Οι έγκλειστοι στο κέντρο της πόλης, μέσα στο μπετόν και τα καυσαέρια, ελάχιστη
επαφή έχουν με τη φύση. Ιδιαίτερα αν, όπως εγώ, έτυχε να γεννηθούν εκεί,
αγνοούν ακόμη και τα ονόματα των δέντρων και των λουλουδιών, εκτός από
τα πολύ κοινά, και χαίρονται με την καρδιά τους όταν τύχη να βγουν στην εξοχή.
Όταν πριν λίγους μήνες μετακομίσαμε στο τέρμα της Άνω Τούμπας, όχι μόνο βρέθηκα
ξαφνικά στο περιβάλλον της γειτονιάς, με τα παιδιά να παίζουν στους δρόμους αντί τα
αυτοκίνητα, με τους μαγαζάτορες να ξέρουν το μικρό μου όνομα, με τις γειτόνισσες στα
μπαλκόνια και την καλημέρα τους, αλλά και για πρώτη φορά ήρθα σε άμεση και
καθημερινή επαφή με τη φύση.
Το διαμέρισμα αυτό, δυο μέτρα από το χώμα, τραβούσε σαν μαγνήτης τον ήλιο στα
μεγάλα του παράθυρα. Στο ευρύχωρο σαλόνι εκπληρώθηκε το αρχαίο μας όνειρο, μια
τεράστια βιβλιοθήκη σε ανοιχτό χρώμα ξύλου που κάλυπτε ολόκληρο τον τοίχο και
δέχτηκε όσα βιβλία μας είχαν απομείνει από τις είκοσι μετακομίσεις, την περιπλάνηση
στην ξενιτιά και τις υγρές αποθήκες. Καθόμουνα και τη καμάρωνα φωτισμένη, διάλεγα
ένα βιβλίο από το ράφι, του ‘ριχνα μια ματιά, ύστερα το ‘βαζα στη θέση του και διάλεγα
ένα άλλο.
Στο μπαλκόνι, γύρω-γύρω, λίγο στενό αλλά ατέλειωτο σε μήκος, βάλαμε γλάστρες
κόκκινες και τις γεμίσαμε φυτά. Εκεί έμαθα για πρώτη φορά τα γεράνια και τις πετούνιες
με λουλούδια πορτοκαλί και μωβ, δεκάδες αποχρώσεις. Προτιμήσαμε τα σκληρά και
ανθεκτικά φυτά και γέμισαν οι τοίχοι από τα φύλλα του αμπέλοψι που στριφογύριζε,
γαντζωνόταν, ανέβαινε παντού, και το φθινόπωρο, πριν φυλλορροήσει, έπαιρνε το βαθύ
χρώμα της φωτιάς. Κάτω από το μπαλκόνι είχαν φυτρώσει αγριόχορτα και ζιζάνια. Με
την αδυναμία μου για κάθε είδους πράσινο, ποτέ δεν τα ξερίζωσα, μάλιστα αρκετές φορές
τα είχα ποτίσει.
Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο της δύναμης και της αυτάρκειας, λίγο νερό κάθε τρεις μέρες
ήταν όλο κι όλο που ζητούσε, εγκαταστάθηκε βασίλισσα λεπτεπίλεπτη, τρυφερή και
παράξενη μια γαρδένια. Σε λίγο καιρό μεγάλωσε μέσα στον κόκκινο τενεκέ της και γέμισε
μπουμπούκια αλλά σχεδόν ταυτόχρονα τα φύλλα της άρχισαν να κιτρινίζουν και να
μαραίνονται. Δοκιμάσαμε διάφορα δυναμωτικά, λιπάσματα, βιταμίνες, ήρθε κι ένας φίλος
μας γεωπόνος που την εξέτασε με τον φακό του και αποφάνθηκε. Κι ωστόσο τα
μπουμπούκια της συνέχισαν να ξεραίνονται και να πέφτουν πριν ανθίσουν.
Ένα πρωί τηλεφώνησα στο γραφείο ότι ήμουν αδιάθετος, βγήκα στο μπαλκόνι και κάθισα
δίπλα της σ’ ένα σκαμνί. Με υγρό σφουγγάρι θαλασσινό καθάρισα ένα-ένα τα
φυλλαράκια της ενώ της ψιθύριζα γλυκόλογα, την έλεγα κορίτσι μου, μικρό και χαϊδεμένο
μου. Κι ύστερα της διηγήθηκα παραμύθια, παράξενα τρελά παραμύθια, βγαλμένα από
την παρόρμηση της στιγμής. Και της τραγούδησα με μια φωνή αργή και διστακτική όπως
ο καθένας κάποτε είπε το πρώτο σ’ αγαπώ.
Από τη μέρα εκείνη η γαρδένια πήρε επάνω της. Σύντομα τα μπουμπούκια της
μισάνοιξαν σε εκθαμβωτικά κατάλευκα λουλούδια και η μεθυστική τους ευωδιά
πλημμύρισε τον χώρο. Έτσι τώρα με τη γαρδένια μου έχω μια σχέση σχεδόν ερωτική που
δεν πρέπει ποτέ να παραμελήσω. Της μιλάω, την αγγίζω απαλά κι εκείνη συλλαμβάνει τα
μυστικά κύματα που εκπέμπω, με τις ευαίσθητες κεραίες της εκείνη καταλαβαίνει.
Και κάθομαι και συλλογίζομαι μήπως ήταν τα λιπάσματα ή κάποια θεραπεία επιστημονική
κι όχι οι τρέλες οι δικές μου. Μήπως το βλέμμα δεν γλιστράει σαν το νερό στη επιφάνεια
των πραγμάτων. Μήπως η λογική δίνει σε όλα εξήγηση και δεν υπάρχουν μυστηριώδεις
εκδοχές κι ανεξακρίβωτες δυνάμεις που καθορίζουν τη ζωή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου