Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Η εργασία απελευθερώνει (α΄μέρος από δύο)



Ανασηκώθηκα με μια στυφή γεύση στα χείλη και στήριξα το κεφάλι μου στο δεξί χέρι.
Μπροστά μου ο γυμνός τοίχος, δίπλα μου η ντουλάπα κι από την άλλη το φρέσκο αποτύπωμα
από το σώμα της Σοφίας. Οι κουβέρτες ένα κουβάρι στα πόδια μου από τα στριφογυρίσματα
της νύχτας. Έπρεπε να ξυπνήσω. Σε ένα άδειο σπίτι, με το μυαλό ακόμη φορτωμένο όνειρα,
ανάκατα με τις σκέψεις για τις πρακτικές ασχολίες της μέρας που είχε ήδη αρχίσει.

Κατέβηκα με τη μέση αγκυλωμένη κι έσυρα τα πέλματά μου στο μπάνιο. Χτύπησα απρόσεκτα
το μεγάλο δάχτυλο στη άκρη της πόρτας και χοροπήδησα ολολύζοντας. Έμεινα για λίγο
ακίνητος, απολαμβάνοντας το μούδιασμα του πόνου που αργόσβηνε. Δεν τολμούσα να
αντικρίσω αυτόν τον επισκέπτη από την ξένη χώρα. Με κλειστά τα μάτια, έπλυνα τα δόντια
μου κι έβρεξα τα μαλλιά μου.

Μπροστά στην ανάγκη να ξυριστώ, υποχώρησα και κοίταξα στον καθρέφτη. Ένα ατίθασο
όνειρο είχε σκαλώσει στο αριστερό μου φρύδι. Ένα άλλο ήταν σκαρφαλωμένο στη μύτη μου κι
έκανε περιπαικτικές γκριμάτσες. Ένας μικρός εφιάλτης κρυβόταν πίσω απ’ το αφτί μου και
κάποιοι φόβοι χόρευαν μέσα στα γένια μου. Πώς θα ‘βγαινα έτσι έξω;

Έδιωξα με μια κίνηση τον εφιάλτη, έριξα μπόλικο νερό στα μάγουλά μου, άπλωσα αφρό στους
φόβους μου και με το ξυραφάκι τους παρέσυρα μαζί με τις τρίχες. Στον λαιμό και το πηγούνι
μου εμφανίστηκαν μικρές στάλες αίμα. Πλύθηκα και σκουπίστηκα με τη χνουδωτή πετσέτα.
Κατάπια δύο αναφρανίλ και ένα στελαζίν. Το ταβόρ θα έμενε για αργότερα. Ήμουν ασφαλής;

Προχώρησα προς τη κουζίνα, προστατεύοντας τα δάχτυλά μου, κι έψαξα τα σύνεργα του
καφέ. Του πρώτου από τους αναρίθμητους της ημέρας. Φόρεσα το πουκάμισο, το παντελόνι
σφιχτά στη μέση, τα παπούτσια. Άκουσα το γουργουρητό του νερού που έβραζε και πρόλαβα
τον φουσκωμένο καφέ λίγο πριν χυθεί.

Ισορροπώντας το φλιτζάνι ανάμεσα σε νύστα και καθήκοντα, μπήκα στο σαλόνι και κάθισα
βαριά στο ντιβάνι, απλώνοντας τα πόδια στο τραπεζάκι. Η κουρτίνα ήταν τραβηγμένη αλλά
το φως ελάχιστο. Από κάτω ανέβαιναν φωνές παιδιών, ήχοι από πόρτες που έκλειναν, τα
συνθηματικά κορναρίσματα των σχολικών λεωφορείων. Μάζεψα τα μολύβια, τα χαρτιά και
τα λεξικά μου, και τα έβαλα σε μια σακούλα. Κάθε μου κίνηση εναλλασσόταν με μια γουλιά
καφέ ή με ένα ρούφηγμα απ’ το τσιγάρο. Το νευρικό μου σύστημα ήταν μόνο με μια ατέλειωτη
μέρα μπροστά του, μια μέρα αδυσώπητα ίδια.

Βγήκα στον δρόμο με ηρωική κίνηση και το περιβάλλον ακαριαία με απορρόφησε. Έριξα μια
κυκλική ματιά και άρχισε να οδεύω προς το τέρμα με μυς τεντωμένους ασυναίσθητα.
Αυτοκίνητα άχνιζαν και μούγκριζαν διακεκομμένα σε μια πρωινή προθέρμανση για να
κατακτήσουν τον μόνιμο ρυθμικό τους βόμβο και να προχωρήσουν στην εκκίνηση. Πλαστικές
σακούλες με τις ονομασίες των γειτονικών καταστημάτων ξεπρόβαλλαν από το στόμιο του
μεταλλικού κάδου που έμοιαζε με παραφουσκωμένο βάτραχο, απορρίμματα ήταν
σκορπισμένα τριγύρω απ’ τη νυχτερινή επιδρομή των αδέσποτων σκύλων της περιοχής.

Νωθρές και τροφαντές νοικοκυρές με κοίταζαν αδιάφορα μέσα από μισόκλειστα βλέφαρα.
Τυλιγμένες σε ροζ ή θαλασσί ρόμπες, σ’ ένα υπόλειμμα ζεστασιάς και ηδονής απ’ το κρεβάτι.
Κι ύστερα, ξαναχώνονταν στη θαλπωρή του καλοριφέρ, αφήνοντας τις κουβέρτες να
ανεμίζουν στα μπαλκόνια, σημαίες από το βασίλειο του ύπνου.

Βάδιζα κλωτσώντας χαρτόκουτα και μικρές πέτρες κι αποφεύγοντας επιδέξια τις μεγάλες. Αν
και ήμουν ξεκούραστος, τα πόδια μου υπάκουαν διστακτικά, λες και είχαν βαρεθεί να
σηκώνουν το υπερβάλλον βάρος. Τα σπίτια ήταν κοιμισμένα, ο ουρανός ήταν κοιμισμένος, οι
λιγοστοί διαβάτες ήταν κοιμισμένοι. Ήταν κοιμισμένα και τα τζάμια και οι επιγραφές των
συνοικιακών εμπόρων, τα λιγοστά φυτά που αναριγούσαν απ’ την ψύχρα.

Έφτασα στην αφετηρία μετά ένα μαραθώνιο τριακοσίων μέτρων. Αναμέτρησα το σκυθρωπό
πολυβολείο του σταθμάρχη, τους οδηγούς που χτυπούσαν τα πόδια κάτω κι έτριβαν τα χέρια
τους για να κυκλοφορήσει το αίμα, το ακίνητο όχημα με τους αραιούς συννεφιασμένους
επιβάτες. Μπήκα με γερό πάτημα και έλξη, ανακάλυψα μια μοναχική θέση και θρονιάστηκα.
Καθάρισα το αχνισμένο τζάμι με την παλάμη του δεξιού χεριού, κρέμασα το κεφάλι και περίμενα.

Ο δείκτης των λεπτών έπρεπε να φτάσει στο ακριβές σημείο, το πρόγραμμα των δρομολογίων
έπρεπε απαρέγκλιτα να τηρηθεί. Δεκάδες ιδιωτικά αυτοκίνητα, καθένα με τον οδηγό
μοναδικό επιβάτη, περνούσαν μπροστά από τη μούρη του λεωφορείου και κατευθύνονταν
προς το κέντρο της πόλης. Πέρασε κι ένας ταξιτζής και πήρε ευτυχισμένος τέσσερα
διαφορετικά άτομα με τον ίδιο προορισμό. Τέλος, ο οδηγός σκαρφάλωσε από μπροστά, ο
εισπράκτορας έκλεισε τις πόρτες και έδωσε το σύνθημα, πιέζοντας το κατάλληλο κουμπί.

Ξεκίνημα και τράνταγμα, τράνταγμα και στάση. Το λεωφορείο επιδείκνυε κάποια ζωντάνια,
έστω μηχανική. Με περίμενε όπως πάντα το γραφείο, οι φάκελοι και τα χαρτιά κι έπρεπε να
προσαρμοστώ στην προοπτική αυτή. Στο μεσαίο δάχτυλο μου, το μολύβι είχε σχηματίσει ένα
μεγάλο κάλο βαθυκόκκινο. Το λεωφορείο προχωρούσε, γέμιζε ολοένα μέχρι την υπερπλήρωση
και την ασφυξία, για να αδειάσει αργότερα με λιγοστά τινάγματα.

Οι νυσταλέοι και ράθυμοι επιβάτες σύντομα μεταμορφώθηκαν σε ενεργητικούς ανθρώπους.
Εγώ παρέμεινα για λίγες στάσεις ακόμη κι έβλεπα τα περίπτερα με τους υστερικούς τίτλους
των εφημερίδων, τους υπαλλήλους να σκουπίζουν τις εισόδους των καταστημάτων και να
βρέχουν τα πλακάκια, χέρια να τακτοποιούν το εμπόρευμα στις προθήκες, καφετζήδες να
ελίσσονται ακροβατικά με τον δίσκο φορτωμένο καφέδες και ροφήματα.

Κατέβηκα στη Βενιζέλου και προχώρησα. Το περιβάλλον ήταν τόσο ενδιαφέρον που
βυθίστηκα στον εαυτό μου κι άρχισα να μετράω τα βήματά μου. Από κει ως το γραφείο ήταν,
ας πούμε, διακόσια τριάντα εφτά βήματα. Βήματα κανονικά και χωρίς ζαβολιές. Με
επιτρεπόμενη θετική ή αρνητική απόκλιση τα είκοσι. Αν είχα προβλέψει σωστά, οι πόνοι στο
στήθος δεν θα προέρχονταν από καρδιά ούτε από καρκίνο. Θα οφείλονταν απλώς και μόνον
στους παλιούς μου γνώριμους, το άγχος και την κατάθλιψη.

Πέρασα το επιβλητικό λευκό μαυσωλείο της τράπεζας κι έφτασα στο απέναντι κτήριο
γραφείων. Στο κατάστημα χονδρικής και λιανικής ξεχείλιζαν κουβάδες και γλάστρες,
πλέγματα, βαρέλια, κιβώτια, ποτιστήρια, καπάκια και τασάκια, πλαστικά αντικείμενα για
οικιακή χρήση σε κάθε σχήμα και χρώμα. Καθέτως και οριζοντίως, ακόμη και διαγωνίως,
στην άσφαλτο και πάνω στο πεζοδρόμιο, είχε σχηματιστεί το άλυτο σταυρόλεξο των
σταθμευμένων αυτοκινήτων. Αντί για μαύρα κουτάκια, στα μικρά ανοίγματα είχαν αφεθεί
ποδήλατα, μοτοσικλέτες και μοτοσακό για να αποκλείσουν εντελώς την πρόσβαση.

Γλίστρησα ανάμεσα στα οχήματα, απέφυγα επιδέξια έναν προφυλακτήρα και έναν πλαϊνό
καθρέφτη, έγδαρα ελαφρά τη γάμπα μου σ’ ένα γυαλιστερό εξάρτημα δικύκλου, πήδηξα πάνω
απ’ τον σκουπιδοτενεκέ της εισόδου και μπήκα. Όσο θριαμβευτικά μπορεί να μπαίνει ένας
αγουροξυπνημένος. Μάζεψα την αλληλογραφία απ’ το κουβούκλιο του θυρωρού, κούνησα
αφηρημένα το κεφάλι στους συνεπιβάτες του ασανσέρ, μην επιτρέποντας να βγει απ’ το
λαρύγγι μου ολόκληρη η πρωινή λέξη, εισέπνευσα με κρυφή ηδονή το αιφνίδιο άρωμα του
κοριτσιού με το κίτρινο φόρεμα, μέτρησα έναν-έναν τους ορόφους. Βγήκα και άναψα το φως
του διαδρόμου, πέτυχα με την τρίτη το σωστό κλειδί και άνοιξα την εξώπορτα, σήκωσα την
οικονομική εφημερίδα από κάτω, μπήκα στην κουζίνα και έβαλα επιτέλους το μπρίκι στο διαβολάκι.


Το μέγα πρόβλημα ήταν τι να κάνω τα λίγα λεπτά που χρειαζόταν για να γίνει ο καφές. Αν
βαριόμουν να περιμένω με τα μάτια μισόκλειστα και το κεφάλι κρεμασμένο πάνω απ’ το
μπρίκι, αν εκμεταλλευόμουν την ευκαιρία για ένα γρήγορο κατούρημα, αν απαντούσα σε
κάποιον που είχε την ατυχή έμπνευση να τηλεφωνήσει πριν αράξω στο γραφείο μου, αν
έριχνα μια ματιά στα χαρτιά μου ή άρχιζα να διαβάζω κάποια επαγγελματική επιστολή,
κινδύνευα ν’ ακούσω ξαφνικά το μακρόσυρτο τσίριγμα του καυτού υγρού καθώς ξεχείλιζε.
Και τότε θα έπρεπε να σκουπίσω μπρίκι και τραπεζάκι με υγρό πανί, να πλύνω, να στύψω
και να κρεμάσω το πανί για να στεγνώσει και, το χειρότερο, θα έπρεπε να περιμένω τον καφέ
και πάλι απ’ την αρχή.

Ο ουρανός ήταν φορτωμένος και αναγκάστηκα να ανάψω το φως στις εννιά η ώρα. Το φως
ήταν ένας διακριτικός φίλος στο γραφείο, μετάγγιζε μια ανακουφιστική ζεστασιά στις φλέβες,
μ’ έκανε να μην νιώθω τόσο μόνος. Κι εγώ χρειαζόμουν έναν φίλο. Έναν φίλο ιπποτικό,
γενναιόδωρο κι ανιδιοτελή, όπως ακριβώς τον περιέγραφαν τα ρομαντικά μυθιστορήματα του
προηγούμενου αιώνα.

Άπλωσα πάλι τα χαρτιά μπροστά μου. Συστήματα και διαδικασίες, προγράμματα, ετήσιοι
προϋπολογισμοί και μηνιαίοι απολογισμοί, διάφορες καταστάσεις, έντυπα, έντυπα, έντυπα. Η
λειτουργία μιας σύγχρονης επιχείρησης από κάθε άποψη και με κάθε λεπτομέρεια. Δίπλα μο
υ είχα τον χάρακα, μερικές δεκάδες μολύβια καλοξυμένα και μαρκαδόρους κάθε χρώματος,
πάχους και ποιότητας, μπροστά ανοιχτό το απαραίτητο ημερολόγιο με τις σημειώσεις και τα
τηλέφωνα.

Μετά τον τούρκικο καφέ, ήταν η σειρά του στιγμιαίου. Γέμισα ένα φλιτζάνι σκέτο νεροζούμι
χωρίς γάλα ή ζάχαρη. Απέναντι μου χαμογελούσε ένα αγιορίτικο μοναστήρι, γαντζωμένο στα
κοφτερά βράχια κατακόρυφα πάνω απ’ τη θάλασσα. Κι ένα αγόρι με ξανθιές μπούκλες που
είχε ακουμπήσει το μάγουλο σε παχουλά χεράκια κι είχε ολόκληρο παραδοθεί στον ύπνο.
Κοίταξα την έγχρωμη φωτογραφία κι ύστερα τις γκρίζες αρχειοθήκες, τις βιβλιοθήκες και τα
ράφια. Γύρισα το κεφάλι, κι αυτή τη φορά είπα χωρίς περικοπές την καλημέρα μου στη
Σουζάνα που έμπαινε εκείνη τη στιγμή.

Η γραμματέας του γραφείου μας ήταν γλυκιά, κομψή και μικροκαμωμένη, περικυκλωμένη
από φυτά. Κάθε λογής φυτά με παράξενα ονόματα. Από πόθους και φύκους ως κάκτους,
σπαράγγια, φυλλόδεντρα, τιφενμπάχιες και αλεξανδρινά. Μετά οκτώ χρόνια στην εταιρία
ήταν ένας βετεράνος είκοσι έξι ετών. Ειδικότητά της τα ψιθυριστά τηλεφωνήματα διαρκείας
στις φίλες της για την ανασκόπηση των συμβάντων της προηγούμενης μέρας και ο
αστραπιαίος τρόπος που τελείωνε τη δουλειά. Το δεύτερο όταν ήθελε.

Όταν ήθελε ή όταν δεν εισέπλεαν η Μίκα, η Θάνα και η Σιμόν, η Άννια, η Καίτη και η Δέσπω.
Και η Κατερίνα από το διπλανό γραφείο που έπλεκε με φοβερή ταχύτητα. Η καστανή και οι
μελαχρινές, η κατάξανθη και η κοκκινομάλλα. Κορίτσια συμβατικά και κορίτσια
επαναστατημένα, κορίτσια εργαζόμενα και φοιτήτριες, κορίτσια ελκυστικά, καμιά φορά και
συναρπαστικά, μια έξαρση και ένα διαφορετικό μυστήριο το καθένα. Προορισμένα σύντομα
να προσγειωθούν σε κάποιο γάμο και σε δυο παιδιά, κι αργότερα στη μέση ηλικία.

Η Σουζάνα κι εγώ, λοιπόν, ήμασταν κωπηλάτες σε πλαϊνούς πάγκους της γαλέρας, ενώ το
τύμπανο χτυπούσε ο Ρήγας. Μάλλον σε αργό ρυθμό και με διαλείμματα για να ονειρευόμαστε
τα μακρινά νησιά. Αν πρόσθετες και την παρέα, την κατανόηση και τα βρώμικα που
παραγγέλλαμε από τα σουβλατζίδικα κοντά στα τρίκυκλα της Τσιμισκή, ίσως και να ‘ταν
χρόνια ευτυχισμένα τότε. Αν είχα επιλέξει τη δουλειά μου κι αν ήξερα, έστω και στο περίπου,
τι σημαίνει η λέξη αυτή.


Αριστερά μου το παράθυρο, άπλυτο εδώ και δέκα μέρες, και λίγα μέτρα πιο εκεί, το κεντρικό
κατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος, άπλυτο από τη φύση του. Θα βλέπεις την τράπεζα απ’
το απέναντι πεζοδρόμιο, με είχε απειλήσει ο κοντόχοντρος διευθυντής με σφυριχτή φωνή,
κουνώντας το αυστηρό του δάχτυλο. Κι εγώ τον κοιτούσα να ξεφυσάει αναψοκοκκινισμένος
στο ανάκλιντρό του. Κι έβλεπα από τη μια, την επιγραφή στην είσοδο των γερμανικών
στρατοπέδων, η εργασία απελευθερώνει, κι από την άλλη, το γελοίο να βγάζει μάτι μέσα στην
ομίχλη της ανάγκης μου να εργαστώ.

Ο προϊστάμενός μου έλειπε κι είχα καθίσει στην καρέκλα του για να τηλεφωνήσω. Αυτό
συνιστούσε διπλό παράπτωμα και κάποιο από το καλά παιδιά, εντεταλμένο να περιπολεί
στους διαδρόμους, είχε βεβαίως τρέξει να το αναφέρει. Διότι τα προσωπικά τηλεφωνήματα
ήταν απαγορευμένα αλλά και η ίδια η καρέκλα είχε καθαγιαστεί από τα μακροχρονίως
πειθαρχικά οπίσθια του κατόχου της και ήταν ένα σύμβολο απρόσιτο για νεαρούς
υπαλλήλους που είχαν και βεβαρημένο παρελθόν.

Ναι, στα δεκαεννιά μου χρόνια, είχα ήδη βουτηχτεί στην αμαρτία. Μια με τα περιποιημένα
σάντουιτς του καφετζή σε ώρα εργασίας, άλλη με το κάπνισμα, καμιά φορά απρόσεκτα κάτω
απ’ τη μύτη του διευθυντή, και τρίτη και χειρότερη με την ασέβειά μου γενικώς. Και
ειδικότερα, προς τους χονδρέμπορους κρεάτων και ιχθύων, όταν επείγονταν να εισπράξουν
τα εμβάσματα, ακουμπώντας επιδεικτικά στο μάρμαρο του γκισέ χοντρά χέρια και
δαχτυλίδια, κεκοσμημένα με κόκκινες και πράσινες πέτρες.

Εκτός από τις φωνές και τις απειλές, το αποτέλεσμα ήταν να με τιμωρήσει, αναθέτοντάς μου
μονίμως και τα καθήκοντα του ταμειογράφου. Να συμφωνώ, δηλαδή, κάθε μεσημέρι τα χίλια
τόσα εντάλματα εισπράξεων και πληρωμών με τις φυλλάδες των τμημάτων και με το
χρηματικό υπόλοιπο των ταμείων. Με την παραμικρή απροσεξία, δική μου ή άλλου, μπορεί να
έμενα εκεί μέχρι το βράδυ, χτυπώντας και ελέγχοντας τα νούμερα.

Ήταν δουλειά που προηγουμένως έκαναν δύο υπάλληλοι. Κι εγώ, για να προλάβω να φύγω
στην ώρα μου, είχα γίνει ταχυδακτυλουργός με την αρχαία χειροκίνητη αριθμομηχανή. Μα τι
σας έκανε πάλι αυτό το παιδί και το βασανίζετε; δεν κρατήθηκε και ρώτησε μεγαλόφωνα ο
διευθυντής ενός άλλου καταστήματος, όταν με είδε κάποτε ιδρωμένο κάτω από μια θάλασσα
χαρτοταινίες, άσπρα και πράσινα εντάλματα. Υπήρχε όμως και αποζημίωση. Ήταν οι
πικάντικες ιστορίες που έλεγαν οι γέροι κλητήρες, καθώς μετρούσαν τα χαρτονομίσματα με
βρεγμένα δάχτυλα, τα έκαναν δεσμίδες και στοίβαζαν πλάι στα διαχωριστικά.

Σημείωσα ευσυνείδητα την απειλή του χοντρού ως μία ελπιδοφόρο υπόσχεση και φρόντισα να
βγει αληθινή με την παραίτησή μου σε ανύποπτη στιγμή. Εκεί που οι διάδοχοί του είχαν
πιστέψει ότι υποτάχτηκα κι έγινα ένας άψογος υπάλληλος. Εκεί που, όπως έλεγαν, θα μου
έδιναν προαγωγή κατ’ εκλογή για να γίνω λογιστής β’ ή κάτι τέτοιο. Έβλεπα, λοιπόν, την
τράπεζα επιτέλους απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο, απ’ το απέναντι παράθυρο και την απέναντι
οικοδομή, έβλεπα τα αστραφτερά της κρύσταλλα, το επιβλητικό της όγκο, το καθημερινό της
τίποτα που καταλήγει κάποτε στο τίποτα μιας ολόκληρης ζωής.

4 σχόλια:

55fm είπε...

Tόλη μου,καλημέρα!
Βλέπω δικές μου σκέψεις σε στιγμές σου...
Τι όμορφα που γράφεις...
Σε φιλώ!

Poet είπε...

Να 'σαι καλά, Ουρανία μου. Ναι, μοιάζουμε σε πολλά. Μην ξεχνάς ότι έχω γράψει μια συλλογή ποιημάτων με τίτλο «Χώμα στον ουρανό». Απλώς εσύ είσαι πιο δυναμικά αισιόδοξη από μένα. Και καλά κάνεις.

Καλή σου μέρα.

55fm είπε...

Τι όμορφος τίτλος!
Το παλεύω καθημερινά Τόλη μου.
Έχω περάσει τρια σκληρά χρονάκια 27 εως 30 χρονών,αντιμέτωπη με τις φοβίες μου και το υπαρξιακό χάος...
Πήρα τη μεγάλη απόφαση,χώρισα έφυγα από το σπίτι,με δυο παιδιά στο πουθενά!
Κόντρα,κόντρα,κόντρα...στα στερεότυπα...στα στημένα...
Έχουμε να πούμε πολλά...
Να είσαι πολύ πολύ καλά, φιλαράκι μου.

Poet είπε...

Ηθικό δίδαγμα : «Ποτέ μην υποτιμάς τον σταυρό που σηκώνει ο άλλος».

Σε χαίρομαι. Και σίγουρα έχουμε να πούμε πολλά. Καλή σου μέρα.