Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Άνθη της μοναξιάς (β' μέρος)

Με το τέλος του τρίτου χρόνου στην Αγγλία, η εταιρία αποφάσισε να μειώσει το προσωπικό και να μεταφέρει το τμήμα μας και μερικά ακόμη στο Ντάνστεμπολ, μια μικρή πόλη περίπου εξήντα χιλιόμετρα βόρεια από το Λονδίνο. Στην πόλη αυτή λειτουργούσε η μονάδα συναρμολόγησης φορτηγών της εταιρίας ενώ, από το κοντινό και μεγαλύτερό της Λούτον, την τροφοδοτούσε συνεχώς το εργοστάσιο παραγωγής εξαρτημάτων. Ολημέρα μούγκριζαν οι μηχανές και βροντούσαν οι βαρυφορτωμένες με σιδερικά καρότσες στον κεντρικό δρόμο.

Μου πρότειναν να μετατεθώ στην οικονομική διεύθυνση που θα έμενε στο Λονδίνο αλλά, στην τελική αξιολόγηση, με πρόδωσαν οι ελάχιστες λογιστικές μου γνώσεις. Βρεθήκαμε λοιπόν μπροστά στο δίλημμα, να εγκαταλείψουμε την πρωτεύουσα ή να μεταφερθούμε σε πλησιέστερη περιοχή και, από κει, να φεύγω κάθε μέρα προς βορράν και η Σοφία προς νότον. Επιλέξαμε τη δεύτερη λύση γιατί μας φόβιζε η προοπτική της αγγλικής επαρχίας.

Ακολούθησε νέο ψάξιμο, αυτή τη φορά σε πιο άγριες γειτονιές. Βλέπαμε δρόμους ολόκληρους, έρημους και χορταριασμένους με αγγελτήρια πωλήσεων στη σειρά και διαπιστώσαμε ότι, καθώς προχωρούσε το κύμα των έγχρωμων μεταναστών, οι αγγλοσάξονες βιάζονταν να πουλήσουν τα σπίτια τους και να μετακομίσουν σε συγκριτικά λιγότερο μολυσμένο περιβάλλον.

Αποχαιρετήσαμε λοιπόν το Δυτικό Λονδίνο και τη λιτή σοφίτα μας, τον Ντίνγκι, την Ιρλανδέζα σπιτονοικοκυρά και τους άλλους ανθρώπους με τους οποίους είχαμε ζήσει πάνω από δυόμιση χρόνια. Μαζέψαμε και πάλι τα υπάρχοντά μας στις αρχαίες βαλίτσες και μεταφερθήκαμε στο Φίνσμπουρι Πάρκ, κοντά στην καθαρά εργατική περιοχή του Ίσλινγκτον και το γήπεδο της Τότεναμ. Αυτή τη φορά νοικιάσαμε ένα σχεδόν αυτοτελές ισόγειο διαμέρισμα στο τριώροφο του Πολωνού κυρίου Στανίεβιτς, με τη μεγάλη λευκή εξώπορτα και τα καμαρωτά παράθυρα. Φαίνεται ότι είχαμε πια ολοκληρώσει τη μαθητεία μας, γιατί καταλαβαίναμε χωρίς δυσκολία τα πρωτότυπα αγγλικά του.

Το σπίτι υψωνόταν στην κορυφή ενός λόφου και το έπιανε τόσο γερά ο άνεμος που είχαμε καμιά φορά την αίσθηση ότι ταξιδεύουμε με ιστιοφόρο. Αντί για τον Ντίνγκι και τις γαλιφιές του, είχαμε εδώ ένα τεράστιο μαύρο γάτο που διάβαινε αθόρυβα, μας κοίταζε μέσα από μισόκλειστα βλέφαρα και ανεχόταν γενναιόδωρα το θαυμασμό μας αλλά δεν επέτρεπε να περάσει από το νου μας ούτε σκέψη για χάδια.

Η περιοχή μας ταίριαζε καλύτερα. Νιώθαμε πιο άνετα ανάμεσα στα εγκαταλελειμμένα σπίτια με τα αγγελτήρια, ανάμεσα στους μαύρους με το παρδαλό πρόχειρο ντύσιμο, τη φυσική τους εγκαρδιότητα και την τραγουδιστή ομιλία, κι ανάμεσα στους άλλους ξένους. Ανάμεσα στ’ αγόρια και τα κορίτσια που πουλούσαν, στην είσοδο της σήραγγας του υπογείου, έντυπα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς μα και ελληνικές εφημερίδες, με φόντο τα συνθήματα, τις επικλήσεις και τα ονόματα που ήταν χαραγμένα με κάρβουνο και κόκκινη κιμωλία στους λερωμένους τοίχους.

Κι ακόμη, το ίδιο το τοπίο ασκούσε επάνω μας μια παράδοξη γοητεία. Από το ύψος του σπιτιού μας, βλέπαμε τον δρόμο να κατηφορίζει και να χάνεται σε μυστηριώδεις γειτονιές και, κάπου εκεί στο βάθος, να φαντάζει ένα παλιό παλάτι μέσα σε πυκνές συστάδες δέντρων. Τα πρωινά ακούγαμε τα κουδουνίσματα του ηλεκτρικού φορτηγού με την ανοιχτή καρότσα που μοίραζε το γάλα, και τ’ απογεύματα, από την άλλη πλευρά του θολωτού διαδρόμου, την απαλή μουσική πιάνου της κυρίας Μάρτιν, μια θελκτικής ασπρομάλλας Εβραίας. Κι άλλοτε τις μακρινές χαρούμενες φωνές των παιδιών και τη μουσική από το όχημα του πλανόδιου παγωτατζή. Μας άρεσε και η τοπική αγορά με την πολυχρωμία, την ανακατωσούρα και τη φασαρία της, τα γέλια και τα λαϊκά πειράγματα, και τις φτηνότερες τιμές της.

Ο κύριος Στανίεβιτς, αρκετά χρόνια χήρος με κόρη έφηβη, φορούσε πάντοτε τα ρούχα της δουλειάς του οικοδόμου και μια μπαλακλάβα στο γκρίζο του κεφάλι. Ένα πλατύ χαμόγελο ήταν μονίμως ζωγραφισμένο στο κακοξυρισμένο πρόσωπο με τα χοντρά αρμονικά χαρακτηριστικά. Όταν του είπα ότι είχε διαρροή το γκάζι στην κουζίνα, μας συνέστησε να αφήσουμε μισάνοιχτο το παράθυρο. Τον είχαμε απ’ την αρχή βαφτίσει χαχόλο, παρατσούκλι που άλλοτε του ερχόταν καλούπι κι άλλοτε μας έκανε να μετανιώνουμε για τη σκληρότητά μας. Όταν έμπαινε για να εισπράξει το ενοίκιο, άρχιζε ατέλειωτες ιστορίες για το χωριό του και τα πατρικά του κτήματα κάπου στα σύνορα με τη Ρωσία. Έδειχνε την αδυναμία του στη Σοφία, αφήνοντας της στο περβάζι πράσινα μηλαράκια από το περιβόλι του.

Όπως αποδείχτηκε όμως, είχα υπερεκτιμήσει τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική αντοχή μου. Έπρεπε κάθε πρωί να κάνω τέσσερις διαδρομές, λεωφορείο ως τον υπόγειο, υπόγειο ως το τραίνο, τραίνο ως το Λούτον και πάλι λεωφορείο ως το Ντανστεμπολ. Και το βραδάκι μετά τη δουλειά, να ακολουθώ την ίδια διαδρομή αντιστρόφως. Και μάλιστα μέσα από καθαρά βιομηχανικές περιοχές, με εκατοντάδες εργαστήρια, εργοστάσια, αποθήκες και προαύλια γκριζόμαυρα και θλιβερά.

Μετά μερικούς μήνες κυριολεκτικά εξοντωτικούς, γύρισα κάποια Παρασκευή βράδυ στο σπίτι, έβγαλα το παλτό μου και το πέταξα μακριά μαζί με την εφημερίδα, κλώτσησα μια καρέκλα και κοίταξα με απέχθεια το φαγητό. Ύστερα σωριάστηκα στον καναπέ, έχωσα το κεφάλι μέσα στις παλάμες μου, τραύλισα, δεν αντέχω άλλο, και έκλαψα σαν μωρό παιδί, δυο μέτρα άντρας.


Η λύση ήταν βέβαια η αρχική και ανεπιθύμητη, να εγκατασταθούμε στο Ντάνστεμπολ. Η προσφορά της εταιρίας εξακολουθούσε να ισχύει, βρέθηκα μάλιστα μια θέση στο λογιστήριο για τη Σοφία. Ο σπιτονοικοκύρης μας παραδόξως δέχτηκε να διακόψουμε πρόωρα και χωρίς συνέπειες το ενοικιαστήριο συμβόλαιο. Κι άδραξε την ευκαιρία για να μας διηγηθεί μερικές ακόμη ιστορίες απ’ την Πολωνία.

Και πάλι ποδαρόδρομος, και πάλι ψάξιμο στις τοπικές εφημερίδες. Αυτή τη φορά ήμασταν πιο τυχεροί. Βρήκαμε αμέσως και νοικιάσαμε ένα μικρό ανεπίπλωτο διαμέρισμα σε σύγχρονη μακρόστενη πολυκατοικία στη μέση της διαδρομής από τη μία πόλη στην άλλη. Μπροστά είχε ένα ευρύχωρο δωμάτιο, με θερμοσυσσωρευτή και ολόφωτο παράθυρο πέντε μέτρων, και πίσω τη μικρή κουζίνα και το μπάνιο. Μπάνιο κανονικό με απαστράπτοντα νιπτήρα και πλακάκια.

Από τον προηγούμενο ενοικιαστή, αγοράσαμε μισοτιμής τη μεταχειρισμένη ηλεκτρική κουζίνα και, με την ευχέρεια που μας έδινε το επίδομα της μετεγκατάστασης, βγήκαμε στην αγορά και προμηθευτήκαμε καινούριο κρεβάτι, στρώμα, κουβέρτες και σεντόνια. Βρήκαμε σε παλαιοπωλείο και δυο πολυθρόνες, ξύσαμε με το μαχαίρι τα αλλεπάλληλα στρώματα πένθιμου καφέ, τις βάψαμε κατάλευκες και τις ντύσαμε με μπλε καλύμματα, ενώ στους τοίχους περάσαμε με το ρολό ένα γλυκό μουσταρδί χρώμα. Νοικιάσαμε και μια καινούρια τηλεόραση, πήραμε διάφορα σκεύη και μικροπράγματα κι ίσως το σπουδαιότερο, για πρώτη φορά αποκτήσαμε δικό μας τηλέφωνο, που όμως πολύ σπάνια κουδούνιζε. Ήμασταν λοιπόν κεφάτοι και πανέτοιμοι για την καινούρια μας ζωή στην αγγλική επαρχία.

Το γραφείο μου ήταν στον έκτο όροφο μια γυάλινης οικοδομής στο κέντρο της πόλης, της Σοφίας στον τέταρτο. Μπροστά μου στη μεγάλη αίθουσα, καθόταν ο Χάρι, ένας λιλιπούτειος χαρούμενος Ινδός μηχανικός και πίσω μου ο Μπάρι, ένας ντόπιος αμπλαούμπλας που έπαιζε και ράγκμπι. Μιλώντας για τον υπερπληθυσμό της πατρίδας του, ο Χάρι τόνισε ότι είχε μόνον δύο παιδιά και ότι δεν σκόπευε να αποκτήσει άλλα. Και ότι μάλωνε τους φίλους του γιατί, ως μορφωμένοι, έδιναν το κακό παράδειγμα με τα δέκα και τα δώδεκα παιδιά τους.

Βαδίζοντας το πρωί για το γραφείο από τη στάση του λεωφορείου, συχνά κοντοστεκόμουν στα κάγκελα του νηπιαγωγείου με πολύχρωμους πυργίσκους και τα ζωγραφισμένα τζάμια. Να δω και να απολαύσω τα πιτσιρίκια μέσα στα άνοράκ τους, αγόρια και κορίτσια, σκούρα και μαύρα, κίτρινα, μελαχρινά και ανοιχτόχρωμα, κατάξανθα, να τρέχουν και να παίζουν, να τιτιβίζουν, να αγκαλιάζονται και να γελάνε. Και έλεγε, εδώ γεννιέται ένας καινούριος κόσμος.

Άμεσος προϊστάμενός μου ήταν ένας συμπαθέστατος και ικανός σαραντάρης Εγγλέζος, κι αυτός μηχανικός, που όταν του πρότειναν, πράγμα σπάνιο για μη Αμερικανό, να μετατεθεί με υπερδιπλάσιο μισθό στη μητέρα εταιρία στο Ντιτρόιτ, έκανε ένα ενημερωτικό ταξίδι στην Αμερική και αρνήθηκε. Στην καθιερωμένη σύσκεψη μετά, μας είπε πως δεν είχε γεννηθεί για να δουλεύει δεκαπέντε ώρες την ημέρα και να μην έχει αποκλειστικά δικά του ούτε τα Σαββατοκύριακα. Σε μια χώρα όπου το θεωρούσαν περίπου εθνική προδοσία να μην αλλάζει κανείς αυτοκίνητο κάθε εξάμηνο, όπως επέβαλε η κοινωνική του θέση και τα συμφέροντα της βιομηχανίας.

Από την αχανή μητρόπολη στην επαρχία, το γκρίζο σκηνικό κυριάρχησε στην καθημερινή ζωή και δεν μπορούσαμε τώρα να ακούσουμε τους ήχους κάποιας μουσικής. Τα πάντα βρίσκονταν τριγύρω μας και δεν μας έτρωγαν πια οι αποστάσεις. Σπίτι, γραφείο, βόλτα στα καταστήματα το μεσημέρι και σινεμά ή τηλεόραση το βράδυ, το Σάββατο στο τοπικό παζάρι, στα δέκα χιλιόμετρα ήταν και το Λούτον. Όμως ήταν ταλαιπωρία να κατεβαίνουμε στο Λονδίνο, μας απορρόφησε η ρουτίνα και σπάνια βλέπαμε τους φίλους μας.

Χάθηκα και η πρωτευουσιάνικη φινέτσα, εκείνο το λεπτό επίχρισμα, ακόμη κι όταν ήταν δηλητηριώδες. Οι άνθρωποι μάς φαίνονταν ρηχοί κι ανιαροί, συχνά φιλικοί και άλλοτε απρόκλητα έβγαιναν κατευθείαν οι φαλτσέτες. Δυο νεαροί συνάδελφοι από άλλο τμήμα, μιλώντας δήθεν μεταξύ τους στο ασανσέρ, λοξοκοίταζαν τη Σοφία που ήταν μόνη κι έλεγαν και ξανάλεγαν, δεν τους θέλουμε εδώ. Μια μέρα ένας σουρωμένος στο λεωφορείο, μουρμούριζε βραχνά, να κάνουν τα πιθήκια κονσέρβες και να τα στείλουν πίσω στην πατρίδα τους. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, τρεις στους τέσσερις έγχρωμους μετανάστες υπέφεραν από φοβίες, άγχος και κατάθλιψη.

Απ’ το μεγάλο παράθυρο του διαμερίσματός μας, βλέπαμε σε δέκα μέτρα μια μακρόστενη περιφραγμένη αυλή κι ένα ξανθό κόλι να τρέχει ολημέρα πάνω κάτω και να γαυγίζει μανιασμένα. Βλέπαμε έναν άχρωμο ουρανό, βλέπαμε εκατοντάδες πανομοιότυπες στέγες πανομοιότυπων σπιτιών να απλώνονται βουβές και μακρινές στην επίπεδη έκταση. Βλέπαμε ένα τοπίο πράσινο, γαλήνιο, πολιτισμένο και θανάσιμο.

Τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρίας συνέχισαν να χειροτερεύουν και αποφασίστηκε να γίνουν νέες περικοπές προσωπικού, είτε ήταν υψηλόμισθοι Αμερικανοί, είτε απλοί υπάλληλοι οποιασδήποτε εθνικότητας. Και να μεταφερθούμε βαθύτερα στην ενδοχώρα, στο Κόβεντρι όπου βρίσκονταν τρία εργοστάσια της εταιρίας και η καρδιά του βιομηχανικού της συγκροτήματος. Με φώναξε στο γραφείο του ο Αμερικανός διευθυντής που με είχε προσκαλέσει στην Αγγλία μετά τρία χρόνια εργασίας στη Θεσσαλονίκη, και μου ενεχείρισε εμπιστευτικά ένα έγγραφο που διασφάλιζε τη θέση μου στην εταιρία.

Ο πενηντάχρονος και νεανικός Μπομπ Ντονέλ ήταν τύπος βαρύς και αυστηρός και, παρά τα προσωπικά του προβλήματα, δίκαιος πάντοτε και έντιμος. Και επιπλέον, ανεχόταν τη δεδηλωμένη μου απέχθεια για τη χούντα παρόλο που εκείνος υποστήριζε ότι ο στρατός ήταν μια κάποια λύση για την Ελλάδα. Κάποτε, μάλιστα, μου είχε πει ότι εκτιμούσε την ευθύτητά μου αλλά ότι δεν έπρεπε και να το παρακάνω. Πήρα το έγγραφο και τον ευχαρίστησα, αν και δεν ήξερα αν έπρεπε να τον ευχαριστήσω.

Πάλι στο δρόμο και την περιπλάνηση, πάλι στην αναζήτηση, πάλι σε νέα πόλη. Είδαμε το εμπορικό της κέντρο και τα αξιοθέατα, κυρίως το συγκλονιστικό σύμπλεγμα της καμένης από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς παλιάς μητρόπολης, με πλάι της χτισμένη μια καινούρια και υπερσύγχρονη. Αυτή τη φορά όμως κάπως αδιάφορα και διαδικαστικά, χωρίς έστω και ίχνος από τη συγκίνηση της ανακάλυψης, χωρίς εκείνη την έξαρση και το μεθυστικό μυστήριο που σε τυλίγει όταν για πρώτη φορά εισέρχεσαι σε έναν καινούριο κόσμο.

Βρήκαμε σε κάποιο προάστιο του Κόβεντρι ένα διώροφο σπίτι του δήμου με χαμηλό ενοίκιο, που θα ήταν η πέμπτη και μάλλον πιο ολοκληρωμένη κατοικία μας στην Αγγλία κι αρχίσαμε, με μισή καρδιά, να διεκπεραιώνουμε τις διατυπώσεις. Όμως ο φίλος μου, ο Σκωτσέζος Τζιμ Ρος, που είχε προσφερθεί να με βοηθήσει, επέμενε με παιδικό χαμόγελο κάτω απ’ το καψαλισμένο του μουστάκι, ότι θα ήμουν πολύ ευτυχισμένος εκεί με τη γυναίκα μου.

Την ίδια χρονική περίοδο συνέπεσε και απεργία των ταχυδρομικών. Τα αιτήματά τους δεν ήταν παράλογα. Διεκδικούσαν αύξηση δεκαπέντε τοις εκατό έναντι οκτώ τοις εκατό που καθόριζε η επίσημη οικονομική πολιτική και τριανταπέντε τοις εκατό που είχε ήδη εγκρίνει η κυβέρνηση για το ήδη διπλάσια αμειβόμενο προσωπικό μιας καθαρά εξαγωγικής βιομηχανίας αυτοκινήτων. Οι επιστολές όμως και τα δέματα δεν έφερναν πολύτιμο συνάλλαγμα στη χώρα και το υπουργικό συμβούλιο μπορούσε άνετα να είναι συνεπές με τις αρχές του.

Εκατόν πενήντα χιλιάδες ταχυδρομικοί έκαναν απεργία για δύο μήνες, ο κόσμος ταλαιπωρήθηκε, οι ιδιωτικές εταιρίες θησαύρισαν, το ειδικό ταμείο τους τινάχτηκε στον αέρα, οι ίδιοι πείνασαν, ένας κρεμάστηκε μέσα στα αποχωρητήρια μα λίγα κέρματα στην τσέπη του. Στο τέλος, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην εργασία με σκυμμένο το κεφάλι χωρίς να πάρουν ούτε δεκάρα παραπάνω.

Η κυβέρνηση εκούσια πάτησε τους ταχυδρομικούς και οι ταχυδρομικοί ακούσια πάτησαν εμάς. Τα γράμματα, που ήταν ένα δροσερό αεράκι στο Λονδίνο, ακόμη κι όταν έφερναν μαζί τους έγνοιες και προβλήματα, είχαν γίνει κυριολεκτικά η ανάσα μας στο Ντάνστεμπολ. Όλο αυτόν τον καιρό, ούτε πουλί πετάμενο δεν πλησίαζε την πόρτα μας, η μοναξιά και η ανία μας πλάκωναν σαν βράχος.


Ένα απόγευμα, γκρίζο και μονότονο σαν όλα τα απογεύματα, αφού είχαμε κάνει τις προβλεπόμενες κινήσεις και γυρίζαμε με το λεωφορείο στο διαμέρισμά μας, με την προοπτική της νέας μετεγκατάστασης και μιας ζωής πολλών ακόμη ετών σε μια Αγγλία χωρίς Λονδίνο, είπα στη Σοφία ότι ένιωθα να φτερουγίζει η ψυχή μου και να δραπετεύει από το παράθυρο. Το επόμενο μεσημέρι λίγο έλειψε να την ακολουθήσει και το σώμα μου.

Είχαμε τελειώσει νωρίτερα την καθιερωμένη βόλτα μας και βρέθηκα ολομόναχος στην αίθουσα με τα γραφεία και γύρω γύρω τα ανοιχτά παράθυρα. Κάθισα και άρχισε ανόρεκτα να ξεφυλλίζω τα χαρτιά μου. Ξαφνικά, από το τίποτα και χωρίς το παραμικρό προμήνυμα, αντίκρισα κατάματα το πρόσωπο του θανάτου. Στο οπτικό πεδίο μου έπεσε απότομο σκοτάδι σαν από ολική έκλειψη ηλίου, το μυαλό μου θόλωσε και πήρε ανάποδες στροφές, μια δίνη ακαταμάχητη με τραβούσε έξω απ’ το παράθυρο. Κάτι αλλότριο και παντοδύναμο είχε κυριαρχήσει μέσα μου και μου επέβαλε, αφού δεν ζούσα όπως ήθελα, να μην ζω καθόλου. Στα τριάντα δύο μου χρόνια, ένιωσα μέσα μου βαθιά ότι είχε έρθει η ώρα να πεθάνω.

Μέχρι και σήμερα, τριάντα χρόνια αργότερα, δεν έχω καταλάβει τι με κράτησε. Και ποια κλωστή είχε τη δύναμη να με κρατήσει. Να ήταν το χαμόγελο της Σοφίας, να ήταν η μακρινή ανάμνηση των δικών μου και των φίλων μου, να ήταν ό, τι ελάχιστο απέμενε από τις ζωτικές δυνάμεις μου; Να ήταν μήπως κάτι άγνωστο που αντιστεκόταν και προσπαθούσε να με πείσει να παλέψω και όχι να φύγω έτσι κουτά κι ανώφελα;

Σηκώθηκα απ’ τη θέση μου και, μέσα στη θολούρα και το πανικό, μισοξάπλωσα στο κρύο δάπεδο. Για να απομακρυνθώ με κάποιο τρόπο από το τίποτα που με μαγνήτιζε. Στο κεφάλι μου βούιζαν όλα τα μηχανήματα ενός αόρατου εργοστασίου, η τυφλή παρόρμηση συνεχιζόταν με την ίδια ένταση. Έτρεξα στους νιπτήρες και έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Κανένα αποτέλεσμα. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν δυο-τρεις συνάδελφοι. Ζήτησα ένα τσιγάρο και, μετά δέκα μήνες αποχής, το άναψα και τράβηξα αλλεπάλληλες βαθιές ρουφηξιές. Και τηλεφώνησα αμέσως στη Σοφία να πάρει άδεια και να γυρίσουμε στο σπίτι.

Ακολούθησε ένα φρικτό απόγευμα και μερικές μέρες ακόμη χειρότερες. Μια θάλασσα απελπισίας ξεχείλιζε από μέσα μου για να πνίξει αυτή την άδεια ζωή μαζί με τον υπαίτιο. Ο παγιδευμένος σκορπιός γύριζε το κεντρί για να χτυπήσει το ίδιο του τον εαυτό. Ήθελα να πηδήξω από ψηλά, να πέσω μπροστά από φορτηγά, να κόψω τις φλέβες μου. Και το μοναδικό μου στήριγμα μέσα στη μαυρίλα ήταν η Σοφία. Με κατανόηση, με τρυφερότητα, με όλη της την ύπαρξη στεκόταν δίπλα μου άγρυπνη. Ποιος όμως μπορεί να σε σώσει όταν εσύ δεν θέλεις να σωθείς; Πήγαμε και σ’ έναν παθολόγο, κομψό κι ευγενικό, που απέδωσε την κατάστασή μου στους θερμαινόμενους χώρους και τη στεγνή ατμόσφαιρα.

Δεν μας έμενε πια καμία αμφιβολία, δεν μας έμενε άλλη διέξοδος. Είχαμε εξαντλήσει κάθε περιθώριο, ακόμη και τα ανύπαρκτα, και έπρεπε επιτέλους να γυρίσουμε εκεί που ανήκαμε. Διασχίσαμε και πάλι την Ευρώπη με το τραίνο, κλεισμένοι στο βαγόνι. Εγώ ούτε στον ξύπνο μου ήμουν καλά, ούτε στον ύπνο μου. Για να απασχοληθεί κάπως το μυαλό μου, που έδειχνε να έχει αυτονομηθεί και βαδίζει ασυγκράτητο προς την τρέλα, έπιανα στους διαδρόμους παιδαριώδεις συζητήσεις με εργάτες από τη Γερμανία. Που όμως ήταν βετεράνοι στον πόνο και τη μοναξιά.

8 σχόλια:

το πετάλι είπε...

συγκλονιστικό...

Poet είπε...

Ναι, Νίκο. Όμως, ένας εργάτης απ' τη Γερμανία, με τον οποίο είχα πιάσει κουβέντα στο παράθυρο του τραίνου, μου είπε τότε : «εσύ τουλάχιστον γυρίζεις ... »

Χρειάστηκαν χρόνια για να συνέλθω μετά. Ακόμη και τώρα, σε πολύ αραιά διαστήματα, έχω κρίσεις πανικού. Άλλοι όμως χάθηκαν για πάντα στους ξένους τόπους. Στα πιο γλυκά τους νιάτα.

55fm είπε...

Tώρα κατάφερα να σε διαβάσω Τόλη μου.
Πως και πόσα να αντέξει κανείς...
Έχεις καταφέρει με την εξαιρετική περιγραφή σου, να δημιουργήσεις ζωντανές εικόνες των γεγονότων που περάσατε με τρόπο συγκλονιστικό!
Κι αυτή η κοφτή περιεκτικότητη γραφή σου,σε βάζει στην καρδιά του θέματος.
Η Σοφία...η υπέροχη Σοφία, πόσο γενναία αγκάλιαζε και προστάτευε την αγάπη της!
Είναι καταπληκτικό!
Καλή μέρα να έχετε.
Φιλιά!

Poet είπε...

Σε ευχαριστώ, καλή μου Ουρανία.

Ναι, χωρίς τη Σοφία ήμουν χαμένος. Σ' αυτήν και σε άλλες καταστάσεις αργότερα. Γιατί έχει μεγάλη συνέχεια η ιστορία, τα πάθη και τα λάθη μου.

Καλό βράδυ.

55fm είπε...

Tόλη μου με έχει συγκινήσει πολύ η Σοφία.
Λατρεύω τις γυναίκες που η αγκαλιά τους ξεπερνάει το επιφανειακό άγγιγμα και αγκαλιάζουν τα πολύ εσωτερικά της ανθρώπινης ύπαρξης...
Και παλεύουν...πρώτα με τον ευατό τους...για την αγάπη τους!
Δώσε ένα φιλί από μένα στη Σοφία...
Στην αγέρωχη Σοφία!

Poet είπε...

Όπως ξέρεις πολύ καλά, Ουρανία μου, η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας. Ένας ωραίος, εκ των προτέρων χαμένος αγώνας. Η Σοφία πέρασε δια πυρός και σιδήρου και νίκησε στον αγώνα αυτό. Και θα λάβει ως έπαθλο εκείνο που μας περιμένει όλους. Τη στάχτη.

Όσο εξακολουθούν όμως να υπάρχουν αυτά τα δευτερόλεπτα, ένα φιλί στους συντρόφους μας είναι η πιο πολύτιμη ένδειξη εκτίμησης και αγάπης.

Να είσαι καλά.

A.G.Selena είπε...

Σε αυτό το μέρος της αφήγησής σου πραγματικά κι εγώ ένιωσα άσχημα...
Πόσο μάλλον εσύ που ήσουν εκεί και τα βίωνες...

Poet είπε...

Τα βίωσα, κοίταξα τον θάνατο κατάματα αλλά έζησα, Selena μου. Γιατί έπρεπε να γυρίσω και να γράψω τα βιβλία μου. Αυτός ήταν ο προορισμός μου στη ζωή. Ξέρεις πόσο βαθιά το αισθάνομαι αυτό;