Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

Απ' το νησί των θησαυρών στη γενική επιστράτευση (α' μέρος)

Χωματόδρομος στενός, γεμάτος λακκούβες και στροφές ανάμεσα στους θάμνους. Κατωφέρεια
κρυμμένη πίσω απ’ το βουνό, με απότομες χαράδρες, μια αριστερά, μια δεξιά, πολλές φορές κι
από τις δυο πλευρές, κι ένα ματωμένο μισοφέγγαρο να αιωρείται πάνω απ’ την κορφή του
Χορτιάτη. Όπως είχε πια νυχτώσει για τα καλά, τα νερά της λίμνης μακριά στο βάθος
άστραφταν και λαμποκοπούσαν με τον αντικατοπτρισμό της σελήνης.

Οι μηχανές μούγκριζαν κι όλη η φάλαγγα αγκομαχούσε μέσα στη σκόνη, κατεβαίνοντας αργά
προς τον δημόσιο δρόμο με τελικό προορισμό το τάγμα πεζικού. Δύο επιταγμένα ιδιωτικά
φορτηγά σε καλή κατάσταση και πέντε παροπλισμένα στρατιωτικά, που τα είχαν βάλει
μπρος το ίδιο πρωινό. Με αναμμένα τώρα όλα τα φανάρια, τριάντα ως πενήντα μέτρα το ένα
πίσω απ’ τ’ άλλο. Το πόδι συνεχώς πάνω στο φρένο, τα μάτια καρφωμένα μπροστά, τα νεύρα
ατσάλι.

Η φάλαγγα που στριφογύριζε στον χωματόδρομο για μεγάλη λίμνη ήταν βαριά φορτωμένη.
Δεκαοχτώ τόνους πυρομαχικά, βλήματα όλμων κάθε διαμετρήματος εκρηκτικά και
φωτιστικά, βλήματα πυροβόλων άνευ οπισθοδρομήσεως εκρηκτικά και διατρητικά, ρουκέτες,
σφαίρες πολυβόλου, χειροβομβίδες επιθετικές και αμυντικές, νάρκες ατομικές και
αντιαρματικές για τη διμοιρία σκαπανέων, καψούλια, σχοινιά ταχείας και αργής καύσεως,
μια ποικιλία ατέλειωτη.

Οι οδηγοί των φορτηγών σίγουρα δεν διεκδικούσαν θέση ανάμεσα στα πιο πειθαρχικά παιδιά
και, όταν τους έδινες την παραμικρή ευκαιρία, έκαναν πρόθυμα τα σαλτανάτια τους. Γι’ αυτό
είχα εξηγηθεί ξεκάθαρα στον δικό μου, ανεβαίνοντας στο φορτηγό επικεφαλής της φάλαγγας.
Φίλε, δεν έχω καμία διάθεση για αστεία, ούτε γουστάρω δικαιολογίες. Εγώ θα βλέπω
συνεχώς το κοντέρ και, αν ο δείκτης του περάσει έστω και μια φορά τα πέντε μ.α.ω., χάθηκες.
Ύστερα, κάθισα πλάι του και έσφιξα στην αγκαλιά μου, τρυφερά σαν μωρουδάκι, το ξύλινο
κουτί με τους πυροκροτητές μέσα στο ροκανίδι. Γιατί ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι και σε κάθε
λακκούβα σκεφτόμουν, τώρα θα γίνουμε όλοι μαζί ένα πυροτέχνημα και θα ψάχνουν μέσα
στα χόρτα τα κομμάτια μας.

Αν και θα ήταν φυσικό, δεν είχα νοσταλγήσει την Αγγλία. Ούτε στιγμή δεν πέρασε από τον
νου μου ότι θα μπορούσα να είχα μείνει εκεί και να αποφύγω τις συνέπειες της δικτατορίας.
Το εδώ και πουθενά αλλού, εδώ όπως και να ‘χει, είχε πια ριζώσει μέσα μου. Όλες τις μέρες
αλλά και τη μέρα αυτή που ήταν, από τα χαράματα, η πιο συγκλονιστική μέρα της ζωής μου.


Μετά τα ταρατατζούμ, τις γενναίες λέξεις και την αναγγελία της γενικής επιστράτευσης,
μετά τα παγωμένα πρόσωπα των ανθρώπων στη γειτονιά, κι αφού είχαμε διασχίσει τους
πλημμυρισμένους από νέους άντρες δρόμους της Θεσσαλονίκης, η Σοφία με τον Βύρωνα με
είχαν αφήσει στην έδρα του συντάγματος στα Λαγκαδίκια. Μέσα στο σκοτάδι και σ’ ένα
πλήθος που λες και ξεχυνόταν από το γήπεδο της Τούμπας μετά τον τελικό του κυπέλου με
τον Άρη.

Όλη τη νύχτα είχα ψοφήσει απ' το κρύο κι ας ήταν είκοσι Ιουλίου. Στην αρχή έκανα βόλτες
πάνω-κάτω και χτυπούσα το πόδια μου στο τσιμέντο ή το χώμα, ύστερα έκλεισα τα μάτια μου
δυο ώρες γέρνοντας στον τοίχο. Κι άλλη μια ώρα ψιλοκοιμήθηκα όρθιος σαν άλογο
ακουμπώντας σ’ ένα κατειλημμένο κρεβάτι, δίπλα σε κάποιον που ροχάλιζε στην αποθήκη.

Όταν ξημέρωσε, οι γραφιάδες άρχισαν να φωνάζουν ονόματα και οι επίστρατοι να
παρουσιάζονται, να παραδίδουν το απολυτήριο και να φεύγουν προς διάφορες κατευθύνσεις.
Και τότε, πάλι από βαριεστιμάρα, έκανα το μοιραίο λάθος. Αντί να βγάλω τον σκασμό και να
λουφάξω, αφού κανένας δεν με ενοχλούσε, πήγα και ρώτησα τι γίνεται με μένα.

Εκεί κοντά ήταν ένας κοντοστούπης μόνιμος λοχαγός, που εξέλαβε την ανία μου ως προθυμία
και είπε, ελάτε κύριε ανθυπολοχαγέ, έχω εγώ μια αποστολή για σας. Ενώ ήδη με έζωναν τα
φίδια, με οδήγησε σ’ έναν κιτρινιάρη έφεδρο ταγματάρχη κι εκείνος ετοίμασε στο άψε-σβήσε
δυο χαρτιά που έκαναν τα πρόχειρα να φαντάζουν σαν αυτοκρατορικά έγγραφα.
Κακογραμμένα με κοινό μολύβι στο πίσω μέρος στρατιωτικών εντύπων, το ένα με
εξουσιοδοτούσε να παραλάβω τα πυρομαχικά του τάγματος από την αποθήκη του
Πανοράματος και το άλλο να εφοδιάσω τα φορτηγά με βενζίνη. Απ’ οποιαδήποτε μονάδα βρεις
στον δρόμο σου, με διαφώτισαν.

Εγώ, λοιπόν, που ποτέ δεν είχα πιάσει τιμόνι στη ζωή μου, πήγα και παρακολουθούσα με δέος
τις μαστοράντζες να προσπαθούν να βάλουν μπρος, πάνω στους τάκους, μερικά Ρέο
πραγματικά ερείπια, που αντιδρούσαν αφήνοντας βρυχηθμούς, πυκνούς καπνούς και καμένα
λάδια. Στο τέλος, το κατάφεραν οι αετοί και βεβαιώθηκαν ότι το κάθε φορτηγό είχε
τουλάχιστον έναν καθρέφτη κι ένα φανάρι. Έλεγξαν και τα φρένα και κούνησαν
διφορούμενα το κεφάλι τους. Μάζεψα τότε τους οδηγούς, δυο-τρεις βαθμοφόρους και καμιά
δεκαπενταριά φαντάρους για να βοηθήσουν στη μεταφορά, καθώς και μερικούς σέρτικους
φορτηγατζήδες με επιταγμένα οχήματα.

Στον δρόμο, σταματούσα σε κάθε στρατιωτική μονάδα για βενζίνη κι όλοι μου έλεγαν ότι δεν
έχουν ή ότι δεν τους περισσεύει. Διασταυρώθηκα με χωρικούς που κουβαλούσαν κάσες με
χειροβομβίδες στις πλατφόρμες των τρακτέρ και μονολόγησα, πάει, τα καλαμπούρια
τελείωσαν, αυτοί είναι αποφασισμένοι να κηρύξουν τον πόλεμο.

Κατέβηκα, λοιπόν, σ’ ένα εξοχικό εστιατόριο για να τηλεφωνήσω στη Σοφία. Όταν άκουσα τη
φωνή της, μπούκωσα, δάκρυσα και χώθηκα στο αποχωρητήριο για να συνέλθω. Έψαξα αλλά
δεν βρήκα τα ηρεμιστικά και τα αγχολυτικά που είχα πάντοτε στις τσέπες σαν φυλαχτό και
αισθανόμουν έτοιμος πια να καταρρεύσω.

Μπορεί να αναγνώριζα στον εαυτό μου άλλες αρετές, κατά βάθος όμως πίστευα ότι είμαι
δειλός, χωρίς να επικαλούμαι πνευματικές ανησυχίες, ευαισθησίες και τις υπόλοιπες
περικοκλάδες. Όμως τη μέρα εκείνη και στο κρίσιμο σημείο, άναψε ξαφνικά και κόρωσε μέσα
μου η οργή και σκόρπισε τη κατάθλιψη. Οργή για την αδυναμία μου, οργή για τη χούντα και
για κάθε κοπρόσκυλο τριγύρω.

Πήγα και έπλυνα το πρόσωπό μου, έχωσα το κεφάλι μου στο παγωμένο νερό μιας δημόσιας
κρήνης και άφησα να βγει στην επιφάνεια το θηρίο που ως τότε κρυβόταν επιδέξια στο
υποσυνείδητο. Να αναλάβει εκείνο και, υπό τον στοιχειώδη μόνο έλεγχο της λογικής, να
χρησιμοποιήσει δεξιά κι αριστερά, σε πολίτες, οπλίτες και αξιωματικούς, κάθε ικανότητά μου,
το θράσος και την απειλή, ακόμη και τη σωματική βία, αν ήταν απαραίτητο.

Εισέβαλα λοιπόν στο γραφείο του συνταγματάρχη, που διοικούσε την αποθήκη πυρομαχικών,
αξύριστος και μαυρισμένος, χωρίς πηλίκιο, με πολιτικό πουκάμισο κι ένα μισοσκισμένο τζιν
παντελόνι, και του ζήτησα βενζίνη, ενώ απέξω τα μεγάφωνα έδιναν ένα μάθημα στους
Τούρκους με κλαρίνα, νταούλια και πολεμικά συνθήματα. Ξέρετε, μου απάντησε
απολογητικά, εμείς έχουμε εδώ λίγη βενζίνη για τις ανάγκες μας, η κεντρική αποθήκη
καυσίμων βρίσκεται στο λιμάνι.

Είχαμε φτάσει στην αποθήκη για να φορτώσουμε, το τάγμα περίμενε τα πυρομαχικά, αλλά
δεν είχαμε βενζίνη να γυρίσουμε. Δεν έχασα λεπτό, πήρα το καλύτερο Ρέο, φόρτωσα τα
μπιτόνια απ’ τα υπόλοιπα, έδωσα τα χαρτιά στον λοχία και του είπα ν’ αρχίσει να φορτώνει,
και τράβηξα κατευθείαν για το λιμάνι. Μπήκαμε στη Θεσσαλονίκη, διασχίσαμε την Τσιμισκή
και πέσαμε πάνω στη καλή χαρά.

Ενώ στα μάτια μου χοροπηδούσαν εικόνες απ’ τους βομβαρδισμούς και την εισβολή στην
Κύπρο, είδα τον κόσμο να κυκλοφορεί ανέμελα στην κεντρική οδό, να κάνει πηγαδάκια και
να ακκίζεται, να μιλάει και να γελάει, να μπαίνει στα καταστήματα πολυτελείας και να
ψωνίζει. Και ένιωσα ότι κάπου τους χαλούσαμε το πάρτι απρόσκλητοι, εμείς οι βρώμικοι και
ταλαιπωρημένοι απ’ τα βουνά και τα λαγκάδια.

Έφτασα στο λιμάνι, φούλαρα το ντεπόζιτο του Ρέο και τα μπιτόνια, υπέγραψα στα τυφλά τα
έγγραφα και όταν γύρισα απογευματάκι στο Πανόραμα, έμεινα άφωνος, βλέποντας άδειες τις
καρότσες των φορτηγών και τον λοχία με τους οδηγούς και τους φαντάρους να είναι
ξαπλωμένοι σε μια συστάδα δέντρων, να μαδάνε χορταράκια, να χαζολογούν και να
ρεμβάζουν. Αγρίεψα τόσο πολύ που ένιωσα να πέφτουν τα κεπέγκια και στο κομμάτι εκείνο
του μυαλού μου που πάντοτε γελούσε με τον εαυτό μου. Όταν με είδε μπροστά του, ο λοχίας τα
έχασε και ψέλλισε κάποια δικαιολογία ενώ εγώ κλωτσούσα το χώμα για να καταπολεμήσω
την παρόρμηση να τον πλακώσω επιτόπου στις μπουνιές.

Τελικά έδωσα διέξοδο, κατεβάζοντας όλα τα καντήλια απ’ το παραβαρδάρειο εικονοστάσιο
των εφηβικών μου χρόνων, προσθέτοντας μάλιστα και μερικούς υβριστικούς
αυτοσχεδιασμούς της στιγμής. Όταν κάπως ξεθύμανα, τους είδα όλους κίτρινους και
μαραμένους, αναλογίστηκα τι μας περίμενε, και είπα, δεν πειράζει, κατά βάθος είστε καλά
παιδιά, πάμε να φορτώσουμε τα πυρομαχικά, να μην μας πιάσει η νύχτα και
γκρεμοτσακιστούμε στα κατσάβραχα μ’ αυτές τις σακαράκες.

Κάναμε τον γύρο της αποθήκης πυρομαχικών, πήραμε στη σειρά τα τολ από λαμαρίνα και τα
μικρά κτίρια με τα κόκκινα κεραμίδια που ξεφύτρωναν στην πλαγιά του βουνού, έτσι γυμνά
και χωρίς δέντρα, χωρίς απόκρυψη, χωρίς καμία παραλλαγή. Ίσως όμως οι υπεύθυνοι να
πίστευαν ότι οι πιλότοι των τουρκικών βομβαρδιστικών θα τα εκλάμβαναν ως κατοικίες
κάποιου ειδυλλιακού χωριού.

Οι κάσες φορτώνονταν μια-μια ή δυο-δυο, ανάλογα με το μέγεθος τους, το βάρος και το
περιεχόμενο, άλλες ολοκαίνουριες, άλλες μισοσαπισμένες απ’ τον καιρό. Άλλες με ένδειξη των
βλημάτων και άλλες χωρίς σήμανση. Οι πιο επικίνδυνες με ιδιαίτερη αβρότητα, οι υπόλοιπες
με έναν ξερό γδούπο στο δάπεδο του φορτηγού.

Και όλοι έβριζαν, από τους αποθηκάριους και τους γραφιάδες ως τους στρατιώτες και τους
οδηγούς, με κάθε ευκαιρία αλλά και χωρίς. Ύστερα έσβηναν οι αντιδράσεις κι έπεφτε
απόλυτη σιωπή, σαν τίποτα πια να μην είχε την παραμικρή σημασία. Όσο για τα μεγάφωνα,
αυτά συνέχιζαν απτόητα στη διαπασών, με διαπεραστικά εμβατήρια και δημοτικά τραγούδια
και με τη λέξη, Τούρκοι, να συνοδεύεται από κάθε δυνατό χαρακτηρισμό.

Όταν κάποτε τελειώσαμε, είχε σουρουπώσει. Έβαλα τα φορτηγά στη σειρά έως έξω απ’ την
πύλη, να περιμένουν με αναμμένες μηχανές, κι εγώ μπήκα στο διοικητήριο για να
ολοκληρώσω το ταχύτερο τις διατυπώσεις. Ο αρμόδιος υπολοχαγός πάλευε με τα χαρτιά
εξουθενωμένος στο γραφείο του, ενώ οι αξιωματικοί των μονάδων αδημονούσαν καθισμένοι
πρόχειρα σ’ ένα παλιό κρεβάτι εκστρατείας, σε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα, στην άκρη ενός
τραπεζιού.

Εκεί που άνοιγα το τρίτο πακέτο, να καπνίσω ένα τσιγάρο και να χαλαρώσω μια στιγμή, να
‘σου και εμφανίζεται ένας γκριζομάλλης ανθυπασπιστής της χωροφυλακής, δειλά-δειλά μέσα
στο στρατιωτικό περιβάλλον. Ένας ανθυπασπιστής, ίσως της αγορανομίας, με τα γαλόνια
του και τα καλογυαλισμένα του υποδήματα. Ερχόταν, λέει, για να παραλάβει βλήματα για τα
ολμάκια των 60 χιλιοστών του λόχου χωροφυλακής που θα καταλάμβανε προωθημένες
θέσεις στην περιοχή της Ορεστιάδας.

Ο υπολοχαγός σήκωσε το κεφάλι, του έριξε μια πλάγια ματιά με ανάμεικτη την απορία και
την εγκαρτέρηση, και τον έβαλε ευγενικά να περιμένει στη σειρά. Ενώ οι υπόλοιποι τον
περιεργάζονταν με ενδιαφέρον κι εγώ κατέβαλα φιλότιμη προσπάθεια να μην γελάσω, ο
διπλανός μου έφεδρος ανθυπολοχαγός του πεζικού μου ψιθύρισε, σε λίγο θα καλέσουν
προσκόπους και αγροφύλακες.

2 σχόλια:

55fm είπε...

Διαβάζω και μπροστά μου τρέχουν εικόνες...
Δυνατές εικόνες!
Η ατμόσφαιρα πολύ βαριά...
Αχ...Τόλη μου,τι να πρωτοθυμηθείς...
Να είσαι καλά!
Καλημέρα

Poet είπε...

Μπροστά στον κοινό κίνδυνο όμως τότε, Ουρανία μου, δημιουργήθηκε μια εκπληκτική συντροφικότητα. Όπως θα φανεί παρακάτω. Όχι μόνο ανάμεσα στους εφτά έφεδρους ανθυπολοχαγούς του Λόχου Βαρέων Όπλων, στον οποίο με τοποθέτησαν μετά τη μεταφορά των πυρομαχικών, αλλά και ανάμεσα σε αξιωματικούς και στρατιώτες. Και μια συγκινητική συμπαράσταση από τον κόσμο στα χωριά μέσα από τα οποία περνούσαμε.

Έχει αξιοθαύμαστες αρετές ο λαός μας, που συχνά τις ξεχνάμε μέσα στην αρπακτικότητα και την ξεφτίλα της καταναλωτικής κοινωνίας.

Καλή σου μέρα.