Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Η γαρδένια



Οι έγκλειστοι στο κέντρο της πόλης, μέσα στο μπετόν και τα καυσαέρια, ελάχιστη
επαφή έχουν με τη φύση. Ιδιαίτερα αν, όπως εγώ, έτυχε να γεννηθούν εκεί,
αγνοούν ακόμη και τα ονόματα των δέντρων και των λουλουδιών, εκτός από
τα πολύ κοινά, και χαίρονται με την καρδιά τους όταν τύχη να βγουν στην εξοχή.

Όταν πριν λίγους μήνες μετακομίσαμε στο τέρμα της Άνω Τούμπας, όχι μόνο βρέθηκα
ξαφνικά στο περιβάλλον της γειτονιάς, με τα παιδιά να παίζουν στους δρόμους αντί τα
αυτοκίνητα, με τους μαγαζάτορες να ξέρουν το μικρό μου όνομα, με τις γειτόνισσες στα
μπαλκόνια και την καλημέρα τους, αλλά και για πρώτη φορά ήρθα σε άμεση και
καθημερινή επαφή με τη φύση.

Το διαμέρισμα αυτό, δυο μέτρα από το χώμα, τραβούσε σαν μαγνήτης τον ήλιο στα
μεγάλα του παράθυρα. Στο ευρύχωρο σαλόνι εκπληρώθηκε το αρχαίο μας όνειρο, μια
τεράστια βιβλιοθήκη σε ανοιχτό χρώμα ξύλου που κάλυπτε ολόκληρο τον τοίχο και
δέχτηκε όσα βιβλία μας είχαν απομείνει από τις είκοσι μετακομίσεις, την περιπλάνηση
στην ξενιτιά και τις υγρές αποθήκες. Καθόμουνα και τη καμάρωνα φωτισμένη, διάλεγα
ένα βιβλίο από το ράφι, του ‘ριχνα μια ματιά, ύστερα το ‘βαζα στη θέση του και διάλεγα
ένα άλλο.

Στο μπαλκόνι, γύρω-γύρω, λίγο στενό αλλά ατέλειωτο σε μήκος, βάλαμε γλάστρες
κόκκινες και τις γεμίσαμε φυτά. Εκεί έμαθα για πρώτη φορά τα γεράνια και τις πετούνιες
με λουλούδια πορτοκαλί και μωβ, δεκάδες αποχρώσεις. Προτιμήσαμε τα σκληρά και
ανθεκτικά φυτά και γέμισαν οι τοίχοι από τα φύλλα του αμπέλοψι που στριφογύριζε,
γαντζωνόταν, ανέβαινε παντού, και το φθινόπωρο, πριν φυλλορροήσει, έπαιρνε το βαθύ
χρώμα της φωτιάς. Κάτω από το μπαλκόνι είχαν φυτρώσει αγριόχορτα και ζιζάνια. Με
την αδυναμία μου για κάθε είδους πράσινο, ποτέ δεν τα ξερίζωσα, μάλιστα αρκετές φορές
τα είχα ποτίσει.

Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο της δύναμης και της αυτάρκειας, λίγο νερό κάθε τρεις μέρες
ήταν όλο κι όλο που ζητούσε, εγκαταστάθηκε βασίλισσα λεπτεπίλεπτη, τρυφερή και
παράξενη μια γαρδένια. Σε λίγο καιρό μεγάλωσε μέσα στον κόκκινο τενεκέ της και γέμισε
μπουμπούκια αλλά σχεδόν ταυτόχρονα τα φύλλα της άρχισαν να κιτρινίζουν και να
μαραίνονται. Δοκιμάσαμε διάφορα δυναμωτικά, λιπάσματα, βιταμίνες, ήρθε κι ένας φίλος
μας γεωπόνος που την εξέτασε με τον φακό του και αποφάνθηκε. Κι ωστόσο τα
μπουμπούκια της συνέχισαν να ξεραίνονται και να πέφτουν πριν ανθίσουν.

Ένα πρωί τηλεφώνησα στο γραφείο ότι ήμουν αδιάθετος, βγήκα στο μπαλκόνι και κάθισα
δίπλα της σ’ ένα σκαμνί. Με υγρό σφουγγάρι θαλασσινό καθάρισα ένα-ένα τα
φυλλαράκια της ενώ της ψιθύριζα γλυκόλογα, την έλεγα κορίτσι μου, μικρό και χαϊδεμένο
μου. Κι ύστερα της διηγήθηκα παραμύθια, παράξενα τρελά παραμύθια, βγαλμένα από
την παρόρμηση της στιγμής. Και της τραγούδησα με μια φωνή αργή και διστακτική όπως
ο καθένας κάποτε είπε το πρώτο σ’ αγαπώ.

Από τη μέρα εκείνη η γαρδένια πήρε επάνω της. Σύντομα τα μπουμπούκια της
μισάνοιξαν σε εκθαμβωτικά κατάλευκα λουλούδια και η μεθυστική τους ευωδιά
πλημμύρισε τον χώρο. Έτσι τώρα με τη γαρδένια μου έχω μια σχέση σχεδόν ερωτική που
δεν πρέπει ποτέ να παραμελήσω. Της μιλάω, την αγγίζω απαλά κι εκείνη συλλαμβάνει τα
μυστικά κύματα που εκπέμπω, με τις ευαίσθητες κεραίες της εκείνη καταλαβαίνει.

Και κάθομαι και συλλογίζομαι μήπως ήταν τα λιπάσματα ή κάποια θεραπεία επιστημονική
κι όχι οι τρέλες οι δικές μου. Μήπως το βλέμμα δεν γλιστράει σαν το νερό στη επιφάνεια
των πραγμάτων. Μήπως η λογική δίνει σε όλα εξήγηση και δεν υπάρχουν μυστηριώδεις
εκδοχές κι ανεξακρίβωτες δυνάμεις που καθορίζουν τη ζωή μας.


Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Επίγεια και υπόγεια



περιπλανήθηκα σε σκοτεινούς θαλάμους
βγήκα σε δάση σιωπηλά με αιωνόβια δέντρα
ν’ ανακαλύψω παιδικές ηδονικές κρυψώνες …
 
          Οι πρώτες αναμνήσεις μου είναι  σκόρπιες εδώ κι εκεί, κουρελάκια που τα ‘χει πάρει ο άνεμος, ξέφτια μέσα στην ομίχλη.  Αδύνατον να συνθέσουν μια ακέραια, συνεκτική εικόνα.  Οι πρώτες αναμνήσεις της ζωής μου  είναι από το ημιυπόγειο της  Ζεύξιδος.  Για την ακρίβεια, η είσοδος της οικοδομής ήταν στη γωνία με την Παύλου Μελά ενώ το δικό μας ισόγειο παράθυρο έβλεπε στη Ζεύξιδος.  Κάπου απέναντι ήταν η οικοδομή με το υπόγειο καταφύγιο, ενισχυμένο στην πρόσοψη  με ειδικό επικλινές τοιχίο. Οι γερμανοί  είχαν επιτάξει το διαμέρισμά μας στην Πλατεία Δικαστηρίων και μας είχαν πετάξει εκεί. Στην αρχή εγώ  θα ήμουν τριών-τεσσάρων και στο τέλος γύρω στα έξι μου.
             
Θυμάμαι δυο σκοτεινά δωμάτια, το μεγάλο μπροστινό για ύπνο και το μικρό πίσω για αποθήκη. Θα είχε και κουζίνα, δεν μπορεί.  Στην αποθηκούλα υπήρχαν σακιά με σιτάρι, την αμοιβή σε είδος του πατέρα μετά τ’ αλώνια για τις διάφορες εμπορικές πράξεις με γεωργικά μηχανήματα που κατάφερνε να κάνει μέσα στην κατοχή.  Τον άκουγα να λέει με κάποια περηφάνια ότι έτρωγε τις κλωτσιές των γερμανών στους σταθμούς του τραίνου για να εξασφαλίσει την επιβίωση της οικογένειάς.
              
Τα σακιά πάντως ήταν κατάλληλα για παιχνίδι.  Καθώς μερικά απ’ αυτά είχαν σκιστεί ή κάποια παρτίδα είχε παραδοθεί χύμα, το σιτάρι κάλυπτε το πάτωμα σε ύψος 30-40 εκατοστών. Ανέβαινα λοιπόν πάνω στα σακιά, ζυγιζόμουν και πηδούσα μέσα στο σιτάρι, ίσως και ανάσκελα μερικές φορές. Με  είχαν μαλώσει βέβαια γι’ αυτό και, επιπλέον, είχα βγάλει κάτι εξανθήματα στο σώμα που  έλεγαν ότι ήταν αλλεργικά. Το ψωμί δεν μας έλειψε πάντως.
               
 Ακόμη λιγότερο μας είχε λείψει το παιχνίδι στη γειτονιά.  Αυτοσχέδια παιχνίδια βέβαια. Οι μανάδες έδιωχναν τότε τα παιδιά από το σπίτι για να μαγειρέψουν και να συγυρίσουν αλλά και για να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους από τα θηρία και, τόσο ο μεγάλος όσο κι εγώ ο μικρός είμασταν ολημέρα στον δρόμο.  Στη Ζεύξιδος, στην Παύλου Μελά, στην Ικτίνου,  στην υπόγεια εκκλησία του Άη Γιάννη και στο προαύλιο της Αγίας Σοφίας.
                
 Ήταν βέβαια πανεύκολο να καβαλήσουμε τα κάγκελα της περίφραξης και να χωθούμε ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους, σ’ έναν κόσμο που μπορούσαμε να θεωρούμε δική μας κρυψώνα.  Και να κατέβουμε τα διαδοχικά επίπεδα  προς την υπόγεια εκκλησία, πάντα με τον φόβο μην μας δουν, μας μαλώσουν και μας διώξουν. Απ’τ’ αυτί.  Ποτέ δεν είχαμε τολμήσει όμως να μπουμε στην εκκλησία και στις κατακόμβες.  
            
 Η μπάλα ήταν πάντα βασιλιάς. Συνήθως λαστιχένια και σκισμένη. Σβούρες παίζαμε και στο τσιμέντο και στο χώμα. Με το κορδόνι στα ίσια ή και με μεγαλύτερη δύναμη κάθετα πάνω απ’ το κεφάλι για να γυρίζει πιο πολλή ώρα. Όπως και γκαζιές, πιατάκια, χαρτόνια και βάλε. Κυνηγητό, κρυφτό, κρυφτόμπικο, αγιούτο, τελειωμό δεν είχε η επινοητικότητα της τσακαλοπαρέας σε παιχνίδια και αταξίες. Μια φορά μάλιστα είχαμε σκαρφαλώσει ως την ταράτσα της οικοδομής μας και βλέπαμε με δέος την περιοχή και τη πόλη από κει. Και μια άλλη, μπροστά στα μάτια του Γιώργου,  που  έτυχε να βρίσκεται εκεί, ο διαβόητος Δάγκουλας είχε αστράψει ένα φοβερό χαστούκι στον θυρωρό γιατί είχε αργήσει να του ανοίξει την εξώπορτα της οικοδομής.
           
 Ο Γιώργος βέβαια σπάνια με έπαιρνε μαζί του και τότε με άνωθεν εντολή ή για να με προστατεύσει. Τεσσεράμισι χρόνια διαφορά στην ηλικία εκείνη ήταν μια άβυσσος. Έπρεπε λοιπόν να βρω  συνομήλικους μου της νέας γειτονιάς για να κάνω παρέα κι αυτό δεν ήταν εύκολο. Πάντως ο Γιώργος ήταν ο μοναδικός σε όλη τη ζωή  μου που καμιά φορά με έλεγε Τολάκη ενώ τα γαλαζοπράσινα μάτια του χαμογελούσαν. Σαν χάδι ένα όνομα, σαν χάδι και η φωνή του.
           
 Ήταν δυνατός και σκληρός ο Γιώργος από τη φύση του, παιδί της γειτονιάς  με τις γροθιές έτοιμες στην παραμικρή πρόκληση.  Δεν είχε διστάσει τότε και αργότερα να τα βάλει και με μεγαλύτερους. Ξύλο είχα φάει κι εγώ μερικές φορές τα επόμενα χρόνια χωρίς να αντιδράσω, βάζοντας μόνο τα χέρια μου μπροστά στο πρόσωπό μου για να προστατευθώ.
           
Αυτά βέβαια δεν ήταν τίποτα μπροστά στις απειλές της εποχής. Τις χίλιες δυο απειλές με πρώτο τον θάνατο κυριολεκτικά. Ένα βράδυ είχε μπει κλέφτης στο ημιυπόγειο διαμερισματάκι, τον πήρε χαμπάρι ο πατέρας και τον κυνήγησε αλλά εκείνος τον χτύπησε, ευτυχώς όχι πολύ άσκημα, και ξέφυγε από το παράθυρο.      
          
 Το χουνί το ακούγαμε τακτικά τα βράδια. Μια φωνή που σαν να ερχόταν από κάπου στην Πρίγκηπος Νικολάου ή την Παλαιών Πατρών Γερμανού, από έναν άλλο κόσμο. Ένα βράδυ χτύπησαν κάποιοι ένοπλοι την πόρτα για να πάρουν τον πατέρα, ίσως χωρίς γυρισμό,  ΟΠΛΑ ή ταγματασφαλίτες, τρέχα γύρευε.  Ήταν όμως μαζί τους κάποιος που είχε δουλέψει μαζί του στην Ούλεν και είπε «αφήστε τον αυτόν, είναι καλός άνθρωπος» και έτσι γλύτωσε στο παρά τρίχα ο πατέρας.   
           
 Κάποτε πάλι περνούσαν χαμηλά κάτι εγγλέζικα αεροπλάνα, που μάλλον είχαν βομβαρδίσει το λιμάνι, κι ένας τραυματίας γερμανός στην ταράτσα του δεύτερου γυμνασίου απέναντι έβγαλε το περίστροφο και τα πυροβολούσε, λες και υπήρχε περίπτωση να τα χτυπήσει.
           
 Όταν πια ήταν να φύγουν οι κατακτητές και η οικογένεια να γυρίσει στο κανονικό της σπίτι,  από το πίσω μπαλκόνι της υπηρεσίας τους απέναντι οι γερμανοί πετούσαν στο πλήθος, που είχε συγκεντρωθεί στην αυλή, διάφορα αντικείμενα που δεν θα έπαιρναν μαζί τους. Γιάγμα κανονικό, ό,τι αρπάξει ο καθένας. Κάποιος είχε φάει ένα βάζο στο κεφάλι και τον πήγαιναν μέσα στα αίματα για τις πρώτες βοήθειες. Χώθηκε και ο Γιώργος εκεί (όχι, που δεν θα πήγαινε!) και γύρισε στο σπίτι με ένα τεράστιο ρολό κολλητική ταινία, μάλλον για χαρτοκιβώτια.  Χαρήκαμε όλοι και θαυμάσαμε το λάφυρο αλλά μάλλον δεν ξέραμε τι να το κάνουμε. Έτσι έμεινε πάνω στη τρίφυλλη ντουλάπα της Αγνώστου Στρατιώτου για χρόνια αργότερα.     
             
 Ξέφτια μέσα στην ομίχλη, σκιές και λάμψεις. Όπως τότε που πάτησε το σκυλάκι μου η γερμανική μοτοσικλέτα. Ή τότε που βγήκα φωτογραφία μαζί με μεγαλύτερους, ο ένας πίσω από τον άλλο στο παρκάκι της Παύλου Μελά, που υπάρχει ακόμη. Και η μεγάλη οικοδομή στη γωνία υπάρχει ακόμη. Ανακαινισμένη με προσθήκη ενός ή δύο ορόφων,  με ένα πολυτελές κατάστημα  πλάι στην εξώπορτα. Και με καφετέριες πλημμυρισμένες κόσμο στη Ζεύξιδος και σε ολόκληρη την περιοχή. Κόσμο που θεωρεί αυτονόητα τα πάντα.  Τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, τα εξοχικά, την ελευθερία. 
              
 Ξέφτια μέσα στην ομίχλη και οι άνθρωποι του τότε. Οι γονείς και τ’ αδέρφια, οι αγαπημένοι.  Σκιές και λάμψεις.


Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Παιδί της αλάνας και του βιβλίου



Γιατί, δηλαδή, να θεωρούνται ασυμβίβαστα αυτά τα δύο και να μην συμπληρώνει το ένα το άλλο αρμονικά; Γιατί αφού σκοτωθείς σε άγρια παιχνίδια στην πλατεία και ανεβείς στο σπίτι καταϊδρωμένος για να πιεις εφτά ποτήρια νερό από τη βρύση, να μη μπορείς να ξαπλώσεις στον ντιβάνι  και, ακουμπώντας το κεφάλι σου στο χέρι, να χώσεις τη μούρη σου ηδονικά σ’ ένα βιβλίο και κάποτε να σε πάρει εκεί ο ύπνος από τον συνδυασμό σωματικής και πνευματικής κούρασης; Συναρπαστικό το παιχνίδι, συναρπαστικό  όμως και το βιβλίο. Άλλου είδους παιχνίδι αυτό.
        Αυτές όμως είναι σκέψεις της ωριμότητας που θέλει, σώνει και καλά, να εξηγήσει το κάθε τι. Πιτσιρικάς της γειτονιάς εγώ, δεν είχα ανάγκη από καμιά δικαιολογία και καμιά εξήγηση. Απλώς μου άρεσε, τρελαινόμουν να τα κάνω και τα δύο. Απόδειξη τα γόνατα και τα καλάμια μου που ήταν γεμάτα πληγές και σημάδια, και το μυαλό μου   που ήταν γεμάτο ιστορίες. Ιστορίες, φαντασίες και όνειρα που, σε ένα αξεδιάλυτο χαρμάνι  αργότερα  με τις εμπειρίες της ζωής, θα με οδηγούσαν κάποτε στο γράψιμο. 
        Τι διάβαζα; Ό, τι έπεφτε στα χέρια μου και ό, τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Τα λίγα βιβλία  βέβαια που υπήρχαν στο σπίτι, από καμιά δεκαριά φορές το καθένα, με πρώτους τους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκώ.  Η Δίκη των Εξ για τη Μικρασιατική Καταστροφή με ενδιέφερε άμεσα αλλά ήταν γραμμένη σε μια στριφνή καθαρεύουσα και με δυσκόλευε. Τα βιβλία που δανειζόμουν από τη βιβλιοθήκη της Χ.Α.Ν.Θ., μοναδική στη Θεσσαλονίκη την εποχή εκείνη. Τα βιβλία  που  δανειζόμουν από φίλους και τα κρυμμένα ως ακατάλληλα από τον πατέρα μου ή τον μεγάλο μου αδερφό, που βέβαια ξετρύπωνα όταν ήμουν μόνος στο  σπίτι. Αστείο πράγμα οι κρυψώνες για ένα διψασμένο παιδί. Άσε που τα κλειδιά καμιά φορά τύχαινε να μείνουν ξεχασμένα πάνω στην κλειδαριά.
        Διάβαζα και την εφημερίδα που έτρεχα να αρπάξω από το χέρι του μπαμπά όταν γύριζε το μεσημέρι από το μαγαζί. Διάβαζα τα λαϊκά περιοδικά της εποχής, Θησαυρό, Ρομάντζο, Μπουκέτο, από  πάνω αριστερά στο εξώφυλλο ως κάτω δεξιά στο οπισθόφυλλο. Διάβαζα κάποια τεύχη της εγκυκλοπαίδειας του Ηλίου που υπήρχαν τότε στο σπίτι, διάβαζα  ως και γραμματόσημο όταν λύσσαγα να διαβάσω κάτι  και δεν είχα.
        Το γλέντι μου όμως ήταν η Μάσκα και οι αστυνομικές ιστορίες της.  Στη γωνία Μακεδονικής Αμύνης και Ολύμπου, πάνω αριστερά από το μπαλκόνι μας, ήταν ένα περίπτερο με κρεμασμένα απέξω τα παλιά τεύχη της Μάσκας  και της Μασκούλας με μανταλάκια σαν μπουγάδα ρούχων. Δωρεάν τα κοίταζες, δωρεάν τα ξεφύλλιζες,και με δύο δραχμές τα δανειζόσουν για μια βδομάδα. Έδιναν κι έπαιρναν ο Ντέντεκτιβ Χ,  ο Άνθρωπος Αράχνη, ο Ρεπόρτερ Ρολόι και διάφοροι άλλοι λιγότερο διάσημοι ήρωες των συγγραφέων της εποχής.
           Ο μπαμπάς βέβαια δεν ενέκρινε αυτά τα αναγνώσματα και, εκτός από τις συνηθισμένες επιπλήξεις του, μια φορά, μέσα στο βαποράκι που γυρίζαμε από την Περαία, μου άρπαξε από τα χέρια τη Μάσκα που διάβαζα παραδίπλα και την πέταξε στην αφρισμένη θάλασσα. Κάτι που δεν θα συγχωρούσα ποτέ σε κανέναν άλλο αλλά  από τον πατέρα μου, αυτή η εντελώς σπάνια πράξη απλώς με πίκρανε προσωρινά.
           Διάβαζα λοιπόν. Διάβαζα  με το φως της μέρας, διάβαζα και με τη γυμνή λάμπα που κρεμόταν από το ταβάνι και μου έλεγαν ότι θα χαλάσω τα μάτια μου και θα βάλω γυαλιά. Διάβαζα τις μέρες του σχολείου, διάβαζα τα Σαββατοκύριακα και τις διακοπές. Διάβαζα γερμένος με τα παπούτσια απέξω στο ντιβάνι και στο διπλό κρεβάτι, διάβαζα στο μικρό μπαλκόνι της Πλατείας Δικαστηρίων και στην κρυψώνα μου ανάμεσα στα καυσόξυλα στο πίσω μακρόστενο μπαλκόνι, διάβαζα και στο καμπινέ, συχνά τα αποκόμματα περιοδικών και εφημερίδων που χρησιμοποιούσαμε τότε ως χαρτί υγείας. Διάβαζα στο λεωφορείο και το τραμ, διάβαζα και στο βαποράκι για Περαία και   Μπαξέ Τσιφλίκι. Διάβαζα με το εξωσχολικό βιβλίο μέσα στο βιβλίο του σχολείου για παραλλαγή, διάβαζα όπου  στεκόμουν κι όπου βρισκόμουν. Διάβαζα όταν δεν έπαιζα και έπαιζα διαβάζοντας. Κι όταν ήμουν βυθισμένος στο διάβασμα, δεν έβλεπα και δεν άκουγα τίποτε άλλο. Κι ήμουν ακόμη στο δημοτικό σχολείο.
          Από το διάβαζα στο έπαιζα όμως είναι που δεν έχει τελειωμό. Σκέφτηκα μερικές φορές να καθίσω και να καταγράψω όλα τα αυτοσχέδια παιχνίδια που παίζαμε στη γειτονιά. Αυτοσχέδια γιατί   φυσικά λεφτά δεν υπήρχαν και άντε να αγοράζαμε  σπάνια καμιά   σβούρα, κανένα σκαλιστό ή τα σύνεργα για χαρταετό ή τον καραγκιόζη. Ήταν μια εποχή αυτονόητης γενικής στέρησης και το κάτι λίγο παραπάνω, ένα λουκούμι, μια καραμέλα, ένα γλυκό ή ένα παιχνίδι, ήταν για όλους μας, μικρούς και μεγάλους, μια αληθινή γιορτή. 
          Τα παιχνίδια της γειτονιάς θα μπορούσε να τα διακρίνει κανείς στα πολύ άγρια έως επικίνδυνα, στα απλώς σκληρά, με δεδομένη την τεστοστερόνη που είχε αρχίσει να ρέει κρουνηδόν στο σύστημά μας και στα ήπια, συνήθως επιτραπέζια ή συνηθέστερα επιπεζούλια, δηλαδή, στο πεζούλι του παραθύρου του συχνά ενοχλημένου έως εξαγριωμένου κυρ-Θανάση που έμενε στο ημιυπόγειο και είχε το απίστευτο θράσος να θέλει να κοιμηθεί το μεσημέρι.    
         Τα πολύ άγρια ήταν η μακριά γαϊδούρα  (τσαταλίνα-ματαλίνα-και στον κώλο σ’ μια σωλήνα, πόσα είναι αυτά;), ο πετροπόλεμος , συνήθως με την Καρμπολά  απέναντι, οι διάφορες απόπειρες να πυροδοτηθούν οι σφαίρες που βρίσκαμε  καμιά φορά πεταμένες στον δρόμο,  το τζιζ (τα χαστούκια ξέφευγαν καμιά φορά στον ώμο ή στο μάγουλο),  το άλμα εις βάθος στο αμμοχάλικο της υπό ανακατασκευή εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου και ο μπίκος με την ασετιλίνη, που κάποτε στη μέση της πλατείας έσκυψε να δει γιατί αργούσε να εκτοξευτεί ο Τάκης,  μεγαλύτερος αδερφός του Αχιλλάκου, έφαγε τον μπίκο στο κεφάλι  και έφερε μετά το σημάδι στο μέτωπο ως παράσημο.
        Τα απλώς σκληρά , ίσως όχι από τη φύση τους αλλά με τον τρόπο που τα παίζαμε εμείς, ήταν το δίτερμα με τη συνήθως πάνινη ή λαστιχένια μπάλα, ακόμη και με πέτρα στην πλατεία, το κυνηγητό και ο κρυφτόμπικος,  η τσομάκα-τσιλίκα, το πατίνι, το κατρακύλι και το ποδήλατο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κόντεψα να σκοτωθώ με το αθώο ποδήλατο, είτε από αυτοκίνητο, είτε από σατανικούς τοίχους που έτειναν να έρχονται κατευθείαν επάνω μου, ακόμη και απλώς πέφτοντας στις μυτερές κοτρώνες της πλατείας.
          Ήπια ήταν τα αναρίθμητα επιτραπέζια, τριάρα, εξάρα, εννιάρα και                 δεκαεξάρα, το «μη θυμώνεις άνθρωπε» ή stop, όπως το ονόμαζε  ο Τάκης ο ψηλέας, που ήταν και κάτοχός του, το τάβλι, από εβραίικο ως πόρτες, πλακωτό και φεύγα, οι μπίλιες ή γκαζιές σε διάφορες παραλλαγές, η σβούρα, οι ομάδες και τα πιατάκια, τα χαρτόνια, το σχοινάκι, τα σκαλιστά και το κουτσό που συνήθως παίζανε τα κορίτσια. Και βέβαια τα χαρτιά από ξερή και τριανταμία ως το πόκερ που είχε μάθει ο Λαζαράκης από τον πατέρα του  και το είχε διδάξει σε μένα.Χωρίς να αποκλείονται τα μοναχικά παιχνίδια, όπως η πασιέντζα,  τα σταυρόλεξα, οι γρίφοι και διάφορες προκλήσεις στον εαυτό μου που επινοούσα.
           Αυτά θυμάμαι τώρα και τελειωμό δεν έχει η ιστορία με τα κυρίως αυτοσχέδια παιχνίδια, ούτε οι διαχωρισμοί αυτοί ήταν απόλυτοι. Γιατί  τα ήπια μπορεί ξαφνικά να γίνονταν άγρια ή πολύ άγρια με τις μπουνιές να πέφτουν αριστερά και δεξιά, σχεδόν ποτέ  όμως μεταξύ των μελών της στενής παρέας στη γειτονιά.  Πώς αλλιώς όμως θα δίναμε διέξοδο στην παιδική ορμή μας, πώς αλλιώς θα μαθαίναμε τη συνεργασία, την άμιλλα, τον ανταγωνισμό, πώς αλλιώς θα μεγαλώναμε; Πώς αλλιώς θα διαμορφωνόταν ο χαρακτήρας μας και θα ξεχώριζε ο έντιμος από τον χαραμτζή; Και πώς αλλιώς θα ησύχαζε για λίγο το κεφάλι γονέων και κηδεμόνων:
          Το διάβασμα και τα παιχνίδι με ακολούθησαν βέβαια σε όλη μου τη ζωή. Στην εφηβεία μου στο γυμνάσιο, στις σπουδές μου, στη δουλειά μου,  παντού. Αναπτύχθηκαν, μεταλλάχτηκαν, εξελίχτηκαν αλλά παρέμειναν ουσιαστικά τα ίδια. Η λαχτάρα για γνώση και η λαχτάρα για διασκέδαση που συχνά συνδυάζονταν σε μια πρόκληση στις ικανότητές μου ή στην τύχη, σε μια πρόκληση πνευματική. 
 Όσο μεγάλωνα βέβαια άρχιζαν να υποχωρούν τα σωματικά και βίαια και να υπερισχύουν τα ήπια και καθιστικά, τα εγκεφαλικά Το αγόρι και ο έφηβος που έπαιζε, σταδιακά εξελίχτηκε σε παθιασμένο τζογαδόρο και το παιδί που διάβαζε σε ποιητή και πεζογράφο με δεκάδες βιβλία.
         Φαίνεται όμως ότι κάποιος άλλος παίζει μαζί μας το δικό του παιχνίδι, διαβάζει και γράφει το δικό του μεγάλο βιβλίο. Κάποιος άγνωστος και ανεξιχνίαστος στο παρασκήνιο  καθορίζει τη ζωή μας από τη στιγμή που αρχίζει να σχηματίζεται στη μήτρα της γυναίκας. Κι ερχόμαστε μετά εμείς, αθύρματα στα δικά του χέρια, να μιλήσουμε για ελευθερία, να προκαλέσουμε την τύχη μας και ίσως μάταια να προσπαθήσουμε να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο μας. Τι παιχνίδι κι  αυτό !!   



Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

Ο δρόμος για την Ουρανούπολη




Ο Λουκάς ήταν γιος ζαχαροπλάστη. Ο Λουκάς ήταν ιδεολόγος. Ο Λουκάς ήταν σπουδαίος
ζωγράφος. Ήθελε να τυπώσει οκτώ εκατομμύρια λιθογραφίες από έναν πίνακα του και να τις
μοιράσει σε όλους τους Έλληνες. Για να κρεμάσουν τη ζωγραφιά στο σαλόνι τους, να τη
βλέπουν και να εμπνέονται. Να αλλάξουν τη χώρα τους κι ολόκληρο τον κόσμο. Ο Λουκάς,
πέταξε ο Τάκης.
- Ο Λουκάς, τι ο Λουκάς;
- Ο Λουκάς θα μας πάει.

Ήταν αργά το απόγευμα Παρασκευή συννεφιασμένη του Ιουλίου κι είχαμε καταφέρει να
χάσουμε το τελευταίο λεωφορείο για την Ουρανούπολη. Το λεωφορείο που θα μας πήγαινε
στις διακοπές, στην Καίτη με τα τουριστικά είδη και τις θρυλικές της ψαρόσουπες, στην
Καίτη με τον Δημήτρη, στον Γιάννη με την Δάφνη, στον Μιχάλη με τη Σάσα, και στους
άλλους φίλους. Και στο αραλίκι, τους καφέδες, τα τσίπουρα και τις ρετσίνες, τις παθιασμένες
συζητήσεις, τα παραθαλάσσια εστιατόρια και τις ταβέρνες, στα ημερήσια και τα γυμνά
νυχτερινά μπάνια. Στον Αρσανά και το μετόχι, δυο βήματα από το Άγιο Όρος, στην
Αμμουλιανή απέναντι με τις αμμουδιές του ΄Αη Γιώργη και τις αλυκές και στο Γαϊδουρονήσι.

Στεκόμασταν λοιπόν με τα τζουμπλέκια μας σε μια είσοδο πολυκατοικίας στην Ολύμπου κι
ενώ κάποια ανοιχτά παράθυρα απέναντι μάς έβγαζαν τη γλώσσα και κάποια ξεχασμένα
εσώρουχα στο μπαλκόνι φάνταζαν σαν λευκές σημαίες, βλέπαμε το ένα πίσω απ’ το άλλο τα
λεωφορεία να αναχωρούν άσπλαχνα για εκεί που δεν πηγαίναμε εμείς. Εγώ με τη Σοφία κι ο
Τάκης με την Ευγενούλα και τη μικρή, όλοι εξίσου αμήχανοι σαν τις μωρές παρθένες. Και
μάταια προσπαθούσαμε να βρούμε μια οποιαδήποτε λύση στο πρόβλημά μας.

- Είσαι με τα καλά σου, ρε; Περίπου εκατόν πενήντα χιλιόμετρα είναι ως την Ουρανούπολη,
τα περισσότερα πάνω στον Χολομώντα, και διακόσιες δεκαοχτώ απότομες στροφές
μετρημένες απ’ τον Πολύγυρο ως την Αρναία. Άφησε τον άνθρωπο στην ησυχία του. Θα πάμε
αύριο το πρωί.
- ΄Ηξερε ότι δεν οδηγώ και μου είπε να μην διστάσω αν παρουσιαστεί η περίπτωση.
- Σου είπε για αποστάσεις λογικές.

Εκείνος όμως μάλλον δεν πείστηκε, εμείς αρχίσαμε να τα μασάμε (τι λες εσύ, ίσως πραγματικά
να θέλει να μας πάει), για πότε ο Τάκης του τηλεφώνησε από το περίπτερο, γύρισε και είπε
ανακουφισμένος, έρχεται, δεν καταλάβαμε. Σε λίγο εμφανίστηκε το αυτοκίνητο, βγήκε ένας
Λουκάς μειλίχιος, μας χαιρέτισε ευγενικά και είπε, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, μπείτε μέσα
να σας πετάξω ως εκεί.

Κάτι ψέλλισα εγώ, πλέον για τα προσχήματα, ενώ λίγο παράμερα ο Λουκάς έγειρε μ’ ένα
συνωμοτικό χαμόγελο και μου ψιθύρισε στ’ αυτί, σύντροφέ μου. Εκεί ήταν που χτύπησε
κόκκινο η αμηχανία μου, ένα μείγμα αιφνιδιασμού, συγκίνησης και δισταγμού για μια λέξη
που ναι μεν μπορούσα να σκεφτώ και να γράψω αλλά όχι και να αρθρώσω, και για μια
προσφορά που με άφηνε εντελώς ανυπεράσπιστο.

Στον δρόμο έβρεχε συνέχεια, έβρεχε στις ευθείες, έβρεχε και στις στροφές, έβρεχε στα πεδινά
και στα ορεινά, έβρεχε στις ανηφόρες και τις κατηφόρες και, όταν κάποτε φτάσαμε νύχτα
στην Ουρανούπολη, συνέχιζε κι εκεί να βρέχει. Ο Λουκάς οδηγούσε με άκρα προσοχή και
σοβαρότητα και με μια υπολανθάνουσα έκφραση ευδαιμονίας. Η Κατερίνα με το μπουρνουζέ
φόρεμα και τα τσόκαρα κρεμασμένα στα παχουλά της ποδαράκια, δεν γκρίνιαζε και δεν
ζήτησε απολύτως τίποτα σαν παιδί με καλούς τρόπους, ο Τάκης ήταν έτσι κι αλλιώς βαρύς
πίσω απ’ το μουστάκι του κι η Ευγενούλα συνεσταλμένη και λιγόλογη από τη φύση της. Αλλά
κι εμείς το βρίσκαμε κάπως άπρεπο να λέμε τα πολλά και διάφορα και να χαιρόμαστε
μεγαλόφωνα για τις διακοπές μας, τη στιγμή που ο Λουκάς διεκπεραίωνε με τόση συνέπεια,
για μας την αγγαρεία του, για εκείνον μάλλον την αποστολή του.

Αν και έλειπε ο Πρόδρομος, έλειπαν η Λιάνα και ο Κώστας, ο Φούλης και η Δέσποινα, και οι
υπόλοιποι ηθοποιοί και καλλιτέχνες, τα καθίσματα του αυτοκινήτου ήταν σίγουρα πιο
αναπαυτικά από τις ξύλινες καρέκλες στα γραφεία της Μακένζι Κινγκ ή αργότερα της
Μητροπόλεως και θα μπορούσαμε άνετα να είχαμε χτυπήσει μια μικρή ανανεωτική
συνεδρίαση, έστω και για να ξεμουδιάσουμε. ΄Η για να συνοψίσουμε τις θεωρητικές μας
θέσεις και τα της πορείας του παγκοσμίου κινήματος. Όμως και πάλι φαίνεται ότι μας
σταμάτησε κείνη η αδιόρατη λάμψη στο πρόσωπο του οδηγού και η αίσθηση ότι δεν θα
άρμοζε να προσθέσουμε απολύτως τίποτα.

Όταν λοιπόν μας παρέδωσε ο Λουκάς ακέραιους και ξεκούραστους στον προορισμό μας, του
είπαμε, κοιμήσου απόψε εδώ και γυρίζεις νωρίς αύριο το πρωί. Αλλά εκείνος ήταν ήδη έτοιμος
για την επιστροφή και δεν κάθισε ούτε για καφέ ή πορτοκαλάδα. Είμαι εντάξει και ξεκινάω
τώρα αμέσως, απάντησε, χωρίς να φαίνεται ότι ακούει τις ευχαριστίες μας. Σε λίγο, είδαμε το
αυτοκίνητό του να χάνεται μέσα στο σκοτάδι για τις διακόσιες δεκαοχτώ στροφές, τώρα από
την αντίθετη κατεύθυνση.

Περάσαμε ωραία στην Ουρανούπολη, δυο βήματα από το Άγιο Όρος. Νοικιάζαμε κάθε πρωί
ένα κεραμιδί πλεούμενο, μικρότερο από ψαροκάικο και μεγαλύτερο από ψαρόβαρκα, με τα
δίχτυα και όλα τ’ άλλα σύνεργα του επαγγέλματος απλωμένα στο κατάστρωμα, και
τραβούσαμε για τις καλύτερες και πιο ερημικές αμμουδιές απέναντι ή παράλληλα με το
χωριό. Η Σοφία με τον Δημήτρη ανοίγονταν στα βαθιά, έφταναν και μέχρι ένα ειδυλλιακό
νησάκι ακατοίκητο, η Κατερίνα έπαιζε μόνη της, ενώ οι υπόλοιποι διαβάζαμε κανένα βιβλίο,
μετρούσαμε τα βότσαλα, και πλατσουρίζαμε στο ένα με ενάμιση μέτρο.

Ρίχναμε κι έναν υπνάκο μεσημεριανό και, φρέσκοι κι ηλιοκαμένοι το απόγευμα ως το βράδυ,
γυρίζαμε εδώ κι εκεί, κάτω απ'τον επιβλητικό Πύργο του χωριού, ψάχναμε και συχνά
βρίσκαμε γνωστούς και φίλους, έως ότου το ρίξουμε στο τάβλι έξω απ’ το μαγαζί της Καίτης
ή σε άλλα καθιστικά αθλήματα στα ενοικιαζόμενα δωμάτιά μας. Όχι όμως ο Δημήτρης και η
Καίτη, όταν κατάφερνε εκείνη να ξεφύγει από τις βιοποριστικές ασχολίες της με τα
φορέματα, τα δερμάτινα, τα κομπολόγια και τα κομποσκοίνια και τ’ άλλα τουριστικά είδη.
Αυτοί ήταν τύποι αθλητικοί, δεν κάπνιζαν και, εκτός από τις κολυμβητικές τους επιδόσεις,
προτιμούσαν την υγιεινή διατροφή, όπως τις ψαρόσουπες μέσα στην κάψα του μεσημεριού,
και χάνονταν σε πεζοπορίες ως πίσω από κάτι λόφους στο βάθος του ορίζοντα.

Ασφαλώς και περάσαμε ωραία στην Ουρανούπολη. Κολλούσαν βέβαια επάνω μας τα ρούχα
από τη ζέστη στα ενοικιαζόμενα δωμάτια κι ήταν λιγάκι θλιβεροί οι γυμνοί τοίχοι, τα
πατώματα από φτηνές σανίδες, τα πατικωμένα στρώματα και τα κρεβάτια. Κάπως οδυνηρά
ήταν και τα κόκκινα σημαδάκια που άφηνε στα πόδια μας η ακούσια αιμοδοσία στους
κοριούς. Κι ήταν αργότερα δυσώδες και ηχηρό το ολοκαύτωμά τους στους σιδερένιους
σομιέδες,με το παραδοσιακό οινόπνευμα και βαμβάκι δεμένο στο πιρούνι. Φάγαμε και στη
μάπα λιγάκι παραπάνω ο ένας τον άλλο, ιδίως τις στιγμές που χωρίς έμπνευση
σκυλοβαριόμασταν με τη μέρα απλωμένη μπροστά μας σαν λευκό χαρτί.

Μια φορά μάλιστα θύμωσε ο Τάκης γιατί είχε γίνει λάθος συνεννόηση, δεν είχε έρθει το
καϊκάκι να μας πάρει από τον Αρσανά και υποχρεωθήκαμε, ντάλα μεσημέρι, να γυρίσουμε με
το πόδια στο χωριό. Βάδιζε εκείνος ολοταχώς με ελαφρά σκυμμένο πεισμωμένα το κεφάλι και
με το ναυτικό καπελάκι να αιωρείται στη φαλάκρα του, περίπου σαν τον Ζάτοπεκ δύο
δεκαετίες νωρίτερα, κι ακολουθούσε πίσω του ο συρφετός αγκομαχώντας. Σταματήσαμε να
πιούμε νερό σε μια δημόσια βρύση με γούρνα, αποφεύγοντας ακροβατικά στις μύτες
τις τεράστιες αχνιστές κοπριές, ενώ εκείνος συνέχιζε απτόητος. Έτσι τερμάτισε πρώτος με
διαφορά και υποχρεώθηκε μετά να περιμένει ώρα πεινασμένος στο τραπέζι έως ότου του
καθαρίσει το ψάρι η Ευγενούλα. Όχι ότι ο Τάκης δεν άφηνε τον ένοχο να απολογηθεί για τις
αδυναμίες του και τα πραγματικά ή τα φανταστικά του αδικήματα. Όλα κι όλα, τον
προειδοποιούσε μάλιστα, του την έδινε την ευκαιρία και με το παραπάνω. Αλλά η καταδίκη,
καταδίκη.

Το παράξενο ήταν ότι αυτή η παράξενη παρέα λειτούργησε ως παρέα. Με τον Γιάννη να
εμφανίζεται σπανίως και τη Δάφνη σπανιότερα αλλά και τους δύο πάντοτε υπό κάποιου
είδους συλλογική προστασία μια και ήταν οι μικρότεροι, στα είκοσι τόσα ακόμη. Το άλλο
καλοκαίρι, έτος ολυμπιακών αγώνων, πήγαμε με ευρύτερη συμμετοχή και μεγαλύτερες
προσδοκίες στον Ποτό της Θάσου. Όπου, μαζί με τον ενθουσιασμό και κάτι αισιόδοξα πρωινά
με φρέσκο ψωμί, τυριά και μαρμελάδες, βγήκαν λίγο περισσότερο στην επιφάνεια και τα
ελαττώματά μας. Με αναπόφευκτη συνέπεια να καυγαδίσουμε και λίγο περισσότερο και
μόλις να μας σώσει η ειλικρινής αυτοκριτική μας στην ολομέλεια της παρέας. Και το
μεθεπόμενο, με το φεριμπόουτ Σαπφώ, καταπλεύσαμε στη Μυτιλήνη και συνεχίσαμε με ταξί
για το Πλωμάρι και από κει για άλλους ειδυλλιακούς προορισμούς. Ένα καλοκαίρι που
αποδείχτηκε και το κύκνειο άσμα της παρέας.

Και ο Λουκάς; Τι ο Λουκάς; Είχαμε πει όλοι εν χορώ, για δες, και, μπράβο ο Λουκάς, μόνο
αυτός ήταν άξιος να κάνει κάτι τέτοιο. Και αφοσιωθήκαμε στις διακοπές μας. Ύστερα,
γυρίσαμε στο επαγγελματικό μαγκανοπήγαδο, τον είδαμε σε μερικές κομματικές συνεδριάσεις
της ρουτίνας που βαθμιαία οδήγησαν στην πλήρη αδράνεια και την αποψίλωση,
προσαρμοστήκαμε, θέλοντας και μη, στα δεδομένα της νέας εποχής. Και τον καταχωνιάσαμε
σε κάτι σκοτεινά ντουλάπια της μνήμης.

Γιατί, ποιόν μπορεί να ενδιαφέρουν τα νησιά και τα τουριστικά χωριά και οι συνηθισμένες
διακοπές μιας συνηθισμένης παρέας κάποια συνηθισμένα καλοκαίρια πριν τόσα χρόνια;
Ποιόν μπορεί να ενδιαφέρουν οι κοινές και βαρετές ιστορίες που αναδύονται από παλιά
τεφτέρια; Αν κάποιος (ποιος;) μας πήγε ή δεν μας πήγε (ποιους;) με το αυτοκίνητο του στην
Ουρανούπολη εκείνο το βροχερό σούρουπο το καλοκαίρι του 1975, λίγο μετά την πτώση της
δικτατορίας και λίγο πριν τη μέση ηλικία;

Ο Λουκάς λοιπόν. Ο Λουκάς ποτέ δεν τύπωσε οκτώ εκατομμύρια λιθογραφίες από τον πίνακα
του, ποτέ του δεν τις μοίρασε σε όλους τους Έλληνες. Οι οποίοι βεβαίως τίποτα δεν άλλαξαν.
Προτίμησε να φύγει ένα βράδυ, όλως προώρως και αιφνιδίως, για τη δική του
ουρανούπολη, εκεί όπου όλοι οι ωραίοι πίνακες είναι αναρτημένοι απ’ την αρχή του κόσμου.
Εκεί, πιστός και συνεπής, υποδέχτηκε έναν άλλο βιαστικό, τον Γιάννη τον μικρό μας, εκεί
περιμένει και όλους τους υπόλοιπους. Ίσως με κείνη την αδιόρατη έκφραση ευδαιμονίας στο
πρόσωπο κι εκείνη τη λέξη που προξενεί αμηχανία στα χείλη.


Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Νυχτερινή διαδρομή ή τα μάτια του πάνθηρα




Το βλέμμα του αρσενικού ήταν σπέρμα συμπυκνωμένο. Την είχε κιόλας ξαπλώσει στο
διάδρομο, πάνω σ’ άδεια πακέτα κι αποτσίγαρα, πάνω σε σπόρια χαρτομάντιλα και
γυαλιστερά περιτυλίγματα, και την κατασπάραζε με βιαστικές ρυθμικές κινήσεις
δαγκώνοντας μανιασμένα τους ώμους και τον τρυφερό λαιμό και χαρακώνοντας τις
πλάτες της. Το βλέμμα του αρσενικού την ακολούθησε επίμονα ώσπου βγήκαμε στο
επόμενο βαγόνι. Ακολούθησε τα κατάμαυρα πυκνά μαλλιά ριγμένα άτακτα πίσω, τα
στητά στρόγγυλα στήθη, τους γερούς γοφούς και τις άσπρες γάμπες, ακολούθησε την
πίσσα της αβύσσου στα μάτια της.

Το προαιώνιο θηλυκό ένιωσε βέβαια πεντακάθαρα το σπασμό που προκαλούσε και δεν
είπε τίποτα. Δεν αρνήθηκε και δεν ανταποκρίθηκε, ίσως αναλογίστηκε μονάχα πως το
αρσενικό δεν είχε επίγνωση του κινδύνου. Τίποτα δεν είπα κι εγώ, δυο βήματα πίσω της,
δεν μπόρεσα όμως να συγκρατήσω ένα χαμόγελο. Ήξερα καλά πως, για λίγες
τουλάχιστον μέρες, ήταν δική μου. Την είχα κατακτήσει με μια σπάνια για μένα
ορμητική και αποφασιστική ενέργεια, λες κι ήμουνα εγώ ο πάνθηρας που διψούσε για
αίμα. Την έδειχνα τώρα με άνεση και συγκατάβαση σ’ ένα περίγυρο πεινασμένο. Μια
σύντομη διαδρομή από την κλινάμαξα στο εστιατόριο που περνούσε από το βαγόνι με
τους στρατιώτες και μια σύντομη παραμονή για φαγητό, μια γρήγορη επιστροφή. Ό, τι
χρειάζεται για ν’ αποδείξεις ότι κρατάς κάτι που ο άλλος λαχταράει.

Ήταν Αύγουστος και φορούσε μια λινή μπλούζα κι έκανε πολλή ζέστη. Στάθηκε στο
παράθυρο, εγώ ξαπλωμένος στο κάτω κρεβάτι, και κοιταχτήκαμε στα μάτια καθώς ο
αέρας ανέμιζε τα άγρια μαλλιά της. Είχε μια έκφραση σοβαρή, σχεδόν αινιγματική. Σε
λίγο ήρθε και κάθισε πλάι μου. Δεν την άγγιξα και δεν μ’ άγγιξε. Επικοινωνούσαμε με τα
μάτια, ίσια και αποκλειστικά. Αυτά τα μάτια του πάνθηρα, πελώρια ζωντανά χάσματα,
άνοιγαν κρουνούς πυρετού, απύθμενα και μυστικά πηγάδια, με τύλιγαν με μια αόρατη
μεμβράνη, μούδιαζαν το μυαλό μου. Μάτια κρατήρες ηφαιστείου σε ενέργεια, διαβολικές
δίνες που με τραβούσαν σε μια περιδίνηση χωρίς μέτρο, μάτια απέραντα. Το
παρατεταμένο κοίταγμα ήταν μια πρόκληση σ’ ένα θανάσιμο αντίπαλο. Η φλόγα που
άναβε χιλιάδες χρόνια στις ωοθήκες της έβρισκε εκεί διέξοδο.

Έκλεισα και κλείδωσα την πόρτα, μπήκα σ’ αυτά τα μάτια, εκούσια εισχώρησα, βυθίστηκα
αργά και ανελέητα μες στις αστραφτερές περίλαμπρες παγίδες, το σκοτεινή εκείνη
θάλασσα των τροπικών που λαχταράει το ξάστερο ουρανό τους μαγικούς βυθούς όπου
ελλοχεύει, γεμάτη αγκίδες κι άρωμα μεθυστικό, ακέραια η ψυχή της. Τυλίχτηκα στα
μαύρα σύννεφα και στν κατακλυσμό δακρύων των μαλλιών της, καταδύθηκα
ολόκληρος, άκουσα τους στεναγμούς και τις επικλήσεις της, ένιωσα τον τρομερό σπασμό
της. Οι περαστικοί σταθμοί φώτιζαν μιαν ανεπανάληπτη πράξη έρωτα και τα μακρινά
χωριά δάνειζαν μικρά φώτα στις κοιλάδες κάτω απ’ τ’ άστρα. Εκείνη δεν μιλούσε μα
έστελνε τις σκιές της αδιάκοπα να απλωθούν στους ώμους μου.

Είχε ήδη βραδιάσει όταν ξεκίνησε το τραίνο σέρνοντας καμιά εικοσαριά βαγόνια, το δικό
μας τελευταίο. Ως το πρωί που έφτασε στην πρωτεύουσα, καθόμασταν στο κάτω κρεβάτι,
το επάνω έμενε στρωμένο, και πρώτη εκείνη μίλησε για τη ζωή της από τα παιδικά της
χρόνια, σε μένα ακούμπησε το βάρος κάθε οδύνης και την άνοιξη κάθε προσδοκίας.
Γυμνός σταυροπόδι την άκουγα με το ένα χέρι περασμένο στους ώμους της και τ’ άλλο
να κρατάει, να στηρίζει, να χαϊδεύει το τρυφερό της στήθος. Την άκουγα σαν μέσα από
ομίχλη καθώς ήμουνα πιότερο βυθισμένος στα μάτια της.

Ύστερα της είπα εγώ τα δικά μου. Μίλησα για τη φλόγα της δημιουργίας που με
πυρπολούσε, για το θανάσιμο παιχνίδι με την άβυσσο και τις στιγμές που η θέλησή μου
αδυνάτιζε και λιποψυχούσα. Κι ύστερα παίξαμε το παιχνίδι του μεγαλύτερου ψέματος
και κέρδισε εκείνη.

Μου’ πε πως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εμένα, πως ήμουνα ο άνθρωπος που την άγγιξε
πιο βαθιά, πιο επώδυνα. Κι εγώ είπα στον πάνθηρα ένα παραμύθι για τα ζώα του δάσους
που αγαπιούνται και κοιτάζονται στα μάτια και δεν ζητάνε τίποτα. Και πάνω εκεί, μετά
μια ολόκληρη νύχτα αγρύπνιας, αποκοιμήθηκε στο χέρι μου κι ήμασταν μόνοι και τ’
άστρα σβήσαν και το τραίνο σύντομα θα έμπαινε στον σταθμό.

Τίμια και άγνωστα, νεανικά και προαιώνια, μάτια νυχτερινά. Ίδιος ο θάνατος, ο ενιαίος
χρόνος και το πάθος της ζωής κρυσταλλωμένα σε μια υπέρτατη στιγμή. Ακέραια η
γοητεία του απόλυτου. Ακόμη και στα μάτια του πάνθηρα καμιά φορά φυτρώνει ένα
δάκρυ. Γι’ αυτό που λαχταράει κι είναι απαγορευμένο και δεν μπορεί ποτέ να αποχτήσει.
Για την αγάπη που είναι έξω από τη φύση του.

Όταν γνωρίσεις τον πάνθηρα, τα μάτια του σ’ αιχμαλωτίζουν και σ’ ακολουθούν για
πάντα. Η μυστική ενέργεια που ακτινοβολούν, με μια παράξενη διαδικασία, μετατρέπεται
και ολοκληρώνεται και, πράγμα απίστευτο, μπορεί να γεννήσει ένα ποίημα, ένα φύλλο,
ένα πουλί.



Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

Κούκος μονός, γνήσιος και ανόθευτος (β' μέρος)




  )
Μ’ αυτά και περισσότερα, φτάσαμε στην περίοδο που ξύπνησε ο Εγκέλαδος και κυριολεκτικά αποχαλινώθηκε τη νύχτα εκείνη του Ιουνίου. Ακολούθησαν μήνες φόβου και οι επαγγελματίες που παραμελούσαν τη δουλειά τους, είχαν πια ελάχιστη δουλειά για να παραμελήσουν. Η πόλη ήταν ημιπαράλυτη, άλλοι την είχαν κοπανήσει στα χωριά τους ή στα εξοχικά, και άλλοι έμεναν σε πλατείες, προαύλια εκκλησιών και σε κάθε άλλο ανοιχτό χώρο. Ιδανικό πλέον το σκηνικό για να ξεφαντώσει με τη σειρά του ο Τζόγος.

Από τις δυο και τρεις φορές την εβδομάδα, έφτασε η παρέα να παίζει κάθε βράδυ. Μετά το πρώτο σκόρπισμα στις είκοσι Ιουνίου και τον κύριο μετασεισμό στις πέντε Ιουλίου, κάναμε έναρξη στις μεγάλες τετράγωνες σκηνές και συνεχίσαμε σε διαμερίσματα. Από την ανάγκη, είχαμε γίνει όχι μόνο σεισμολόγοι αλλά και ειδικοί ρωγμολόγοι, όπως έλεγε ο Σκοτεινός. Με μια ματιά μπορούσαμε να αποφανθούμε τελεσίδικα αν οι συγκεκριμένες ρωγμές επηρέαζαν τη στατική επάρκεια ή αν ήταν απλώς επιφανειακές στη τοιχοποιία …

Έτσι, στην έντονη συγκίνηση της πόκας μεταγγιζόταν ο ισχυρός υπολανθάνων φόβος του σεισμού. Λες κι έκανες έρωτα με χειροπέδες ή κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη. Τα μέλη της παρέας ήταν, κατά κανόνα, πολύ συμπαθητικά παιδιά αλλά ιδιαίτερα σκληροί ως παίκτες. Ο Σπίνος, για παράδειγμα, ήταν νέος με γνώσεις και συγκρότηση και, όπως υποδηλώνει το παρατσούκλι του, γλυκός και ελκυστικός για το άλλο φύλο. Όταν η καθημερινή του παλινδρόμηση τον έφερνε απ’ τα διάφορα κρεβάτια στο πράσινο τραπέζι, είχε ευθυβολία ελεύθερου σκοπευτή και χαρτοπαικτικό δήγμα βασιλικής κόμπρας. Ανάλογη ήταν και η περίπτωση του Σκοτεινού, που ήταν λογιστής αλλά δεν έμοιαζε. Με το μειλίχιο ύφος του, τα καλαμπούρια και τον αιώνιο φιλικό του τρόπο, κατάφερνε να παραμένει σε διαρκή κατάσταση μπλόφας. Και η σχεδόν μόνιμη απορία των συμπαικτών του ήταν αν είχε δυο εφτάρια ή τέσσερις άσσους.
……………………………………………………..

Σε κάθε είδος παιχνιδιού, αθλήματος ή τέχνης, ίσως και σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, όσο ωριμάζει κανείς από την άσκηση, τις περιπέτειες και τις μπουνιές που τρώει στη μούρη, τόσο καλύτερα αντιλαμβάνεται το νόημα της λιτότητας. Στον έρωτα, για παράδειγμα, που είναι όλα μαζί τα παραπάνω αλλά και η πηγή της ύπαρξης. Οι φιοριτούρες, τα κόλπα και οι διαστροφές προορίζονται για τα παιδάκια ή για ανθρώπους μπουχτισμένους, για ανθρώπους που κάπου έχασαν τον μπούσουλα. Και παραδέρνουν σε αδιέξοδα μονοπάτια, εκλαμβάνοντας το ορντέβρ ως το κυρίως γεύμα και τις υποσημειώσεις ως το κυρίως θέμα.

Έτσι ακριβώς συμβαίνει και στην πόκα. Οι παραλλαγές με τα πολλά χαρτιά στο χέρι και κάτω, είναι ένα πρώτο στάδιο, όπως εκείνα τα βαφτιστά που παίζαμε στην εφηβεία μας και έβγαζαν πενταρέ του άσσου οι τέσσερις από τους έξι. Το φλος ρουαγιάλ είναι η σούπερ γκόμενα των διαφημίσεων, από κοντά μια βαρετή πασαλειμμένη κότα. Το ένα κανταϊφι μπορεί να είναι απείρως πιο απολαυστικό από ολόκληρο ταψί και η σπιτική φασουλάδα χίλιες φορές πιο νόστιμη από τον αστακό. Δυο εφτάρια με άσσο κερδίζουν τα δυο εφτάρια με παπά και τα μεγάλα κόλπα.
……………......................................................

Η παρέα έπαιζε διάφορές παραλλαγές της πόκας, άλλες με τα γνωστά και άλλες με αυτοσχέδια ονόματα, πολλές φορές για καλαμπούρι. Όταν όμως εκείνος που είχε σειρά να μοιράσει, δήλωνε τονίζοντας τις συλλαβές, κούκος μονός, τότε συχνά ακουγόταν στο τραπέζι ένας ψίθυρος δέους. Κι αν το νευρικό σύστημα κάποιου δεν άντεχε εκείνη τη στιγμή, μπορούσε άνετα να πάει πάσο. Αρκεί να μην κέρδιζε, γιατί τότε θα ήταν υπόλογος για καραμπίνα, περίπου έγκλημα καθοσιώσεως.

Στον κούκο τον μονό, όπως τον παίζαμε εμείς, παίρνει ο κάθε παίκτης ένα χαρτί κλειστό. Ακολουθεί το πρώτο χτύπημα. Μετά ανοίγει χαρτί στο τραπέζι για το δεύτερο χτύπημα. Δεύτερο χαρτί στο τραπέζι και τρίτο χτύπημα, τρίτο χαρτί και τέταρτο χτύπημα. Στο σημείο αυτό, μοιράζεται το δεύτερο χαρτί στο χέρι και ακολουθεί το πέμπτο χτύπημα. Τέλος, πέφτουν κάτω, ένα-ένα, άλλα δύο χαρτιά. Σύνολο δύο χαρτιά στο χέρι και πέντε κάτω, σύνολο εφτά χτυπήματα.

Τι έκανε, λοιπόν, κάποιος που έπαιρνε τον άσσο στο χέρι; Περνούσε ντούκου για να παρασύρει μέσα τους υπόλοιπους; Πρωτόγονη σκέψη. Περίμενε τον δεύτερο άσσο, στο χέρι ή κάτω, για να ζευγαρώσει και ύστερα να χτυπήσει; Ακόμη πιο πρωτόγονη. Έτσι την έχουν πατήσει αναρίθμητοι γιατί, όπως γνωρίζει και ο κάθε αρχάριος, οι μεγαλοπρεπείς δύο άσσοι, όσο κι αν φαίνεται άδικο, χάνουν από τα ζεύγη του οκτώ με εξάρια.

Αυτό που έκανε ο τυχερός που έπιανε τον άσσο, ήταν να χτυπήσει δυνατά για να διώξει όσο το δυνατόν περισσότερους και να μειώσει την πιθανότητα να χάσει. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, δήλωνε το φύλλο του. Εάν βέβαια τον πίστευαν οι άλλοι γιατί θα μπορούσε να χτυπάει και με εφτάρι. Με κάθε χαρτί που μοιραζόταν, τα χτύπημα αυξανόταν για να εξασφαλίσει ο κάτοχος του άσσου το ποτ που είχε ήδη μαζευτεί. Ή να αναγκαστεί ο άλλος να πληρώσει ακριβά το καλύτερο χαρτί που κυνηγούσε. Σε κάποιο σημείο να πάει πάσο ή να βάλει μέσα τα ρέστα του με μειονέκτημα.

Όπως μπορεί κανείς να αντιληφθεί, το πιο ανατριχιαστικό θρίλερ ήταν να μοιραστούν οι τρεις άσσοι και να πέσει ο τέταρτος στο τραπέζι. Τότε κάποιος έβαζε το ρέστα του, με υποθετικό πλεονέκτημα, κι ακολουθούσαν οι άλλοι αναγκαστικά. Όπως και να είχε το πράγμα, ήμασταν όλοι νέοι, οι σφυγμοί μας μπορούσαν άνετα να υπερβούν τους εκατόν πενήντα και το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί ήταν να χάσουν κάποιοι τα λεφτά τους.


Ανάμεσα σ’ αυτούς τους κάποιους ήμουν κι εγώ. Χάνεις μια φορά, χάνεις δεύτερη, χάνεις και τρίτη. Στην ειδική διάλεκτο, αυτό ονομάζεται λούκι. Το λούκι ή γκίνια ή ατυχία διαρκείας ή συνεχής χασούρα χωρίς προηγούμενο και χωρίς οφθαλμοφανή εξήγηση, είναι ο εφιάλτης του χαρτοπαίκτη. Γιατί σιγά-σιγά εξαντλείται η υπομονή του αλλά και τα χρηματικά του αποθέματα. Και τότε είναι ακόμη πιθανότερο να χάσει. Αφού μάλιστα δεν πιάνει κανένα γούρι, ούτε το λαγοπόδαρο, ούτε το αγαπημένο του τσακμάκι, ούτε το ειδικό δώρο της γκόμενας.

Λέει, λοιπόν, άντε και την επόμενη φορά θα ψιλορεφάρουμε. Και κερδίζει. Ακολουθούν ακόμη τρεις-τέσσερις παρτίδες με χασούρα. Κι όσο τον πιάνει το άγχος, ότι πρέπει να κερδίσει οπωσδήποτε (λέξη άγνωστη στον τζόγο), τόσο πιο ριψοκίνδυνος γίνεται και τόσο μειώνονται οι πιθανότητές του να κερδίσει σ’ ένα παιχνίδι που στις φλέβες σου πρέπει να κυλάει ψυκτικό αντί για αίμα. Κι όσο τελειώνουν τα λεφτά του, τόσο ψάχνει και ξαναψάχνει τα συρτάρια, αποσύρει τις όποιες καταθέσεις του, προεξοφλεί αποδοχές, δανείζεται ή σκέφτεται να δανειστεί. Άλλοι έχουν κάνει και πολύ χειρότερα.
…………….....................................................................

Είχα μπει λοιπόν στο λούκι και είχα χάσει ένα σημαντικό ποσό συνολικά, ιδίως για τη δική μας οικονομική κατάσταση. Τουλάχιστον δεν είχα δανειστεί γιατί ποτέ μου δεν ανέχτηκα το χρέος. Αυτό όμως ελάχιστα με παρηγορούσε. Πήγαινα το πρωί στο γραφείο με κεφάλι ασήκωτο και στόμα σαν παπούτσι, τα σκεφτόμουν όλα αυτά και με κατέκλυζε μια αίσθηση ματαιότητας και ξεφτίλας. Έλεγα, δεν μπορεί, το βράδυ θα κερδίσω. Κι έχανα πάλι.

Επιπλέον, το παιχνίδι γινόταν ολοένα πιο στυγνό και απογυμνωμένο. Κόπηκαν πια τ’ αστεία και τα πειράγματα, και τα συμπαθητικά παιδιά έγιναν σιωπηλά έως σκυθρωπά και, από ανταγωνιστικά, σταδιακά μεταμορφώθηκαν σε καθαρά εχθρικά. Σαν αντίπαλα όρνεα ή αιλουροειδή που έχουν αποδυθεί σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα όχι μόνο για το θήραμα αλλά και για την ίδια την επιβίωση.

Ταυτόχρονα, άρχισα να ντρέπομαι, εγώ ο αετός και ο πολύπειρος, για την ανικανότητά μου να κερδίσω. Παραβλέποντας ότι και άλλοι ήταν αετοί και πολύπειροι. Να ντρέπομαι για την αδυναμία μου να σταματήσω, να ντρέπομαι για τις λογικοφανείς δικαιολογίες που προέβαλα στη Σοφία. Εκείνη διαμαρτυρόταν ήπια και προσπαθούσε να με πείσει με το αυτονόητο. Ποτέ όμως δεν θέλησε να χρησιμοποιήσει ιδεολογικά επιχειρήματα κι έδειχνε κατανόηση πραγματική για το πρόβλημά μου, γεγονός που με εξουθένωσε εντελώς. Ο Τζόγος έδειχνε την αποκρουστική πλευρά του προσώπου του.

Κάποια χάραμα, φύγαμε μαζί με τον Γιώργο, τότε βοηθό και τώρα καθηγητή στο πανεπιστήμιο, και πήγαμε να πιούμε τον πικρό καφέ στου Τόττη, με πρησμένο πρόσωπο από την αϋπνία και σαν σκυλιά δαρμένα. Εκεί αράξαμε, ηρεμήσαμε και τα είπαμε όλα. Για τους γνωστούς βιομηχάνους που καταστράφηκαν, για τα σπίτια που έκλεισαν, για τα μύρια όσα έκαναν άλλοι για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Σαν λαϊκά αναγνώσματα, ιστορίες που θεωρούσαμε ως υποδείγματα βλακείας, ιστορίες που δεν πιστεύαμε ότι υπήρχε περίπτωση ποτέ να μας αφορούν προσωπικά.

Και συμφωνήσαμε ότι ένας και μοναδικός τρόπος υπάρχει να βγει κανείς από το λούκι. Να δεχτεί τη χασούρα και το πλήγμα στον εγωισμό του, να σηκωθεί και να πει, αυτό το έργο εμείς το έχουμε ξαναδεί, πάμε να φύγουμε. Και βγαίνοντας από τη σκοτεινή αίθουσα, να πετάξει εισιτήριο κα πρόγραμμα στον σκουπιδοτενεκέ.

Ήταν ένα πρωινό αψύ μες στη ομίχλη, ένα πρωινό γεμάτο μυρωδιές, κι εμείς κοιτούσαμε τους γλάρους και τα ψαροκάικα, μακριά τη θάλασσα και το Καραμπουρνάκι. Κοιτούσαμε τους περιπατητές της παραλίας, τους ερασιτέχνες ψαράδες που ετοίμαζαν τα σύνεργά τους, κάποιο κορίτσι που περνούσε με το σώμα του να διαγράφεται ερεθιστικό κάτω απ’ το φόρεμα, ζεστό ακόμη απ’ το κρεβάτι. Το κόβουμε; είπαμε ξαφνικά με μια φωνή; Το κόβουμε οριστικά, συμφωνήσαμε και δώσαμε τα χέρια.

Πήρα τηλέφωνο τη Σοφία να της το ανακοινώσω αλλά εκείνη το μόνο που με ρώτησε ήταν αν ήμουν καλά. Γύρισα στο σπίτι, ήπια κι άλλον καφέ και της είπα τα καθέκαστα, με κάθε οδυνηρή λεπτομέρεια. Εκείνη χαμογέλασε, στην αρχή κάπως θλιμμένα είναι η αλήθεια, ύστερα κάπως χαρούμενα. Κι απάντησε, αφού πραγματικά αποφάσισες να σταματήσεις, ας πούμε ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Έτσι είναι η Σοφία.

Το ξέρω ότι ακούγεται παράφωνο σ’ αυτή την εποχή, αλλά στις φλέβες μου κυλάει ένας παππούς μικρασιάτης που περιφρονούσε τα έγγραφα και τιμούσε τη χειραψία και τον λόγο του. Η πόκα λοιπόν αποτελούσε παρελθόν. Ανέσυρα απ’ τη μνήμη διάφορα ελεγχόμενα υποκατάστατα και ανακάλυψα καινούρια. Καμιά φορά, με ανεκτές θυσίες και ασήμαντες απώλειες, μπορεί να ευφραίνεται το θηρίο και να απομακρύνεται η πιθανότητα να αγριέψει ξαφνικά.

Τώρα ο Τζόγος χαμογελάει και πάλι. Ίσως για να μου υπενθυμίσει ότι ένα προαιώνιο πρόβλημα δεν λύνεται έτσι απλά. Κι ότι η ζωή, και ιδίως μια ελληνική ιστορία, ποτέ δεν τελειώνει με αγκαλιές και με φιλιά, ενώ δακρύζουν ακόμη και οι μουσικοί της αόρατης ορχήστρας. Ο Τζόγος, ο Εγκέλαδος κι οι άλλοι τύποι του Ολύμπου και των περιχώρων είναι εξέχοντα μέλη της ίδιας φαμίλιας. Έχουν χωρίσει την ψυχή μας σε περιοχές επιρροής και στέλνουν τακτικά τους φουσκωτούς τους να εισπράξουν το τίμημα της προστασίας. Η φύση τους όμως είναι άπληστη και αυτό δεν τους αρκεί. Η επόμενη σύγκρουση και η επόμενη έκρηξη, ο επόμενος μεγάλος σεισμός δεν είναι παρά θέμα χρόνου.

(από το μυθιστόρημα Η γοητεία των δευτερολέπτων, 2001)