Από την Ελλάδα των Ελλήνων και των Χριστιανών, φτάσαμε στην εκλεπτυσμένη,
πολύχρωμη και πολυφυλετική μαγεία του Δυτικού Λονδίνου. Μετά δυόμιση κουραστικά
ημερονύκτια στο τραίνο, σ’ άλλο τραίνο, στο πλοίο και σε τρίτο τραίνο. Από την πρώτη
στιγμή που πατήσαμε στο πόδι μας στο βορεινό νησί της υγρασίας, μας γοήτευσε το
καταπράσινο τοπίο τριγύρω και τα κουκλόσπιτα στους λόφους που λες και είχαν ξεπηδήσει
από τετράδιο ιχνογραφίας του δημοτικού. Στον πασίγνωστο σιδηροδρομικό σταθμό Βικτώρια
, έναν από τους έξι-εφτά της πόλης, μας περίμενε παραζαλισμένους ο Μύρων για να μας
εγκαταστήσει προσωρινά σ’ ένα μικρό κυπριακό ξενοδοχείο, να μας οδηγήσει στην εταιρία
και να μας κατατοπίσει για τα εντελώς στοιχειώδη της καθημερινής ζωής.
Στο τέλος της δεκαετίας του εξήντα, το Λονδίνο είχε πάψει πια να είναι πρωτεύουσα μιας
αυτοκρατορίας. Και είχε γίνει πρωτεύουσα των ωραίων κοριτσιών που αναδείκνυε μια μόδα
εκτυφλωτική, συναρπαστική κι ανθρώπινη, πρωτεύουσα των μουσικών συγκροτημάτων,
πρωτεύουσα του θεάτρου με τους κορυφαίους συγγραφείς, σκηνοθέτες και ηθοποιούς, και τη
μεγαλύτερη σύγχρονη παράδοση. Με τις πινακοθήκες και τα μουσεία της, με τα παλάτια, τα
ατέλειωτα πάρκα και τους κήπους, πρωτεύουσα όπου είχαν συσσωρευτεί με κάθε μέσο τα
πλούτη και οι καλλιτεχνικοί θησαυροί από κάθε γωνιά της γης. Πρωτεύουσα μιας χώρας με
άγραφο σύνταγμα και δημοκρατικούς θεσμούς που είχαν εδραιωθεί στην κοινή συνείδηση,
πρωτεύουσα που είχε επιτύχει το ακατόρθωτο. Να είναι ταυτόχρονα χαρούμενη και
μελαγχολική, οικεία και απρόσιτη, ευγενική, ειρωνική και εχθρική, ξενόφοβη αλλά και
καταφύγιο των κατατρεγμένων.
Εμείς ήμασταν νέοι, αόρατοι μέσα στο χάος της ανωνυμίας, με χιλιάδες όνειρα και άδειες
τσέπες. Υπολογίσαμε ότι τα λεφτά μας έφταναν δεν έφταναν να ζήσουμε περίπου ένα μήνα,
έως ότου εισπράξω τον πρώτο μου μισθό. Έπρεπε να μετράμε κυριολεκτικά την κάθε πένα.
Δεν χάσαμε καιρό, απευθυνθήκαμε σε μεσιτικό γραφείο και αμοληθήκαμε με τον υπόγειο, με
κόκκινα και πράσινα λεωφορεία, σε γειτονιές, συνοικίες και προάστια να βρούμε μονιμότερη
και πιο οικονομική κατοικία.
Σαν εξερευνητές καλύπταμε τεράστιες αποστάσεις, από τη μία μυστηριώδη διεύθυνση στην
άλλη κι από τη μία τρώγλη στην επόμενη, από τα βόρεια στα νότια κι από το κέντρο στα
δυτικά και τα δυτικότερα. Όλα τα αχούρια που μας πρόσφεραν είχαν μια απόχρωση μεταξύ
γκρίζου και καφέ. Στο ένα μύριζε το κρεβάτι και τα στρώματα, στο άλλο οι τοίχοι από την
υγρασία, στο τρίτο πιο έντονα η διαρροή από γκάζι. Στα περισσότερα όμως μύριζαν τα
πάντα. Κι όταν καμία φορά φτάναμε λαχανιασμένοι σε ένα σπίτι ελαφρά καλύτερο, σόρι, μας
έλεγε η νοικοκυρά, μόλις το έκλεισε κάποιος άλλος. Αναγκαστήκαμε να βάλουμε μπόλικο
νερό στο κρασί μας και, μετά ατέλειωτες πανάκριβες διαδρομές και απογοητεύσεις, να
μετακομίσουμε σ’ ένα τεράστιο δωμάτιο βικτωριανού μεγάρου στο Ερλς Κορτ, την κοιλάδα
των καγκουρό με μεγάλη παροικία των Αυστραλών.
Το παλιό αρχοντικό, με τις κολώνες αριστερά και δεξιά στην είσοδο και αδιόρατα τα ίχνη του
μεγαλείου, είχε χωριστεί σε μονά και διπλά επιπλωμένα δωμάτια. Πλάι μας έμενε, απ’ τη μια
μεριά, ένας αρειμάνιος Ινδός Σιχ με γενειάδα και ατέλειωτη ποικιλία από τουρμπάνια, κι από
την άλλη, μια νεαρή Αγγλίδα επαρχιώτισσα τυλιγμένη με ηδυπάθεια στη συνθετική γούνα
της. Από πάνω θορυβούσε το αναπόφευκτο αθλητικό ζευγάρι Αυστραλών και από κάτω
επιβίωναν διακριτικά Ινδοί και Πακιστανοί. Στις σκάλες και τους διαδρόμους
κυκλοφορούσαν Λατινοαμερικάνοι και Αφρικανοί και άλλα μυστηριώδη πλάσματα
ακαθόριστης εθνικότητας.
Το κτίριο είχε και μια επιστάτρια που την βλέπαμε μόνον όταν ήταν να εισπράξει το
εβδομαδιαίο ενοίκιο ή να αδειάσει τον μετρητή του γκαζιού. Που ήταν έτσι ρυθμισμένος ώστε
να της αφήνει σημαντικό περίσσευμα απ’ τον επίσημο λογαριασμό, το οποίο μοιραζόταν με
τον υπάλληλο της εταιρίας. Το βρώμικο και θολό τζάμι του μπάνιου είχε και μια ευμεγέθη
τρύπα που καθόλου δεν τη συγκινούσε και αναγκαστήκαμε κάποια μέρα να τη μεγαλώσουμε
αθόρυβα μήπως και φιλοτιμηθεί να το αντικαταστήσει.
Το αποτέλεσμα, παρά τις εκκλήσεις μας, ήταν εκείνη να παραμείνει αδιάφορη κι εμείς να
τουρτουρίζουμε ακόμη περισσότερο μέσα και ιδίως έξω απ’ τη μπανιέρα. Καμιά φορά, απ’ το
σπασμένο τζάμι, ανταλλάσσαμε κλεφτές ματιές με ένα μαυροπούλι που κούρνιαζε στο κλαδί
του πανύψηλου δέντρου και κουνούσε ρυθμικά το κίτρινο ράμφος του με κατανόηση.
Εγώ άρχισα να εργάζομαι και η Σοφία να μαθαίνει αγγλικά. Ήταν φθινόπωρο προχωρημένο
και έφευγα κατά τις εφτά και τέταρτο, κουκουλωμένος με χοντρό παλτό και μάλλινο κασκόλ,
μέσα στην υγρή νύχτα και το αγιάζι, δίπλα σε τετράπαχες γάτες και ξέχειλους
σκουπιδοτενεκέδες. Να κόψω δρόμο από κατασκότεινα στενοσόκακα, να αλλάξω δύο
λεωφορεία και να περπατήσω για τα γραφεία της εταιρίας σ’ ένα παλιό εργοστάσιο στο
Άκτον, όπου στο τμήμα με περίμεναν ο Αμερικανός προϊστάμενός και οι συνάδελφοί μου, ένας
Αυστριακός, ένα Ιρλανδός και μερικοί βέροι Λονδρέζοι, από δέκα ως τριάντα χρόνια
μεγαλύτεροί μου. Και να γυρίσω κατά τις εξήμιση, επάνω και μπροστά στο λεωφορείο για να
έχω θέα, μασουλώντας κάτι λαδιάρικα φιστίκια βουτηγμένα στο αλάτι.
Στο γραφείο σβήναμε το φως στις εννιάμιση το πρωί και το ξανανάβαμε στις τρεις περίπου το
απόγευμα. Κατά τη διακοπή το μεσημέρι, επιχειρούσα τοπικές ανιχνεύσεις και την έβγαζα με
ένα κομμάτι τηγανητό ψάρι της βόρειας θάλασσας και πατάτες, σερβιρισμένα σε εφημερίδα.
Η Σοφία, για να κάνει οικονομία, τυλιγόταν ολημέρα με σκεπάσματα, διάβαζε μόνη της
αγγλικά και με περίμενε για να ρίξουμε τα πολύτιμα κέρματα στον μετρητή του γκαζιού και
στοιχειωδώς να ζεσταθούμε, με τα πόδια πάντοτε μέσα στις κουβέρτες. Τότε τις έλυνα και τις
απορίες για να προχωρήσει στο επόμενο μάθημα.
Όταν περνούσα έξω απ’ το επιβλητικό κτίριο των βρετανικών αερογραμμών και, μέσα σε
πηχτό σκοτάδι, έστριβα από το καγκελόφραχτο παρτέρι της γωνίας, διέκρινα στο βάθος το
μεγάλο μισοφωτισμένο παράθυρο του τρίτου ορόφου και την ξανθιά φατσούλα της να σκύβει
ανήσυχα και ερευνητικά στον δρόμο. Ύστερα να με βλέπει ξαφνικά και να χαμογελάει, να
μου κουνάει το χέρι.
Είμασταν φτωχοί και είμασταν μόνοι. Και έπρεπε να μάθουμε πολλά. Μάθαμε λοιπόν να
ζούμε σαν ξένοι, αφού εδώ και οι γηγενείς ήταν μεταξύ τους ξένοι, και λύσαμε μερικά από τα
ατέλειωτα μυστήρια της μητρόπολης. Μάθαμε τις συμβάσεις της καθημερινής ζωής, να
προφέρουμε το ευχαριστώ σε κάθε φράση, εκ των προτέρων και εκ των υστέρων, να μην
αγγίζουμε κανέναν ακόμη και στο υπόγειο την ώρα της αιχμής. Μάθαμε ότι οι Βρετανοί δεν
είχαν ταυτότητες και οι αστυνομικοί δεν οπλοφορούσαν, μάθαμε ότι στο λεωφορείο
επιτρέπονταν μόνον τέσσερις όρθιοι κι αν έμπαινε πέμπτος ο οδηγός δεν ξεκινούσε, μάθαμε
τις δημόσιες υπηρεσίες που ήταν άριστα οργανωμένες και σε εξυπηρετούσαν ταχύτατα δι’
αλληλογραφίας.
Μάθαμε άπειρες ιδιομορφίες της ίδιας γλώσσας. Πώς την χαϊδεύουν με τα χείλη τους και
ηδονίζονται, αρθρώνοντας τις συλλαβές, τα μέλη της άρχουσας τάξης, πώς την μιλάνε οι
κόκνις, οι βόρειοι και οι Σκωτσέζοι, και πώς οι Ουαλλοί, πώς οι αμέτρητες φυλές που είχαν
συρρεύσει, με βρετανικό διαβατήριο, από τις πρώην αποικίες στη μητρόπολη, πώς οι αστοί
και οι μορφωμένοι και πώς οι εργάτες και οι λαϊκοί. Μάθαμε να καταλαβαίνουμε τους
αινιγματικούς τίτλους των εφημερίδων και τις παραπλανητικές επιγραφές των
καταστημάτων, μάθαμε να μην φοβόμαστε την έντονη μυρωδιά του γκαζιού, μάθαμε την
κοινή μπανιέρα μαζί με ανθρώπους κάθε καταγωγής, εθνικότητας και χρώματος.
Η Σοφία, επιπλέον, έμαθε να ψωνίζει στη λαϊκή αγορά, να τη περνούν για Αγγλίδα και να της
απευθύνουν τον λόγο εγκάρδια έως τη στιγμή που άνοιγε το στόμα της και δεν ήθελαν καν
να ακούσουν την απάντηση. Έμαθε να φτάνει στο ταμείο του σούπερμάρκετ με γεμάτο
καροτσάκι, να κάνει μεταβολή και να αφήνει τα περισσότερα είδη πίσω στα ράφια. Έμαθε
πώς να κάνει δυο σαλάτες με μισό αγγουράκι και τέσσερις μικρές ντομάτες, να μαγειρεύει με
γκάζι σε ένα γλιτσιασμένο τραπεζάκι, να ξοδεύει στη μπανιέρα ένα ολόκληρο κουτί
απορρυπαντικό. Έμαθε και τη σπάνια πολυτέλεια που αποτελούσε ένα ισραηλινό πεπονάκι ή
μια κονσέρβα με γαρίδες.
Έμαθε ακόμη αγγλικά. Πήγε σε φροντιστήριο κι ύστερα στο σχολείο του δήμου κι εγώ για να
τη βοηθήσω της αγόραζα βιβλία που αγαπούσε, όπως τα ποιήματα του Γεφτουσένκο και την
αμετάφραστη Αναφορά στον Γκρέκο, μεταφρασμένη στα αγγλικά. Έμαθε αγγλικά,
ξεκινώντας από το αλφάβητο και πηδώντας τάξεις, και πήρε το προφίσιενσι σε ενάμιση
χρόνο.
Όσο περισσότερα μαθαίναμε, τόσο καλύτερα καταλαβαίναμε πόσα ακόμη έπρεπε να μάθουμε
και πόσα δεν θα μαθαίναμε ποτέ. Γιατί τα γοητευτικά παράδοξα αλλά και τα άλλα δεν είχαν
τελειωμό. Αυτή την ίδια την κολοσσιαία μητρόπολη, ποιός θα μπορούσε να πει ότι την ήξερε;
Οι γνήσιοι Λονδρέζοι, μετά μια ολόκληρη ζωή, γνώριζαν μόνον την παιδική γειτονιά τους και
τις περιοχές όπου έζησαν και εργάστηκαν, τίποτε άλλο.
Οι υπόλοιπες προτεραιότητές μας ήταν να γίνουμε μόνιμοι στις γαλαρίες των θεάτρων, ιδίως
στις απογευματινές παραστάσεις με πάμφθηνο εισιτήριο, των δύο μεγάλων επιδοτούμενων
εταιριών, του Εθνικού και του Σέιξπηρικού Θεάτρου. Και να αφιερώνουμε τα
Σαββατοκύριακα για να γυρίσουμε τα αξιοθέατα, μέσα στην πόλη, στα περίχωρα και στη
νότια Αγγλία. Τα διάφορα μουσεία κόντεψαν να μας εξοντώσουν αφού αρχίζαμε να
βλέπουμε με άνεση τα εκθέματα και αργότερα αναγκαζόμασταν να επιταχύνουμε το ρυθμό
μας. Κι εκεί που νομίζαμε ότι είχαμε τελειώσει, νέες τεράστιες αίθουσες απλώνονταν μπροστά
μας.
Ήταν μαγεία να περπατάς πάνω σε ξερά φύλλα στους δρόμους του Λονδίνου, να χάνεσαι και
να ανακαλύπτεις, να ανακαλύπτεις και να χάνεσαι στο άγνωστο, μέσα σε χίλια χρώματα. Κι
από τις δυο πλευρές κατά μήκος του Τάμεση, στις περιοχές της αριστοκρατίας, στις
φτωχογειτονιές που εναλλάσσονταν με τα πλουσιόσπιτα, στις πράσινες και σιωπηλές
πλατείες, με τους συνταξιούχους στα παγκάκια, μέσα σ’ αυτό το πάρκο και σ’ εκείνον το
κήπο, έξω από τις αμέτρητες εκκλησιές κάθε θρησκείας, κάθε δόγματος. Ήταν μαγεία να
ταξιδεύεις μέσα και έξω από τη χώρα και ιδιαίτερα να χαράζεις ατέλειωτες διαδρομές με
πολύχρωμα μολύβια στις σελίδες του άτλαντα.
Η φαντασία μας είχε αχνίσει πολλά τζάμια του τραίνου στον γύρο του κόσμου, το πιο μεγάλο
και συναρπαστικό ταξίδι μας επί χάρτου. Πρώτος σταθμός θα ήταν η Μόσχα και από κει με
τον υπερσιβηρικό θα φτάναμε κάποτε στο Βλαδιβοστόκ. Θα συνεχίζαμε με πλοίο για την
Ιαπωνία και το Βανκούβερ και με τον υπερκαναδικό σιδηρόδρομο για το Μοντρεάλ. Θα
βλέπαμε με αυτοκίνητο τις ανατολικές ακτές των Η.Π.Α. και τη Νέα Υόρκη και θα κλείναμε
τον κύκλο, επιστρέφοντας στο Λονδίνο με το αεροπλάνο. Να περιπλανηθούμε και σ’ αυτήν
την πόλη, της έλεγα, να δούμε οπωσδήποτε τις λίμνες αλλά κι εκείνα τα νησιά, πλειοδοτούσε
η Σοφία. Και δεν χορταίναμε να ονειρευόμαστε.
7 σχόλια:
τα περιγράφεις με τόσο ζωντανό και ευαίσθητο τρόπο, Τόλη,
που είναι λες και τα βλέπω όλα αυτά...
μου θυμίζουν βιώματα παρόμοια
Μπορείς λοιπόν να με καταλάβεις και μπορώ να σε καταλάβω, Νίκο μου. Τρία είναι τα κεφάλαια από τη ζωή μας στην Αγγλία και θα δεις τη δραματική συνέχεια που μας σφράγισε για πάντα.
Tόλη μου θαυμάσια περιγραφή!
Όπως λέει ο Νίκος,είναι σαν να παρουσιάζονται εικόνες μέσα από τις λέξεις...
Κινηματογραφική ατμόσφαιρα!
Περιμένω τη συνέχεια...
Φιλιά!
Ως εδώ βλέπω μόνο ομορφιά.
Ναι πολλές δυσκολίες αλλά και
πολύ ομορφιά,αγάπη,ελπίδα,όνειρα!
Περιμένω με αγωνία το επόμενο κεφάλαιο!Με συνεπήρες!!!
Ευχαριστώ για την τιμή!
Χαίρομαι που σου αρέσει, Ουρανία μου. Έχουμε μέλλον εδώ.
Ναι, έτσι άρχισε αυτή η απόλυτα αληθινή ιστορία, Selena μου. Συνεχίστηκε όμως και τελείωσε κάπως διαφορετικά. Σίγουρα αφήσαμε στην Αγγλία ένα κομμάτι απ' την ψυχή μας.
Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε, η τιμή είναι δική μου.
Πολύ ωραία η εικόνα σου, Τζούλια μου.
Δημοσίευση σχολίου