Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Κούκος μονός, γνήσιος και ανόθευτος (β' μέρος)

Μ’ αυτά και περισσότερα, φτάσαμε στην περίοδο που ξύπνησε ο Εγκέλαδος και κυριολεκτικά αποχαλινώθηκε τη νύχτα εκείνη του Ιουνίου. Ακολούθησαν μήνες φόβου και οι επαγγελματίες που παραμελούσαν τη δουλειά τους, είχαν πια ελάχιστη δουλειά για να παραμελήσουν. Η πόλη ήταν ημιπαράλυτη, άλλοι την είχαν κοπανήσει στα χωριά τους ή στα εξοχικά, και άλλοι έμεναν σε πλατείες, προαύλια εκκλησιών και σε κάθε άλλο ανοιχτό χώρο. Ιδανικό πλέον το σκηνικό για να ξεφαντώσει με τη σειρά του ο Τζόγος.

Από τις δυο και τρεις φορές την εβδομάδα, έφτασε η παρέα να παίζει κάθε βράδυ. Μετά το πρώτο σκόρπισμα στις είκοσι Ιουνίου και τον κύριο μετασεισμό στις πέντε Ιουλίου, κάναμε έναρξη στις μεγάλες τετράγωνες σκηνές και συνεχίσαμε σε διαμερίσματα. Από την ανάγκη, είχαμε γίνει όχι μόνο σεισμολόγοι αλλά και ειδικοί ρωγμολόγοι, όπως έλεγε ο Σκοτεινός. Με μια ματιά μπορούσαμε να αποφανθούμε τελεσίδικα αν οι συγκεκριμένες ρωγμές επηρέαζαν τη στατική επάρκεια ή αν ήταν απλώς επιφανειακές στη τοιχοποιία …

Έτσι, στην έντονη συγκίνηση της πόκας μεταγγιζόταν ο ισχυρός υπολανθάνων φόβος του σεισμού. Λες κι έκανες έρωτα με χειροπέδες ή κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη. Τα μέλη της παρέας ήταν, κατά κανόνα, πολύ συμπαθητικά παιδιά αλλά ιδιαίτερα σκληροί ως παίκτες. Ο Σπίνος, για παράδειγμα, ήταν νέος με γνώσεις και συγκρότηση και, όπως υποδηλώνει το παρατσούκλι του, γλυκός και ελκυστικός για το άλλο φύλο. Όταν η καθημερινή του παλινδρόμηση τον έφερνε απ’ τα διάφορα κρεβάτια στο πράσινο τραπέζι, είχε ευθυβολία ελεύθερου σκοπευτή και χαρτοπαικτικό δήγμα βασιλικής κόμπρας. Ανάλογη ήταν και η περίπτωση του Σκοτεινού, που ήταν λογιστής αλλά δεν έμοιαζε. Με το μειλίχιο ύφος του, τα καλαμπούρια και τον αιώνιο φιλικό του τρόπο, κατάφερνε να παραμένει σε διαρκή κατάσταση μπλόφας. Και η σχεδόν μόνιμη απορία των συμπαικτών του ήταν αν είχε δυο εφτάρια ή τέσσερις άσσους.
……………………………………………………..

Σε κάθε είδος παιχνιδιού, αθλήματος ή τέχνης, ίσως και σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, όσο ωριμάζει κανείς από την άσκηση, τις περιπέτειες και τις μπουνιές που τρώει στη μούρη, τόσο καλύτερα αντιλαμβάνεται το νόημα της λιτότητας. Στον έρωτα, για παράδειγμα, που είναι όλα μαζί τα παραπάνω αλλά και η πηγή της ύπαρξης. Οι φιοριτούρες, τα κόλπα και οι διαστροφές προορίζονται για τα παιδάκια ή για ανθρώπους μπουχτισμένους, για ανθρώπους που κάπου έχασαν τον μπούσουλα. Και παραδέρνουν σε αδιέξοδα μονοπάτια, εκλαμβάνοντας το ορντέβρ ως το κυρίως γεύμα και τις υποσημειώσεις ως το κυρίως θέμα.

Έτσι ακριβώς συμβαίνει και στην πόκα. Οι παραλλαγές με τα πολλά χαρτιά στο χέρι και κάτω, είναι ένα πρώτο στάδιο, όπως εκείνα τα βαφτιστά που παίζαμε στην εφηβεία μας και έβγαζαν πενταρέ του άσσου οι τέσσερις από τους έξι. Το φλος ρουαγιάλ είναι η σούπερ γκόμενα των διαφημίσεων, από κοντά μια βαρετή πασαλειμμένη κότα. Το ένα κανταϊφι μπορεί να είναι απείρως πιο απολαυστικό από ολόκληρο ταψί και η σπιτική φασουλάδα χίλιες φορές πιο νόστιμη από τον αστακό. Δυο εφτάρια με άσσο κερδίζουν τα δυο εφτάρια με παπά και τα μεγάλα κόλπα.
……………......................................................

Η παρέα έπαιζε διάφορές παραλλαγές της πόκας, άλλες με τα γνωστά και άλλες με αυτοσχέδια ονόματα, πολλές φορές για καλαμπούρι. Όταν όμως εκείνος που είχε σειρά να μοιράσει, δήλωνε τονίζοντας τις συλλαβές, κούκος μονός, τότε συχνά ακουγόταν στο τραπέζι ένας ψίθυρος δέους. Κι αν το νευρικό σύστημα κάποιου δεν άντεχε εκείνη τη στιγμή, μπορούσε άνετα να πάει πάσο. Αρκεί να μην κέρδιζε, γιατί τότε θα ήταν υπόλογος για καραμπίνα, περίπου έγκλημα καθοσιώσεως.

Στον κούκο τον μονό, όπως τον παίζαμε εμείς, παίρνει ο κάθε παίκτης ένα χαρτί κλειστό. Ακολουθεί το πρώτο χτύπημα. Μετά ανοίγει χαρτί στο τραπέζι για το δεύτερο χτύπημα. Δεύτερο χαρτί στο τραπέζι και τρίτο χτύπημα, τρίτο χαρτί και τέταρτο χτύπημα. Στο σημείο αυτό, μοιράζεται το δεύτερο χαρτί στο χέρι και ακολουθεί το πέμπτο χτύπημα. Τέλος, πέφτουν κάτω, ένα-ένα, άλλα δύο χαρτιά. Σύνολο δύο χαρτιά στο χέρι και πέντε κάτω, σύνολο εφτά χτυπήματα.

Τι έκανε, λοιπόν, κάποιος που έπαιρνε τον άσσο στο χέρι; Περνούσε ντούκου για να παρασύρει μέσα τους υπόλοιπους; Πρωτόγονη σκέψη. Περίμενε τον δεύτερο άσσο, στο χέρι ή κάτω, για να ζευγαρώσει και ύστερα να χτυπήσει; Ακόμη πιο πρωτόγονη. Έτσι την έχουν πατήσει αναρίθμητοι γιατί, όπως γνωρίζει και ο κάθε αρχάριος, οι μεγαλοπρεπείς δύο άσσοι, όσο κι αν φαίνεται άδικο, χάνουν από τα ζεύγη του οκτώ με εξάρια.

Αυτό που έκανε ο τυχερός που έπιανε τον άσσο, ήταν να χτυπήσει δυνατά για να διώξει όσο το δυνατόν περισσότερους και να μειώσει την πιθανότητα να χάσει. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, δήλωνε το φύλλο του. Εάν βέβαια τον πίστευαν οι άλλοι γιατί θα μπορούσε να χτυπάει και με εφτάρι. Με κάθε χαρτί που μοιραζόταν, τα χτύπημα αυξανόταν για να εξασφαλίσει ο κάτοχος του άσσου το ποτ που είχε ήδη μαζευτεί. Ή να αναγκαστεί ο άλλος να πληρώσει ακριβά το καλύτερο χαρτί που κυνηγούσε. Σε κάποιο σημείο να πάει πάσο ή να βάλει μέσα τα ρέστα του με μειονέκτημα.

Όπως μπορεί κανείς να αντιληφθεί, το πιο ανατριχιαστικό θρίλερ ήταν να μοιραστούν οι τρεις άσσοι και να πέσει ο τέταρτος στο τραπέζι. Τότε κάποιος έβαζε το ρέστα του, με υποθετικό πλεονέκτημα, κι ακολουθούσαν οι άλλοι αναγκαστικά. Όπως και να είχε το πράγμα, ήμασταν όλοι νέοι, οι σφυγμοί μας μπορούσαν άνετα να υπερβούν τους εκατόν πενήντα και το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί ήταν να χάσουν κάποιοι τα λεφτά τους.


Ανάμεσα σ’ αυτούς τους κάποιους ήμουν κι εγώ. Χάνεις μια φορά, χάνεις δεύτερη, χάνεις και τρίτη. Στην ειδική διάλεκτο, αυτό ονομάζεται λούκι. Το λούκι ή γκίνια ή ατυχία διαρκείας ή συνεχής χασούρα χωρίς προηγούμενο και χωρίς οφθαλμοφανή εξήγηση, είναι ο εφιάλτης του χαρτοπαίκτη. Γιατί σιγά-σιγά εξαντλείται η υπομονή του αλλά και τα χρηματικά του αποθέματα. Και τότε είναι ακόμη πιθανότερο να χάσει. Αφού μάλιστα δεν πιάνει κανένα γούρι, ούτε το λαγοπόδαρο, ούτε το αγαπημένο του τσακμάκι, ούτε το ειδικό δώρο της γκόμενας.

Λέει, λοιπόν, άντε και την επόμενη φορά θα ψιλορεφάρουμε. Και κερδίζει. Ακολουθούν ακόμη τρεις-τέσσερις παρτίδες με χασούρα. Κι όσο τον πιάνει το άγχος, ότι πρέπει να κερδίσει οπωσδήποτε (λέξη άγνωστη στον τζόγο), τόσο πιο ριψοκίνδυνος γίνεται και τόσο μειώνονται οι πιθανότητές του να κερδίσει σ’ ένα παιχνίδι που στις φλέβες σου πρέπει να κυλάει ψυκτικό αντί για αίμα. Κι όσο τελειώνουν τα λεφτά του, τόσο ψάχνει και ξαναψάχνει τα συρτάρια, αποσύρει τις όποιες καταθέσεις του, προεξοφλεί αποδοχές, δανείζεται ή σκέφτεται να δανειστεί. Άλλοι έχουν κάνει και πολύ χειρότερα.
…………….....................................................................

Είχα μπει λοιπόν στο λούκι και είχα χάσει ένα σημαντικό ποσό συνολικά, ιδίως για τη δική μας οικονομική κατάσταση. Τουλάχιστον δεν είχα δανειστεί γιατί ποτέ μου δεν ανέχτηκα το χρέος. Αυτό όμως ελάχιστα με παρηγορούσε. Πήγαινα το πρωί στο γραφείο με κεφάλι ασήκωτο και στόμα σαν παπούτσι, τα σκεφτόμουν όλα αυτά και με κατέκλυζε μια αίσθηση ματαιότητας και ξεφτίλας. Έλεγα, δεν μπορεί, το βράδυ θα κερδίσω. Κι έχανα πάλι.

Επιπλέον, το παιχνίδι γινόταν ολοένα πιο στυγνό και απογυμνωμένο. Κόπηκαν πια τ’ αστεία και τα πειράγματα, και τα συμπαθητικά παιδιά έγιναν σιωπηλά έως σκυθρωπά και, από ανταγωνιστικά, σταδιακά μεταμορφώθηκαν σε καθαρά εχθρικά. Σαν αντίπαλα όρνεα ή αιλουροειδή που έχουν αποδυθεί σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα όχι μόνο για το θήραμα αλλά και για την ίδια την επιβίωση.

Ταυτόχρονα, άρχισα να ντρέπομαι, εγώ ο αετός και ο πολύπειρος, για την ανικανότητά μου να κερδίσω. Παραβλέποντας ότι και άλλοι ήταν αετοί και πολύπειροι. Να ντρέπομαι για την αδυναμία μου να σταματήσω, να ντρέπομαι για τις λογικοφανείς δικαιολογίες που προέβαλα στη Σοφία. Εκείνη διαμαρτυρόταν ήπια και προσπαθούσε να με πείσει με το αυτονόητο. Ποτέ όμως δεν θέλησε να χρησιμοποιήσει ιδεολογικά επιχειρήματα κι έδειχνε κατανόηση πραγματική για το πρόβλημά μου, γεγονός που με εξουθένωσε εντελώς. Ο Τζόγος έδειχνε την αποκρουστική πλευρά του προσώπου του.

Κάποια χάραμα, φύγαμε μαζί με τον Γιώργο, τότε βοηθό και τώρα καθηγητή στο πανεπιστήμιο, και πήγαμε να πιούμε τον πικρό καφέ στου Τόττη, με πρησμένο πρόσωπο από την αϋπνία και σαν σκυλιά δαρμένα. Εκεί αράξαμε, ηρεμήσαμε και τα είπαμε όλα. Για τους γνωστούς βιομηχάνους που καταστράφηκαν, για τα σπίτια που έκλεισαν, για τα μύρια όσα έκαναν άλλοι για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Σαν λαϊκά αναγνώσματα, ιστορίες που θεωρούσαμε ως υποδείγματα βλακείας, ιστορίες που δεν πιστεύαμε ότι υπήρχε περίπτωση ποτέ να μας αφορούν προσωπικά.

Και συμφωνήσαμε ότι ένας και μοναδικός τρόπος υπάρχει να βγει κανείς από το λούκι. Να δεχτεί τη χασούρα και το πλήγμα στον εγωισμό του, να σηκωθεί και να πει, αυτό το έργο εμείς το έχουμε ξαναδεί, πάμε να φύγουμε. Και βγαίνοντας από τη σκοτεινή αίθουσα, να πετάξει εισιτήριο κα πρόγραμμα στον σκουπιδοτενεκέ.

Ήταν ένα πρωινό αψύ μες στη ομίχλη, ένα πρωινό γεμάτο μυρωδιές, κι εμείς κοιτούσαμε τους γλάρους και τα ψαροκάικα, μακριά τη θάλασσα και το Καραμπουρνάκι. Κοιτούσαμε τους περιπατητές της παραλίας, τους ερασιτέχνες ψαράδες που ετοίμαζαν τα σύνεργά τους, κάποιο κορίτσι που περνούσε με το σώμα του να διαγράφεται ερεθιστικό κάτω απ’ το φόρεμα, ζεστό ακόμη απ’ το κρεβάτι. Το κόβουμε; είπαμε ξαφνικά με μια φωνή; Το κόβουμε οριστικά, συμφωνήσαμε και δώσαμε τα χέρια.

Πήρα τηλέφωνο τη Σοφία να της το ανακοινώσω αλλά εκείνη το μόνο που με ρώτησε ήταν αν ήμουν καλά. Γύρισα στο σπίτι, ήπια κι άλλον καφέ και της είπα τα καθέκαστα, με κάθε οδυνηρή λεπτομέρεια. Εκείνη χαμογέλασε, στην αρχή κάπως θλιμμένα είναι η αλήθεια, ύστερα κάπως χαρούμενα. Κι απάντησε, αφού πραγματικά αποφάσισες να σταματήσεις, ας πούμε ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Έτσι είναι η Σοφία.

Το ξέρω ότι ακούγεται παράφωνο σ’ αυτή την εποχή, αλλά στις φλέβες μου κυλάει ένας παππούς μικρασιάτης που περιφρονούσε τα έγγραφα και τιμούσε τη χειραψία και τον λόγο του. Η πόκα λοιπόν αποτελούσε παρελθόν. Ανέσυρα απ’ τη μνήμη διάφορα ελεγχόμενα υποκατάστατα και ανακάλυψα καινούρια. Καμιά φορά, με ανεκτές θυσίες και ασήμαντες απώλειες, μπορεί να ευφραίνεται το θηρίο και να απομακρύνεται η πιθανότητα να αγριέψει ξαφνικά.

Τώρα ο Τζόγος χαμογελάει και πάλι. Ίσως για να μου υπενθυμίσει ότι ένα προαιώνιο πρόβλημα δεν λύνεται έτσι απλά. Κι ότι η ζωή, και ιδίως μια ελληνική ιστορία, ποτέ δεν τελειώνει με αγκαλιές και με φιλιά, ενώ δακρύζουν ακόμη και οι μουσικοί της αόρατης ορχήστρας. Ο Τζόγος, ο Εγκέλαδος κι οι άλλοι τύποι του Ολύμπου και των περιχώρων είναι εξέχοντα μέλη της ίδιας φαμίλιας. Έχουν χωρίσει την ψυχή μας σε περιοχές επιρροής και στέλνουν τακτικά τους φουσκωτούς τους να εισπράξουν το τίμημα της προστασίας. Η φύση τους όμως είναι άπληστη και αυτό δεν τους αρκεί. Η επόμενη σύγκρουση και η επόμενη έκρηξη, ο επόμενος μεγάλος σεισμός δεν είναι παρά θέμα χρόνου.