Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

13 - Ανακαλύψεις και αποκαλύψεις


  Πιο έντιμοι διαρρήκτες σίγουρα δεν αναφέρονται στα χρονικά της παρανομίας. Ούτε πιο απίθανοι. Μια και πίσω στο γραφείο αρνήθηκε να μείνει ακόμη και η μικρή και στο ασανσέρ δεν χωρούσαν και οι πέντε μαζί, αποφάσισαν να μην χωριστούν στην πρώτη φάση της παράτολμης αυτής καταδρομικής ενέργειας. Στην περιστροφική κάθοδο απ’ το κλιμακοστάσιο, λοιπόν, μπροστά πήγαινε κεφάτος, σφυρίζοντας μέσα στα δόντια του «το καράβι απ’ την Περσία» ο κυρ-Θανάσης, με κατσαβίδι, σύρμα και λοστό στο χέρι, και από κοντά σοβαρός ο Φάνης, με χαρτί και μολύβι, για να συντάξει τον κατάλογο των κλοπιμαίων. Ακολουθούσε η Ελένη με τη σκανταλιάρικη έκφραση του παιδιού που συμμετέχει σ’ ένα συναρπαστικό απαγορευμένο παιχνίδι των μεγάλων. Υπό την μάλλον αχρείαστη αλλά άγρυπνη προστασία της Αλκμήνης και της  Άντας, που συμπλήρωναν τη συμμορία, με ύφος η μία αινιγματικό κι η άλλη αδιόρατα  σατανικό.
      
Μετά τις ιστορίες για ναυαγούς αποβραδίς, είχαν ξαπλώσει με τα ρούχα στο γραφείο και, αφού κανείς  δεν είχε σκεφτεί να κλείσει τις κουρτίνες, είχαν όλοι ξυπνήσει απ’ τις ακτίνες του ήλιου τα χαράματα. Οι δύο εραστές είχαν συμφωνήσει, με μια συνωμοτική ματιά και ένα νεύμα, να χωριστούν αυτή τη νύχτα, ο Φάνης είχε μοιραστεί τις γωνιές  του γνωστού καναπέ της αμαρτίας στην αίθουσα αναμονής με τον κυρ-Θανάση, η  Αλκμήνη με την Ελένη είχαν κουρνιάσει σε έναν άλλο καναπέ στο ιδιαίτερο γραφείο του δικηγόρου, ενώ η Άντα είχε βολευτεί σε μια βαθιά πολυθρόνα με τα πόδια απλωμένα πάνω στο τραπεζάκι. Μια κουβέρτα κι ένα παλιό αδιάβροχο που είχαν βρει στην αποθήκη του αρχείου ήταν τα πρόχειρα σκεπάσματα για τη μικρή.
      
Ο πατέρας της Ελένης δεν είχε δώσει κανένα σημείο ζωής ως το βράδυ και μάλλον είχαν πάψει πλέον να τον περιμένουν. Γύρω στα μεσάνυχτα, είχαν ρίξει μια τελευταία ματιά στη ρομαντική γαλήνη του κόλπου και ύστερα κάτω στους δρόμους και στην πλατεία. Κάτι ταυτόχρονα αναπόφευκτο, ανησυχητικό αλλά και παρήγορο γι’ αυτούς, ήταν ότι οι πεινασμένοι οδηγοί και οι επιβάτες των αυτοκινήτων είχαν εισβάλει στα εστιατόρια και τις καφετέριες της πλατείας, παραβιάζοντας τις εισόδους. Τα εγκαταλειμμένα οχήματα είχαν λιγοστέψει. Προφανώς, μετά τις μάταιες προσπάθειες να διαφύγουν και αφού είχαν χορτάσει, είχαν όλοι γυρίσει για να διανυκτερεύσουν μέσα στα αυτοκίνητά τους.
       
Παρά την ελπίδα τους ότι θα έβλεπαν κάτω τα τροχοφόρα να κινούνται επιτέλους, τίποτα δεν είχε αλλάξει και κατά την πρωινή επισκόπηση των πέριξ. Τώρα όμως ήταν η δική τους σειρά να χορτάσουν. Η κλειδαριά του κυλικείου στον ημιώροφο αντιστάθηκε φιλότιμα στην πρώτη προσπάθεια, μάλλον για την τιμή των όπλων, και υπέκυψε πρόθυμα στη δεύτερη. Το επαγγελματικό ψυγείο, τα ράφια και τα ντουλάπια ανταποκρίθηκαν πλουσιοπάροχα στις προσδοκίες τους. Τσίμπησαν πρόχειρα κάτι λίγα επιτόπου, έβρασαν λουκάνικα, πήραν πακέτα φρυγανιές, πατατάκια, σοκολάτες, γκοφρέτες, φιστίκια, καφέ, τσάι, αναψυκτικά κι ότι άλλο βρήκαν, έκλεισαν πίσω τους την πόρτα προσεκτικά και γύρισαν στο γραφείο φορτωμένοι, τη φορά αυτή σε δύο διαδρομές με το ασανσέρ, για να ετοιμάσουν ένα γενναίο πρωινό τσιμπούσι.
     
Εκεί που ήταν πλέον ήρεμοι και μισοξαπλωμένοι και οι γυναίκες ξεφύλλιζαν και σχολίαζαν κάτι πολύχρωμα περιοδικά, ακούστηκε ξαφνικά το μουσικό σήμα από το κινητό της Αλκμήνης.  Έκαναν όλοι «αχ» ή «ου» η «αμάν», και η Αλκμήνη βιάστηκε εντελώς αυθόρμητα να το αρπάξει και να απαντήσει ενώ οι άλλοι παρακολουθούσαν με αγωνία κάθε της λέξη και κάθε έκφραση. Λες και έβλεπαν επιτέλους το πλοίο της σωτηρίας να προσορμίζεται στο έρημο νησί τους.
   
Μετά την αρχική συγκίνηση και αδημονία τους, και μετά τον, αν και υψηλόφωνο και χαμογελαστό, μάλλον τυπικό χαιρετισμό και τα φυσιολογικά για τις περιστάσεις ερωτήματα της Αλκμήνης, την είδαν να ακούει τον συνομιλητή της για ώρα σαν απολιθωμένη, να αφήνει με μια γκριμάτσα το χέρι που κρατούσε το τηλέφωνο να πέσει και να το σηκώνει πάλι στο αυτί της, να παρεμβάλλει αμήχανα μονοσύλλαβα και μικρές φράσεις, όπως, «ναι», «όχι», «προσπάθησα», «ξέρεις τι συμβαίνει», «α, ωραία, ωραία,», «είμαι αποκλεισμένη μαζί με άλλους στο κέντρο της πόλης». Κι ύστερα, «βρε Παύλο, ντροπή σου, τι φοβερά πράγματα είναι αυτά που λες», «μην βιάζεσαι να με καταδικάσεις», «θα σου εξηγήσω όταν βρεθούμε», και «καλά, εντάξει, όπως θέλεις». Όταν άφησε οριστικά κάτω το τηλέφωνο, γύρισε να ενημερώσει κατά κάποιο τρόπο την ομήγυρη.

«Ήταν ο άνδρας μου που γύρισε με το αεροπλάνο απ’ την Αθήνα και έμεινε χθες το  βράδυ σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση έχει λάβει μέτρα έκτακτης ανάγκης, όλα πάνε καλά και προβλέπουν ότι η κυκλοφορία το πολύ ως αύριο το πρωί θα έχει αποκατασταθεί. Όπως ακούσατε, δημιουργήθηκε μεταξύ μας μια μικρή παρανόηση, θα πάρω τώρα τα παιδιά μου, προσπαθήστε κι εσείς να μιλήσετε με τους δικούς σας και τα συζητάμε αργότερα».

Στην αίθουσα επικράτησε φασαρία με επιφωνήματα, αναστεναγμούς, πληροφορίες και διευκρινίσεις, ευχές και τα παρόμοια καθώς η Αλκμήνη μιλούσε με τη μητέρα της και τα παιδιά, ο Φάνης με τη δική του μητέρα, ο κυρ-Θανάσης απ’ το σταθερό με την κόρη του, και η Άντα με μια φίλη της. Ο πατέρας της Ελένης είχε κοιμηθεί σεκαφενείο σε μια πάροδο της Αριστοτέλους και η μικρή είχε δυσκολία να του εξηγήσει τι ακριβώς είχε συμβεί, που και με ποιους βρισκόταν. Προθυμοποιήθηκε η Άντα να αυτοσυστηθεί, να του πει ότι η μικρή ήταν απόλυτα ασφαλής, να απαντήσει στις ερωτήσεις του και να τον καθησυχάσει. Πράγμα σχετικά εύκολο για την κριτικό αφού, με την τροπή που είχαν πάρει τα  πράγματα, ο εκτελωνιστής ένιωθε φοβερές τύψεις που είχε αφήσει μόνη της την κόρη του.

Η Άντα, που είχε φυσικά καταλάβει ότι δεν υπήρχε θέμα παρανόησης από μέρους του  άντρα της Αλκμήνης, την πήρε στο πλάι και της είπε ότι θα μπορούσε να αναλάβει εκείνη να τηλεφωνήσει και να του εξηγήσει τις συνθήκες του αποκλεισμού τους για να λήξει αυτό το θέμα. Η Αλκμήνη την φίλησε και την ευχαρίστησε αλλά επέμεινε ότι ήταν μια καθαρά προσωπική υπόθεση που έπρεπε να τη χειριστεί μόνη της. «Έχει συμβεί αυτό που φοβόμασταν και πρέπει οπωσδήποτε να πάμε κάπου να μιλήσουμε», ψιθύρισε στον Φάνη λίγο αργότερα.

Χωρίς να προβάλουν πλέον κανενός είδους δικαιολογία, πήραν δυο φλιτζάνια καφέ, μπήκαν στο ιδιαίτερο γραφείο, τράβηξαν τις κουρτίνες, ο Φάνης κάθισε στη θέση του δικηγόρου και η Αλκμήνη σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα μπροστά του και έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι της.
 «Ο Παύλος ήταν έξαλλος», είπε μουδιασμένη ενώ ο Φάνης την κοιτούσε στα μάτια και την άκουγε με μια σκοτεινή ηρεμία. «Με το που λειτούργησαν τα τηλέφωνα, πήρε στο σταθερό την Ιωάννα και ζήτησε να μου μιλήσει. Τι να πει εκείνη; Αιφνιδιάστηκε, τα έχασε, κάτι ψέλλισε ότι είχα βγει στο περίπτερο, κάπου τα μάσησε, δηλαδή το χειρότερο δυνατό. Εκείνος ξέρει να συγκρατεί την οργή του.
 Πήρε τη μητέρα μου και τα παιδιά και αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν καλά, τηλεφώνησε εμένα στο κινητό. Πρέπει να σου πω ότι τον τελευταίο καιρό είχα την αίσθηση ότι κάτι υποπτευόταν. Στην αρχή ακούστηκε φυσιολογικός, σχεδόν θερμός, “γεια σου, αγάπη μου”, “τι κάνεις”, και “τι είναι αυτό πάλι που συμβαίνει”, αλλά όταν κι εγώ βρέθηκα σε αμηχανία, ακολούθησε η έκρηξη. Ποτέ δεν τον έχω ακούσει να βρίζει, ούτε καν να μιλάει άσχημα στα οκτώ χρόνια της κοινής μας ζωής. Έχει ένα βουβό δολοφονικό θυμό. Και τώρα η έκρηξη ήταν υπόγεια και εκδηλώθηκε με κοφτές φράσεις και σκληρές  λέξεις που συλλάβιζε με ένα οξύ, παγερό και σαρκαστικό τόνο στη φωνή του. “Ομολογώ ότι είσαι καλή ηθοποιός αλλά η κωμωδία έχει τελειώσει. Μου είπες ψέματα. Δεν θα σε ρωτήσω με ποιον βρίσκεσαι και τι κάνεις. Ποιος ξέρει πόσα άλλα ψέματα μου έχεις πει στο παρελθόν. Η ζωή μας ήταν ένα ψέμα, είσαι ολόκληρη ένα ψέμα. Όταν γυρίσεις, αυτό το ψέμα θα τελειώσει οριστικά”. Και άλλα χειρότερα».  
 «Υπάρχουν και χειρότερα;», απόρησε ο Φάνης.
«Ναι, πολύ χειρότερα. Τα συγχαρητήριά του για την επαγγελματική απόδοσή μου στις ιδιαίτερες σχέσεις μας και ότι δεν είμαι μάνα εγώ. Και ότι ελπίζει να μην έχω κολλήσει τίποτα στα παιδιά. Ξέρεις κάτι όμως; Όσο δύσκολα κι αν είναι τώρα τα πράγματα, ίσως να είναι καλύτερα έτσι», πρόφερε διστακτικά, «αυτή τη φορά τα ίδια τα γεγονότα μας αναγκάζουν να δούμε το πρόβλημα κατάματα και να προχωρήσουμε σε κάποια λύση».
    
« Σε κάποια λύση», επανέλαβε ο Φάνης άτονα. Έμεινε για ένα διάστημα σιωπηλός και πάλι, σηκώθηκε ύστερα, έκανε τον γύρο του επίπλου, τη σήκωσε και την αγκάλιασε, όχι ερωτικά, της χάιδεψε τα μαλλιά, την κράτησε από τους δύο ώμους. Η Αλκμήνη πήρε μια βαθιά ανάσα, χαμογέλασε κάπως δειλά και τον φίλησε στα μάτια.
   
«Ότι έγινε, έγινε, και φυσικά δεν φταις εσύ», της είπε. «Προσπάθησε να ηρεμήσεις. Θέλω να μείνω μόνος και να σκεφτώ για λίγο. Ας μιλήσουμε αργότερα. Σε παρακαλώ». Η Αλκμήνη ένευσε καταφατικά και βγήκε απ’ το γραφείο ενώ εκείνος ξανακάθισε, γύρισε την πολυθρόνα προς το  παράθυρο και κοίταξε έξω, ήδη βυθισμένος σε σκέψεις.
  
Εκείνη την ώρα η Άντα ρωτούσε, «μήπως είδες, Ελένη, τον Θανάση» και, «πού να είναι». Ο κυρ-Θανάσης όμως δεν ήταν πουθενά και κανείς δεν τον είχε αντιληφθεί ναφεύγει. «Καλά, πού μπορεί να έχει πάει ο κυρ-Θανάσης;», επανέλαβε η Αλκμήνη ελαφρά τροποποιημένη την ερώτηση. «Στα κάτω γραφεία», απάντησε η μικρή, «πούαλλού;» «Μπράβο, ρε Ελενίτσα», είσαι ξεφτέρι», την επαίνεσε η Άντα.
      
Εκεί επάνω ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και μπήκε ο παλιός υδραυλικός, κουβαλώντας μια μικρή τηλεόραση με πάνω της μερικές κουβέρτες και ένα ραδιοφωνάκι και στο άλλο χέρι μια φορητή κεραία. «Νομίζω ότι αυτά θα μας χρειαστούν», είπε και τα ακούμπησε στο τραπέζι. «Δανεικά. Και σχεδόν καμία ζημιά δεν έκανα», πρόσθεσε σαν απάντηση στο χαμογελαστά επιτιμητικό βλέμμα της Αλκμήνης.

«Το ωραιότερο το αφήνω για λίγο αργότερα», συνέχισε μετά μια σύντομη παύση. «Τώρα να σας πω ότι οι εταιρίες και τα γραφεία κάτω είναι σκέτη θλίψη. Όλα ίδια κι όμοια, σαν από γραμμή παραγωγής, όλα καφέ και γκρίζα. Μυρίζει ρουτίνα και  βαριεστιμάρα. Πάλι καλή ήταν η δική μου η δουλειά, έλεγα και καμιά ανθρώπινη κουβέντα. Αυτοί απ’ το πρωί ως το βράδυ μολύβια σπρώχνουν. Καλά, βαράνε και πλήκτρα. Μπήκα σε μερικά και τι βρήκα; Χαρτιά και πάλι χαρτιά, σύννεφο τα χαρτιά. Αλληλογραφία, συμβόλαια, αγωγές, μηνύσεις, κλασέρ, φάκελοι, στα ράφια, στα ντουλάπια, στα συρτάρια, σε στοίβες». Κοίταξε τριγύρω, χαμογέλασε και έβγαλε από την τσέπη του κάτι πολύχρωμα φυλλάδια. «Το μόνο ενδιαφέρον ήταν αυτά τα διαφημιστικά απ’ το ταξιδιωτικό γραφείο».
     
«Τα εξωτικά νησιά του Ειρηνικού σας περιμένουν», διάβασε μεγαλόφωνα η Ελένη πάνω από φωτογραφίες με αμμουδιές, γαλάζια θάλασσα, ξενοδοχεία και μπαρ, και εύθυμες, ωραίες ημίγυμνες  γυναίκες.
    
«Ας τα αυτά τώρα, βρε Θανάση μου, νησί και ξωτικά έχουμε καταντήσει εμείς εδώ, ας  δούμε τι λέει η τηλεόραση», διαμαρτυρήθηκε χαμογελαστά η Άντα, βάζοντας τη συσκευή στην πρίζα. «Μήπως ξέρεις πώς συνδέεται η κεραία;»
     
Σύντομα είδαν λοιπόν τι έλεγε η τηλεόραση. Τι έλεγαν τα κρατικά κανάλια και τι τα εμπορικά, τι τα μεγάλα και τι τα μικρότερα. Είδαν δημοσιογράφους, συγκοινωνιολόγους, υπουργούς, βουλευτές, νομάρχες και δημάρχους, είδαν μητροπολίτες, αρχιμανδρίτες και παπάδες, είδαν δικηγόρους, γιατρούς και μηχανικούς, και τι δεν είδαν. Ειδικούς και άσχετους να μιλάνε όλοι μαζί, να λένε τα γνωστά και τετριμμένα, να διακόπτουν συνεχώς ο ένας τον άλλον, να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης να μέμφονται την αντιπολίτευση για όσα δεν είχε κάνει παλιότερα και οι της αντιπολίτευσης να κατηγορούν την κυβέρνηση για όσα δεν είχε κάνει πιο πρόσφατα. Σίγουρα πιο ενδιαφέρουσα ήταν η θέα από το ελικόπτερο του κατακλυσμού των τροχοφόρων στον κέντρο των δύο μητροπόλεων.
    
«Τι ήταν, καλέ, εκείνο “το ωραιότερο” που ανέφερες προηγουμένως», είπε η Άντα κλείνοντας αηδιασμένη την εικόνα με τη συγκατάθεση των άλλων.
«Α, ναι, το ξέρετε ότι η οικοδομή έχει μια μεγάλη ταράτσα με φοβερή θέα;».
«Κι εκεί επάνω ανέβηκες, βρε θηρίο; Στο δώμα;»
«Κι εκεί. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη αυτή τη φορά. Απ’ την ταράτσα, έχεις μια διαφορετική αίσθηση του ουρανού, μια διαφορετική αίσθηση της θάλασσας. Λες και βρίσκεσαι στην κορυφή του κόσμου, λες κι είσαι πουλί και μπορείς να πετάξεις».