Ο Εγκέλαδος. Παρά το ηχηρό του όνομα και τους βαρύγδουπους τίτλους, παρά την αρχοντική καταγωγή του ή ακριβώς λόγω της καθαρότητας του αίματος, ο γιος του Τάρταρου και της Γης και αρχηγός των γιγάντων, ήταν ο παροιμιώδης αργόστροφος από τα παιδικά του χρόνια στο σχολείο. Και αργόστροφος βεβαίως συνέχισε να είναι όταν αργότερα στις γιγαντομαχίες εκσφενδόνισε ένα ολόκληρο νησί εναντίον του Δία. Τώρα, άλλοι λένε ότι τον έθαψε ο βασιλιάς των θεών στην Οίτη και άλλοι ότι τον παράχωσε η Αθηνά στη Σικελία, βάζοντας από πάνω του αυτούσιο το ηφαίστειο της Αίτνας. Αυτά παθαίνουν όσοι δεν σκύβουν το κεφάλι στους θεούς, είτε έχουν δίκαιο είτε άδικο, και το γνωρίζουν όλοι από παλιά.
Όποια από τις δύο εκδοχές και να ισχύει, το γεγονός παραμένει ότι, κατά διαστήματα, ο αρχαίος παιδοβούβαλος αφυπνίζεται στην αγκαλιά της μάνας του, θυμάται τις καρπαζιές που έτρωγε αφειδώς απ' τους συμμαθητές του, παρά το μπόι και τη δύναμη του, θυμάται το μίσος του για το γένος των ανθρώπων, και αρχίζει να ωρύεται, άλλοτε να βγάζει φωτιές, δηλητηριώδη αέρια και λάβα από το στόμα του και άλλοτε απλώς να τα κάνει λίμπα στο μαγαζί. Όπως κάθε τραμπούκος, αρχαίος ή σύγχρονος, όταν μεθάει και τον πιάνει το παράπονο. Κι ύστερα πέφτει να κοιμηθεί και πάλι, μπορεί και μιξοκλαίγοντας.
Τα πράγματα όμως δυστυχώς δεν είναι τόσο απλά. Όταν ξυπνάει ένα θηρίο και ανατρέπει τις ισορροπίες, μπορεί να ενοχλήσει και άλλα πλάσματα της ζούγκλας, απείρως πιο επικίνδυνα. Γιατί τον καθυστερημένο γίγαντα που αιφνιδίως εξοργίστηκε, κάπως τον αντιμετωπίζεις. Το πρόβλημα είναι ο ύπουλος, ο σατανικός και ο απρόβλεπτος. Εκείνος που είναι εγκατεστημένος πίσω από τις αμυντικές γραμμές σου. Όπως, για παράδειγμα, το ανήμερο θηρίο του Τζόγου.
Παρά το κακόηχο και παρεφθαρμένο σύγχρονο όνομα του, ο Τζόγος υπήρξε πολύ αρχαιότερος και απείρως επιφανέστερος του Εγκελάδου, καθήμενος από την αρχή του χρόνου στα δεξιά του μεγάλου πνεύματος. Σ' αυτή τη σύντομη, ανέντιμη και βασανιστικά ανιαρή ζωή, ο Τζόγος πάντοτε υπήρξε μια απειροελάχιστη ελπίδα να προσεγγίσεις το απρόσιτο. Γι' αυτό τον προσκυνάνε οι θνητοί και κάνουν άπειρες ανθρωποθυσίες προς τιμήν του. Τη δύναμη του αναγνώρισε με δέος ο Νοστογιέφσκι αλλά και κορυφαίοι επιστήμονες, όπως ο Άϊνστάιν όταν είπε το περίφημο, ο θεός δεν παίζει ζάρια με την ανθρωπότητα. Έως ότου του απαντήσει ο Χώκιν με το άλλο περίφημο, ο θεός όχι μόνον παίζει ζάρια με τον κόσμο αλλά τα ρίχνει και σε σημείο που δεν μπορούμε να τα δούμε.
Όλα λοιπόν άρχισαν με κάτι φοβερές ζαριές του υψίστου πριν δισεκατομμύρια χρόνια. Και έτσι συνεχίζονται. Και ψάξε εσύ με τηλεσκόπια να βρεις τα ζάρια στις εσχατιές του σύμπαντος. Όλα άρχισαν όχι με τον Ιησού, τον Βούδα ή κάποιον άλλο άγγελο, που εμείς οι αγαθιάρηδες λατρεύουμε γιατί αρνήθηκε την ύπαρξη όπως είναι και επέλεξε την ουτοπία, αλλά με τον Τζόγο, γνήσιο και ανόθευτο. Ως την περίοδο των σεισμών, τα είχαμε ψιλοκαταφέρει με τον Τζόγο. Κάτι με αυτοσυγκράτηση και καλοπιάσματα, κάτι με αλυσίδες και κάτι με εξορκισμούς, τον κρατούσαμε υπό έλεγχο. Όταν όμως έφτασε στο αποκορύφωμα το άγριο πάρτι του Εγκέλαδου εις βάρος της γενέθλιας πόλης, ο Τζόγος τα πήρε στο κρανίο με τον αμπντάλη. Έσπασε τις αλυσίδες σαν κλωστές, απέρριψε κάθε λογική προσφορά, κάθε συμβιβασμό και κάθε επίκληση και πλέον τα ζητούσε όλα. Τα ρέστα μας με άλλα λόγια.
.........................................................................................................
Τώρα, να πω ότι έφταιγε ο Λαζαράκης για τη μακρά και ευδόκιμο σταδιοδρομία μου, θα ήταν τουλάχιστον αστείο. Σαν να μεμφόταν ο Νικ δε Γκρηκ το ποταμόπλοιο του Μισσισσιπή. Τα τυχερά παιχνίδια αναπόφευκτα έχουν για πρόσχημα το χρήμα, αλλά δεν είναι παρά ένας ακόμη παθιασμένος έρωτας. Έρωτας καταχωρημένος στη μνήμη των κυττάρων από εκείνον τον σατανικό αρχαίο διδάσκαλο. Οι παίκτες τόχουν μέσα τους να προκαλούν τη μοίρα τους και στη διάρκεια (λέξη κλειδί), όλοι και μηδενός εξαιρουμένου, είναι χαμένοι από χέρι. Όπως και όλοι οι ερωτευμένοι.
Μα να αφήσουν τον τζόγο, έστω κι αν κάποια στιγμή κέρδιζαν ολόκληρο τον κόσμο, θάταν να εγκατασταθούν στη χώρα της θανάσιμης ανίας. Όπως έκανε η πρώτη μου αγάπη, να εγκαταλείψουν την περιπέτεια και τον κίνδυνο για να παντρευτούν τον καλό γαμπρό. Ή την πλούσια κοκκινομάγουλη νύφη απ' το χωριό. Ο έρωτας είναι προορισμένος να χαθεί για πάντα αλλά ακόμη και η ανάμνηση του κάνει το αίμα να ανάβει σαν φωτιά.
Εγώ δεν λέω και ξελέω στη ζωή μου και δεν είμαι από κείνους που πετάνε την πετσέτα στο ρινγκ. Όσους και όσα κάποτε αγάπησα, τα αγαπώ και τώρα. Πάντοτε όμως, με κάτι από το ένστικτο του λύκου, ήξερα να αποφεύγω τα ύπουλα δόκανα και τους αιμοβόρους μολοσσούς του φεουδάρχη και ποτέ μου δεν πάτησα πόδι σε χαρτοπαικτική λέσχη και ασφαλώς ούτε σε καζίνο. Ίσως και γιατί αισθανόμουν μια φυσική αποστροφή για την επιδεικτική χλιδή και ιδίως για τις ευγένειες και περιποιήσεις που προσπαθούν αδέξια να κρύψουν το πεινασμένο βλέμμα των τρωκτικών.
Αφού λοιπόν η πόκα δεν είναι πασιέντζα, ανέλαβα εγώ φιλοτίμως να διδάξω στους συμμαθητές μου τη διαφορά στις μεγάλες τάξεις του γυμνασίου. Και έτσι, με τα κρυφά και τα φανερά ταλέντα, σχηματίστηκαν δυο-τρεις συναρπαστικές παρέες, με κοινό μέλος εμένα βέβαια. Η μία με τον Χοντρό και τον Πολύβιο, διδάκτορες άλλων κρυφών πανεπιστημίων της πόλης, τον Κουνουπίδα και τρεις-τέσσερις μαθητευόμενους. Οι άλλες με τον Κινέζο, τον Αρμένο, το Τσακάλι, τον Μακαρόνα, τον Καμπά, τον Σάββα, αλλά και τον Γάτο, τον Ερρίκο, το Σκουλήκι και μερικούς φίλους φίλων εξωσχολικούς, μόνιμους ή διάττοντες αστέρες.
Μετά την αποφοίτηση, τα πράγματα ουσιαστικά δεν άλλαξαν, παρόλο που αρκετοί μάς εγκατέλειψαν για να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Τη θέση τους πήραν συμφοιτητές απ' το Αριστοτέλειο, ένα μούτρο της νομικής ονόματι Ηρακλής κι άλλα παιδιά με ανάλογα προσόντα. Μια καινούρια ομάδα σχηματίστηκε στον σύλλογο των αποφοίτων με τον Τάσο και τον Γόλη, αλλά και τον ντερμπεντέρη τον Σταυράκη, πριν αναζητήσει την τύχη του στη μαύρη Αφρική.
Ακολούθησε το μεγάλο διάλειμμα του στρατού, που δεν έμεινε εντελώς ανεκμετάλλευτο, κι ύστερα τα ίδια πάλι. Μετά έφυγα εγώ στην Αθήνα κι από κει στην Αγγλία και, όταν γύρισα πέντε χρόνια αργότερα απροπόνητος στη Ζεύξιδος με τη δικτατορία στο απόγειό της, δεν έπρεπε μόνον να πιάσω τη ζωή μου απ' την αρχή, να ανταποκριθώ στις τακτικές προσκλήσεις να διέλθω δι' υπόθεσιν μου από το τμήμα ασφαλείας, αλλά και να προσαρμοστώ στις νέες χαρτοπαικτικές συνθήκες.
Την εποχή εκείνη επανέκαμψαν και άλλοι ξενιτεμένοι, οι παλιοί φίλοι ξανασυναντήθηκαν και οι παρέες βρήκαν τον ρυθμό τους. Εκτός από τον κύκλο του σχολείου, σταδιακά σχηματίστηκε ένας μακρύς κατάλογος κυρίως από δικηγόρους, ασκούμενους και φοιτητές της νομικής, τον Σπίνο, τον Παπάρα, τον Σάκη και τον Τρύφωνα, τον Χαρβάλα και το Αρκουδάκι, τον Θανάση, τον Ηλία, τον Μήνο και τον Σκοτεινό. Έτσι, δυο-τρεις φορές την εβδομάδα, καθώς περπατούσα στην Τσιμισκή για την Κατούνη ακόμη μισοκοιμισμένος, η πρώτη μου σκέψη ήταν πώς να στηθεί το βραδινό παιχνίδι. Μόλις ανέβαινα στο γραφείο και έβαζα στο μπρίκι τον καφέ, έπιανα το τηλέφωνο. Όχι ότι ήταν δύσκολο αφού συνήθως όλοι οι άρρωστοι, μόλις άκουγαν το όνομά μου, αντί για καλημέρα, έλεγαν, μέσα.
Έχω παίξει σε αναρίθμητα σπίτια της πόλης. Στο κέντρο και σε απόκεντρα, συνοικιακά και εξοχικά, σε διαμερίσματα πολυτελείας και σε φοιτητικά δωμάτια, σε σαλόνια, σε αποθήκες, σε πλυσταριά και σε κουζίνες, πάνω σε τραπέζια, σε τραπεζάκια και σε πάγκους. Ή σε δικηγορικά γραφεία, όπου μαζευόμασταν και λέγαμε, άντε να φύγει και ο τελευταίος πελάτης, κι όταν καθυστερούσε, φύγε, ρε πούστη, να το στρώσουμε. Επάνω στους φακέλους των υποθέσεων, πιθανότατα και της δικής τους.
Έχω παίξει με κάθε ενδυμασία και σε κάθε δυνατή στάση του σώματος. Με παντελόνι και πουκάμισο ή χωρίς, με πιτζάμες, με φόρμα ή με σορτάκι, με τα εσώρουχα ή με μαγιό, με αδιάβροχο ή με παλτό, ακόμη και με κοστούμι και λυμένη γραβάτα. Όρθιος στο ένα ή στα δύο πόδια, σκυφτός ή καθισμένος στην πολυθρόνα ή στην καρέκλα με το ένα κωλομέρι στον αέρα, στα γόνατα ή οκλαδόν, μπρούμυτα, γερμένος στο πλευρό ή ανάσκελα.
Κι ανάλογα με την περίπτωση και το χαρμάνι, στο ύπαιθρο και κάτω απ' τ' άστρα, πάνω στο χώμα ή την άμμο, με στρωμένη κουβέρτα ή μουσαμά. Το καλοκαίρι του '54 σε μια σκηνή 2 Χ 2, στο παλιό γήπεδο ποδοσφαίρου της Περαίας, είχαμε ανοίξει με τον Τάσο και τον Γιάννη απ' τη Μητσαίων ένα πλακέ φακό για να διαχέεται το φως και παίζαμε όσο κράτησε η μπαταρία, σχεδόν ο ένας πίσω απ' την πλάτη του άλλου. Τα χαράματα, με μια βουτιά ξελαμπικάρισε το μυαλό μας και ήμασταν ήδη έτοιμοι για την επόμενη παρτίδα.
Ομηρικές μάχες είχαν γίνει στο διαβόητο ημιϋπόγειο μπουρδέλο του Γάτου στην Αρχαιολογικού Μουσείου, που έλαβε την ονομασία του από τις διάφορες γκόμενες που μπαινοέβγαιναν εκεί. Γιατί ο Γάτος, εκτός από τις δικές του αξιοζήλευτες επιδόσεις, ήταν παιδί εξηγημένο και παρείχε κατάλυμα στους φίλους. Όχι, δίλημμα δεν υπήρξε ποτέ για κανένα μας. Προτεραιότητα είχαν οι φίλοι ασυζητητί, ακολουθούσαν τα χαρτιά, και τελευταίες οι γυναίκες. Εξάλλου για τη ρυθμική γυμναστική υπήρχαν κι άλλες ώρες, κυρίως το απόγευμα γιατί, μετά το καρέ, όλοι ήταν κουρασμένοι και θα έπεφτε η σεξουαλική απόδοσή τους. Μερικές φορές λίγο πριν τα χαρτιά, ακούγαμε στο μαγνητόφωνο μέχρι και τον τελευταίο ψίθυρο ή αναστεναγμό από τις πρόσφατες συνευρέσεις του οικοδεσπότη.
Μια άλλη φορά, είχαμε τρεις χαρτοπαικτικές ολονυκτίες στη σειρά. Όταν ξημέρωνε, πήγαινα κατευθείαν στην τράπεζα να ασχοληθώ με άλλα χαρτιά και άλλα νούμερα. Το τελευταίο πρωινό πέρασα από το τότε καφενείο Ερμής κι έπινα τον ένα καφέ μετά τον άλλο, μάταια προσπαθώντας να συνέλθω πριν κατευθυνθώ προς το γραφείο. Είχα και στα καλά καθούμενα μια στύση φοβερή, από εκείνες που εύχεσαι αλλά σπανίως έρχονται την κρίσιμη στιγμή, και έφυγα με το χέρι αναγκαστικά στην τσέπη. Τελικά, μετά μισή ώρα ευσυνειδήτου εργασίας, έπεσε χωρίς να το καταλάβω το κεφάλι μου κι αποκοιμήθηκα βαθιά επάνω στο κατάστιχο.
Τώρα που είμαι γκρίζος έως ασπρομάλλης βετεράνος, εν πολλαίς αμαρτίαις και αμετανόητος, όταν περνάω έξω από παλιό σπίτι κατάκλειστο και σκοτεινό ή από εξοχικό χαμένο κάπου στην ερημιά, βλέπω ολοζώντανα και πάλι μπροστά μου όλα τα ωραία και απαγορευμένα. Τη φιλική παρέα να μαζεύεται κεφάτη και γεμάτη προσμονή, ο καθένας με τα δικά του γέλια και πειράγματα, με την πράσινη τσόχα διπλωμένη και τις πολύχρωμες μάρκες στο κουτί, με σοκολάτες, τσιγάρα, ξηρούς καρπούς και διάφορα ποτά, και να στήνει ένα ατέλειωτο παιχνίδι. Έξω να κάνει κρύο και να βρέχει ή να χιονίζει αλύπητα και το τηλέφωνο να είναι κουκουλωμένο κάτω απ' το πάπλωμα. Κανένας μα κανένας να μην μας ενοχλεί, το παιχνίδι να διανθίζεται με καλαμπούρι και οι στοίβες από τις μάρκες να γυρίζουν γύρω-γύρω στο τραπέζι. Πονάει αυτή η θύμιση. Ή μήπως νοσταλγώ τα νιάτα μου;
Θα πρέπει όμως να ομολογήσω ότι, παρά τη φήμη μου, παρά τα πτυχία και τα διδακτορικά και πλάκα τα παράσημα, παρά τα σεμινάρια που οργάνωσα για τους φερέλπιδες αλλά και τις χαρακτηριστικές ουλές που αποκόμισα από τον άσσο και τον ρήγα στα πεδία των μαχών, ποτέ μου δεν έγινα ο πραγματικά μεγάλος παίκτης της πόκας. Όπως άλλοι που γνωρίζω και δεν ομολογώ. Για να φτάσεις στην κορυφή χρειάζονται βέβαια όσα διαθέτω αλλά κυρίως το ένα που δεν είναι στη δική μου φύση.
Εγώ δεν είμαι ηλεκτρονικός υπολογιστής, εγώ είμαι ερωτευμένος (τώρα χαμογελάει ο Τζόγος) με το παιχνίδι της ζωής σ' όλες του τις παραλλαγές κι από μικρός τρελαινόμουνα να παίρνω το μικρό αλλά και το μεγάλο ρίσκο, που έχει και τη γλύκα του. Κι όσο κι αν προσπαθώ να τιθασεύσω το θηρίο με τη λογική και να παραμείνω ψύχραιμος, πριν και μετά την εμπλοκή, ασυναίσθητα κουνάω την ουρά μου.
Ενώ ο μεγάλος παίκτης είναι κίλερ, ήτοι, ψυχρός δολοφόνος. Κάτι σαν τον εκτελεστή της μαφίας που του δίνουν ένα όνομα, μια φωτογραφία και μια διεύθυνση και εκείνος διεκπεραιώνει επαγγελματικά την αποστολή του. Χωρίς συναισθηματισμούς και συγκινήσεις, παγερός σαν μάρμαρο. Ο μεγάλος παίκτης μελετάει τους αντιπάλους του, την ψυχολογία, τις γκριμάτσες και τις μηχανικές κινήσεις τους, τί κάνουν όταν έχουν καλό χαρτί και πώς μπλοφάρουν, αν ποτέ μπλοφάρουν, ζυγίζει και σταθμίζει τις πιθανότητες σαν μαθηματικός, θυμάται τη σειρά των χαρτιών και πάντα κάνει την καλύτερη δυνατή κίνηση. Ή, με άλλα λόγια, βάζει το κέρδος πάνω απ' τη φιλία και την παρέα, το κέρδος πάνω από το παιχνίδι, το κέρδος πάνω απ' όλα.
.........................................................................................................
Προσφυγικό αγγελούδι
Πριν από 2 χρόνια
2 σχόλια:
H γοητευτική ζωή έχει και τα πάθη της!
Ο τρόπος που τα ζει κανείς έχει μεγάλη σημασία...
Απόλαυσα την ιστορία σου και θυμήθηκα...
Κάποτε,μαζευόμασταν πολύ συχνά παρέες και παίζαμε το χαρτάκι μας.
Γνωστοί και φίλοι,ώσπου κάποια μέρα ήρθε ένας καινούργιος με απίστευτες χαρτοπαιχτικές δυνατότητες και μας άφησε άφραγκους!
Τότε πληρωνόμασταν με φακελάκι και θυμάμαι την έκπληξή μου, όταν κατάλαβα ότι ολόκληρος ο μισθός μου είχε γίνει άφαντος!
Να είσαι καλά Τόλη μου!
Πέσατε σε αετονύχη, Ουρανία μου.
Να κι ένα σχετικό ποιηματάκι του Σημηριώτη:
«Κι αν ήταν τη ζωή να ξαναζήσουμε
και δυο φορές τα νιάτα να χαρούμε
ποιος για τη γνώση, θε μου, θα νοιαζότανε,
τις τρέλες μας θα ψάχναμε να βρούμε».
Περιμένω λοιπόν να μας εξιστορήσεις τις τρέλες σου στην Κύθνο. Πάντα γνωρίζοντας ότι οι πιο ωραίες τρέλες δεν μπορούν να γραφούν σε βιβλία ή σε ιστολόγια.
Δημοσίευση σχολίου