Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Nόστος (επιστροφή στην πατρίδα)





Το ραντεβού είναι για μετά τις δέκα και μισή το πρωί της Κυριακής στο ίδιο μέρος πάντα.
Συνήθως πρώτος έρχεται ο Στέργιος, που μένει επάνω στη στροφή της Βίλλας Ρίτζ και
έχει συνηθίσει να ξυπνάει πολύ νωρίς. Λεπτός και σοβαρός και άψογα ντυμένος, διασχίζει
ευθυτενής την απαστράπτουσα καφετέρια ως το βάθος, χαιρετάει το προσωπικό και
παραγγέλλει ένα βραστό καφέ. Ύστερα κάθεται στην αριστερή άκρη του καναπέ, πίσω
από το μακρύ τραπέζι που είναι κρατημένο, αφήνει το τσαντάκι του στο πλάι, καθαρίζει
με μικροβηξίματα από επαγγελματική συνήθεια τον λαιμό του και ανοίγει το Βήμα.

Απέναντι, μακριά πίσω απ' τη θάλασσα, προβάλλει χιονισμένος ο Όλυμπος, κάποιες φορές
με εκπληκτική ευκρίνεια, σχεδόν αγγίζοντας τον ουρανό. Δυο διαδοχικά ημικύκλια απ'
το Μεγάλο στο Μικρό Καραμπουρνάκι, και δεξιά πολύ κοντά ο κόλπος, ακύμαντος σαν
λίμνη. Από κάτω ακριβώς και αριστερά, απλώνεται η ανατολική πλευρά της πόλης, με
κτίρια που σταδιακά αραιώνουν ως το αεροδρόμιο και τον δημόσιο δρόμο για τη
Χαλκιδική. Το μαγαζί διαθέτει κι ένα τεράστιο μπαλκόνι στις κορυφές των πεύκων που
είναι απολαυστικό μόλις ζεστάνει ο καιρός.

Στο μεταξύ, ο Βύρων, πάντα νεανικός και ζωηρός, έχει ξεκινήσει ψηλά πίσω απ' το
Επταπύργιο και, ακολουθώντας τον περιφερειακό, κατεβαίνει στη Μαλακοπή, παρκάρει
καβαλώντας το πεζοδρόμιο και μου χτυπάει το θυροτηλέφωνο. Αισθάνομαι μία μικρή
ενοχή διαρκείας, γιατί ποτέ μου δεν έμαθα να οδηγώ, και φροντίζω να είμαι έτοιμος από
ώρα, μετά το ξύρισμα και το ντουζ και την υπόλοιπη πρωινή ιεροτελεστία και αφού έχω
φέρει μια στοίβα εφημερίδες απ' το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Κατεβαίνω σχεδόν
αμέσως, χαζεύω λίγο στο προαύλιο τις ήμερες γάτες της γειτόνισσας, που
κουλουριάζονται ηδονικά στον ήλιο σαν πολύχρωμα κουβάρια από μαλλί, και
συνεχίζουμε μαζί για το Πανόραμα.

Στον δρόμο ακούμε μουσική της δεκαετίας του '50, σχολιάζουμε τον καιρό και τα
ανώμαλα φαινόμενα που ολοένα και πληθαίνουν, και κάνουμε μια σύντομη ανασκόπηση
του χρηματιστηρίου και της οικονομίας. Περνάμε ολοταχώς έξω απ' τον παράδεισο χωρίς
να ρίξουμε ματιά και μακαρίζουμε τον εαυτό μας που έχουμε φίλους αληθινούς από τα
παιδικά μας χρόνια. Αν βρούμε με την πρώτη να παρκάρουμε στ' Αστέρια, είμαστε ακόμη
πιο τυχεροί.

Δεν έχουμε προλάβει να χαιρετίσουμε τον Στέργιο, καμιά φορά με χτύπημα στην πλάτη
και με χειραψία, και να παραγγείλουμε τους δικούς μας καφέδες, και εμφανίζεται ο Τάσος,
φρέσκος, εγκάρδιος και γεροδεμένος. Λογικός έως τετράγωνος, όπως τονίζει και ο ίδιος.
Αυτός ξεκινάει απ' το Μελισσοχώρι ή από την περιοχή του Φοίνικα όταν έχει και την
Κυριακή κάποιο ραντεβού στο γραφείο. Ο άλλος Τάσος, ο πιο χαρούμενος και φωνακλάς
στην τάξη και ο μοναδικός που επέστρεψε στο σχολείο ως καθηγητής, έρχεται
σπανιότερα, όταν δεν αισθάνεται και τόσο αυστηρός με τους αμετανόητους όπως εγώ,
που δεν εννούν να κόψουν το κάπνισμα.

Έχουμε ήδη τη μικρή απαρτία των τακτικών. Λίγο αργότερα έρχεται ο Στέφανος και
κάποτε ο Φώτης, ο Κώστας και ο Γιώργος. Ο άλλος Γιώργος προτιμάει την ώρα που
ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Τις μέρες που ανεβαίνει ο Αρμένος από την Αθήνα, δεν
αποκλείεται καθόλου να μας αιφνιδιάσει μαζί με τον Κινέζο και ίσως τον Τάκη, που γύρισε
πρόσφατα ύστερα από μια ολόκληρη ζωή στη Γερμανία. Ο Μπόντζος έχει ήδη αποσυρθεί
σε κάποιο χωριό του Πηλίου και είναι εκεί πιο ευτυχισμένος, μόνος με τους σκύλους, τις
γάτες και τα πουλερικά του.

Μπορεί καμιά φορά να έρθουν και οι πολυάσχολοι, όπως ο Χοντρός και ο Δράκος και
βέβαια ο Χαβαλές, συνήθως αφού τους γίνει ειδική πρόσκληση. Η μέση προσέλευση είναι
τέσσερις έως επτά. Πάντως το Αρνί, που έφερνε μαζί του κάποιες παλιές συμμαθήτριες
και προκαλούσε αμηχανία, έχει από καιρό εξαφανιστεί και ο Ντίνος επιμένει, χωρίς να
πείθει του υπόλοιπους, πως είναι καλύτερα στην Πλατεία Αριστοτέλους. Εκείνος που δεν
έρχεται ποτέ είναι ο Πολύβιος.

Όταν μιλάμε σοβαρά, χρησιμοποιούμε τα μικρά ονόματα, αλλιώς τα αιώνια
παρατσούκλια. Φωνάζουμε και μαλώνουμε κάπως λιγότερο, αλλά αυτά που λέμε δεν
διαφέρουν και πολύ από τα τότε, για να μην πω ότι είναι και χειρότερα. Ο Ανώμαλος
σκύβει το κεφάλι και λέει χαμηλόφωνα, σκάστε ρε σεις, αυτοί εδώ πλάι γούρλωσαν τα
μάτια. Εσύ τραγούδησέ μας μια άρια, τον αποπαίρνει ο Τούρκος, κι οι άλλοι γελάνε, έτσι
είμαστε εμείς κι άν τους γουστάρει. Ο Τούρκος είναι διευθυντής στην τράπεζα. Αν δεν
μας έβλεπαν, μπορεί και να νόμιζαν ότι είμαστε μαθητές ή φοιτητές. Πού να ερχόταν και
ο Χαβαλές.

Όταν βρίσκεται σε ολομέλεια, αυτή η για την ηλικία της ανάρμοστα θορυβώδης και
αιρετική παρέα, έχει κάθε στυλοβάτη της κοινωνίας, όπως είχαν προβλέψει οι καθηγητές
μας, χωρίς να αντιλαμβάνονται την ειρωνεία. Έχει τους μηχανικούς και τον
αρχιτέκτονά της, τον οικονομολόγο της και τον χρηματιστή της, τον καθηγητή της και
τον δάσκαλο της αγγλικής, έχει τους υπαλλήλους της και τον αμίμητο διακοσμητή της.
Βεβαίως έχει και τον δικηγόρο της που , πράος και μειλίχιος και αδιόρατα σατανικός,
επισημαίνει τις ποινικές και αστικές συνέπειες. Ο οδοντίατρος είναι παρών κι έχει πολλή
δουλειά αλλά αυτοί που απείρως περισσότερο χρειάζονται, ο μεν γιατρός μένει στη
Μυτιλήνη, ο δε ψυχίατρος στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας. Α, βέβαια, η παρέα βρίθει και
από επιχειρηματίες και διευθύνοντες συμβούλους μεγάλων εταιριών. Άσε μας τώρα, ρε
Τζαχείλα, όπως θα έλεγε, και λέει και ο εξ αυτών Αρμένος.

Μπορεί να έχουμε τεράστιες διαφορές σε πολλά, από εμφάνιση ως χαρακτήρα και
νοοτροπία, κι από τα γενικότερα ενδιαφέροντα ως τα προσωπικά ελαττώματα. Μπορεί
ακόμη να είναι πολύ αργά για να στήσουμε ένα δίτερμα έξω στον δρόμο ή στον μακρύ
διάδρομο που οδηγεί στην καφετέρια. Κανένας μας όμως δεν διστάζει να γελάσει με
αξιώματα και τίτλους, να γελάσει πρώτα με μας τους ίδιους και μετά με διάφορους
καραγκιόζηδες τριγύρω. Δεν άλλαξες καθόλου, ίδιος και απαράλλακτος είσαι όπως στα
δεκάξι, επιμένει κατηγορηματικά στο αυτονόητο ο Τούρκος.

Σε μένα βέβαια έλαχε να γράψω αυτή την ιστορία. Που είναι πέρα για πέρα αληθινή και
ας μου φαίνεται σαν παραμύθι. Πού είναι μια ιστορία και χιλιάδες και ο καθένας θα την
είχε γράψει διαφορετικά. Πολλές φορές από παλιά, ήθελα να μιλήσω για τα χρόνια εκείνα
και πάντοτε με σταματούσε η σκέψη, έ, όχι και βιβλίο για το σχολείο. Έως ότου, με τη
δική της ανεξήγητη διαδικασία, αυτή η φράση ωριμάσει και γίνει ξαφνικά, και βέβαια ένα
βιβλίο για το σχολείο, πέρασαν 43 χρόνια και μεσολάβησαν 18 βιβλία. Κι ακόμη, αν το
είχα γράψει νωρίτερα, το τέλος ίσως να ήταν διαφορετικό και κάπως πιο χαρούμενο.

Να μην ξεχνάμε επίσης ότι έχω εκπληρώσει πια το χρέος μου στην κοινωνία και έλαβα το
αποφυλακιστήριο, με υπογραφή και με σφραγίδα, μαζί με κάποια οδοιπορικά. Μπορεί οι
φύλακες κι οι άλλοι τρόφιμοι στο ίδρυμα να με σημάδεψαν για τα καλά στα ορατά και
ιδίως στα αόρατα, μπορεί το τίμημα που αναγράφεται στο τιμολόγιο να είναι η ζωή μου
και να μου φαίνεται λιγάκι ακριβό αλλά δεν είναι. Δεν είναι καθόλου ακριβό αφού δεν
μπορώ να επικαλεστώ κανενός είδους μεταμέλεια.

Κάθομαι λοιπόν τώρα και κοιτάζω απέναντι τον Όλυμπο και βλέπω τους θεούς να
χαμογελάνε μελαγχολικά. Κάθομαι με την άνεσή μου και κοιτάζω στο ετήσιο περιοδικό
τα κείμενα της χρονιάς που είχα γράψει τότε, κάθομαι και σκαλίζω τα περασμένα. Καθότι
είμαι τύπος κουμαρτζή από τα παιδικά μου χρόνια και ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία
είναι ο Παίκτης, δε ριψοκινδυνεύω για το κέρδος αλλά για το ίδιο το παιχνίδι. Καθότι έχω
πια γίνει άσπονδος φίλος με τα παλιά μου τραύματα, μου αρέσει να εξετάζω τα
εναλλακτικά σενάρια και να αναλογίζομαι τι θα γινόταν σε κάθε μία περίπτωση.

Αν ήμουνα πειθαρχικός και έτρωγα το φαγητό μου. Αν είχα ακούσει τον Πολύβιο κι
είχαμε φύγει μαζί για την Αμερική ή για τη Γη του Πυρός και τις νήσους Γκαλαπάγκος. Κι
αν είχα συναντήσει τη Μπάρμπαρα, εκείνη την ξανθούλα με την οποία
αλληλογραφούσα χρόνια και με περίμενε μάταια στο Ρότσεστερ. Ή αν είχα τελειώσει εδώ
τη Νομική και είχα παντρευτεί την πρώτη μου αγάπη. Τέλος, αν έστω και για μια φορά
δεν υποστήριζα με τόσο πάθος χαμένες υποθέσεις. Όχι, τράπεζα δεν περιλαμβάνουν τα
σενάρια γιατί και οι ταινίες φρίκης έχουν τα όρια τους.

Αυτές είναι μόνον μερικές από τις αρχικές εκδοχές και μέσα απ' το καλειδοσκόπιο
προβάλλουν άλλες πολλές και απίστευτες. Ο καθένας όμως μπορεί να στήνει με τη
φαντασία του άπειρα σκηνικά μιας υποθετικής ζωής και μάλιστα αφαιρώντας επιλεκτικά
κάποια από τα υλικά κακής ποιότητας και μη παραχωρώντας τίποτα από τα τιμαλφή του.
Και ίσως σε κάποια άλλη διάσταση, σε κάποιον άλλο γαλαξία, οι εκδοχές αυτές να
εξελίσσονται απρόσκοπτα αυτή την ίδια τη στιγμή. Όλα είναι πιθανά και όλα γίνονται.
Αν όχι τώρα, σε μια από τις αναρίθμητες ζωές του μέλλοντος, όπως μας παρηγορεί και ο
Γκατουτάμα.

Με οποιαδήποτε όμως εκδοχή, το συμπέρασμα είναι μονότονα το ίδιο. Και πάλι ο ίδιος θα
ήμουνα, και πάλι τα ίδια λάθη θα έκανα. Με το ίδιο πάθος. Όπως τώρα που αισθάνομαι
σαν να έχω μόλις αποφοιτήσει και να μοσχοβολάει το καλοκαίρι. Και να με περιμένει
εκείνη ανθισμένη στον παλιό σύλλογο για μια βόλτα ως τα μπλόκια. Και να μας περιμένει
όλους στη στροφή ένας κόσμος μεθυστικός, και να μας περιμένουν επευφημίες και
χειροκροτήματα στο τέρμα. Και τα σαραντατόσα χρόνια να μην υπήρξαν παρά ένας
λήθαργος ή μια βουτιά στο τίποτα.

Την τελευταία φορά που περπάτησα στις παρυφές του παραδείσου, ο αέρας ήταν
φορτωμένος σκιές και μνήμες. Από το τότε, απ' τον καθένα και το κάθε τι που μας δίδαξε
και μας μεγάλωσε. Από μια alma mater. Όμως, σε ποιές σκιές να ελλοχεύουν ο Μπάκος
και ο Τακατάκας; Να φτιάχνει τα γυαλιά του ο Κώστας που ξεκίνησε στο Σέϊχ-Σου την
κυριακάτικη αυτή συνάντηση; Ίσως να κρύβονται μαζί με τον Μάκη, τον Χαρίτο και τον
Άκη. Και να έχουν αρχίσει μιαν ατέλειωτη συζήτηση με τον Μούτσο και τους άλλους.

Μετά την αποφοίτηση λοιπόν και λίγο αργότερα, αυτή η σφιχτοδεμένη τάξη
κυριολεκτικά σκορπίστηκε στους πέντε ανέμους. Καμιά εικοσαριά έφυγαν για σπουδές
στη Γερμανία, αρκετοί άλλοι στην Αμερική και στην Αθήνα, μερικοί αλλού, ακόμη και
στην Αφρική. Οι υπόλοιποι παρέμειναν στην πόλη μας. Και ακολούθησαν όσα φέρνει η
ζωή.

Ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση να είναι ο Αρμένος, που είναι Έλληνας και είχε
συριακό διαβατήριο. Σπούδασε και παντρεύτηκε στη Γερμανία και πήρε τη γερμανική
υπηκοότητα, έζησε στην Αγγλία και τώρα βρίσκεται ξενιτεμένος στην Αθήνα.
Ξενιτεμένος από πού; Μα από την παλιά Ανθέων φυσικά και από τους φίλους. Εγώ ο ίδιος
άλλαξα είκοσι μόνιμες κατοικίες στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στο Λονδίνο. Πολλοί
επέστρεψαν άλλά υπάρχουν και αρκετοί που ακόμα ζουν στις χώρες των σπουδών τους.

Από το 1982, γιορτάζουμε κάθε πέντε χρόνια την επιστροφή στο σχολείο, μαζί αγόρια και
κορίτσια. Έρχονται οι περισσότεροι από κάθε γωνιά του κόσμου, έρχονται και δυο-τρεις
από τους τότε νεαρούς καθηγητές. Η αρχική συνάντηση γίνεται έξω από το κεντρικό
κτίριο με καφέδες και αναψυκτικά. Με χαρές, εκπλήξεις και επιφωνήματα. Μπορεί να δεις
ξαφνικά μπροστά σου τον Γρηγόρη, τον Ερρίκο ή τον Μανώλη. Ελεεινολογούμε
διακριτικά τις φθορές του χρόνου, κάνουμε βόλτες στα δρομάκια και βλέπουμε τα
γήπεδα, μπαίνουμε και καθόμαστε στην παλιά αίθουσα του κλασσικού.

Ο Χαβαλές επαναλαμβάνει κάποια από τ' αρχαία καλαμπούρια και ζωγραφίζει στον
πίνακα. Θυμόμαστε τον Τούρκο ν' αντιγράφει κάτω από την μύτη του καθηγητή, τον
Κινέζο να πηδάει απ' το παράθυρο την ώρα του μαθήματος, τον Παπαδημητρίου και τον
Μποτσάκη να παραδίδουν μαθηματικά, τον Παραρά να μας θωρεί ακίνητος και να
δακρύζει. Θυμόμαστε τον μαύρο φιλόλογο, Σμώλγουντ, να διαβάζει με εκπληκτική
άρθρωση και παραστατικές χειρονομίες τους λόγους του Βρούτου και του Αντώνιου
πάνω από το πτώμα του δολοφονημένου Ιούλιου Καίσαρα. Θυμάται ο καθένας ότι
θυμάται., Ο πρόεδρος μας ξεναγεί και όλοι θαυμάζουμε τις καινούριες εγκαταστάσεις.
Καθόμαστε να φάμε, εκφωνούνται λόγοι, κάνουμε προσκλητήριο απόντων. Ακολουθεί μια
εκδρομή, συνήθως στη Χαλκιδική.

Οι φιλίες όχι μόνον παραμένουν αλλά και ενισχύονται όπως ο ρυθμός του
μαραθωνοδρόμου όταν μπαίνει στο στάδιο εξουθενωμένος και βλέπει πια στο βάθος την
τελική γραμμή. Διαπιστώνει κανείς ότι χαίρεται ακόμη και με κείνους που κάποτε δεν
χώνευε. Πριν λίγες μέρες καταλήξαμε ότι θα πρέπει πλέον η συνάντηση να γίνεται κάθε
ένα ή το πολύ δύο χρόνια.

Και να που ο Στέργιος με σπρώχνει στον ώμο και συνέρχομαι. Πάλι αφαιρέθηκες, μου
λέει. Αυτή είναι μια πολύ παλιά συνήθεια, μέσα και έξω από την τάξη. Φεύγω από την
ρουτίνα, μετατοπίζομαι και καταδύομαι σε κείνο που με μαγνητίζει. Έτσι, μπορεί να
κοιτάζω και να μην βλέπω, να είμαι όλος προσοχή και να μην ακούω τίποτα. Να
απουσιάζω. Και ξαφνικά να επανέρχομαι και να πιάνω λέξεις από την τελευταία φράση.


Είναι ήδη περίπου μία και τέταρτο και έχουμε τελειώσει και τον δεύτερο καφέ. Η αίθουσα
έχει γεμίσει από ένα πλήθος πολύβουο και καλοντυμένο. Και ξένο εντελώς. Εκεί που
κάποτε του ξέραμε όλους. Σηκωνόμαστε, αφήνουμε με υστεροβουλία ένα γενναίο
φιλοδώρημα και βγαίνουμε στον δρόμο. Μαζευόμαστε σε κύκλο, καμιά φορά ο ένας με το
χέρι στους ώμους του άλλου. Την άλλη Κυριακή, λοιπόν. Εγώ θα λείπω σε ταξίδι, λέει ο
Τάσος. Γεια και χαρά και ο καθένας στο αυτοκίνητό του.

Κατεβαίνουμε τα υψώματα και ρίχνουμε τώρα μια κλεφτή ματιά καθώς περνάμε έξω απ'
τον παράδεισο. Μπορούμε να τον διακρίνουμε αμυδρά αλλά η είσοδος μάς είναι
απαγορευμένη. Γιατί ο παράδεισος υπάρχει βέβαια, ο ίδιος πάντα και στα ίδια μέρη αλλά
στον παρελθόντα χρόνο. Είναι μια χώρα μακρινή, προσωρινή μα και αιώνια, με πρόσωπα
που αναδύονται αστραφτερά μέσα από θαμπές φωτογραφίες. Μια χώρα ανεξιχνίαστη μα
και παράξενα οικεία.

Η είσοδος μάς είναι απαγορευμένη γιατί ο παράδεισος αγνοεί το όνομά του. Όταν τον
λες παράδεισο, χαμογελάει ειρωνικά. Όταν πας να τον αγγίξεις, αποτραβιέται σαν τα
σταφύλια του μυθικού Ταντάλου. Το μόνο που σου επιτρέπεται είναι να εισπνέεις το
άρωμά του κάπου κάπου. Η είσοδος μάς είναι απαγορευμένη γιατί ο παράδεισος φοράει
μαγικά γυαλιά σε χρώμα βαθύ γαλάζιο. Έτσι, δεν βλέπει μακριά, δεν νοιάζεται και για
πολλά, και δεν ρωτάει τον λόγο και αν στο διπλανό κουδούνι ανοίγει η πόρτα για την
κόλαση.

Όμως κι εμείς κάποτε υπήρξαμε παιδιά του παραδείσου. Μπορείτε να το διαπιστώσετε απ'
το ελάχιστο γαλάζιο που απομένει στο βάθος των ματιών μας. Μα παραβήκαμε τους
νόμους του με ενθουσιασμό και απερισκεψία. Έτσι, συνήλθε το πειθαρχικό συμβούλιο
και δικαίως μας απέβαλε για πάντα. Από τότε, έχουμε επανειλημμένα ζητήσει να
εξεταστεί και πάλι η υπόθεσή μας με μεγαλύτερη επιείκεια. Έχουμε αναθέσει και στον
νομικό μας σύμβουλο, που γνωρίζει άριστα το θέμα, να υποβάλει αρμοδίως τις σχετικές
αιτήσεις. Έχουμε, επιπλέον, προσφερθεί να παραδώσουμε όλα τα επίγεια αγαθά μας,
έχουμε υποσχεθεί να μην προφέρουμε ποτέ το όνομά του, και να φορέσουμε και πάλι τα
μαγικά γυαλιά σε χρώμα βαθύ γαλάζιο.

Δεν έχουμε λάβει ως τώρα καμία απάντηση. Και όσο κι αν εξακολουθούμε παράλογα να
ελπίζουμε, το ξέρουμε καλά πως δεν υπάρχει αντάλλαγμα, ότι ο νομοθέτης είναι
άτεγκτος και τα όργανα ανίσχυρα. ΄Ισως γιαυτό στον Όλυμπο απέναντι, τις μέρες που
είναι χιονισμένος και οι κορφές του, μέσα σ' εκπληκτική διαφάνεια, σχεδόν αγγίζουν τον
ουρανό, βλέπουμε τους θεούς να χαμογελάνε μελαγχολικά. Σαν να ζητάνε εκείνοι τη
δική μας επιείκεια.


Υ.Γ. Από την πρώτη ανάρτηση αυτού του διηγήματος το 2009 ως τώρα, έχουν φύγει από 
κοντά μας ο ένας Τάσος και ο άλλος Τάσος, ο Φώτης, ο Μπόντζος, ο Δράκος και ο Χαβαλές.
Κι εμείς οι υπόλοιποι, που εξακολουθούμε να μαζευόμαστε στ' Αστέρια κάθε Κυριακή πρωί,  
πέρνουμε σειρά ένας-ένας για να τους ακολουθήσουμε. «Περιμένετε, παιδιά, δεν θα αργήσουμε ...»
Οι συμμαθητές της τάξης του "57 θα ξανακάνουν το re-union τους, χωρίς καμία απολύτως 
απουσία, και πάλι μέσα στην αστραφτερή τους νιότη.


Δεν υπάρχουν σχόλια: