Η φάλαγγα όμως είχε ήδη βγει απ’ το χωματόδρομο και ρόλαρε στην άσφαλτο με κατεύθυνση
το Ζαγκλιβέρι, μεταφέροντας ψυχές και θάνατο. Πλάι στη λίμνη που άστραφτε μέσα σε μια
απίστευτη γαλήνη. Κι ενώ ο οδηγός κάθε τόσο μου έριχνε παρακλητικές ματιές. Μπράβο, του
είπα, είσαι εντάξει. Τώρα μπορεί η βελόνα σου να φτάσει τα είκοσι μ.α.ω., αλλά πρόσεχε γιατί
στην ευθεία γίνονται τα ατυχήματα. Πιο άνετος κι εγώ, ξαναβυθίστηκα στις σκέψεις μου.
Όχι, δεν είχα πάει απ’ την Αγγλία κατευθείαν στα Λαγκαδίκια. Πρώτα μου είχαν αφήσει
σημειώματα τέσσερις-πέντε φορές και με καλούσαν στο παράρτημα ασφαλείας του τρίτου.
Εκεί ένας κοντός και χοντρουλός, μια χωριατόφατσα με κρεπ παπούτσια, με ρωτούσε και με
ξαναρωτούσε τι έκανα στην Αγγλία και πού έμενα. Επέμενε να του γράψω και τις διευθύνσεις
μας, έβγαλε από ένα ογκώδες ντοσιέ τους ταχυδρομικούς φακέλους από τα γράμματα που
έστελνα στη μητέρα μου και τις συνέκρινε μπροστά μου. Ο φάκελός μας έχει αποκτήσει
σεβαστές διαστάσεις, είπα αργότερα στη Σοφία. Όμως εκείνη δεν την ενόχλησαν προσωπικά
γιατί, ως άνδρες βεριτάμπλ, απευθύνονταν στον αρχηγό της νόμιμης πια οικογένειας.
Όχι, δεν είχα πάει απ’ την Αγγλία κατευθείαν στα Λαγκαδίκια. Για να βγει αληθινός ο
εφιάλτης μου, με είχαν καλέσει πρώτα για μετεκπαίδευση στη σχολή πεζικού στη Χαλκίδα.
Εκεί ο διοικητής είχε εκφωνήσει στην υποδοχή ένα δεκάρικο υπέρ της εθνικής κυβερνήσεως κι
ενώ εγώ προχωρούσα κατηφής και θολωμένος, εμφανίστηκε πλάι μου εκείνο το χρυσό παιδί, ο
Γιάννης ο Στυλιανού, τρία χρόνια μικρότερός μου στο σχολείο, με αγκάλιασε και μου ψιθύρισε,
μην στενοχωριέσαι, μαζί θα περάσουμε εδώ αυτόν τον μήνα. Κι αν εξαιρούσαμε τις φάτσες
των μονίμων, αν εξαιρούσαμε όσα διασκεδαστικά έως εξοργιστικά έλεγαν όταν επιχειρούσαν
την παραμικρή παρέκβαση από τα στρατιωτικά, πράγματι περάσαμε ωραία οι τρεις μας στην
πόλη με τα γιασεμιά.
Ο Γιάννης, εγώ και η Σοφία, που βρήκε την ευκαιρία να κάνει τα μπάνια της όταν εμείς
λείπαμε στο στρατόπεδο, έστω στα ρηχά λίγο παρακάτω. Επέστρεφα κατά τις τρεις στο
δωμάτιο που νοικιάζαμε, έκανα ένα παγωμένο ντουζ και έπεφτα για ύπνο. Απ’ το απόγευμα
ως αργά το βράδυ, γυρίζαμε σε καφετέριες και εστιατόρια, πηγαίναμε στα θερινά σινεμά με
τις καουμποϊστικες και αστυνομικές ταινίες, κάναμε βόλτες κατά μήκος του πορθμού. Με τα
χταπόδια κρεμασμένα σαν μπουγάδα στην παραλία, βλέπαμε τα νερά να κατεβαίνουν
ορμητικά και ύστερα να γυρίζουν και να κυλούν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Όχι, δεν είχα πάει απ’ την Αγγλία κατευθείαν στα Λαγκαδίκια. Πρώτα μου είχα τηλεφωνήσει
ένας λοχαγός του Α2 με κρητικό επίθετο, που επαναλάμβανε ότι κανονικά θα έπαιρνα
προαγωγή στην εφεδρεία και μπορεί να έφτανα σε ανώτερους βαθμούς και τι κρίμα να χάσω
αυτή την ευκαιρία. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τελικά αν απλώς μου επισήμαινε τα
αμαρτήματά μου, αν ήθελε να νουθετήσω τη Σοφία ή αν μου συνιστούσε να χωρίσω για να
εξαγνιστώ και να ξανακερδίσω τον απολεσθέντα παράδεισο.
Από την άσφαλτο, η φάλαγγα μπήκε πάλι σε χωματόδρομο και κάποτε, ρωτώντας, φτάσαμε
στο πυκνό ρέμα του προορισμού μας, κοντά στο χωριό. Έσφιξα το χέρι των παιδιών, τα
ευχαρίστησα και είπα, όλα εντάξει και κανένα πρόβλημα, στον λοχαγό που μας περίμενε
εναγωνίως. Κρύψαμε τα Ρέο, όπως ήταν κατάφορτα με πυρομαχικά, κάτω από πανύψηλα
δέντρα στη κοίτη ενός ξεροπόταμου και σε σημείο όπου δεν θα τα ανακάλυπτε ούτε ιχνηλάτης
των ερυθροδέρμων, κι ύστερα άρχισα να ψάχνω μες στη νύχτα να βρω κάπου να κοιμηθώ,
χωρίς έστω ένα μπουφάν ή μια κουβέρτα. Στο τέλος, ψόφιος απ’ την κούραση, έγειρα στο
χώμα και σκεπάστηκα με ένα παχύ στρώμα από πευκοβελόνες.
Η ίδια ιστορία συνεχίστηκε για δυο μέρες ακόμη, με άλλα φορτηγά και άλλες αποθήκες και
εξοικειώθηκα τόσο πολύ με τα πυρομαχικά που έφτασα να ξαπλώνω πάνω στα κασόνια και
να παίζω με τις χειροβομβίδες λες κι ήταν μανταρίνια. Και το πιο δύσκολο, κέρδισα κάποιο
σεβασμό από τους ζόρικους φορτηγατζήδες, που μου απηύθυναν τον λόγο σεμνά από
απόσταση ασφαλείας και με ελαφρά σκυμμένο το κεφάλι ενώ εγώ ξεκαρδιζόμουν από μέσα
μου. Όταν τα είχα μεταφέρει όλα και νόμισα ότι ξεμπέρδεψα, ο έφεδρος ταγματάρχης με τον
μόνιμο λοχαγό μου είπαν, συγχαρητήρια, επιδείξατε σπουδαία προσόντα, σκεφτόμαστε τώρα
να σας ορίσουμε αξιωματικό οπλισμού του τάγματος.
Εκεί επάνω παραφέρθηκα γιατί δεν φανταζόμουν ότι η περιστασιακή και απρόθυμη γνωριμία
μου με τα πυρομαχικά θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μόνιμη συμβίωση. Δεν φτάνει, δηλαδή,
που με απαυτώσατε τρεις μέρες τώρα; Εγώ είμαι διερμηνέας και ελάχιστα γνωρίζω από
πυρομαχικά, κοιτάξτε και το απολυτήριό μου. Δεν υπήρχε όμως περίπτωση να τη
σκαπουλάρω αν δεν εμφανιζόταν, ως από μηχανής θεός, για να παραλάβει τα πυρομαχικά
μια μοδιστρούλα με τη μέλισσα στο πέτο, δηλαδή, ένας φροντιστής που είχα καταταγεί με
καθυστέρηση.
Ενώ είχα μισήσει τις πευκοβελόνες και πλέον ονειρευόμουν μια σχετικά άνετη θέση σε
γραφείο ή, το πολύ-πολύ, να μου αναθέσουν μια διμοιρία τυφεκιοφόρων, το δίδυμο
συσκέφτηκε και μου ανακοίνωσε ότι τα επόμενα καθήκοντά μου θα ήταν να αναλάβω
υποδιοικητής του λόχου υποστηρίξεως τάγματος. Δεν έχω ιδέα από βαρέα όπλα,
διαμαρτυρήθηκα, ούτε καν θυμάμαι τι μας είχαν διδάξει στο Ηράκλειο πριν δεκατέσσερα
χρόνια. Αυτοί όμως συνέχισαν να με κοιτάνε με βλέμμα τεθωρακισμένου που παρέμενε
αδιάτρητο από κάθε αντιαρματικό, και αναγκάστηκα για μια φορά ακόμη να υποκύψω.
Βγήκα τον δρόμο να ρωτήσω πού βρισκόταν ο λόχος και να βρω κάποιο μέσο μεταφοράς. Να
σου λοιπόν και ξεπροβάλλει από τα δέντρα ένας άλλος ανθυπολοχαγός, πολύ μελαχρινός και
συμπαθητικός, άλλοτε με διστακτικό χαμόγελο και άλλοτε αγριεμένος σαν τον μπόμπο, και
λέει, κι εγώ στον ίδιο λόχο πάω, συνάδελφε. Ήταν ο Βασίλης, που τις νύχτες κοιμόταν πάνω
στις κονσέρβες ενός τριών τετάρτων και τις μέρες την κοπανούσε εδώ κι εκεί, έως ότου τους
πείσει επιτέλους ότι ήταν μάχιμος και δεν έκανε για υπασπιστής του συνταγματάρχη.
Σαλτάραμε λοιπόν σε μια καρότσα με ψωμιά κι όταν φτάσαμε στον λόχο, βρήκαμε τους
άλλους αξιωματικούς κάτω από ένα λουξ, να παίζουν κουμ-καν, με τσιγάρα και ποτά, και
χαχαχά και χουχουχού. Ριζική αλλαγή, θα έλεγα, από τα εμβατήρια και τα συνθήματα, για
να μην αναφέρω τα πυρομαχικά. Συστηθήκαμε και χαρήκαμε πολύ όλοι κι εγώ ακόμη
περισσότερο. Αφού δεν άργησα καθόλου να αποχαιρετήσω τις πευκοβελόνες, να χωθώ σε μια
σκηνή του εφοδιασμού και να κουκουλωθώ με τα χνουδωτά εσωτερικά των μπουφάν. Για να
ρίξω ένα βαθύ και απολαυστικό ύπνο και να συνέλθω.
Την άλλη μέρα ολόκληρο το τάγμα έλαβε εντολή να μετακινηθεί για να καταλάβει
μονιμότερες θέσεις στα υψώματα έξω απ’ τον Λοφίσκο, κάπου ανάμεσα στον Λαγκαδά και τον
Σωχό. Σκαρφαλώσαμε πάλι στα Ρέο και, την ώρα που ξεκινούσαμε, εμφανίστηκε η Σοφία με
τον φίλο μου τον Λάκη. Την ανέβασα αναγκαστικά ανάμεσα σ’ εμένα και τον οδηγό και η
ατέλειωτη φάλαγγα άρχισε να κινείται στους εξοχικούς δρόμους.
Σε αντίθεση με την αφασία που επικρατούσε στη Θεσσαλονίκη, η εμπειρία στα χωριά ήταν
αξέχαστη. Άντρες, γυναίκες και παιδιά είχαν συγκεντρωθεί και μας περίμεναν στις πλατείες.
Δεν έβριζαν και δεν κραύγαζαν συνθήματα. Μια καλοσύνη, μια ευγένεια ήταν διάχυτη στο
οργωμένο πρόσωπό τους, καθώς μας χαιρετούσαν, άπλωναν το χέρι να μας αγγίσουν κι
έλεγαν, τα παιδιά μας που παν να πολεμήσουν για την πατρίδα. Τα κορίτσια είχαν ετοιμάσει
και μας μοίραζαν πακέτα με τρόφιμα, σοκολάτες και γκοφρέτες. Έτσι, μετά το σώμα μου,
άρχισε να ξεπαγώνει και η καρδιά μου.
Προσφυγικό αγγελούδι
Πριν από 2 χρόνια
4 σχόλια:
Συνεχίζω με συγκίνηση να σε παρακολουθώ...
Πανένορφη η γραφή σου Τόλη μου.
Σ΄ευχαριστώ, Ουρανία μου. Με τις αναρτήσεις αυτές, κι εγώ παρακολουθώ, για μια φορά ακόμη, τα επεισόδια από την περιπέτεια της ζωής μου και, για μια φορά ακόμη, απορώ πώς συνέβησαν όλα αυτά σε μένα.
Ξέρεις όλα αυτά τα μέρη που περιγράφεις μου είναι οικία.Εκεί κοντά είναι και το χωριό μου και πιθανόν να πέρασες αφού εκεί βρίσκετε ένα μεγάλο και πολύ γνωστό στρατόπεδο.Όλα όσα λες λοιπόν στα μάτια μου γίνοντε εικόνες γνώριμες κι αυτό για μένα είναι πολύ όμορφο :)
Χαίρομαι, Selena μου. Δεν αποκλείεται καθόλου να πέρασα από το χωριό σου. Μετά από τόσα χρόνια, είναι σαν ένα όνειρο όλα τώρα.
Δημοσίευση σχολίου