Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Απ' το νησί των θησαυρών στη γενική επιστράτευση (γ΄μέρος)

Φτάσαμε στον Λοφίσκο αργά το βράδυ, ξεφορτώσαμε τα εφόδια και κοιμηθήκαμε όπως- όπως
πάνω στ’ αντίσκηνα και κάτω απ’ τ’ άστρα. Από την άλλη μέρα όμως αρχίσαμε να
οργανώνουμε καλύτερα τα στρατιωτικά και τα υπόλοιπα. Πρώτα-πρώτα, φορέσαμε τις
καλοκαιρινές στολές εκστρατείας, ακόμη και άρβυλα, κι από πρωτόγονη ημίγυμνη φυλή,
αρχίσαμε κάπως να μοιάζουμε με σύγχρονο στρατό. Σηκώσαμε τις σκηνές του λόχου σ’ ένα
θερισμένο πλάτωμα, με το μαγειρείο στην άκρη. Λίγο παραπέρα, στήσαμε τις σκηνές των
αξιωματικών, με πλάι τα επιταγμένα φορτηγά και μπροστά τις κάσες των πυρομαχικών,
σκεπασμένες με αδιάβροχο. Κρεμάσαμε στο δέντρο κι ένα μουσλούκι με καθρέφτη για να
ξυριζόμαστε το πρωί.

Διοικητής του λόχου ήταν ο Μάκης, της ίδιας σειράς αλλά αρχαιότερος από μένα στη Σχολή
Πεζικού στο Ηράκλειο και ήδη υπολοχαγός. Ο Βασίλης είχε υπηρετήσει στην ελληνική
μεραρχία της Κύπρου ως διμοιρίτης των βαρέων όλμων, μόνο που εδώ οι όλμοι του ήταν χωρίς
επικρουστήρες. Ο Απόστολος ήταν διμοιρίτης αντιαρματικών πυροβόλων που έμεναν
ακουμπισμένα στο έδαφος έως ότου αποκτήσουμε τζιπάκια. Ο Τάσος ανέλαβε τα πολυβόλα
των 30 και τα αντιαεροπορικά των 50 χιλιοστών που λειτουργούσαν στην εντέλεια, ενώ ο
Κώστας και ο δάσκαλος τους όλμους μικρότερου διαμετρήματος και τα μπαζούκας. Στους
εφτά έφεδρους αξιωματικούς αναλογούσε συνολικά ένα περίστροφο κι εκείνο χωρίς σφαίρες.
Έτσι, το χρησιμοποιούσαμε για να παίζουμε και, κάπου-κάπου, για να βγάζουμε
αναμνηστικές φωτογραφίες.

Η επιστράτευση και οι στρατιωτικές εντολές είχαν δημιουργήσει μια παράξενη παρέα. Ο
Μάκης, που είχε αρχίσει να γκριζάρει, ήταν σοβαρός και υπεύθυνος υπάλληλος του
οργανισμού λιμένος, ενώ ο Τάσος, σωματώδης και φωνακλάς, παιδί ντόμπρο και καλός φίλος,
ήταν εκτελωνιστής και ιδιοκτήτης δύο νυκτερινών κέντρων πολυτελείας. Ο Βασίλης ήταν
τραπεζικός υπάλληλος και ποιητής ενώ ο Κώστας, με γυαλιά, μούσι και μουστάκι, ήταν
σκέτος τραπεζικός υπάλληλος και, επιπλέον, συλλέκτης στρατιωτικών εμβατηρίων, τα οποία
άκουγε στη τουαλέτα, όπου είχε τη συνήθεια και να τρώει. Ο Απόστολος, ακόμη φοιτητής, μας
διεκτραγωδούσε τα συμβάντα κι επέμενε να αποφανθούμε αν τον αγαπούσε η γκόμενα, ενώ ο
δάσκαλος ήταν αθόρυβος, άχρωμος και άοσμος, σε σημείο που ούτε καν θυμάμαι το όνομά
του.

Τις είκοσι μέρες που μείναμε εκεί, μαζί μας υπηρέτησε και η Σοφία. Ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα
με το λεωφορείο και μας έφερνε διάφορα εδέσματα, χυμούς, γλυκά και φρούτα, ακόμη και
πεπόνι με παγάκια μέσα στο τάπερ. Δεν ήταν δίκαιο, έλεγε, στη πόλη να τα έχουν όλα κι εμείς
εδώ επάνω να ταλαιπωρούμαστε. Μάλιστα, όταν είδε μια σκοτωμένη οχιά και άκουσε τις
καθιερωμένες τερατολογίες, την άλλη μέρα μας προσέφερε ένα ωραίο κουτί ζαχαροπλαστείου
με κόκκινη κορδέλα, που περιείχε μερικά κιλά σκόρδα, δυσεύρετα στην αγορά. Τα
μοιραστήκαμε, τα τρίψαμε και τα σκορπίσαμε γύρω από τις σκηνές για να αισθανθούμε πιο
άνετα. Φαγώσιμα κουβαλούσε και η γυναίκα του Κώστα, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Έτσι,
σπάνια αναγκαζόμασταν να καταφύγουμε στο φαγητό του μάγειρα.

Στην πρώτη πρωινή αναφορά του λόχου, είχα ζητήσει απ’ όλα τα παιδιά να γράψουν όνομα
και τηλέφωνο για να καθησυχάσει η Σοφία τους δικούς τους στη Χαλκιδική. Η Σοφία έκανε
βέβαια πολλά υπεραστικά και επέστρεψε με μηνύματα και ευχές, αλλά η ήδη καλή
ατμόσφαιρα στο λόχο, έγινε τώρα σχεδόν αδελφική. Για χρόνια αργότερα και για κάτι τόσο
απλό, ένας που ήταν ελεγκτής επέμενε να μας βάζει δωρεάν στο σινεμά, άλλοι με
σταματούσαν στον δρόμο για να μου σφίξουν το χέρι. Σε όποιο μέρος της Χαλκιδικής κι αν
πήγαινα, πάντοτε κάποιος με χαιρετούσε εγκάρδια με τον στρατιωτικό μου βαθμό και έπρεπε
να δίνω εξηγήσεις στους φίλους μου.

Ήταν οι μέρες που γύρισε ο Καραμανλής απ’ τη Γαλλία και ορκίστηκε η πολιτική κυβέρνηση.
Η αίσθηση της λύτρωσης ήταν καθολική, ακούστηκαν ζητωκραυγές, μερικοί έβγαλαν στην
επιφάνεια και ανάρτησαν πρόχειρα κάτι τεράστιες φωτογραφίες του. Και βέβαια όλοι
ήμασταν κρεμασμένοι απ’ τα ραδιόφωνα για να μάθουμε τις εξελίξεις στα δύο ζωτικά
προβλήματα. Την εδραίωση της δημοκρατίας και την αντιμετώπιση των Τούρκων. Οι
πληροφορίες που είχαμε ήταν ότι, αν κατέρρεαν οι διαπραγματεύσεις της Γενεύης και γινόταν
το μπαμ, θα φεύγαμε αμέσως για την Ξάνθη και από κει για τα σύνορα. Το μόνο που
μπορούσαμε να ελπίζουμε ήταν ότι και οι Τούρκοι θα διέθεταν ανάλογο εξοπλισμό με τον δικό
μας.

Ήταν φυσικό τα πρακτικά καθήκοντα, η πλάκα και το αραλίκι, η ηλιοθεραπεία, τα χαρτιά
και η κουβέντα, να εναλλάσσονται με τη δίψα για ειδήσεις και να σκιάζονται από την
αγωνία. Ο Βασίλης είχε επισημάνει ένα-δυο φαντάρους, που μας πλησίαζαν έρποντας το
σούρουπο και έστηναν αυτί για ν’ ακούσουν τις συζητήσεις μας και να τις μεταφέρουν στους
υπόλοιπους. Υποτίθεται ότι εμείς ήμασταν καλύτερα ενημερωμένοι.

Οι στρατιώτες διατηρούσαν επαφές με τους συναδέλφους τους από άλλους λόχους και
τάγματα τριγύρω, και το παραδοσιακό ράδιο αρβύλα είχε την τιμητική του. Η μια φήμη έλεγε
ότι επρόκειτο να απολυθούμε τη Δευτέρα, η άλλη ότι φεύγουμε την επομένη για τον Εύρο, η
τρίτη ότι έπρεπε να ετοιμαζόμαστε για να ξεχειμωνιάσουμε στον Λοφίσκο. Κι η χειρότερη απ’
όλες ήταν εκείνη που ανέφερε συγκρούσεις σε μονάδες ανάμεσα σε φιλοχουντικούς και
δημοκρατικούς, ανάμεσα σε μονίμους και εφέδρους.

Στο μεταξύ, η ζωή στο πρόχειρο καταυλισμό ακολουθούσε τον δικό της ανορθόδοξο ρυθμό, με
τις τακτικές επισκέψεις των γυναικών και τους ευχάριστους αιφνιδιασμούς από φίλους και
γνωστούς. Διαπιστώσαμε όμως ότι ως και οι θηλυκές γάτες είχαν εξαφανιστεί από τους
δρόμους που ήταν γεμάτοι επιστρατευμένους. Από τα τζάμια του καφενείου είδαμε κάτι
φάτσες μαχαιροβγάλτη να χορεύουν μερακλωμένες και να σπάζουν πιάτα και μπουκάλια.
Δεν είναι δικοί μας αυτοί, είπε ο Βασίλης.

Ο Μάκης πήγαινε στις συσκέψεις των διοικητών λόχου και συχνά γύριζε συννεφιασμένος,
κουνούσε το κεφάλι του και μας έλεγε ότι δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα. Ο Απόστολος
αποτραβιόταν στη γωνιά, βαλαντωμένος από τη σκέψη της γκόμενας, ενώ ο Κώστας
προσπαθούσε να δώσει κέφι στην παρέα. Ο δάσκαλος εξακολουθούσε να παραμένει σχεδόν
αόρατος.

Ο Τάσος είχε αναλάβει, μ’ ένα φορτηγό και μερικούς φαντάρους, να εφοδιάζει το μαγειρείο με
ξύλα από κάποιο κοντινό βουνό, κι ήταν φορές που χανόταν στη Θεσσαλονίκη για τις
μυστηριώδεις υποθέσεις του και μάταια τον ψάχναμε. Όταν γύριζε χαμογελαστός και
ιδρωμένος, έπαιρνε τον Βασίλη για ντουζ λίγο παράμερα, κι έχυναν με το κράνος νερό ο ένας
στον άλλο, κάτω από ξεφωνητά και σφυρίγματα. Από μακριά, ο γυμνός τους κώλος
αντιφέγγιζε ασπρουλιάρικος σε αντίθεση με το μαυρισμένο τους κορμί.

Ο Τάσος είχε επανειλημμένα προσκαλέσει τον Βασίλη κι εμένα να πάμε ένα βράδυ στη
Μπαρμπαρέλλα, πίσω από τα Ηλύσια, και τα γαϊδούρια εμείς τελικά δεν πήγαμε. Έτσι έμεινα
διπλά μετανιωμένος, μια για τον Τάσο που ήταν λεβεντιά, και δεύτερη για τις λαϊκές
τραγουδίστριες που πάντοτε ασκούσαν επάνω μου μια παράδοξη γοητεία. Όχι η Μαρίκα
Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και οι άλλες παλιές ερμηνεύτριες του είδους, που ήταν ντυμένες
στα σκούρα ως τον λαιμό και στέκονταν ακίνητες κι ανέκφραστες μπροστά στο μικρόφωνο,
ενώ τις συνόδευε από δίπλα το μπουζούκι ή το μπαγλαμαδάκι. Αυτές μου έδιναν την αίσθηση
μιας παρουσίας σχεδόν ανδρικής που σε κάποιο βαθμό διέψευδε μόνον η διαπεραστική και
απόλυτα ελεγχόμενη φωνή τους.

Εκείνες που σκορπούσαν ένα σαγηνευτικό άρωμα θηλυκότητας ήταν οι νεότερες, με χείλη και
μάτια βαμμένα σε σκοτεινές αποχρώσεις, με βραχιόλια και πολύχρωμα φορέματα, και συχνά
ένα ντέφι. Με το ένα πόδι πάνω στο άλλο στην καρέκλα, περικυκλωμένες απ’ τα έγχορδα που
κρατούσαν σκυθρωποί οργανοπαίχτες και παραδομένες στη θωπεία της μουσικής, της
νυχτερινής δροσιάς και του καπνού.

Ακόμη κι όταν τα χαρακτηριστικά τους δεν ήταν ελκυστικά, οι νωχελικές κινήσεις, τα μάτια
που έλαμπαν, κάποιο ξαφνικό χαμόγελο, φόρτιζαν την ατμόσφαιρα. Κάτι πρωτόγονο διέρρεε
απ’ τη βραχνάδα στη φωνή τους και, μέσα από τα λόγια των τραγουδιών χωρίς αγάπες και
λουλούδια, διέγειρε την αρσενική λαχτάρα. Ήταν το θηλυκό που καταδυναστεύεται από
μυστικά πάθη και τα αφήνει να διαφανούν σε μια ανεξέλεγκτη στιγμή έκφρασης.

Αυτός ο ανεξερεύνητος και απαγορευμένος κόσμος ξυπνούσε μέσα μου το σαρκοβόρο. Ήταν
σαν να έβλεπα τα χέρια του σηματωρού να σπαθίζουν τον αέρα στο αντικρινό καράβι. Με
έθελγε η ίδια η αντίθεση κι ο κίνδυνος, με καθόριζε το ζώδιο του σκορπιού που μια υψώνεται
στον ουρανό και μια κατακρημνίζεται στα τάρταρα, έρμαιο στην προδιάθεση της
αυτοκαταστροφής.

Τα βράδια εγκαταλείπαμε τη σκηνή με τον Βασίλη και σκαρφαλώναμε στην άδεια καρότσα
ενός μεγάλου φορτηγού για να κοιμηθούμε στο σκληρό σανίδι και να δραπετεύσουμε για λίγο
από την πραγματικότητα. Ξαπλωμένοι πλάι-πλάι, με τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι και τα
μάτια βυθισμένα στον πεντακάθαρο ουρανό, μιλούσαμε για τη μεγάλη έκρηξη, για τα
ουράνια σώματα, για άλλους κόσμους και μιαν αλλιώτικη ζωή. Ο Βασίλης έλεγε για τα
μυστικά της δημιουργίας και τις μεταμορφώσεις των άστρων, απ’ τη γέννηση ως τον θάνατό
τους, και απαντούσε σε όλες μου τις ερωτήσεις. Κι ύστερα προεκτείναμε και μετατρέπαμε τα
επιστημονικά στοιχεία σε παραμύθια με απεριόριστες δυνατότητες, σε ένα αύριο που θα
επέτρεπε όλα τα όνειρα του ανθρώπου να εκπληρωθούν.


Η πραγματικότητα όμως όχι μόνον παρέμενε αλλά άρχισε και να χειροτερεύει. Η πιο
πρόσφατη και οξύτερη φήμη, που φούντωσε και κυριολεκτικά αναστάτωσε τους λόχους, ήταν
ότι μια μονάδα των Λ.Ο.Κ., πιστή στη δικτατορία, θα χτυπούσε το δικό μας τάγμα των
εφέδρων. Με την εχθρότητα που επικρατούσε μεταξύ μονίμων και εφέδρων από την επταετία
, τα γεγονότα της Κύπρου αλλά και τον τραγέλαφο της επιστράτευσης, δεν ήταν καθόλου
δύσκολο να γίνει πιστευτό ακόμη και το πιο απίθανο σενάριο. Αυτό το σενάριο όμως δεν μας
φάνηκε καθόλου απίθανο. Μάλιστα, είχαμε ήδη συζητήσει το ενδεχόμενο.

Ένα βράδυ, λοιπόν, είδαμε ξαφνικά στα γύρω υψώματα μιαν απροσδόκητη λαμπαδηδρομία.
Να τρέχουν πάνω-κάτω, κρατώντας αναμμένους φακούς και δαυλούς, στρατιώτες από τους
άλλους λόχους, με τους οποίους σύντομα ενώθηκαν και οι δικοί μας. Και να επαναλαμβάνουν
ρυθμικά, όλοι ενωμένοι, είμαστε αδέρφια. Με την έντονη συναισθηματική μας φόρτιση, το
θέαμα και οι εκκλήσεις μέσα στο σκοτάδι μας έκαναν να ανατριχιάσουμε από συγκίνηση. Μας
έκαναν, επίσης, να μαζευτούμε στη σκηνή για σύσκεψη και να λάβουμε αποφάσεις. Με
τέσσερις ψήφους υπέρ, του Μάκη, του Βασίλη, του Τάσου και τη δική μου, και τους άλλους
τρεις αμφιταλαντευόμενους, πρώτα αποφασίσαμε να τοποθετήσουμε πυκνές σκοπιές γύρω απ’
το στρατόπεδο και να αντισταθούμε έτσι και δεχόμασταν επίθεση. Κι ύστερα αποφασίσαμε
ομοφώνως να πάει αμέσως ο Μάκης στο διοικητή του τάγματος και να ζητήσει ενημέρωση.

Αφού συντονίσαμε τα ρολόγια μας, μπήκαμε οι έξι σε ένα τριών τετάρτων, φτάσαμε στο
διοικητήριο και ο Μάκης έφυγε για την αποστολή του, με εμάς έτοιμους να επέμβουμε αν
αργούσε. Πίσω είχε μείνει ο Βασίλης για να κατεβάσει ολόκληρο τον λόχο, αν δεν επιστρέφαμε
σε μια ώρα. Ο Μάκης όμως δεν άργησε να γυρίσει και να μας πει ότι την άλλη μέρα θα
μιλούσε αυτοπροσώπως σε συγκέντρωση του τάγματος.

Έτσι κι έγινε. Το τάγμα ολόκληρο συγκεντρώθηκε το πρωί στον δικό μας χώρο και βούιζε σαν
ποτάμι οργισμένο. Ο συνταγματάρχης δεν χρησιμοποίησε το ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα.
Ενώ αντιμετώπιζε βλέμματα που έκαιγαν από αντιπάθεια, μίλησε με απλότητα και πάθος,
χτυπώντας την αρβύλα του στο χώμα, και έδωσε τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι οι
φήμες ήταν ανυπόστατες, κι ότι όλος ο στρατός ήταν ενωμένος σαν γροθιά για να
υπερασπιστεί την πατρίδα. Ήταν εξίσου πειστικός και όταν απάντησε στις ερωτήσεις που του
έθεσαν αξιωματικοί και στρατιώτες.

Την δέκατη Τρίτη του Αυγούστου μας ειδοποίησαν να πάμε στο διοικητήριο γιατί είχε έρθει
διαταγή να απολυθούμε. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, και στηθήκαμε στη σειρά για να
παραλάβουμε το απολυτήριο, χωρίς να το πολυπιστεύουμε. Πράγματι, ενώ ο διοικητής του
τάγματος μας κοίταζε σκυθρωπός, ο υποδιοικητής μας είπε, μπορεί σήμερα να φεύγετε αλλά
πρέπει να παραμείνετε έτοιμοι γιατί υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να σας ανακαλέσουμε
αμέσως. Στο αυτοκίνητο, λέγαμε και ξαναλέγαμε, απολυθήκαμε, τέρμα τέλος. Κανένας όμως
δεν είχε διάθεση να τραγουδήσει.

Το σπίτι μου φάνηκε φιλόξενο, ζεστό, απίστευτα άνετο, ένας μικρός παράδεισος. Απλώθηκα,
τεντώθηκα και χασμουρήθηκα και σύντομα έμαθα ότι οι Τούρκοι έκαναν πάλι προέλαση στην
Κύπρο και ότι ήταν σε εξέλιξη ο δεύτερος Αττίλας. Τότε κατάλαβα τι εννοούσε ο υποδιοικητής
και γιατί μου είχαν φανεί τόσο σκοτεινά και θλιμμένα τα μάτια του συνταγματάρχη.
Τέλειωσαν τα ψέματα, αυτή τη φορά δεν τη γλυτώνουμε, είπα στη Σοφία, θα μας καλέσουν
για να πολεμήσουμε. Και περίμενα το τηλεφώνημα ή το χτύπημα στην πόρτα και την ατομική
πρόσκληση που δεν ήρθε ποτέ.

4 σχόλια:

55fm είπε...

Απ΄ το δόξα το θεό στο Παναγιά βοήθα...
Και τι δεν αντέξατε...
Ο άπαθής δάσκαλος μέ έκανε να χαμογελάσω και η αγάπη της Σοφίας να γλυκαθώ!
Φιλιά

Poet είπε...

Έχουν πια περάσει πάνω από 35 χρόνια από τη γενική επιστράτευση, Ουρανία μου, και σκέφτομαι καμιά φορά τι να 'χουν απογίνει όλοι αυτοί. Εκτός από τον Βασίλη, με τον οποίο είμαστε πάντα στενοί φίλοι και διπλοί κουμπάροι (εγώ τον πάντρεψα, εκείνος βάφτισε τον Νίκο μας), με τους άλλους κυριολεκτικά χαθήκαμε.

Οι συγκυρίες, η περιπέτεια και το ανεξιχνίαστο μυστήριο της ζωής.

Καλή σου μέρα.

A.G.Selena είπε...

Προσωπικά ξεκαρδίστικα με τα απαστράπτωντα οπίσθια των φίλων σου :Ρ
Συγγνώμη αλλά μου φάνηκε πολύ αστείο :)

Τέλος καλό όλα καλά Τόλη μου!
Δεν παύει βέβαια η ανάμνηση της "χαμένης" Κύπρου να μου αφήνει μια πικρή γεύση!

Λέω να σταματήσω για σήμερα.Αύριο πάλι :) Καλό σου βράδυ και πολλά φιλιά.

Poet είπε...

Και είναι αστείο, Selena μου. Το θυμόμαστε και τώρα καμιά φορά με τον Βασίλη και γελάμε. Όταν μάλιστα και οι δύο ήταν σκουρόχρωμοι και η αντίθεση ακόμη μεγαλύτερη.

Ναι, η Κύπρος είναι μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του ελληνισμού.

Εσύ ξενύχτισες, κοριτσάκι. Καλή σου μέρα.