Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Requiem για ένα σπάταλο άνθρωπο



 
 σε ξένη χώρα γύρισε ο πατέρας
 σε χώρα άγνωστη μα και παράξενα οικεία
κει που πηγάζει απρόσιτο το φως
 και μεταγγίζεται στα μάτια των παιδιών
και μέσα σε οδυνηρή διαφάνεια
μου γνέφει





         Ήταν οι πρώτες μέρες του καλοκαιριού και οι πρώτες διακοπές μου στη θάλασσα μετά αρκετά χρόνια, το σώμα μου είχε αρχίσει να χαλαρώνει  και το μυαλό μου να ανασαίνει με μιαν αίσθηση γαλήνης. όταν ξαφνικά με κάλεσαν στον τηλεφωνικό θάλαμο του ξενοδοχείου. Η μακρινή ανδρική φωνή θέλησε πρώτα να επιβεβαιώσει το όνομά μου και ύστερα με πληροφόρησε. με επαγγελματικά συλλυπητήρια, ότι ο πατέρας μου είχε αποβιώσει το περασμένο βράδυ και να μην ανησυχώ γιατί εκείνοι είχαν σπεύσει πρώτοι και θα διεκπεραίωναν όλες τις διατυπώσεις, αρκεί  βέβαια να έλεγα στη μητέρα μου να μην αναθέσει τη δουλειά σε κάποιον ανταγωνιστή που είχε μπλεχτεί χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα. Στη μητέρα μου, σχεδόν τριάντα χρόνια τώρα χωρισμένη απ’ τον πατέρα μου και με δική της νέα οικογένεια, που είχαν βρει το όνομά της στα χαρτιά του. Τον ευχαρίστησα, του είπα ότι η απόφαση ήταν της μητέρας μου και ότι θα γύριζα αμέσως στη Θεσσαλονίκη.
          
        Πάνε τώρα σαράντα τόσα χρόνια που σταμάτησε η καρδιά του κι έχω ακόμη πικρή στο στόμα τη γεύση του κεραυνού. Αφού δεν αξιώθηκα να βρίσκομαι κοντά του τις τελευταίες του στιγμές, μήπως και αλαφρώσω κάπως τη μοναξιά του, μήπως και του κλείσω εγώ τα μάτια, δεν θέλησα ποτέ να πάω στον τάφο του ή να τον μνημονεύσω με κάποιο τρόπο τυπικό.  Το δικό μου μνημόσυνο ήταν τα ποιήματα που του  έγραψα,  ποιήματα  που  αγαπήθηκαν. Του έγραψα και  διηγήματα, του αφιέρωσα βιβλία, έδωσα το όνομά του στον γιο μου  και του μίλησα για τον παππού του, όχι μόνο δεν τον ξέχασα ούτε στιγμή αλλά είναι πάντα ζωντανός μέσα μου, εγώ είμαι πια εκείνος. Ακόμη και τώρα, αν τύχει να δω ξαφνικά στον δρόμο από    πίσω κάποιον μεγάλο άνθρωπο με ρεπούμπλικα που μου φαίνεται ότι του μοιάζει, η καρδιά μου χοροπηδάει και πάω να προφέρω τη   λέξη «μπαμπά».  Τέτοια εντελώς μάταια πράγματα έχω κάνει και συνεχίζω να κάνω. Μερικές φορές δακρύζω αργά το βράδυ μόνος στον καναπέ δίπλα στη μεγάλη βιβλιοθήκη.  Όπως τώρα που γράφω αυτή την ιστορία.
             
       Αντιπαθώ τους μικρούς ανθρώπους που, σαν λογιστές με μαύρα μανίκια,  μετρούν και ζυγίζουν το κάθε τι και το καταχωρούν στα κέρδη ή τις ζημίες. Μετράνε  κι αποταμιεύουν χρήματα, μέρες και μήνες, την ίδια την ανούσια ζωή τους. Αυτό το σύντομο πέρασμα εγώ το βλέπω σαν μια φλόγα καυτή ή έναν πυρετό που είναι προορισμένος να κερδίσει τελικά τη μάχη, να μετουσιωθεί μέσα
στο χώμα και ύστερα να ξαναφουντώσει σε κάποιο άλλο κορμί. Είναι   μεγάλη περηφάνια να γνωρίσεις την αγάπη, να τη δεχτείς, μα πολύ περισσότερο να τη δώσεις, κι αυτή την περηφάνια πρέπει να την ένιωσε ο πατέρας μου. Γιατί πρόσφερε την ψυχή του μ’ ένα τρόπο ανεπιφύλακτο  μα και βασανιστικό, όπως η απεραντοσύνη που το σπέρμα της βρίσκεται μέσα μας. Την πρόσφερε στη μητέρα
 μου  κι ήμουν εγώ που φωτίστηκα από την πλούσια αντανάκλασή της.
        
       Ήταν στ’ αλήθεια ένας σπάταλος άνθρωπος. Κασόνια έρχονταν τα φρούτα στο σπίτι, τενεκέδες τα τυριά, οι ελιές τα λάδια, κι όταν έβρισκε κάτι καλύτερο, έλεγε «πέταξε το παλιό, πρέπει να χάλασε». Εκείνη την εποχή η δουλειά του πήγαινε καλά και το αύριο δεν υπήρχε. Με έπαιρνε και βγαίναμε μαζί  τα βράδια, τρώγαμε στο εστιατόριο, πηγαίναμε μετά στο σινεμά ή το θέατρο και συχνά καταλήγαμε στο ζαχαροπλαστείο του Λίγδα, γωνία Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας.  Όταν πια έπρεπε να γυρίσουμε στο σπίτι, έλεγε «είσαι κουρασμένος και νυστάζεις, ας πάρουμε ένα ταξί».  Σπάταλος σε μια δύσκολη εποχή.  Μα πιο σπάταλος ήταν στην οργή, πιο
σπάταλος στην αγάπη του.
        
      Δύσκολος άνθρωπος να ζήσεις μαζί του. Μερικές φορές, αμέσως μετά την προσφορά, έρχονταν ο μεγάλος θυμός  και οι φωνές για κάτι ασήμαντο κι ύστερα πάλι όλα καταλάγιαζαν σε τρυφερό χάδι, σαν να καταλάβαινε και να ζητούσε κάποιου είδους συγγνώμη. Τρεις πόλεμοι κι ένας ξεριζωμός δεν είναι λίγο. Πειράζουν τα νεύρα, ίσως σε κάνουν να πιστέψεις πως τούτο δω το δευτερόλεπτο  είναι ολόκληρη η ζωή και πρέπει να τη ζήσεις με ακέραια την ένταση εβδομήντα ή ογδόντα χρόνων.
            
        Ο χωρισμός του με τη μητέρα μου τον τσάκισε. Κι εκείνο που τον κράτησε 
ως το τέλος ήταν ότι περίμενε, παράλογα κι απελπισμένα, με κάποιο τρόπο οποιονδήποτε εκείνη να γυρίσει. Κι ύστερα υπήρχαν τα παιδιά  κι ήμουν εγώ ο μικρότερος  που είχε μεγαλύτερη ανάγκη.
            
         Δεν είναι παράξενο ότι πιο ζωντανά από οτιδήποτε  άλλο θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια κοντά του. Θυμάμαι την Πλατεία Δικαστηρίων βουτηγμένη στη βροχή, τη θαμπή πινακίδα απέναντι του Τέταρτου αστυνομικού τμήματος.  Ακουμπούσα το μέτωπο στο τζάμι  κι ώρα πολλή με υπνώτιζε η ερημιά του τοπίου. Τα μελαγχολικά μέγαρα που λες και δεν κατοικούνταν από ανθρώπους με σάρκα και οστά αλλά στοιχειά με λούκια για φλέβες και καρδιά μιαν υδραντλία. Η βροχή κατέβαζε πέτρες και λάσπη από την Πάνω Πόλη και τα απίθωνε στα πόδια μας, 
να φτιάξουμε χαβούζες, να τσαλαβουτήσουμε με απόλαυση. 

           Θυμάμαι το παλιό ντιβάνι  κοντά στη σόμπα, όπου έκαιγα με σαράντα πυρετό κι εκείνος είχε στρώσει μια κουβέρτα στο πάτωμα κι όλη τη νύχτα μου έβαζε κρύες κομπρέσες στο μέτωπο, μου έδινε ροφήματα, μου χάιδευε το μέτωπο, μου κρατούσε το χέρι.  Θυμάμαι   όταν ξυπνούσα μέσα στη νύχτα με φρικτούς εφιάλτες  και έψαχνα το ροζιασμένο χέρι του να πάρω δύναμη και βεβαιότητα. Θυμάμαι όταν με έσφιξε με δύναμη στα γόνατα του στην καρέκλα μπροστά στο  μεγάλο τραπέζι καθώς ο γιατρός μου έκανε την παρακέντηση στο αυτί σε λίγα δευτερόλεπτα οξύτατου πόνου.  Θυμάμαι τη φωτογραφία στο σαλόνι με κείνο το γλυκό χαμόγελο, τα ματιά που σε κοίταζαν σ’ όποια γωνιά κι αν ήσουν. Θυμάμαι τους πέντε παλιούς τόμους των Αθλίων που διάβασα πολλές φορές κι ήταν τα μόνα βιβλία που διασώθηκαν απ’ όσα είχε στο σακίδιό του στον πόλεμο.  Θυμάμαι το βαρύ του πανωφόρι στο πορτμαντό που είχε πάντοτε κάτι στην τσέπη  του για μένα και το τάβλι που παίζαμε στο μπαλκόνι και κέρδιζα εγώ. Θυμάμαι την παλιά σεζλόνγκ όπου ξάπλωνε το μεσημέρι, θυμάμαι τις ιστορίες για τη μικρασιατική εκστρατεία που μου έλεγε για να κοιμηθώ και  έπαιρνε τελικά πρώτα εκείνον ο ύπνος.  Θυμάμαι ακόμη την καρδιά του που πονούσε ξαφνικά κι  έτρεχα εγώ μέσα στη νύχτα να ψάξω φαρμακείο ανοιχτό.  Και πόσα δεν θυμάμαι.
            
       Δυο πράγματα όμως θα τα πάρω μαζί μου όταν φύγω. Πώς φωτιζόταν το πρόσωπό του όταν μιλούσε για τη μητέρα μου, έστω και με επιφανειακό πείσμα ή πικρία, κι αργότερα  όταν πτώχευσε κι ένα διάστημα προφυλακίστηκε για χρέη, πώς μου έδωσε μιαμέρα που τον επισκέφτηκα, το τελευταίο του, όπως έμαθα αργότερα,  δεκάρικο για να πάω σινεμά.

        Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς λειτουργεί αυτό που ονομάζεται ανθρώπινη δικαιοσύνη. Κι ακόμη πιο πολύ  αδυνατώ να καταλάβω τους δρόμους που παίρνει η ζωή. Και πώς είναι δυνατόν ένας τέτοιος άνθρωπος να πεθάνει έρημος και μόνος.
Όπου κι αν περιπλανιέται, σε αέρα ή θάλασσα, σε βουνοκορφή ή στην καυτή άσφαλτο, στην τούρκικη πόλη που τον γέννησε, ίσως στοιχειό αγαθό στην ίδια την Πλατεία Δικαστηρίων, ας αναπαύεται η τρυφερή ψυχή του. Γιατί όσο κι αν είναι αφόρητος ο πόνος και η αγάπη, κάποτε γίνονται ρίζες  δέντρου που περιμένει μια καινούρια άνοιξη.