Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Το τραμ και το τραμάκι

Με την ανία και την ταλαιπωρία του λεωφορείου κι από το γεγονός ότι η διαδρομή του δεν
βόλευε τον Κουνουπίδα, η παρέα των τεσσάρων κάποτε ανακάλυψε τα πλεονεκτήματα του
τραμ. Ήταν η εποχή που η πόλη έδινε αντιπαροχή την ψυχή της για ένα λουτροκαμπινέ κι
ένα βαρέλι πετρελαίου στο στενό μπαλκόνι κάποιας θλιβερής πολυκατοικίας των
εργολάβων. Τα τελευταία χρόνια πριν ξηλώσουν τις σιδηροτροχιές για ν’ αλωνίζουν
ανενόχλητα τα λεωφορεία.

Στο τραμ υπήρχαν δυο βαγόνια, το πρώτο ή ρυμουλκό πιο κυριλέ, με τον τραμβαγέρη μέσα
στη στολή και το κασκέτο των τροχιοδρομικών, εκεί που κάθονταν με κλειστά τα γόνατα οι
μεγάλοι και οι καθωσπρέπει. Και το δεύτερο ή ρυμουλκούμενο, κάπως ταλαίπωρο και λαϊκό
και πιο φιλόξενο, όπως ακριβώς το προτιμούσαν. Ο εισπράκτορας με την τσάντα κι όλα τα
σύνεργα πηγαινοερχόταν από το ένα βαγόνι στο άλλο.

Το όχημα περνούσε από μπαχτσέδες και από σπίτια χαμηλά πνιγμένα στα λουλούδια.
Περνούσε από τα γύφτικα και άλλες γειτονιές σχεδόν ερημικές και άγνωστες. Εκεί δεν
σύχναζαν βεβαίως καθηγητές και άλλα πλάσματα από τη φύση τους ενοχλητικά και
επικίνδυνα. Κατά τη Δελφών, κάπου στη μέση της διαδρομής κοντά το ρέμα, υπήρχε κι ένα
συνοικιακό λούνα πάρκ με προσιτές τιμές, ακόμη και για το ισχνό τους χαρτζιλίκι κι έναν
ιδιοκτήτη που τους υποδεχόταν με χαμόγελα. Εκεί άραζαν συχνά με καφεδάκια και
επιτραπέζια παιχνίδια μέχρι να φτάσει η ώρα να πάρουν τον δρόμο για το σπίτι.

Κάπως έτσι, το τραμ και το τραμάκι του υιοθέτησαν. Λεωφορείο πια έπαιρναν μόνο το πρωί
ενώ στην επιστροφή το πάγιο ραντεβού τους ήταν έξω απ’ τον φυστικά για το τραμάκι. Που
όταν έφτανε στις μονές ράγες, ο εισπράκτορας γύριζε τον μακαρά απ΄ την άλλη μεριά για να
ακολουθήσει την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν πια στην τελευταία τάξη με τα σχέδια και των
τεσσάρων να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην Αμερική. Έτσι, κάθε κουβέντα και κάθε
πλάκα ξεκινούσε απ’ αυτή τη συναρπαστική προοπτική.

Τα πρωινά εκείνα ιδίως που, φτάνοντας χωρίς καμία διάθεση για μάθημα πενήντα μέτρα από
το τελευταίο λεωφορείο για το σχολείο, διαπίστωναν ότι, με λίγη καθυστέρηση, θα
μπορούσαν ενδεχομένως να το χάσουν. Έκαναν μια μάλλον τεμπέλικη προσπάθεια να το
προλάβουν και, όταν εκείνο έφευγε χωρίς να τους περιμένει άλλο, ελεεινολογούσαν τον
οδηγό, έστρεφαν τα νώτα και κατευθύνονταν στο τραμάκι, γελώντας και κατοπτεύοντας τα
πέριξ. Όλοι όμως οι τυχόν αδιάκριτοι είχαν ήδη καταφτάσει στο σχολείο.

Εκεί άρχιζε το γλέντι με το τίποτα εκείνο που είναι τα πάντα. Πρώτα, με μια μεθυστική
αίσθηση παράνομης ελευθερίας. Λες κι ο αέρας πλημμύριζε αρώματα. Μετά, με την παρέα.
Τέσσερις συμμαθητές και στενοί φίλοι με μόνη υστεροβουλία ποιος θα κερδίσει τον άλλο στο
μπιλιάρδο και το ποδοσφαιράκι. Με μια ολόκληρη μέρα στη διάθεσή τους, με άδειες τσέπες και
μάτια που έλαμπαν. Αργότερα θα σκέφτονταν ποια δικαιολογία να επινοήσουν για την απουσία τους.

Ήταν και το ίδιο το τραμ, που πήγαν να το βάψουν πράσινο αλλά εκείνο παρέμενε κίτρινο.
Κίτρινο σαν τα καναρίνια του Άρη και ζωντανό σαν ξωτικό, με μια ζεστή καρδιά στο
καμπανάκι του και με το νευρικό του σύστημα στο χειριστήριο, με τον μοχλό και τη μανιβέλα
του οδηγού. Το τραμ με την απλοχωριά του, τους σκληρούς ξύλινους πάγκους, με τα
λικνίσματά και τους οξείς του ήχους, και με τον μακαρά που κάποτε έβγαινε και το
ακινητοποιούσε και έπρεπε να κατεβεί ο εισπράκτορας για να τον ξαναβάλει στα σύρματα
του ηλεκτρισμού. Και με τους τύπους που έκαναν σκαλωμαρία, κρεμασμένοι ριψοκίνδυνα
από πίσω με στήριγμα την άκρη της σόλας σε κάποια προεξοχή. Το τραμ με τα χοντρά του
τζάμια που σου αποκάλυπταν, αν ήθελες να δεις, καινούριες γειτονιές και σπίτια και
δρομάκια, καμιά φορά και κάποιο ωραίο κορίτσι που περίμενε στη στάση κι ανέβαινε και
περνούσε να καθίσει σεμνά στην άκρη ενώ εκείνοι δεν χόρταιναν να το κοιτάζουν.

Ήταν και οι συζητήσεις. Που, εκτός απ’ την Αμερική, κάλυπταν βεβαίως όλα τα θέματα απ’ το
σχολείο και τα μαθήματα ως το ποδόσφαιρο, απ’ τη λογοτεχνία ως τα χαρτιά και τα κορίτσια.
Όταν το βαγόνι γέμιζε και δεν μπορούσαν πια να είναι μισοξαπλωμένοι στους πάγκους,
έβγαιναν στον πίσω εξώστη και συνέχιζαν όρθιοι εκεί.

Πρώτος τους αποχαιρετούσε απρόθυμα ο Κουνουπίδας, μετά κατέβαινε, με ένα τελευταίο
γέλιο, ο Χοντρός στην Ευζώνων και έμεναν ο Πολύβιος με τον Φόρο για ν’ αποβιβαστούν
στην Εγνατία, να ανηφορίσουν τη Βενιζέλου και να χωρίσουν στην Πλατεία Διοικητηρίου.
Είχαν ήδη συλλέξει τις απαραίτητες πληροφορίες για τα κολλέγια και τα πανεπιστήμια κι
είχαν αρχίσει τις σχετικές διαδικασίες. Όλοι εκτός από τον Φόρο.

Ο Πολύβιος τον παρότρυνε κι επέμενε φορτικά να συμπληρώσει τα χαρτιά το ίδιο βράδυ κι
εκείνος έλεγε, μα αφού δεν έχω λεφτά. Ρε συ, τόνιζε ο Πολύβιος, άλλοτε εκνευρισμένος κι
άλλοτε παρακλητικός, γράψε εσύ και βρες μόνο όσα χρειάζονται για τα ναύλα. Εκεί που θα
πάμε, τον πρώτο καιρό και μέχρι να βρούμε κάποια δουλειά, θα μοιραζόμαστε τα δικά μου.
Αυτή η προσφορά, ιδίως από ένα τύπο τόσο σκληρό όπως ο Πολύβιος, τον συγκινούσε
ιδιαίτερα και αρκετές φορές είχε υποσχεθεί να γράψει.

Ναι, ο Πολύβιος ήταν φίλος πραγματικός, ο επιστήθιος φίλος του. Αυτοί οι τόσο διαφορετικοί
που προέρχονταν από διαλυμένες οικογένειες, μαζί τα είχαν κάνει όλα. Σμπόμπες κα μπάλα
και χαρτιά, συνωμοσίες στην τάξη, εκδρομές και πάρτι και ξενύχτια. Θυμούς, φωνές και
γέλια μέχρι δακρύων. Μαζί είχαν ανακαλύψει τον Καζαντζάκη και τον Σεφέρη (ο Φόρος είχε
αντιγράψει την Άρνηση σε μια σελίδα του μοναδικού βιβλίου που κουβαλούσε στο σχολείο),
με πρώτο και καλύτερο τον Τζακ Κέρουακ και το ευαγγέλιό τους, Στο δρόμο. Κι αργότερα μαζί
γνώρισαν τον οργισμένο Τζίμι Πόρτερ του Όσμπορν, τον Μύθο του Σισύφου και τον
Επαναστατημένο Άνθρωπο του Αλμπέρ Καμύ, και την αλήθεια που δεν έχει μονοπάτι στα
Ημερολόγια του Κρισναμούρτι.

Ο Πολύβιος ήταν πρόεδρος του ομίλου νεοελληνικής λογοτεχνίας με σύμβουλο τον Χρήστο
Φράγκο, ο Φόρος ήταν πρόεδρος του φιλοσοφικού ομίλου με σύμβουλο τον Γεωργοπαπαδάκο.
Ο Πολύβιος ήταν πάντοτε ενημερωμένος από ένα συγγενή του βιβλιοπώλη που του δάνειζε
όλες τις τελευταίες εκδόσεις. Αυτός ήταν που του σύστησε και το βιβλίο του Ξεφλούδα, Εσύ, ο
Κύριος Χ κι ένας Μικρός Πρίγκηπας. Μια μέρα ήρθε συγκινημένος γιατί ο Συρόπουλος του
είχε κάνει μεγάλη έκπτωση και μπόρεσε να αγοράσει την Οδύσσεια τουΚαζαντζάκη. Ένα
όνειρό τους ήταν μαζί να γίνουν καθηγητές σε αμερικανικό πανεπιστήμιο κι εκεί να ζήσουν,
να γράψουν το μεγάλο μυθιστόρημα, να ταξιδέψουν και να ερωτευτούν.

Όμως ο Πολύβιος ήταν ταυτόχρονα πολύ προσγειωμένος. Οι περισσότεροι συγγραφείς, έλεγε,
είναι γιοι γαιοκτημόνων και βιομηχάνων με λυμένο το οικονομικό τους πρόβλημα. Κι έχουν
την πολυτέλεια να κάνουν το κέφι τους, να ομφαλοσκοπούν και να κυνηγάνε ανεμόμυλους. Η
λογοτεχνία είναι ένας αντικατοπτρισμός για να ξεγελάσουν τους ικανούς και να τους
απομακρύνουν από τον πραγματικό κόσμο της παραγωγής και της εξουσίας. Ή γράφεις για
τη ζωή ή τη ζεις, τον προκαλούσε. Αποφάσισε. Μην μου πεις, και τα δύο, πρόσθετε και
γελούσε. Και μην αφήσεις να σε κατασπαράξουν σ’ αυτή την επαρχία των διεφθαρμένων. Για
ποιους θα γράψεις; Και πώς θα γράψεις αν δεν ταξιδέψεις; Πάμε να φύγουμε, πάμε ν’
ανακαλύψουμε έναν καινούριο κόσμο. Κι αν γράψουμε, να γράψουμε σε μια παγκόσμια
γλώσσα.

Έχεις δίκαιο, παραδεχόταν με σκυμμένο κεφάλι ο Φόρος. Κι έπεφτε σε μελαγχολία. Όπως όμως
του είχε γράψει κάποτε ο Πολύβιος, η λογική ήταν ένα καρυδότσουφλο στη φουρτουνιασμένη
θάλασσα των συναισθημάτων του. Κι αρνήθηκε την προσφορά του. Με τον ίδιο τρόπο που
είχε πει όχι πριν λίγους μήνες όταν, με μοναδικό όρο να μην απουσιάζει αδικαιολόγητα από
τα μαθήματα, του είχαν προσφέρει από το σχολείο την υποτροφία που ποτέ του δεν είχε
ζητήσει. Δεν μπορούσε να φανταστεί τότε πόσο ακριβά θα πλήρωνε τις δύο αυτές αρνήσεις.

Έτσι λοιπόν έφτασε ο καιρός να αποφοιτήσουν και πήρε ο Πολύβιος το πρώτο βραβείο στην
ποίηση και πήρε ο Φόρος το πρώτο βραβείο στην πεζογραφία. Έτσι ήρθε το μεθυστικό και
τελευταίο εκείνο καλοκαίρι των διακοπών στην Αγία Τριάδα. Μαζί του έφυγαν με τραίνο οι
άλλοι τρεις για το Παρίσι κι από τη Χάβρη μετά με πλοίο για τα πανεπιστήμια της Αμερικής.
Ο Φόρος πέρασε στην Νομική, προσλήφθηκε στην τράπεζα, ήταν κι ερωτευμένος. Και διάβαζε
τα γράμματα του Πολύβιου από τις ξένες χώρες, ακόμα αταξίδευτος.

Τώρα αρχίζει η ζωή σου, του είχα πει από το σπίτι, και άρχισε και ο ίδιος να το πιστεύει. Δεν
άργησε όμως να διαπιστώσει πόσο δίκαιο είχαν στις συζητήσεις τους στον πίσω εξώστη του
τραμ. Διαπίστωσε λοιπόν πως η ζωή του άρχιζε σε ένα τοπίο εντελώς αντεστραμμένο.
Όλα όσα είχαν διδαχτεί, όλα όσα είχα πιστέψει, δεν είχαν τώρα καμία αξία. Ο έπαινος ανήκε
πλέον στο καρφί και η ανταμοιβή στο γλείφτη. Μπροστά στην τράπεζα, το σχολείο ήταν ένας
παράδεισος, μπροστά στον διευθυντή της, ο πρόεδρος του σχολείου έμοιαζε όχι με
ιεραπόστολο αλλά με γνήσιο άγιο.

Κάποιος όμως τους είχε προειδοποιήσει. Ήταν εκείνος ο γενναίος Μιχαλόπουλος, ο φιλόλογος
του πέμπτου και δικός τους καθηγητής της λογικής, άνθρωπος που αγαπούσε και τιμούσε την
αλήθεια. Που, όταν αργότερα συναντήθηκαν τυχαία στον δρόμο, τον ρώτησε σαν να μην
μπορούσε να το πιστέψει, ακόμα στην τράπεζα είσαι; Τι κάθεσαι, να φύγεις αμέσως, αυτός
είναι τάφος κεκονιαμένος.

Ενώ λοιπόν οι άλλοι τρεις συνέχιζαν τις σπουδές τους, αυτός εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο,
διέκοψε την αναβολή του και έφυγε στον στρατό. Λίγο μετά το τέλος της θητείας του,
παραιτήθηκε από την τράπεζα. Μαζί με τις σπουδές εκείνες, χάθηκε και η πρώτη του αγάπη.
Τότε ήταν που τελείωσε οριστικά μια ηλικία και μια εποχή ολόκληρη. Όχι όμως πως άλλαξαν
ζωή, όπως έλεγε ο ποιητής. Έγιναν τελικά και οι τέσσερις αυτό που επέλεξαν, αυτό που
άξιζαν κι αυτό που ήταν προορισμένοι να γίνουν.

Κάθεται λοιπόν ο Κουνουπίδας, ασφαλιστικός σύμβουλος και σύμβουλος επενδύσεων στη Νέα
Υόρκη, κάθεται ο Χοντρός που δημιούργησε και διευθύνει δυο-τρεις εταιρίες στο κέντρο της
Θεσσαλονίκης, κάθεται ο Πολύβιος που διευθύνει άλλες τόσες επιχειρήσεις στον κέντρο της
Αθήνας. Κάθεται και ο Φόρος που διευθύνει τα λουλούδια του και τα χαρτιά του στις παρυφές
της πόλης. Ο καθένας προσπαθώντας να ξεγελάσει τη δική του μοναξιά. Και φέρνουν κάποιες
στιγμές και οι τέσσερις στο νου τους την εποχή που είχαν εκείνο το τίποτα που ήταν τα
πάντα. Σκέφτονται την παρέα και το τραμάκι στις γειτονιές που δεν υπάρχουν πια. Να
ξεπροβάλλει πάμφωτο με το καμπανάκι του μέσα στη νύχτα ή την ομίχλη, μια μουσική πάνω
στις ράγες, μια βεβαιότητα και μια ελπίδα, ένα ταξίδι ατέλειωτο. Το τελευταίο τραμ της
εφηβείας τους και της ζωής τους.

4 σχόλια:

Poet είπε...

Αυτή είναι μια πραγματική ιστορία. Παρέλειψα μερικές παραγράφους για χάρη συντομίας.

Τι αχόρταγο θεριό η μνήμη! Τρέφεται μόνο με το πιο καθάριο αίμα της καρδιάς μας.

το πετάλι είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
το πετάλι είπε...

πάρα πολύ όμορφο, Τόλη,

ήσασταν καταπληκτικοί έφηβοι

κι εκείνος ο Πολύβιος
μεγάλη φάτσα
εξαιρετικό μυαλό
τα λόγια του με εντυπωσίασαν
συμφωνώ σε πολλά μαζί του

αλλά κι ο Φόρος;
(ακολούθησε την πορεία της ψυχής του)
δίκιο είχε κι αυτός

τελικά η πραγματικότητα (εάν υπάρχει) είναι κάπου στη μέση...
ανάμεσα στον ορθολογισμό του Πολύβιου και στο συναισθηματικό παρορμητισμό του Φόρου

οι μεγάλες αποφάσεις της ζωής μας συνήθως παίρνονται σε απίθανα μέρη
όπως ας πούμε... στο πίσω μέρος του τραμ

Poet είπε...

Το «Φόρος» μου το είχε κολλήσει ο Πόλης (Πολύβιος). Δισύλλαβη ευκολία αντί του Νικηφόρου.

Εύστοχες οι παρατηρήσεις σου, Νίκο. Πραγματικά ο Τόλης και ο Πόλης ήταν αστέρια στο σχολείο. Ο Πόλης στο πρακτικό, εγώ στο κλασσικό. Και ως δίδυμο ακαταμάχητοι.

Ο Πόλης αναδύεται και σε άλλα βιβλία μου. Για παράδειγμα, στο πρώτο διήγημα της πρόσφατης συλλογής, Ο δρόμος για την Ουρανούπολη. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο ύστερα από κάποια χρόνια και μου είπε: «μου κάνει εντύπωση πόσο καλά με ξέρεις». Εγώ του είπα «κι εσύ να ξέρεις ότι και τώρα σ' αγαπώ όπως τότε. Τίποτα δεν άλλαξε». «Κι εγώ σ' αγαπώ, καρντάσι», απάντησε εκείνος.

Όσο για τον δρόμο που πήραμε, πιστεύω βαθιά μέσα μου ότι είναι προκαθορισμένος. Κι απλώς ψάχνει μια αφορμή για να εκδηλωθεί. Εγώ θα πέθαινα ή θα τρελαινόμουν αν δεν έγραφα. Πράγμα που λίγο έλειψε να συμβεί.

Η ζωή παραμένει πάντα ένα ανεξιχνίαστο μυστήριο.