Πάμε να φύγουμε απ’ αυτόν τον θάνατο, της είπα. Ξέρω μια χώρα των παιδιών στη Λατινική
Αμερική. Θα ταξιδέψουμε με πλοίο εμπορικό που ρίχνει άγκυρα σε κάθε λιμάνι. Θα μάθουμε
κι εμείς να περπατάμε με το πλατύ βήμα των ναυτικών και να προφέρουμε λόγια λιγοστά και
με σημασία. Θα μάθουμε να βυθίζουμε το βλέμμα στον ορίζοντα και να το αφήνουμε εκεί,
περιμένοντας με την ίδια εγκαρτέρηση τα πάντα ή το τίποτα, τα πάντα μέσα από το τίποτα.
Όταν κατέβουμε στην εξωτική πρωτεύουσα, θα φορέσουμε μαύρο και κόκκινο μαντήλι στον
λαιμό, κάτω από τα γκρίζα μας μαλλιά. Τα παιδιά θα γελάνε και θα τραγουδάνε, θα παίζουν
ανάμεσα στα πόδια μας, θα μας κοιτάζουν με μάτια μεγάλα σαν το τηγάνι όπου ψήνουν τα
ψάρια του ωκεανού, με μάτια φωτεινά και έκπληκτα, πιστεύοντας στην ίδια ευτυχία που
εμείς δεν αξιωθήκαμε ποτέ.
Θα είμαστε γκρίνγκος στην αρχή, σύντομα αμίγκος, κάποτε κομπανιέρος. Θα πολεμήσουμε
στα σύνορα και στις πόλεις, στη ζούγκλα και στις λιμνοθάλασσες, στα οδοφράγματα, στους
βάλτους και στον ουρανό. Τι κι αν ζούμε σ’ έναν κόσμο χωρίς αυταπάτες, ο θάνατος που θα
‘χουμε διαλέξει θα δώσει στον κόσμο ένα άλλο άρωμα και σε μας τη μοναδική δικαίωση που
υπάρχει. Έστω για ένα δευτερόλεπτο. Ο τάφος μας θα είναι ανώνυμος σαν να μην είχαμε
γεννηθεί ποτέ. Στην τροπική γη τα σώματα σαπίζουν γρήγορα κι ενώνονται με τους χυμούς
της μελλοντικής ζωής.
Πάμε να φύγουμε απ’ αυτόν τον θάνατο, της είπα. Ξέρω ένα πανεπιστήμιο σε μια μικρή πόλη
του βορρά που ζει απομονωμένο στον δικό του κόσμο. Κάθε κτίριο και ένα αττικός ναός
ανάμεσα στα δέντρα, οι φοιτητές με τα βιβλία στο χέρι ή μισοξαπλωμένοι στο γρασίδι. Ψηλά
ένας ήλιος χλιαρός που δεν θαμπώνει και μέσα μια παλυδαίδαλη βιβλιοθήκη με ράφια
ατέλειωτα και όλα, μα όλα τα βιβλία του κόσμου.
Θα ανασαίνουμε μέσα στα βιβλία, θα είμαστε κι εμείς βιβλία με ερμητικό περιεχόμενο. Θα
δώσουμε στους νέους όλη την ανώφελη πείρα της δικής μας ζωής, όλο τον ανήφορο και τις
μικρές, πολύτιμες στιγμές. Εκείνοι βέβαια ελάχιστα θα καταλαβαίνουν καθώς θα
ανακαλύπτουν με τη σειρά τους έναν κόσμο απαράλλαχτα ίδιο. Και θα τους συναρπάζει
αυτή η προοπτική.
Τα βράδια θα συζητάμε με τους καινούριους φίλους μας για την ποίηση και τη μουσική, και
για την καθημερινή ζωή. Θα είμαστε απόλυτα ασφαλείς, αρκεί να μην αγγίζουμε βαθιά, να
μην βγάζουμε αίμα. Αρκεί να τηρούμε με ευλάβεια τους κανόνες του παιχνιδιού, τους
γραπτούς και ιδίως τους άγραφους. Θα ρουφάμε με μέτρο το ποτό μας, θα γεμίζουμε την πίπα
μας με ένα βλέμμα ανθρώπου που γνωρίζει.
Θα αγαπούμε την πρόοδο, με σύνεση βέβαια και χωρίς να παραγνωρίζουμε την αξία της
παράδοσης. Θα αγαπούμε τον κήπο με τις τριανταφυλλιές και θα τον διατηρούμε πάντα
ομοιόμορφο, με το λίπασμα στη σωστή του δόση, κόβοντας τα ατίθασα κλαδιά και
ξεριζώνοντας τα ζιζάνια. Θα αγαπήσουμε και τη χώρα αυτή, με μιαν αγάπη μετρημένη, και
θα την κάνουμε πατρίδα μας. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειές μας και την πολύτιμη
βοήθεια της επιστήμης, δεν θα αποκτήσουμε ποτέ παιδιά.
Πάμε να φύγουμε απ’ αυτόν τον θάνατο, της είπα. Ξέρω ένα αστέρι στην άλλη άκρη του
γαλαξία που δημιουργήθηκε κάποια στιγμή ανεξέλεγκτης φαντασίας. Θα ταξιδέψουμε με
καύσιμη ύλη τον πυρετό μας που κάνει το φως να μοιάζει με αργοκίνητο καράβι. Θα
ταξιδέψουμε χίλια χρόνια σε μια στιγμή, θα ταξιδέψουμε στο παρελθόν, αντιστρέφοντας το
βέλος του χρόνου, ή στο μέλλον, επιταχύνοντάς το. Τίποτα δεν θα ‘ναι ακατόρθωτο για μας.
Θα ζήσουμε με τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες, με τους Ίνκας στα υψίπεδα των Άνδεων,
με τις πρωτόγονες φυλές της Αφρικής. Θα καλπάσουμε με τις άγριες ορδές του Ταμερλάνου,
με το μακεδονικό ιππικό και με τα καθαρόαιμα αραβικά άλογα του Σαλαδίνου. Θα ζήσουμε
την εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών που όλα θα υπακούουν στις άκρες των δαχτύλων
μας. Θα πεθάνουμε με μια τσεκουριά ή μ’ ένα βέλος καρφωμένο στο στήθος και θα
επιστρέψουμε ακέραιοι πίσω από μια λόχμη, με το ίδιο κλάμα, τον ίδιο πάντα πόνο της
κυοφορίας και της γέννησης. Θα πεθάνουμε από ένα ελαττωματικό εξάρτημα και θα
ξαναγεννηθούμε με την πρώτη επίσκεψη του συντηρητή.
Πάμε να φύγουμε απ’ αυτόν τον θάνατο, της είπα. Πρέπει να φύγουμε. Ο δρόμος μας
περιμένει. Κι αν όλα αυτά τα μέρη που σου περιέγραψα δεν γεμίσουν την καρδιά μας, θα
βρούμε έναν καινούριο τόπο που δεν αναφέρει ο χάρτης, μια μυστική γωνιά, έναν αλλιώτικο
παράδεισο. Ίσως δεν θα ‘ναι εύκολο, μα έχουμε μπροστά μας μια ζωή, έστω έναν χρόνο,
έχουμε μπροστά μας ένα δευτερόλεπτο.
Εκείνη με κοίταξε και χαμογέλασε με τον δικό της μαγεμένο τρόπο. Ξεδίπλωσε τα πόδια της
και σηκώθηκε. Πρώτα το σώμα της, ύστερα η μορφή της, τέλος τα μάτια της πλημμύρισαν το
οπτικό μου πεδίο. Ένιωσα σαν θεός ή σαν τυφλός που τα βλέπει όλα. Ένιωσα σαν το πιο
τυχερό πλάσμα στη διάρκεια του δευτερολέπτου της ύπαρξής του. Μυρμήγκι και ταυτόχρονα
κορυφή βουνού τυλιγμένη αιώνια στα σύννεφα, λάμψη που χαϊδεύει έναν βράχο πλάι στη θάλασσα.
Άπλωσε τα χέρια της και μ’ άγγιξε. Δάκρυα άρχισαν να βρέχουν το πρόσωπό μου, κάθε βουβή
στάλα ταυτόχρονα απόγνωση κι ένα απόσταγμα χαράς και προσδοκίας. Για μένα και για
κείνην, για τη ζωή που ζήσαμε, για τη ζωή που έμεινε για πάντα απρόσιτη, τρικάταρτο που
αιώνια ταξιδεύει σε κάποια άλλη διάσταση και στιγμιαία γλιστράει από τις χαραμάδες του
πεπρωμένου του και στέκεται γαλάζιο στον ορίζοντα, αναζητώντας το πλήρωμά του. Για ένα
δευτερόλεπτο ατέλειωτο, με φίλησε στα μάτια.
Προσφυγικό αγγελούδι
Πριν από 2 χρόνια
4 σχόλια:
Σα χαζή είμαι τώρα...
Έχω μείνει να κυττάω τη σελίδα του ιντερνετικού βιβλίου σου,ατελείωτα δευτερόλεπτα...
Τόλη μου,θαυμάσιο!
Όταν διατηρεί κανείς τρία ιστολόγια, Ουρανία μου, από πόρτα σε πόρτα και από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο, συχνά χάνει ο επισκέπτης τον δρόμο. Σ' ευχαριστώ που παρακολούθησες την απόδρασή μου.
Εδώ αφήνω μια γλάστρα με βασιλικό...για χρόνια πολλά!
Να τον ποτίζεις...όσο χρειάζεται...
Ξέρεις εσύ...
Φιλιά!
Λατρεύω το άρωμα του βασιλικού. Και θα τον ποτίζω, το υπόσχομαι. Ακόμη και με την ανάσα μου.
Σ' ευχαριστώ. Να είσαι καλά, Ουρανία μου.
Δημοσίευση σχολίου