Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

Το μαγικό χαλί


Πρώτο δωμάτιο
Πιτσιλιές λαμπερές που κρύβουν μέσα τους το χάδι πουπουλένιο, ίδια τα μάτια
της γιαγιάς, γραμμές, ορθογώνια και ρόμβοι, μυριάδες σχήματα, λούζομαι ώρες
ατέλειωτες σε παράξενα κοκκινωπά ποτάμια, πλανιέμαι σε λιβάδια αχνογάλαζα,
κιτρινωπά χωριά και βουνά κάτασπρα. Το χαλί απλώνεται ανάμεσα στον φιλικό
καναπέ και τη βιβλιοθήκη, φτάνει μέχρι κάτω απ’ το παράθυρο, σχεδόν ως την
πόρτα, παραστάτες κι ευκίνητοι φρουροί του δυο καρέκλες γερές, τετράγωνες.
Οι μορφές αλλάζουν όπως εγώ διατάξω, τα σύμβολα παίρνουν νόημα κατά την
προσταγή μου.

Σαν έρθει η στιγμή για το αποκορύφωμα της ηδονής, βουλιάζω όσο να νιώσω το
σανιδένιο πάτωμα, χώνω τα πόδια κάτω από το τραπεζάκι κι από τη μια αγγίζω την
κουρτίνα που πέφτει βαριά και πολυκύμαντη, από την άλλη σέρνομαι ως τη γλάστρα
με τα μακριά, μυτερά φύλλα. Αφομοιώνομαι σ’ οργιαστικό αγκάλιασμα και τα ποτάμια
αρχίζουν να τρέχουν κάτω από το δέρμα μου, τα μάτια μου θαμπώνουν από λιβάδια
και βουνά, ζω μέσα στα κίτρινα χωριά σαν πολύτιμη ουσία που διαχέεται απ’ τα
γεννητικά όργανα – γελαστές, λαχανιαστές, τρυφερές σκιές – να γονιμοποιήσει,
να γεννήσει, να βρει την εκπλήρωση.

Βρίσκομαι σ’ ένα φανταστικό κόσμο κι ο παντοδύναμος μάγος είμαι εγώ. Μετράω
τους πιστούς μου υπηρέτες, τα πειθήνια όργανά μου κι ελέγχω αυστηρά τις κινήσεις
τους. Ανοίγω το ραδιόφωνο κι ακούω φωνές βραχνές, στριγκές ή βελούδινες,
μυστηριώδεις γλώσσες, αλλόκοτες μουσικές, χαϊδεύω το καλοριφέρ κι ακουμπάω
τα χέρια μου καυτά στα μάγουλα, ανάβω και σβήνω τα φώτα. Ζητάω από το τηλέφωνο
να χτυπήσει κι αργά ή γρήγορα η επιθυμία μου εκπληρώνεται με διαπεραστικούς ήχους.
Ύστερα επιβάλλω σιωπή απόλυτη, αδιατάραχτη, ιερή σιγή, ν’ αφουγκραστώ στις ρίζες του
μυαλού μου να σαλεύει ανεπαίσθητα τα χαρούμενο σπέρμα της φυλής.

Δωμάτιο δεύτερο
Βιβλία, βιβλία, βιβλία. Πανόδετα, δερματόδετα με χρυσά γράμματα, φτηνές εκδόσεις
με φύλλα που φεύγουν, φθαρμένα από τον χρόνο και κατακαίνουρια, ορθογώνια και
τετράγωνα, μεγάλα και μικρά, έξι ολόκληρες σειρές βιβλία άσπρα ή μαύρα … πράσινα,
κόκκινα και πορτοκαλιά. Χοντρές εγκυκλοπαίδειες κι αστυνομικά μυθιστορήματα,
πεζογραφία και ποίηση και σύγχρονη πολιτική επικαιρότητα, βιβλία επιστημονικά
ξενόγλωσσα κι ελληνικά, ακόμα και στην καθαρεύουσα, παθιασμένα ή ψυχρά,
αδέσμευτα … βιβλία, βιβλία, βιβλία.

Τυπογραφικά στοιχεία λεπτά και βαριά και μεγάλα, καλλιτεχνικά, διαγράμματα και
εικόνες, κι ονόματα φανταστικά. Ήρωες, δαίμονες, οπτασίες αμέτρητες … και το
κοινό βάζο μ’ ένα τριαντάφυλλο μπουμπούκι.

Βρίσκομαι σ’ ένα κόσμο γυμνό και ξένο , σύμβολά του οι επιφάνειες και το δοκάρι που
προεξέχει. Τοίχοι μονότονοι, άχρωμοι, αποστερημένοι…δεν τους απαλύνουν κάδρα και
πίνακες, καμιά ανάσα δεν τους ζεσταίνει. Πάτωμα και ταβάνι. Εδώ μέσα ζω χωρίς να
γνωρίζω πώς και γιατί, κι εδώ είμαι αναγκασμένος να μείνω. Γι’ αυτό ξεγλιστράω, φεύγω,
δραπετεύω με τα πλεούμενα που είναι αποκλειστική μου κατοχή και περιουσία,
απόκτημα προσωπικό, ιδιωτικό, ανέγγιχτο. Οι λέξεις τους με οδηγούν στα μεσούρανα,
στη γη της επαγγελίας, στο ελντοράντο όπου τρέχει ποτάμι το χρυσάφι από τα μάτια
των ανθρώπων.

Τρίτο δωμάτιο
Κάθομαι σε μια πολυθρόνα. Το δωμάτιό μου το γνωρίζω …όχι τέλεια μα αρκετά καλά .. τα
χρώματα, τις επιφάνειες και τα βάθη, τις συσκευές της επικοινωνίας. Τους τοίχους και το
δοκάρι, το χαλί, τα βιβλία. Εδώ φυλάγω τα πολύτιμα και τα ευτελή, είναι όλα δικά μου
αλλά όχι αποκλειστικά. Ξέρω πως αλλάζουν όταν τ’ αγγίζω με χέρι που κι εκείνο
μεταβάλλεται … λιγάκι. Και αν βάλω το μαύρο βιβλίο μετά το πράσινο, ο κόσμος δεν θα
είναι πια ο ίδιος. Κι αν από την πολυθρόνα μετακινηθώ στην καρέκλα, ο κόσμος γίνεται
αλλιώτικος. Κι αν σηκώσω το τηλέφωνο, πολλές δυνατότητες. Κι αν τολμήσω να μιλήσω
πρόσωπο με πρόσωπο, άπειρες.

Ανοίγω την πόρτα διάπλατα, ανοίγω τα παράθυρα. Να φύγουν και να ‘ρθουν όσα είναι κι
όσα μπορώ. Ζω σ’ έναν κόσμο γνωστό, σ’ έναν κόσμο μυστήριο. Έμαθα να ανακαλύπτω,
ν’ αγωνίζομαι για μένα και τους άλλους, τη διάρκεια στην πίστη. Ξέρω πως το μέλλον
είναι αύριο και τώρα, τώρα και αύριο. Αυτή είναι η μόνη μου απόλυτη βεβαιότητα.



Σε μυστικά δωμάτια υφαίνεται με δάχτυλα σκληρά ή ευαίσθητα … από τεχνίτες που
υποπτεύονται πως το έργο μπορεί και να μην έχει τέλος – αυτή είναι η φύση του – που
ελάχιστα κατέχουνε υπόσταση και τον σκοπό της κίνησης. Βλέπουνε – ο καθένας – μικρά
κομμάτια ή από μια μόνο θέση. Ταγμένοι να υφαίνουν. Όταν πεθαίνουν μετουσιώνονται σε
απειρόχρωμες κλωστές.

Δεν υπάρχουν σχόλια: