Στο γραφείο και στη μεγάλη αίθουσα με ακριβή μοκέτα ήταν περιμετρικά διατεταγμένοι οι
συνάδελφοί μου, παλιότεροι και νέοι. Ο λεπτός και ευγενικός φίλος μου, ο Πόλντι Σάιμον απ’
την Αυστρία, που είχε γεννηθεί στη Μόσχα από πατέρα διπλωμάτη και ήταν κάποτε ακούσιο
μέλος της χιτλερικής νεολαίας. Ο Έντι Άντερσον και ο Βικ Μέι, γνήσιοι Λονδρέζοι με μια
πηγαία λεβεντιά και εντιμότητα, ένα κοκκινοπρόσωπο ραμολιμέντο ονόματι μίστερ
Φρέντσαμ, που συνεχώς έλεγε τα ίδια ανέκδοτα, ο αγγλόφοβος Σκωτσέζος Τζιμ Ρος, που
επέμενε ότι ήταν το ίδιο ξένος όπως κι εγώ, ο κόκνι Άλμπερτ, ένας μεγαλόσωμος
γκριζομάλλης που για να συνεννοηθεί με τους συμπατριώτες του χρειαζόταν διερμηνέα. Ο
Μάικ και ο Ντέιβιντ, δύο συμπαθητικά εικοσάχρονα παιδιά στη γωνία, ο πάντα
χαμογελαστός Τόνι Σάμιουελ, ο Άντζελα, ένα θεσπέσιο πλάσμα, η γλυκιά Τζάνετ και η Πένυ
και κάνα δυο ακόμη καλοντυμένες γραμματείς. Και ένα Ιρλανδός μίστερ Μούνι, μέγας
ανθέλλην λόγω του ονόματός του. Και βέβαια οι Αμερικανοί διευθυντές, εγκάρδιοι και
φιλικοί, κλεισμένοι στα ιδιαίτερα γραφεία τους.
Ο κύριος Μούνι, με συνηθισμένο όνομα ποιητικό στην ιδιαίτερη πατρίδα του, είχε φροντίσει
να σούρει τα μύρια όσα εναντίον των Ελλήνων πριν ακόμη από την άφιξή μου.
Πενηντάχρονος και παλιός αξιωματικός του βρετανικού στρατού, είχε υπηρετήσει στη Μέση
Ανατολή και είχε πάει κάποτε να ψωνίσει σ’ ένα ελληνικό κατάστημα στην Αλεξάνδρεια,
όπως μας διηγήθηκε. Όταν δήλωσε το όνομά του για την απόδειξη αγοράς, έπεσε το μεγάλο
γέλιο από τις πωλήτριες. Από τότε ο κύριος Μούνι είχε μισήσει κάθε τι το ελληνικό, γεγονός
που επέτεινε και η αναπόφευκτη μικρόνοια του στρατιωτικού.
Η μεγάλη αυτή βιομηχανική εταιρία αυτοκινήτων, που έφερε το όνομα μιας γνωστής
οικογένειας λόρδων, είχε εξαγοραστεί από ένα αμερικανικό κολοσσό και βρισκόταν σε φάση
πλήρους αναδιοργάνωσης. Απασχολούσε τότε συνολικά είκοσι εφτά χιλιάδες εργάτες και
υπαλλήλους σε δέκα εργοστάσιο ανά το Ηνωμένο Βασίλειο. Στην κεντρική διεύθυνση
προγραμματισμού και ελέγχου παραγωγής, ήμασταν όλοι πεπειραμένα επιτελικά στελέχη,
εγώ εξειδικευμένος στην εσωτερική οργάνωση. Το αντικείμενο της εργασίας μου ήταν διπλό.
Πρώτα έπρεπε να παρακολουθώ το δημοφιλέστερο σπορ των Βρετανών, που βέβαια δεν ήταν
το ποδόσφαιρο ή το κρίκετ αλλά οι απεργίες πάσης φύσεως και αιτιολογίας.
Απεργίες επίσημες, δηλαδή εξουσιοδοτημένες από τα συνδικάτα, και απεργίες ανεπίσημες, που
ονομάζονταν και απεργίες της αγριόγατας. Απεργίες που σήμαιναν άρνηση εκτέλεσης της
εργασίας και απεργίες που, αντιστρόφως, προέβλεπαν τη σχολαστική τήρηση των
κανονισμών και προκαλούσαν ατέλειωτες καθυστερήσεις. Απεργίες διαμαρτυρίας για κάποια
νομοθετήματα, απεργίες για ικανοποιηθούν οικονομικές και άλλες διεκδικήσεις των
εργαζομένων, απεργίες λόγω διαφορών μεταξύ των ίδιων των συνδικάτων. Και απεργίες,
χωρίς εμφανή λόγο και έτσι στα καλά καθούμενα, γιατί κάποιοι δεν άντεχαν άλλο την
αποκτηνωτική μονοτονία των επαναληπτικών κινήσεων που επέβαλε η αύξηση της
παραγωγικότητας, βροντούσαν τα εργαλεία κάτω με κάποια πρόφαση και έβγαιναν έξω να
πάρουν μιαν ανάσα.
Κάποτε έκλεισε για δέκα μέρες όλη η βιομηχανία αυτοκινήτων γιατί είχαν κάνει απεργία
εφτά καθαρίστριες στο Λούκας, ένα τεράστιο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικών ειδών και
εξαρτημάτων στο Μπέρμινχαμ. Όταν άρχισαν να βρωμούν τα αφοδευτήρια, απέργησε με τη
σειρά του το τεχνικό προσωπικό. Το αποτέλεσμα ήταν να σταματήσει ο εφοδιασμός των
διαφόρων εταιριών παραγωγής αυτοκινήτων και, αναγκαστικά, να απολυθεί προσωρινά
μεγάλο μέρος του προσωπικού τους.
Κάθε πρωί ξεσκόνιζα τις εφημερίδες και τηλεφωνούσε σε όλα τα εργοστάσια της εταιρίας
αλλά και στους κυριότερους προμηθευτές πρώτων υλών και εξαρτημάτων για να
διαπιστώσω αν είχε ανακύψει κάποιο πρόβλημα που απειλούσε να διακόψει τη ροή του
εφοδιασμού. Στην συνέχεια, συνέτασα μία συνοπτική έκθεση προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλο
και την Εκτελεστική Επιτροπή και, πριν τη φωτοτυπήσω, την κοιτούσα πέντε φορές μήπως
και μου ξεφύγει κάποιο λάθος στη διατύπωση ή την ορθογραφία.
Το δεύτερο καθήκον μου ήταν να ταξιδεύω τακτικά στο Κόβεντρι, το Μπέρμινχαμ, τη
Γλασκώβη και σε άλλες πόλεις για να συντονίσω και να επιβλέψω επιτόπου, εγώ από την
Ελλάδα, την εφαρμογή των αμερικανικών συστημάτων και διαδικασιών από το βρετανικό
προσωπικό των εργοστασίων. Έπαιρνα συχνά το τραίνο των 8.15΄ από τον σταθμό του
Γιούστον Ρόουντ στο Βόρειο Λονδίνο κι άλλοτε από σταθμούς στο Δυτικό ή στο Νότιο
Λονδίνο, καμιά φορά το αεροπλάνο από το Χήθροου και μερικές φορές ταξίδευα από τον
αυτοκινητόδρομο Μ1 με κάποιον συνάδελφο αφού εγώ δεν ήξερα να οδηγώ.
Τα μεσημεριανά διαλείμματα πηγαίναμε όλοι μια παρέα σε κάποιο πολύβουο καπηλειό να
πιούμε μια μπύρα όρθιοι και να κουβεντιάσουμε, όχι πια για την εταιρία. Μπύρα ζεστή
εννοείται γιατί, αν ζητούσες κρύα, σε περνούσαν για βλάχο και σε κοίταζαν παράξενα.
Άλλοτε πάλι έβγαινα μόνος μου σε κοντινή πλατεία ή αγορά, ιδίως όταν ο καιρός ήταν καλός,
να φάω το ψωμοτύρι μου, να ξεφυλλίσω την εφημερίδα και να περιεργαστώ τα πέριξ.
Στις πλατείες αυτές αλλά και στους έρημους και πολλές φορές χιονισμένους επαρχιακούς
σταθμούς, ακόμη κι όταν οι άνθρωποι ήταν καλοί κι ευγενικοί, ακόμη κι όταν το περιβάλλον
ήταν ειδυλλιακό και πάνω από τις στέγες έσκαζε μύτη ένας ήλιος θαμπός, απορούσα πώς
έμπλεξα και τι γύρευα εκεί και τι ήταν αυτά που αναγκαζόμουν να κάνω. Και αισθανόμουν
από άλλο ανέκδοτο, όχι μόνον σαν εκπατρισμένος αλλά και σαν εξόριστος ή ναυαγός. Κι
ακόμη πιο έντονα αισθανόμουν ότι κάθε μέρα έβαζα τη ζωή μου σε μια μαύρη πλαστική
σακούλα και την πετούσα στον κάδο των απορριμμάτων.
Το ωράριο μας στο γραφείο ήταν από τις εννιά ως τις πέντε, με μια ώρα διάλειμμα το
μεσημέρι, Δευτέρα ως Παρασκευή. Άνετες και πολυτελείς συνθήκες εργασίας, με αρκετούς να
φτάνουν καθυστερημένοι και, μέχρι να απλώσουν τα χαρτιά τους, να εμφανίζεται η
συμπαθητική γυναικούλα, σπρώχνοντας το τρόλεϊ με το τσάι, τον καφέ, τα βουτήματα και τις
σοκολάτες. Ε, λίγο αργότερα ήταν και το διάλειμμα. Ακολουθούσε άλλο τσάι το απόγευμα,
λίγη δουλειά και περισσότερη κουβέντα και στις πέντε παρά δέκα, λες και φυσούσε ξαφνικός
σιμούν, τα γραφεία ερήμωναν. Πουθενά αλλού και ποτέ άλλοτε δεν είδα τόσους πολλούς να
εργάζονται τόσο λίγο. Εκτός από τους αμερικανούς διευθυντές που αμείβονταν ηγεμονικά και
δούλευαν σκυλίσια, συχνά ως αργά τη νύχτα.
Ως μακρινός απόγονος του πολυμήχανου Οδυσσέα και ειδικός μελετητής των στατιστικών και
άλλων δεδομένων, η πιο απλά ως μπαρουτοκαπνισμένος κουμαρτζής, είχα αναλάβει εγώ να
συμπληρώνω το Προ-Πο του Σαββάτου, που παίζαμε ομαδικά στο γραφείο, ενώ ο Πόλντι
μάζευε τα λεφτά του ρεφενέ. Από πενήντα πέντε ως εξήντα πέντε αγώνες όλων των
κατηγοριών του αγγλικού και του σκωτσέζικου πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, έπρεπε να
προβλέψουμε τις οκτώ ισοπαλίες. Έτσι, κάθε Παρασκευή μαζεύαμε τα χαρτιά μας και
βροντούσαμε το συρτάρια μας με όνειρα πλούτου και ελευθερίας, και κάθε Δευτέρα
επιστρέφαμε χαμένοι παρά τρίχα και καταπτοημένοι. Και αιωνίως δούλοι.
Ένα ακόμη πρόβλημα, καθαρά δικό μου και οξύτερο στην αρχή, ήταν η τηλεφωνική
επικοινωνία. Άντε να καταλάβει το όνομά μου ο Σκωτσέζος και ο βόρειος Εγγλέζος κι όλοι οι
άλλοι Βρετανοί που έβγαιναν απ’ το νησί μόνον για αεροπορικές διακοπές πακέτο και
πήγαιναν κατευθείαν στο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο της Ισπανίας, απ’ το δωμάτιο στο μπαρ
κι από το μπαρ στην αμμουδιά. Με τον διπλό τονισμό των μεγάλων λέξεων, εκλάμβαναν το
Νίκη – ως όνομα και το –φόρου ως επίθετο.
Και άντε να καταλάβω εγώ αμέσως την ομιλία από χείλη που δεν έβλεπα, τα οποία μάλιστα
κάλυπτε συχνά κατά το ήμισυ η παραδοσιακή τους πίπα. Άντε να καταλάβω μια ομοβροντία
από μονοσύλλαβα, δισύλλαβα και, από το ένα τηλεφώνημα στο άλλο, κόκνι, ντοπιολαλιές,
ιδιώματα. Ο Τόλης μιλάει τα αγγλικά της βασίλισσας, έλεγαν χαμογελώντας οι συνάδελφοί
μου.
Την πρώτη μέρα που ρώτησαν εμένα πώς γράφεται μια τετρασύλλαβη λέξη, γύρισα το κεφάλι
παραξενεμένος αλλά σύντομα συνήθισα να τους λύνω τις ορθογραφικές απορίες. Όταν καμιά
φορά σκύβαμε όλοι μαζί πάνω από το σταυρόλεξο της Γκάρντιαν, αφού οι άλλοι αγόραζαν
ταμπλόιντ που πετούσαν στο τραίνο ή ντρέπονταν να τα βγάλουν στην επιφάνεια, μου έκανε
εντύπωση η άγνοιά τους. Εκείνοι είχαν βέβαια υπεροχή στους αγγλισμούς και τις μικρές
πρωτόγονες λέξεις, και εγώ στις πολυσύλλαβες ελληνικές ή λατινικές. Όταν λοιπόν κάποιος
αποτολμούσε να περηφανευτεί για τη βρετανική υπεροχή, αρκούσε ένα αρχαίο ρητό για να
επανέλθει αμέσως στην τάξη.
Το επόμενο καλοκαίρι άρχισε να εργάζεται και η Σοφία, στην αρχή ως δακτυλογράφος στο
τμήμα ανταλλακτικών στη γέφυρα και αργότερα ως γραμματέας στο τμήμα μηχανογράφησης
στο ισόγειο. Νέες γνωριμίες και νέα προβλήματα, δικά της τη φορά αυτή. Προϊστάμενος της
ήταν ο κύριος Γκρέιαμ, ένας εξευρωπαϊσμένος Αμερικανός και μάρτυρας του Ιεχωβά με
ωφελιμιστική προσέγγιση, που απορούσε πώς η Σοφία μπορούσε να έχει ηθικές αρχές χωρίς να
πιστεύει σε θρησκείες και να προσδοκά κάποια ανταλλάγματα. Μάλιστα ένα βράδυ μας
κάλεσε στο σπίτι του και, όταν φύγαμε, γελούσαμε με την προσπάθειά του να μας
προσηλυτίσει με το ακαταμάχητο επιχείρημα ότι δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε και, επιπλέον,
θα ήμασταν εξασφαλισμένοι σε περίπτωση που πράγματι υπήρχε ένας τέτοιος θεός.
Περίπου αντίστοιχος του μίστερ Μούνι ήταν κάποιος χαλαζοχτυπημένος Τζακ, ενώ ο ψηλός
, ξανθός, γαλανομάτης Ίαν και η μικρόσωμη μελαχρινή Γκουίνεθ, μαχητικοί σοσιαλιστές,
ήταν θαυμάσια παιδιά από κάθε άποψη. Μια χαριτωμένη Κινεζούλα από το Χονγκ Κονγκ της
έλεγε, μην διαμαρτύρεσαι, Σοφία, εσύ δεν φαίνεσαι τουλάχιστον. Τι να πω κι εγώ που
βλέπουν από μακριά το χρώμα μου και τα σχιστά μου μάτια.
Η Σέβιντζ ήταν ένα καλλιεργημένο κορίτσι απ’ την Άγκυρα που του είχαν κάνει τη ζωή
τυραννία. Κι εκείνη δεν παρέλειπε με κάθε ευκαιρία να τονίσει, ευτυχώς που έχω την
Ελληνίδα φίλη μου, και να καταπλήξει τους πάντες. Πρώτους εμάς όμως είχαν καταπλήξει,
διαλύοντας τις προκαταλήψεις μας, όλοι οι Τούρκοι που είχαμε συναντήσει. Όπως τότε που
καθίσαμε σε μια καφετέρια του Γουέστ Εντ μαζί με τη Βιολέτα και τη Ρόζμαρι και ήρθε ο
υπεύθυνος να μας ρωτήσει αν ήμασταν από την Περσία. Όταν του είπα την εθνικότητά μας,
έλαμψαν τα μάτια του και απάντησε αυθόρμητα, εγώ είμαι Τούρκος και για τους φίλους μου
τους Έλληνες θα χρεώσω χαμηλότερες τιμές.
Τα μεσημέρια βγαίναμε για βόλτα στο Χάιντ Παρκ, συχνά με τον Γιώργο, φίλο σεμνό και
χαμηλόφωνο απ’ την Αθήνα, που εργαζόταν ως προγραμματιστής στο τμήμα της Σοφίας. Μια
μέρα μου τηλεφώνησε πάνω στον μεγαλύτερο φόρτο της δουλειάς και άρχισε να μου λέει
πολλά και διάφορα, ελάχιστα επείγοντα. Στο αγαπημένο μας παγκάκι αργότερα, μου εξήγησε
ότι είχε εκνευριστεί με τον εθνικισμό των συναδέλφων του, που δεν ήξεραν λέξη από ξένες
γλώσσες, είχε πάρει σβάρνα τους φίλους του και μιλούσε γαλλικά, γερμανικά και ελληνικά.
Όπως οι Έλληνες στην Ελλάδα και, πιθανότατα, οι κάτοικοι της Γης του Πυρός στη χώρα
τους, οι Άγγλοι ήταν βέβαια ο περιούσιος λαός. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκαν οι υπόλοιποι
του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και οι Αμερικανοί, Γάλλοι και Γερμανοί, ενώ στη τρίτη οι
μεσογειακοί και νοτιοαμερικανικοί λαοί συλλήβδην. Από κει και πέρα, Αφρικανοί, Κινέζοι και
Ινδοί, με έσχατους τους Πακιστανούς, μόλις προσέγγιζαν την ιδιότητα του ανθρώπου. Ίσως
τους μόνους που παραδέχονταν να ήταν οι Σκανδιναβοί. Ιδιαίτερα σαρκαστικά σχολίαζαν
τους Αμερικανούς πίσω από την πλάτη τους για την επιλογή των λέξεων, την ορθογραφία και
την προφορά τους. Ο ξεπεσμένος αριστοκράτης μνησικακούσε για τον παλιό εργάτη του
αγροκτήματος που επέστρεψε πλούσιος και αγόρασε τον πύργο των προγόνων του.
Το Χάιντ Παρκ ήταν μια υπόσχεση του παραδείσου την άνοιξη όταν, χωρίς προμήνυμα στην
παγωμένη ατμόσφαιρα, οι κρόκοι πρόβαλλαν παρήγορα τα πέταλά τους, μέσα στα χιόνια, με
χρώματα από καμένο κόκκινο ως βαθύ κίτρινο, μωβ και άσπρο. Κι ο ίδιος ο παράδεισος για
ανθρώπους, σκύλους, πουλιά και πάπιες το λονδρέζικο κατακαλόκαιρο που θύμιζε μεσογειακή άνοιξη.
Όταν ο ήλιος επιτέλους κατατρόπωνε τα σύννεφα και έδειχνε το πρόσωπό του, ολόκληρη η
απέραντη πολιτεία έστηνε γιορτή, εγκατέλειπε τη γκρίζα πραγματικότητα και προσχωρούσε
στη διάσταση του ονείρου. Ενός ονείρου με ατέλειωτα σπιτάκια στη σειρά, με παράξενα
καπέλα και πολύχρωμα φορέματα. Ενός ονείρου με τις εντελώς δικές του θαμπές εικόνες, με
τις δικές του μυρωδιές του παλιού ξύλου και του καπνού, με τις δικές του κραυγές, ομιλίες και
φωνές.
Τότε οι Λονδρέζοι αλλά και όλοι οι υπόλοιποι έβγαιναν από τα μάλλινα κοστούμια και τις
χοντρές τους μπλούζες και έμπαιναν στο μαγιό τους. Όχι βέβαια για να βουτήξουν στον
μαύρο Ατλαντικό, αλλά για να χαλαρώσουν ολημέρα ανάσκελα στο γρασίδι, ενώ τριγύρω
τους ανέμιζαν αυτιά και ουρές κι ακούγονταν χαρούμενα γαυγίσματα, καθώς το σκυλομάνι κυνηγιόταν πάνω κάτω και κάποτε ολοκλήρωνε το ξέφρενο παιχνίδι με ένα πλατς στο κρύο
νερό του Σέρπεντάιν.
Ωραίο το καταπράσινο γρασίδι, ωραίες οι λίμνες και τα ποτάμια, όμως η υγρασία δεν
αστειευόταν. Το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού υπέφερε από κάποιου είδους ρευματισμούς ή
αρθριτικά. Ένα πρωί έκανα να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι κι ένιωσα πόνο διαπεραστικό κι
αφόρητο από τη μέση ως τα δάχτυλα του αριστερού ποδιού. Κάθε μου κίνηση συνοδευόταν κι
από ένα αχ. Ο γιατρός που ανέβηκε στη σοφίτα και με εξέτασε, διέγνωσε λουμπάγκο. Μου
έδωσε μια συνταγή για χάπια, μεγάλα σαν φασόλια γίγαντες, και μου συνέστησε ανάπαυση
και υπομονή. Έμεινα στο κρεβάτι μια εβδομάδα και άλλες τρεις βάδιζα σέρνοντας το αριστερό
μου πόδι.
Βλέποντας με ποιο τρόπο ήταν κατασκευασμένα τα σπίτια, τουβλάκι πάνω το τουβλάκι,
συνήθως βαθυκόκκινο, ξύλο πάνω το ξύλο και λιγοστό τσιμέντο, ήσουν βέβαιος ότι, αν ποτέ
γινόταν σεισμός ελληνικού τύπου, δεν θα έμενε τίποτα όρθιο. Τίποτα όρθιο δεν είχε μείνει και
ύστερα από τις σπάνιες εκρήξεις που οφείλονταν σε διαρροή γκαζιού. Αφού, όταν περνούσε
ελαφρύ τραίνο σε κάποια απόσταση, σβάρνιζε μια ολόκληρη τριώροφη οικοδομή. Όμως το
υπέδαφος της χώρας ήταν ακλόνητο όπως οι άγραφοι νόμοι και οι παραδόσεις της.
6 σχόλια:
Τόλη μου,μονορούφι το διαβάζω...
Αραχτοί και λαιτ και εκεί οι εργαζόμενοι,τότε...
Μ΄αρέσει πολύ!
Καλημέρα
Αραχτοί και λάιτ, Ουρανία μου, αλλά, μερικά χρόνια αργότερα, η κατάσταση έγινε δραματική. Όταν είσαι υποχρεωμένος να βρίσκεσαι στο γραφείο, καλύτερα να έχεις κάτι να κάνεις. Εγώ έφτασα να έχω δουλειά για δύο ώρες που έπρεπε να την απλώσω σε εφτά. Άλλη πηγή άγχους, πώς να περάσει η ώρα. Καθώς βέβαια δεν μπορούσες να διαβάζεις βιβλία ή να χαζολογάς επί ώρες με τις σουπερμινιφορούσες γραμματείς.
Άκου τώρα και ένα καταχθόνιο σύστημα των πολυεθνικών πάνω σ' αυτή τη βάση. Όταν ήθελαν να διώξουν από την εταιρία κάποιον υψηλόμισθο manager, χωρίς βέβαια να του δώσουν αποζημίωση, του αφαιρούσαν όλες τις αρμοδιότητες και τον άφηναν να κάθεται στο γραφείο του χωρίς δουλειά. Σε ένα-δυο μήνες πάθαινε νευρική κρίση και υπέβαλε την παραίτησή του.
Tόλη μου,
εχω να σου πω ότι τα τελευταία 5 χρόνια είμαι σε μια καταψυξούλα, και καταλαβαίνω πολύ καλά αυτό που λες.
Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα...
Το σύστημα των πολυεθνικών απάνθρωπο!
Ω...τι κόσμος!!!
Φιλάκια
Σε ευχαριστώ!
Πρόκειται προφανώς για δημοσιοϋπαλληλικό πάγο, Ουρανία μου. Γιατί κάθε άλλος πάγος θα είχε λιώσει, όχι σε πέντε χρόνια αλλά σε πέντε μέρες.
Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος!
Καλό βράδυ.
Αν ποτέ βρεθούμε να ξέρεις πως θα σου κάνω μια μεγάλη αγκαλιά...
Απλά...Έτσι...Χωρίς να ξέρω γιατί...
Με μαγεύεις και δεν το λέω για κολακία...
Αυτό είναι ένα από τα ωραιότερα πράγματα που μου έχουν πει ποτέ, Selena μου. Μια αυθόρμητη αγκαλιά χωρίς να ξέρεις το γιατί. Αν ποτέ βρεθούμε.
Σ' ευχαριστώ από την καρδιά.
Δημοσίευση σχολίου