ένα ωραίο φαγητό που  σου αρέσει. Ήταν τόσο μεγάλος ο πανικός μου που έκλεισα το παραθυράκι χωρίς κουβέντα και πήγα να κρυφτώ στο δωμάτιο του βάθους  Πίσω μου άκουσα τη μητέρα μου να λέει, παλιόπαιδο, σου χρειάζεται εσένα ένα καλό ξύλο.
           Και βέβαια το έφαγα το καλό ξύλο σε ανύποπτη στιγμή από τον μεγάλο μου αδερφό που ήταν ο αγαπημένος και  ο προστάτης  της. Από τότε όταν σπάνια με χτυπούσε ο Γιώργος, στην αρχή απορούσα αλλά μετά καταλάβαινα ότι πιθανότατα
ήταν τιμωρία μου για κάποιο παράπτωμά  μου ως προς τη  μητέρα μας. Το είχε δηλώσει μάλιστα κι εκείνη η ίδια σε κάποια στιγμή εκνευρισμού.  Κάθισε καλά γιατί θα βάλω τον Γιώργο να σε δείρει. Ο ιδανικός τρόπος, όχι βέβαια για να με συμμορφώσει αλλά για να με εξαγριώσει.
         Και έφτασε η εποχή που πτώχευσε ο έμπορος πατέρας μας και ένα διάστημα προφυλακίστηκε για χρέη. Λίγο καιρό μετά το πηγαινέλα μου για να τον δω στη φυλακή, στα δεκαπέντε μου περίπου, με φώναξε μια μέρα ο μπαμπάς, ενώ ήδη χρωστούσαμε στο Ανατόλια τα δίδακτρα 18 μηνών περίπου και ο διαχειριστής
με έκανε ρεζίλι κάθε τόσο στο γραφείο του, και μου είπε ότι  ούτε να φάμε δεν είχαμε και ότι έπρεπε να πάω να μείνω στο σπίτι της μητέρας μου.
           Δέχτηκα λοιπόν κι  αυτή την ψυχρολουσία, έσκυψα το κεφάλι και πήγα στο σπίτι της μητέρας μου και του άντρα της στο Διοικητήριο, στο σπίτι της μικρούλας αδερφής μου. Τον πρώτο καιρό με είχε διαλύσει η ντροπή και η αμηχανία. Έτρωγα με σκυμμένο το κεφάλι, έβγαζα πέντε κουβέντες με το τσιγκέλι, χωνόμουν στο δωμάτιο να διαβάσω και να κοιμηθώ, ένιωθα ξένος, ξένος, ξένος. Υπήρξαν και μερικές εκρήξεις μου, όπως ένα βράδυ, μετά μια έντονη λογομαχία με τη μαμά, που κλώτσησα την πόρτα μπροστά μου και πέρασε το πόδι μου από την άλλη μεριά. Η μαμά έκανε ένα αααχ και σαν να λιποθύμησε κι εγώ έφυγα από το σπίτι,  βροντώντας την εξώπορτα, κατέβηκα στην Πλατεία Ελευθερίας, στάθηκα μπροστά στη βρωμερή θάλασσα στο σημείο εκείνο και σκεφτόμουν να πηδήξω μέσα και να πνιγώ. Τελικά, μετά διάφορες νυχτερινές περιπλανήσεις, γύρισα στο σπίτι σαν βρεμένη γάτα πρωινές ώρες και η μητέρα μου δεν είπε κουβέντα,  με έβαλε να φάω και να ετοιμαστώ για το σχολείο.
           Σιγά-σιγά όμως,  με κέρδισαν οι φροντίδες της μαμάς, με κέρδισε κάτι  βαθύτερο ανάμεσα μας, ήταν και ως καλός άγγελος η γιαγιά μου στο σπίτι,  με κέρδισε η ευγένεια και η καλοσύνη του    άντρα της. Με κέρδισε η χάρη και η αθωότητα της αδελφούλας μου, κατάλαβα  επιτέλους ότι η μαμά μάς είχε κάνει ένα μεγάλο δώρο
για όλη μας τη ζωή.  Και το αγρίμι μέσα μου άρχισε να ημερεύει. Από κει και πέρα τα πράγματα πήγαν καλά και η μητέρα μου έγινε η μητέρα μου με την πλήρη έννοια της λέξης, όπως κι εγώ ο γιος της.
           Και όμως. Το χάσμα, το κενό μέσα μου εξακολουθούσε να υπάρχει σε όλη την περιπέτεια της ζωής μου.  Καλυμμένο και βουβό, ξεχασμένο αλλά καθοριστικό. Το χάσμα αυτό αναδύθηκε στην επιφάνεια και έγινε λυγμός όταν περίπου σαράντα χρόνια αργότερα η μητέρα μου που ζούσε τότε στην Αθήνα μαζί με την οικογένεια της αδερφής μου, αρρώστησε βαριά και κατεβήκαμε με τη Σοφία για να είμαι κι εγώ κοντά της τις τελευταίες της στιγμές.    
            Τέτοιο σπαραγμό δεν είχα νιώσει ποτέ άλλοτε, ούτε καν όταν είχε πεθάνει ο πατέρας μου.  Καθόμουν απέναντι  στο κρεβάτι της, κοίταζα  τα βαθιά γαλάζια μάτια της και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα δικά μου. Φτάσαμε στο σημείο να με παρηγορεί εκείνη με τον δικό της τρόπο, δυνατή και ψύχραιμη πάντα.  
            Περπατούσα λοιπόν στους διαδρόμους του νοσοκομείου με ψηλά το κεφάλι, χωρίς την παραμικρή σύσπαση του προσώπου και τα δάκρυα κυλούσαν ασυγκράτητα στο πρόσωπό μου, έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα. Και απορούσα ταυτόχρονα πώς μπορούσαν τα δάκρυα να μην στερέψουν τόση ώρα.   
           Άλλος σπαραγμός στην κηδεία της μερικές μέρες αργότερα. Τότε κατάλαβα για πρώτη φορά, όχι απλώς πόσο την αγαπούσα, όχι ότι ήταν μοναδική και ανεκτίμητη για μένα αλλά ότι η μητέρα μου ήταν ο χαμένος για πάντα παράδεισος της ζωής μου. Χαμένος από τα παιδικά μου χρόνια και καταδικασμένος να μην βρεθεί ποτέ πια.
Και να μου απομείνουν τα ποιήματα που της έγραψα, γαλάζιο βαθύ σαν αντίο, ούτε ένα ξέφτι απ’ το χαμόγελό της, μέσα στην άχνα από το βάθος της πλατείας και άλλα.  Και, μερικές φορές αργά τη νύχτα στη μοναξιά μου, τα δάκρυά μου στη μακρινή πια μνήμη της. 
 

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

Ένα κορίτσι από την Κρήτη




καμιά φορά αργά το βράδυ
ξαναγυρίζω στο παλιό μας σπίτι
με προσοχή την πόρτα ανοίγω
αναζητώντας μέσα στο σκοτάδι
κι εγώ δεν ξέρω τι αναζητώντας









           Μετά τον χωρισμό των γονέων μας, από το εργένικο πλέον σπίτι  μας πέρασαν διάφορες γυναίκες, άλλοτε με τον βάρβαρο τίτλο της υπηρέτριας κι άλλοτε  με τον μάλλον υποκριτικό και περισσότερο  κοινωνικά  αποδεκτό της οικονόμου. Τα καθήκοντά ους βέβαια ουσιαστικά δεν άλλαζαν, πλύσιμο, άπλωμα, σιδέρωμα, σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα, ψώνια,  μαγείρεμα και
όλες οι άλλες εργασίες της νοικοκυράς σε μια εποχή χωρίς ηλεκτρικές συσκευές και σε ένα σπίτι με τρία αρσενικά, έναν μεγάλο, έναν έφηβο κι ένα παιδί, εμένα.
          Δεν ήταν κι εύκολο. Ούτε ο μπαμπάς ήταν εύκολος άνθρωπος,
ούτε φυσικά τα δυο αγρίμια του σπιτιού. Περνούσαν λοιπόν οι γυναίκες για κάποιες μέρες, κάποιες εβδομάδες, σπάνια μήνες, και δεν άφηναν απολύτως τίποτα  στη μνήμη του επτάχρονου παιδιού που ήμουν τότε. Ίσως μόνο ένα «ωχ, πoια είναι αυτή πάλι!» στην αρχή κι ένα «ε, καλά, πάει κι αυτή!» στο τέλος. Με μία και  μοναδική θριαμβευτική εξαίρεση, το κορίτσι από την Κρήτη.
          Οι ιδιαίτεροι δεσμοί των Κρητικών με τη Θεσσαλονίκη είχαν αρχίσει  με την κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό το 1912 και τη μεταφορά από τον Ελευθέριο Βενιζέλο μονάδων της Κρητικής Χωροφυλακής για να τηρήσουν την
τάξη στην πολυεθνική πόλη και μήλον της έριδος όλων περίπου των λαών των Βαλκανίων.
           Τριάντα τόσα χρόνια αργότερα εμφανίστηκε και σύντομα εδραιώθηκε στο σπίτι μας η Κούλα, ένα κάπως παχουλό ωραίο κορίτσι που, όπως έμαθα αργότερα, είχε αδερφό χωροφύλακα και  στα δεκαεννιά του χρόνια είχε προλάβει να πάρει μια γερή γεύση από τη δυστυχία του κόσμου.  Η Κούλα εγκαταστάθηκε στο δωμάτιο του βάθους και, με την καλή της καρδιά και την ικανότητά της, δεν άργησε να μας κερδίσει όλους και να αρχίσουμε να τη θεωρούμε  ως ένα δικό μας άνθρωπο και, κατά κάποιο τρόπο, μέλος πια της οικογένειάς μας.  Κάτι ανάλογο συνέβη  και  με τη   γειτονιά και τις κουτσομπόλες της, που έβλεπαν και άκουγαν τα πάντα και δεν παρέλειπαν να τα σχολιάσουν, ανταλλάσοντας πληροφορίες.
           Έτσι πέρασαν εκείνα τα φτωχικά χρόνια, κυρίως του δημοτικού  σχολείου  για μένα. Ο Γιώργος ήταν μονίμως εξαφανισμένος,  η Κούλα ψώνιζε και έκανε τις δουλειές του σπιτιού ενώ εγώ, όταν δεν έβγαινα  στη γειτονιά και τους φίλους μου,
έμενα κλεισμένος  στο υπνοδωμάτιό μας, διάβαζα στα γρήγορα τα μαθήματά μου και τον περισσότερο καιρό ήμουν βυθισμένοςσε διάφορα περιοδικά και αστυνομικά ή άλλα μυθιστορήματα και σε διάφορα παιχνίδια  που συνήθως επινοούσα και έπαιζα μόνος μου.
           Σίγουρα είχαμε βρει τον τρόπο να μην ενοχλούμε ο έναςτον   άλλο. Η Κούλα ήταν πολύ νέα για τη δω έστω και για μια στιγμή ως μητρική φιγούρα ενώ η απουσία της μητέρας μου ήταν μια ανοιχτή πληγή που  δεν άφηνε κανένα απολύτως περιθώριο για εναλλακτική παρουσία ή λύση. Ούτε καν από τις κατά διαστήματα απόπειρες του μπαμπά  να ξαναπαντρευτεί. Δεν ήξερα αν πράγματι το ήθελε ή αν έκανε απλώς τις τυπικές κινήσεις που υπαγόρευε η ανάγκη, μια και ήταν ολοφάνερο σε μένα, παρά τους θυμούς και τις φωνές του,  ότι η μητέρα μου παρέμενε πάντα στην καρδιά του.
           Αυτές τις υποψήφιες νύφες και κάποτε αρραβωνιαστικιές του μπαμπά εγώ τις έβλεπα εντελώς βαριεστημένα, κάτι σαν ανούσιο φαγητό που είσαι υποχρεωμένος να καταπιείς και ουδέποτε ένιωσα την παραμικρή συμπάθεια ή τρυφερότητα για κάποια από αυτές. Υποθέτω  ότι κι αυτές, από τη δική τους πλευρά  έβλεπαν την αδυναμία του μπαμπά σε μένα σαν εμπόδιο για τον πολυπόθητο γάμο και την αποκατάστασή τους.              
           Κάπως έτσι θα πρέπει να έφτασε ο μπαμπάς στα δώδεκά μου να με βάλει οικότροφο στο Κολλέγιο και κάπως έτσι ένα χρόνο νωρίτερα η μονιμότερη απ’ όλες αυτές, σε μια εκδρομή μας στη Νέα Κρήτη, με είχε παροτρύνει να πάω στα βαθιά σε μια άγνωστη θάλασσα, ενώ δεν είχα μάθει κολύμπι ακόμη και ο πατέρας μου ήταν μακριά μας. Είχα πέσει τότε σε μια μεγάλη λακκούβα  κι έκανα  απεγνωσμένες κινήσεις να σταθώ στην επιφάνεια, βγάζοντας μπουρμπουλήθρες,  ενώ εκείνη είχε αποστρέψει τους οφθαλμούς, λες και δεν μπορούσε να απλώσει το χεράκι της και να με κρατήσει. Εντάξει, τελικά είχα πατήσει κάπου και δεν πνίγηκα, και στον γυρισμό πολύ διστακτικά το είχα πει στην Κούλα, με την παράκληση να μην αναφέρει τίποτα στον πατέρα μου. Εκείνη, παρά την υπόσχεσή της, το είχε πει βέβαια και ίσως αυτή να ήταν η χαριστική βολή στον υποτίθεται επικείμενο γάμο τους. 
            Έτσι πέρασαν τα χρόνια.  Η Κούλα ήταν πάντα μαζί μας, στο σπίτι, στις εργάσιμες και τις αργίες, στις διασκεδάσεις και στις εξοχές. Το καλοκαίρι νοικιάζαμε ένα δωμάτιο σε σπίτι του χωριού στο Μπαξέ Τσιφλίκι ή Νέους Επιβάτες. Όλη την εβδομάδα ή Κούλα κι εγώ ήμασταν μόνοι μας ενώ το Σάββατο το απογευματάκι ερχόταν με το βαποράκι ο μπαμπάς  για να φύγει Κυριακή βράδυ
ή με το πρώτο νωρίς τη Δευτέρα το πρωί.   
         Φίλους δεν είχα βέβαια εκεί και το καλοκαίρι σήμαινε για μένα λίγα μπάνια, πολλή μοναξιά, και αφόρητη βαρεμάρα. Το πόσα περιοδικά διάβασα δεν περιγράφεται. Μάλιστα με είχαν δει  στη  θλίψη μου τα μεγαλύτερα από την Κούλα κορίτσια της οικογένειας  που μας φιλοξενούσε και μου έφεραν δέματα με
παλιά περιοδικά  από την αποθήκη τους. Αυτό ήταν μια πραγματική γιορτή για μένα. Πήγαινα και καμιά φορά στ’ αμπέλια με τον μεγάλο τους γιο ή βόλτα με το καϊκι τους. Η μοναξιά όμως μοναξιά. Εκτός από τις μέρες που είχε καταφέρει μια χρονιά να έρθει και να μείνει μαζί μας ο συμμαθητής και φίλος μου ο Λαζαράκης.
           Τα τέλη της δεκαετίας του σαράντα και οι αρχές της δεκαετίας του πενήντα ήταν  μια εποχή λιτότητας και στέρησης, όχι μόνο υλικής αλλά και πνευματικής και, βέβαια, ερωτικής. Αναπόφευκτα, ακόμη και για ένα σεμνό νέο κορίτσι σαν την Κούλα γίνονταν κατά διαστήματα από  μεγάλα ή μικρότερα πεινασμένα αρσενικά,  κάποια σχόλια σεξουαλικής φύσεως. Όταν έφτανε κάτι τέτοιο και στα δικά μου αυτιά ντρεπόμουν αφάνταστα και από τη συστολή της ηλικίας μου αλλά και από το άδικο του πράγματος.            
          Τελικά η Κούλα ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον Φίλιππα  (αρσενική εκδοχή του ονόματος Φίλιππος), που εγώ δεν τον είχα δει   ποτέ αλλά θα πρέπει να ήταν καλό παλικάρι.  Δεν ξέρω πόσο αργότερα και με ποιον τρόπο, ο Φίλιππας, που ήταν κάργα αριστερός, την πήρε    και πήγαν να ζήσουν στην τότε Σοβιετική Ένωση. Τότε ήταν που χάθηκαν τα ίχνη της Κούλας.
           Περίπου τριανταπέντε χρόνια αργότερα και στη δική μου μέση ηλικία πλέον, ένα παράξενο τηλεφώνημα με αιφνιδίασε στο γραφείο της εταιρίας μελετών στην Κατούνη. Ήταν η Κούλα που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, έμενε στο σπίτι της αδερφής της κάπου κοντά στην παραλία και ήθελε πολύ να με δει. Συγκινήθηκα φυσικά και πήγα εκεί το ίδιο απόγευμα προς βράδυ.
           Συνάντησα  δυο πολύ ευγενικές και συμπαθητικές, μάλλον ηλικιωμένες πλέον γυναίκες, αγκαλιαστήκαμε με την Κούλα και είπαμε πολλά και διάφορα από τα παλιά και μερικά από τα καινούριατης ζωής μας. Κάποια στιγμή μεγάλης συγκίνησης, η Κούλα είπε στην αδερφή   της, κοιτάζοντας εμένα: «ο Τόλης είναι το δικό μουτο παιδί, εγώ τον μεγάλωσα». 
         Έκανα ένα καταφατικό νεύμα χαμογελώντας όσο πιο γλυκά μπορούσα. Ναι, σίγουρα χρωστούσα πολλά στην Κούλα από την εποχή εκείνη της προσωρινής ορφάνιας μου αλλά φυσικά ούτε τώρα μπορούσα να τη δω με κάποιο τρόπο ως μητέρα μου. Όταν λοιπόν εξαντλήθηκε η ανταλλαγή πληροφοριών, το τυπικό και το ουσιαστικό της επίσκεψής μου, και σηκώθηκα να φύγω, ήταν προφανές  από την αμηχανία μας και παρά τις εκατέρωθεν υποσχέσεις, ότι η επανασύνδεσή μας θα έμενε εκεί.          
          Μια τελευταία αγκαλιά λοιπόν, κάποιες ευχές κι ένα αντίο και δεν ξαναείδα την Κούλα ποτέ πια. Δεν ξαναείδα ποτέ πια το καλό και όμορφο κορίτσι από την Κρήτη που είχε απαλύνει με την παρουσία του τα τραύματα των παιδικών μου χρόνων. 
 

Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

Η παλιά πήλινη σόμπα





σε είδα μεσημέρι στ’ όνειρό μου
μέσα στη άχνα από το βάθος της πλατείας
κι ήταν το μέτωπό σου μια σταγόνα φως




                  Κατέβαινε ασυγκράτητος και παγερός απ’ την κοιλάδα του Αξιού και εισχωρούσε στη μεγάλη πόλη. Αψηφούσε τον ΄Αι Δημήτρη, το Εργατικό Κέντρο και το Τέταρτο Αστυνομικό, άφηνε τις προφυλακές του να ξεχυθούν στην Αριστοτέλους ως τη θάλασσα και τα ψαροχώρια απέναντι, με μια πνοή καταλάμβανε γη κι ουρανό. Καταλάμβανε την καρδιά της πόλης στην Πλατεία Δικαστηρίων, σκόρπιζε τα σύννεφα και σάρωνε κάθε επιφάνεια, στροβιλίζοντας χαρτιά και  σκόνη, κάνοντας τους διαβάτες να σκύψουν  το κεφάλι βαθιά μέσα στα πέτα και να τραπούν σε άτακτη φυγή. Αναμετρούσε τα σκυθρωπά μέγαρα και έμπαινε  ουρλιάζοντας στις πίσω αυλές, πετούσε κάτω γλάστρες κι αναποδογύριζε καρέκλες, τεντζερέδες, ετερόκλητα αντικείμενα, πηγαινόφερνε σπασμωδικά επάνω στα πλακάκια μια ξεφουσκωμένη μπάλα, ανέμιζε  επικίνδυνα στα μανταλάκια τα γυναικεία εσώρουχα με τα ξεθωριασμένα χρώματα και άλλοτε τα τύλιγε γύρω απ’ το σχοινί ή το σύρμα. Βροντοχτυπούσε τα ανασφάλιστα παντζούρια, τράνταζε τις πόρτες, γλιστρούσε μέσα από κάθε άνοιγμα και χαραμάδα,  σφύριζε μακρόσυρτα και δυσοίωνα πάνω από τα βρεγμένα κεραμίδια της αποθήκης, εκεί όπου το καλοκαίρι ξάπλωναν νωχελικά δεκάδες αλητόγατες. Βαρδάρης ο άτεγκτος και απροσκύνητος, στοιχειό  της πόλης, της κάθε εποχής και ιδίως του χειμώνα. 

          Το σκοτάδι πύκνωνε γρήγορα στον ουρανό και τούφες-τούφες έπεφτε πάνω στις στέγες των σπιτιών, στους τοίχους και τα τζάμια. Το σκοτάδι  έμπαινε αθόρυβα σε όλους τους χώρους και θάμπωνε τα χρώματα, τους ενοίκους, τα έπιπλα.  Όμως η μεγάλη ασπρόμαυρη φωτογραφία μες στην κορνίζα της επάνω απ’ το ντιβάνι σαν να χαμογελούσε αδιόρατα με το δικό της  φως. Στα μάτια περισσότερο του ώριμου άντρα που σαν να έβλεπαν μπροστά, δεξιά κι αριστερά, παντού μες στο σαλόνι. Σαν να έβλεπαν το γυαλιστερό βαρύ τραπέζι με το άδειο ανθοδοχείο, τριγύρω τις καρέκλες  από ξύλο οξιάς και από κάτω το παχύ χαλί, πιο εκεί την παλιά πήλινη σόμπα με τα ανάγλυφα πράσινα εφυαλωμένα λουλούδια, στον τοίχο απέναντι ένα πίνακα με καραβάκι στ’ αφρισμένα κύματα, τον σκούρο καφέ μπουφέ με το ρολόι στο ψηλότερο σημείο, το πάτωμα με τα γυμνά  σανίδια, τις ανοιχτές πόρτες που οδηγούσαν στα δύο υπνοδωμάτια, και την κλειστή για την κουζίνα και τους βοηθητικούς χώρους. Σαν να έβλεπαν μια οδυνηρή απουσία, σαν να στοχάζονταν και να θυμόνταν, σαν να ήξεραν.
               Ο  άντρας της φωτογραφίας ξαφνικά  εμφανίστηκε  με αργά βήματα από το μπροστινό δωμάτιο της πλατείας, κάθισε στα γόνατά του και κοίταξε μέσα στη σόμπα, ύστερα έριξε στις  πλάτες του ένα μπεζ παλτό και κατευθύνθηκε βιαστικά προς το μακρόστενο πίσω μπαλκόνι. Τα καυσόξυλα ήταν στοιβαγμένα δίπλα στα μαύρα σιδερένια κάγκελα, αλλεπάλληλες σειρές, χαμηλότερες και μισοφαγωμένες όταν πλησίαζαν τη τζαμόπορτα. Ο άντρας βγήκε σκυφτός, έριξε μια ερευνητική ματιά προς τα πάνω, σούφρωσε τα χείλη και κατάφερε να μαζέψει μια μεγάλη αγκαλιά χοντρά ξύλα. Γύρισε ύστερα και μπήκε μέσα, ισορροπώντας αβέβαια, βρόντηξε με τον αγκώνα πίσω του την πόρτα, πέρασε την κουζίνα και τον διάδρομο και έφτασε στο σαλόνι. Απίθωσε τα ξύλα προσεκτικά μπροστά στη σόμπα, που είχε ανάψει τα χαράματα με το δαδί, άνοιξε  το προστατευτικό πορτάκι, ανακάτεψε με τη μασιά τα κάρβουνα μέσα στις στάχτες, διάλεξε τα πιο ξερά ξύλα και την ξαναγέμισε σταυρωτά ως επάνω. Όταν είδε τις φλόγες να φουντώνουν, σκούπισε τα ροζιασμένα χέρια του στο παλιό παλτό, τα έτριψε και τα χουχούλισε.    
            Ο άντρας με τα γαλανά μάτια περίμενε μερικά λεπτά και ύστερα μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, νιώθοντας την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας. Με κατακόκκινα μάγουλα και χείλη, σκεπασμένο ως τον λαιμό με χοντρές μάλλινες κουβέρτες, με το κεφάλι του να ακουμπάει βαθιά στο μαξιλάρι και την ανάσα του να βγαίνει σαν αγκομαχητό από στήθος που έβραζε,  βουβό και μισοναρκωμένο στο φαρδύ διπλό κρεβάτι , το μικρό αγόρι έκαιγε από πυρετό τριάντα-εννιά και μισό ή  σαράντα. 
            Ο άντρας με τα γαλανά σκεφτικά μάτια ακούμπησε την παλάμη του στο μέτωπο του παιδιού, την έχωσε μέσα απ’ τις πιτζάμες στο στήθος και τους ώμους του, κι ύστερα με κίνηση αποφασιστική  τύλιξε τον μικρό σε μια κουβέρτα και τον σήκωσε στην αγκαλιά του, ένιωσε το απαλό φλογισμένο πρόσωπο στο αξύριστο μάγουλο του. Κάτι του ψιθύρισε στ’ αυτί, αργά και προσεκτικά γύρισε στο σαλόνι και τον απέθεσε στο μεγάλο ντιβάνι, κάτω απ’ τη φωτογραφία, δίπλα στην πήλινη σόμπα που μπουμπούνιζε τώρα. Κουβάλησε δυο μαξιλάρια κι άλλη μία κουβέρτα, έσιαξε τα σκεπάσματα, ακούμπησε και πάλι το χέρι του στο μέτωπο του παιδιού, έκανε μια γκριμάτσα και κούνησε το κεφάλι του.   Στο μέσα δωμάτιο, ο μεγάλος ήταν βυθισμένος στον αδιατάρακτο ύπνο της πρώτης εφηβείας.
           Ο άντρας με τα γαλανά ανήσυχα μάτια έβγαλε το παλτό και το κρέμασε πλάι στην είσοδο, ξαναπήγε στην κουζίνα, έστυψε ένα ποτήρι λεμονάδα, έφερε νερό, οινόπνευμα  και ξύδι. Γύρισε μια καρέκλα απ’ το τραπέζι και κάθισε κοιτάζοντας τον μικρό με δείχτη και αντίχειρα γύρω απ’ το πηγούνι. Μάλλον ένα  συνηθισμένο κρυολόγημα, θα ανεβάσει πυρετό, δεν έχει ακροαστικά, είχε πει ο παιδίατρος το απόγευμα. Ο άντρας ανασήκωσε τον μικρό, παρά κάποιες πνιχτές λέξεις  διαμαρτυρίας, και του έδωσε να πιει τη λεμονάδα, γουλιά γουλιά. Τον γύρισε ύστερα, του έτριψε καλά με οινόπνευμα την πλάτη και το στήθος, του έβαλε καθαρά εσώρουχα και πιτζάμες, του χάιδεψε τα μαλλιά και  τον ξανατύλιξε με τις κουβέρτες. Τις επόμενες ώρες,  καθόταν, σηκωνόταν και βημάτιζε πάνω κάτω, πήγε μια δυο φορές και σκέπασε καλύτερα τον μεγάλο μέσα, ξανακάθισε με τα μάτια πάντα στο ντιβάνι. Κατά διαστήματα, με δάκτυλα ελαφριά άγγιζε τον μικρό, του άλλαζε κομπρέσες στο μέτωπο  με ξύδι και νερό, του έβαζε ένα χοντρό θερμόμετρο στην αμασχάλη. Κάποτε ο υδράργυρος κατέβηκε, η αναπνοή του παιδιού έγινε λίγο πιο κανονική, ο ύπνος του κάπως πιο ήρεμος.                                        
           Ο άντρας με τα γαλανά  τρυφερά μάτια έμεινε εκεί να παρακολουθεί το κοιμισμένο αγόρι. Το βλέμμα του ύστερα πλανήθηκε στο σιωπηλό σαλόνι, είδε τον μικρό δείκτη του ρολογιού κάπου ανάμεσα στις πρώτες ώρες, αιωρήθηκε αργάστα έπιπλα σαν να το βάραινε η απουσία, ακούμπησε στιςπόρτες που οδηγούσαν στους κρύους άλλους χώρους τουσπιτιού. Το βλέμμα  του στάθηκε στη φωτογραφία πάνω απότο ντιβάνι. Μόνος ο άντρας, μόνη και η φωτογραφία μέσα στο σαλόνι. Τα δύο βλέμματα του ίδιου ανθρώπου σαν να άνοιξαν κουβέντα σιωπηλή, κουβέντα για τη φωτογραφία που έλειπε,για εκείνη που είχε φύγει, με τη μια ερώτηση να απαντάει στην άλλη.
          Κάποτε το ένα βλέμμα χαμήλωσε, ο άντρας σηκώθηκε με κουρασμένα βήματα, μπήκε στο υπνοδωμάτιο και γύρισε με δυο ακόμη κουβέρτες, πιο παλιές αυτές και πιο τραχιές από την τρίφυλλη ντουλάπα, μετακίνησε τις καρέκλες από τη μέσα μεριά του τραπεζιού, άπλωσε τη μια κουβέρτα στο σανιδένιο πάτωμα δίπλα στο ντιβάνι και σκεπάστηκε με την άλλη. Πήρε και κράτησε το χέρι του άρρωστου παιδιού έτσι όπως κρεμόταν από το ντιβάνι, έως ότου κατά το πρωί τον πήρε κι εκείνον ο ύπνος.
            Η σιδερένια σόμπα ζεσταίνει και κρυώνει γρήγορα, η πήλινη ζεσταίνει αργά αλλά κρατάει τη ζέστη. Όλη τη νύχτα ήταν εκεί. Μέσα ο άντρας, το άρρωστο παιδί, ο μεγάλος. Μέσα η παλιά σόμπα, το ρολόι που χτυπούσε μελωδικά τις ώρες, και η απουσία. Έξω ο βαρδάρης, έξω το σκοτάδι.  Όλη τη νύχτα ο βαρδάρης θέριζε και ξύριζε, λυσσομανούσε, ανέβαινε τις σκάλες και χτυπούσε την εξώπορτα απειλητικά. Όλη τη νύχτα  η μεγάλη πήλινη σόμπα ακτινοβολούσε ζεστασιά. Απ’ το μανταλωμένο σιδερένιο στόμιο, απ’ τις τετράγωνες επιφάνειες με τα πράσινα
λουλούδια, απ’ τις χαραγματιές της που συγκρατούσε σύρμα, απ’  τα χοντρά μαύρα μπουριά που διέτρεχαν το σαλόνι. Ακόμη κι όταν κάηκαν τα ξύλα, ακόμη κι όταν κόντευαν να σβήσουν τα κάρβουνα μέσα στη στάχτη. Όλη τη νύχτα, ο άντρας με τα γαλανά, με τα σκεφτικά κι ανήσυχα, με τα τρυφερά μάτια,  ο πατέρας  μου, λαγοκοιμόταν στο σανίδι. Όλη τη νύχτα η μεγάλη ασπρόμαυρη φωτογραφία πάνω από το άρρωστο αγόρι , πάνω από μένα, έβλεπε μπροστά, έβλεπε δεξιά κι αριστερά, έβλεπε παντού, μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο, μ’ ένα αδιόρατο ίχνος πίκρας.