Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

Ο δρόμος για την Ουρανούπολη




Ο Λουκάς ήταν γιος ζαχαροπλάστη. Ο Λουκάς ήταν ιδεολόγος. Ο Λουκάς ήταν σπουδαίος
ζωγράφος. Ήθελε να τυπώσει οκτώ εκατομμύρια λιθογραφίες από έναν πίνακα του και να τις
μοιράσει σε όλους τους Έλληνες. Για να κρεμάσουν τη ζωγραφιά στο σαλόνι τους, να τη
βλέπουν και να εμπνέονται. Να αλλάξουν τη χώρα τους κι ολόκληρο τον κόσμο. Ο Λουκάς,
πέταξε ο Τάκης.
- Ο Λουκάς, τι ο Λουκάς;
- Ο Λουκάς θα μας πάει.

Ήταν αργά το απόγευμα Παρασκευή συννεφιασμένη του Ιουλίου κι είχαμε καταφέρει να
χάσουμε το τελευταίο λεωφορείο για την Ουρανούπολη. Το λεωφορείο που θα μας πήγαινε
στις διακοπές, στην Καίτη με τα τουριστικά είδη και τις θρυλικές της ψαρόσουπες, στην
Καίτη με τον Δημήτρη, στον Γιάννη με την Δάφνη, στον Μιχάλη με τη Σάσα, και στους
άλλους φίλους. Και στο αραλίκι, τους καφέδες, τα τσίπουρα και τις ρετσίνες, τις παθιασμένες
συζητήσεις, τα παραθαλάσσια εστιατόρια και τις ταβέρνες, στα ημερήσια και τα γυμνά
νυχτερινά μπάνια. Στον Αρσανά και το μετόχι, δυο βήματα από το Άγιο Όρος, στην
Αμμουλιανή απέναντι με τις αμμουδιές του ΄Αη Γιώργη και τις αλυκές και στο Γαϊδουρονήσι.

Στεκόμασταν λοιπόν με τα τζουμπλέκια μας σε μια είσοδο πολυκατοικίας στην Ολύμπου κι
ενώ κάποια ανοιχτά παράθυρα απέναντι μάς έβγαζαν τη γλώσσα και κάποια ξεχασμένα
εσώρουχα στο μπαλκόνι φάνταζαν σαν λευκές σημαίες, βλέπαμε το ένα πίσω απ’ το άλλο τα
λεωφορεία να αναχωρούν άσπλαχνα για εκεί που δεν πηγαίναμε εμείς. Εγώ με τη Σοφία κι ο
Τάκης με την Ευγενούλα και τη μικρή, όλοι εξίσου αμήχανοι σαν τις μωρές παρθένες. Και
μάταια προσπαθούσαμε να βρούμε μια οποιαδήποτε λύση στο πρόβλημά μας.

- Είσαι με τα καλά σου, ρε; Περίπου εκατόν πενήντα χιλιόμετρα είναι ως την Ουρανούπολη,
τα περισσότερα πάνω στον Χολομώντα, και διακόσιες δεκαοχτώ απότομες στροφές
μετρημένες απ’ τον Πολύγυρο ως την Αρναία. Άφησε τον άνθρωπο στην ησυχία του. Θα πάμε
αύριο το πρωί.
- ΄Ηξερε ότι δεν οδηγώ και μου είπε να μην διστάσω αν παρουσιαστεί η περίπτωση.
- Σου είπε για αποστάσεις λογικές.

Εκείνος όμως μάλλον δεν πείστηκε, εμείς αρχίσαμε να τα μασάμε (τι λες εσύ, ίσως πραγματικά
να θέλει να μας πάει), για πότε ο Τάκης του τηλεφώνησε από το περίπτερο, γύρισε και είπε
ανακουφισμένος, έρχεται, δεν καταλάβαμε. Σε λίγο εμφανίστηκε το αυτοκίνητο, βγήκε ένας
Λουκάς μειλίχιος, μας χαιρέτισε ευγενικά και είπε, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, μπείτε μέσα
να σας πετάξω ως εκεί.

Κάτι ψέλλισα εγώ, πλέον για τα προσχήματα, ενώ λίγο παράμερα ο Λουκάς έγειρε μ’ ένα
συνωμοτικό χαμόγελο και μου ψιθύρισε στ’ αυτί, σύντροφέ μου. Εκεί ήταν που χτύπησε
κόκκινο η αμηχανία μου, ένα μείγμα αιφνιδιασμού, συγκίνησης και δισταγμού για μια λέξη
που ναι μεν μπορούσα να σκεφτώ και να γράψω αλλά όχι και να αρθρώσω, και για μια
προσφορά που με άφηνε εντελώς ανυπεράσπιστο.

Στον δρόμο έβρεχε συνέχεια, έβρεχε στις ευθείες, έβρεχε και στις στροφές, έβρεχε στα πεδινά
και στα ορεινά, έβρεχε στις ανηφόρες και τις κατηφόρες και, όταν κάποτε φτάσαμε νύχτα
στην Ουρανούπολη, συνέχιζε κι εκεί να βρέχει. Ο Λουκάς οδηγούσε με άκρα προσοχή και
σοβαρότητα και με μια υπολανθάνουσα έκφραση ευδαιμονίας. Η Κατερίνα με το μπουρνουζέ
φόρεμα και τα τσόκαρα κρεμασμένα στα παχουλά της ποδαράκια, δεν γκρίνιαζε και δεν
ζήτησε απολύτως τίποτα σαν παιδί με καλούς τρόπους, ο Τάκης ήταν έτσι κι αλλιώς βαρύς
πίσω απ’ το μουστάκι του κι η Ευγενούλα συνεσταλμένη και λιγόλογη από τη φύση της. Αλλά
κι εμείς το βρίσκαμε κάπως άπρεπο να λέμε τα πολλά και διάφορα και να χαιρόμαστε
μεγαλόφωνα για τις διακοπές μας, τη στιγμή που ο Λουκάς διεκπεραίωνε με τόση συνέπεια,
για μας την αγγαρεία του, για εκείνον μάλλον την αποστολή του.

Αν και έλειπε ο Πρόδρομος, έλειπαν η Λιάνα και ο Κώστας, ο Φούλης και η Δέσποινα, και οι
υπόλοιποι ηθοποιοί και καλλιτέχνες, τα καθίσματα του αυτοκινήτου ήταν σίγουρα πιο
αναπαυτικά από τις ξύλινες καρέκλες στα γραφεία της Μακένζι Κινγκ ή αργότερα της
Μητροπόλεως και θα μπορούσαμε άνετα να είχαμε χτυπήσει μια μικρή ανανεωτική
συνεδρίαση, έστω και για να ξεμουδιάσουμε. ΄Η για να συνοψίσουμε τις θεωρητικές μας
θέσεις και τα της πορείας του παγκοσμίου κινήματος. Όμως και πάλι φαίνεται ότι μας
σταμάτησε κείνη η αδιόρατη λάμψη στο πρόσωπο του οδηγού και η αίσθηση ότι δεν θα
άρμοζε να προσθέσουμε απολύτως τίποτα.

Όταν λοιπόν μας παρέδωσε ο Λουκάς ακέραιους και ξεκούραστους στον προορισμό μας, του
είπαμε, κοιμήσου απόψε εδώ και γυρίζεις νωρίς αύριο το πρωί. Αλλά εκείνος ήταν ήδη έτοιμος
για την επιστροφή και δεν κάθισε ούτε για καφέ ή πορτοκαλάδα. Είμαι εντάξει και ξεκινάω
τώρα αμέσως, απάντησε, χωρίς να φαίνεται ότι ακούει τις ευχαριστίες μας. Σε λίγο, είδαμε το
αυτοκίνητό του να χάνεται μέσα στο σκοτάδι για τις διακόσιες δεκαοχτώ στροφές, τώρα από
την αντίθετη κατεύθυνση.

Περάσαμε ωραία στην Ουρανούπολη, δυο βήματα από το Άγιο Όρος. Νοικιάζαμε κάθε πρωί
ένα κεραμιδί πλεούμενο, μικρότερο από ψαροκάικο και μεγαλύτερο από ψαρόβαρκα, με τα
δίχτυα και όλα τ’ άλλα σύνεργα του επαγγέλματος απλωμένα στο κατάστρωμα, και
τραβούσαμε για τις καλύτερες και πιο ερημικές αμμουδιές απέναντι ή παράλληλα με το
χωριό. Η Σοφία με τον Δημήτρη ανοίγονταν στα βαθιά, έφταναν και μέχρι ένα ειδυλλιακό
νησάκι ακατοίκητο, η Κατερίνα έπαιζε μόνη της, ενώ οι υπόλοιποι διαβάζαμε κανένα βιβλίο,
μετρούσαμε τα βότσαλα, και πλατσουρίζαμε στο ένα με ενάμιση μέτρο.

Ρίχναμε κι έναν υπνάκο μεσημεριανό και, φρέσκοι κι ηλιοκαμένοι το απόγευμα ως το βράδυ,
γυρίζαμε εδώ κι εκεί, κάτω απ'τον επιβλητικό Πύργο του χωριού, ψάχναμε και συχνά
βρίσκαμε γνωστούς και φίλους, έως ότου το ρίξουμε στο τάβλι έξω απ’ το μαγαζί της Καίτης
ή σε άλλα καθιστικά αθλήματα στα ενοικιαζόμενα δωμάτιά μας. Όχι όμως ο Δημήτρης και η
Καίτη, όταν κατάφερνε εκείνη να ξεφύγει από τις βιοποριστικές ασχολίες της με τα
φορέματα, τα δερμάτινα, τα κομπολόγια και τα κομποσκοίνια και τ’ άλλα τουριστικά είδη.
Αυτοί ήταν τύποι αθλητικοί, δεν κάπνιζαν και, εκτός από τις κολυμβητικές τους επιδόσεις,
προτιμούσαν την υγιεινή διατροφή, όπως τις ψαρόσουπες μέσα στην κάψα του μεσημεριού,
και χάνονταν σε πεζοπορίες ως πίσω από κάτι λόφους στο βάθος του ορίζοντα.

Ασφαλώς και περάσαμε ωραία στην Ουρανούπολη. Κολλούσαν βέβαια επάνω μας τα ρούχα
από τη ζέστη στα ενοικιαζόμενα δωμάτια κι ήταν λιγάκι θλιβεροί οι γυμνοί τοίχοι, τα
πατώματα από φτηνές σανίδες, τα πατικωμένα στρώματα και τα κρεβάτια. Κάπως οδυνηρά
ήταν και τα κόκκινα σημαδάκια που άφηνε στα πόδια μας η ακούσια αιμοδοσία στους
κοριούς. Κι ήταν αργότερα δυσώδες και ηχηρό το ολοκαύτωμά τους στους σιδερένιους
σομιέδες,με το παραδοσιακό οινόπνευμα και βαμβάκι δεμένο στο πιρούνι. Φάγαμε και στη
μάπα λιγάκι παραπάνω ο ένας τον άλλο, ιδίως τις στιγμές που χωρίς έμπνευση
σκυλοβαριόμασταν με τη μέρα απλωμένη μπροστά μας σαν λευκό χαρτί.

Μια φορά μάλιστα θύμωσε ο Τάκης γιατί είχε γίνει λάθος συνεννόηση, δεν είχε έρθει το
καϊκάκι να μας πάρει από τον Αρσανά και υποχρεωθήκαμε, ντάλα μεσημέρι, να γυρίσουμε με
το πόδια στο χωριό. Βάδιζε εκείνος ολοταχώς με ελαφρά σκυμμένο πεισμωμένα το κεφάλι και
με το ναυτικό καπελάκι να αιωρείται στη φαλάκρα του, περίπου σαν τον Ζάτοπεκ δύο
δεκαετίες νωρίτερα, κι ακολουθούσε πίσω του ο συρφετός αγκομαχώντας. Σταματήσαμε να
πιούμε νερό σε μια δημόσια βρύση με γούρνα, αποφεύγοντας ακροβατικά στις μύτες
τις τεράστιες αχνιστές κοπριές, ενώ εκείνος συνέχιζε απτόητος. Έτσι τερμάτισε πρώτος με
διαφορά και υποχρεώθηκε μετά να περιμένει ώρα πεινασμένος στο τραπέζι έως ότου του
καθαρίσει το ψάρι η Ευγενούλα. Όχι ότι ο Τάκης δεν άφηνε τον ένοχο να απολογηθεί για τις
αδυναμίες του και τα πραγματικά ή τα φανταστικά του αδικήματα. Όλα κι όλα, τον
προειδοποιούσε μάλιστα, του την έδινε την ευκαιρία και με το παραπάνω. Αλλά η καταδίκη,
καταδίκη.

Το παράξενο ήταν ότι αυτή η παράξενη παρέα λειτούργησε ως παρέα. Με τον Γιάννη να
εμφανίζεται σπανίως και τη Δάφνη σπανιότερα αλλά και τους δύο πάντοτε υπό κάποιου
είδους συλλογική προστασία μια και ήταν οι μικρότεροι, στα είκοσι τόσα ακόμη. Το άλλο
καλοκαίρι, έτος ολυμπιακών αγώνων, πήγαμε με ευρύτερη συμμετοχή και μεγαλύτερες
προσδοκίες στον Ποτό της Θάσου. Όπου, μαζί με τον ενθουσιασμό και κάτι αισιόδοξα πρωινά
με φρέσκο ψωμί, τυριά και μαρμελάδες, βγήκαν λίγο περισσότερο στην επιφάνεια και τα
ελαττώματά μας. Με αναπόφευκτη συνέπεια να καυγαδίσουμε και λίγο περισσότερο και
μόλις να μας σώσει η ειλικρινής αυτοκριτική μας στην ολομέλεια της παρέας. Και το
μεθεπόμενο, με το φεριμπόουτ Σαπφώ, καταπλεύσαμε στη Μυτιλήνη και συνεχίσαμε με ταξί
για το Πλωμάρι και από κει για άλλους ειδυλλιακούς προορισμούς. Ένα καλοκαίρι που
αποδείχτηκε και το κύκνειο άσμα της παρέας.

Και ο Λουκάς; Τι ο Λουκάς; Είχαμε πει όλοι εν χορώ, για δες, και, μπράβο ο Λουκάς, μόνο
αυτός ήταν άξιος να κάνει κάτι τέτοιο. Και αφοσιωθήκαμε στις διακοπές μας. Ύστερα,
γυρίσαμε στο επαγγελματικό μαγκανοπήγαδο, τον είδαμε σε μερικές κομματικές συνεδριάσεις
της ρουτίνας που βαθμιαία οδήγησαν στην πλήρη αδράνεια και την αποψίλωση,
προσαρμοστήκαμε, θέλοντας και μη, στα δεδομένα της νέας εποχής. Και τον καταχωνιάσαμε
σε κάτι σκοτεινά ντουλάπια της μνήμης.

Γιατί, ποιόν μπορεί να ενδιαφέρουν τα νησιά και τα τουριστικά χωριά και οι συνηθισμένες
διακοπές μιας συνηθισμένης παρέας κάποια συνηθισμένα καλοκαίρια πριν τόσα χρόνια;
Ποιόν μπορεί να ενδιαφέρουν οι κοινές και βαρετές ιστορίες που αναδύονται από παλιά
τεφτέρια; Αν κάποιος (ποιος;) μας πήγε ή δεν μας πήγε (ποιους;) με το αυτοκίνητο του στην
Ουρανούπολη εκείνο το βροχερό σούρουπο το καλοκαίρι του 1975, λίγο μετά την πτώση της
δικτατορίας και λίγο πριν τη μέση ηλικία;

Ο Λουκάς λοιπόν. Ο Λουκάς ποτέ δεν τύπωσε οκτώ εκατομμύρια λιθογραφίες από τον πίνακα
του, ποτέ του δεν τις μοίρασε σε όλους τους Έλληνες. Οι οποίοι βεβαίως τίποτα δεν άλλαξαν.
Προτίμησε να φύγει ένα βράδυ, όλως προώρως και αιφνιδίως, για τη δική του
ουρανούπολη, εκεί όπου όλοι οι ωραίοι πίνακες είναι αναρτημένοι απ’ την αρχή του κόσμου.
Εκεί, πιστός και συνεπής, υποδέχτηκε έναν άλλο βιαστικό, τον Γιάννη τον μικρό μας, εκεί
περιμένει και όλους τους υπόλοιπους. Ίσως με κείνη την αδιόρατη έκφραση ευδαιμονίας στο
πρόσωπο κι εκείνη τη λέξη που προξενεί αμηχανία στα χείλη.