Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2021

Φιλόλογοι με δίδαξαν και με μεγάλωσαν ....

«Αυτός ο ανθρωπάκος με το καφέ κοστούμι ήταν ένα μυστήριο κάτω από το αμείλικτο φως της σχολικής ζωής. Μια τάξη εφήβων που όλα τα χλεύαζε, σε κείνον ήταν πρόθυμη όλα να τα συγχωρήσει. Να συγχωρήσει ότι είχε γυναίκα καθηγήτρια και δυο παιδιά με αρχαία ελληνικά ονόματα, να συγχωρήσει τις συμβάσεις και τις αδυναμίες του. Και να αισθάνεται ταυτόχρονα ότι δεν υπάρχει τίποτα για να του συγχωρήσει. Ενώ παρακολουθούσε και την παραμικρή γκριμάτσα του, έβρισκε εξαιρετικά χαριτωμένο το μπερεδάκι του, ρουφούσε τις καυστικές παρατηρήσεις του. Και τον είχε εκλέξει σύμβουλο της τάξης ομόφωνα και δια βοής..................................................................................΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄ Εκείνος έκανε απλώς τα καθημερινά. Διάβαζε αρχαία ή νέα ελληνικά, διάβαζε ποίηση και πεζογραφία, και δεν απήγγειλε ποτέ. Έκανε τις επισημάνσεις του, έλεγε τις απόψεις του, μιλούσε για τις εμπειρίες του, όμως την περισσότερη ώρα άκουγε. Τους άκουγε, τους πρόσεχε, ενδιαφερόταν για τον πρώτο και για τον τελευταίο μαθητή. Και μια ματιά του αρκούσε όταν, καμιά φορά, σε κάποιο από τα εξημερωμένα τώρα θηρία ξυπνούσαν τα αρχέγονα ένστικτα.............................................................................................................΄................................................................................ Αν ήταν ναύαρχος θα γελούσαν, αν ήταν πλοίαρχος θα τον αμφισβητούσαν, αν ήταν άλλος αξιωματικός του ναυτικού, θα αντιμετώπιζε τη δολοφονική ειρωνεία της τάξης. Αν ήταν μόνον ένας άξιος φιλόλογος, ένας ανώτερος, μια εξουσία, θα περιορίζονταν σε μηχανικές κινήσεις. Εκείνος όμως κατείχε επάξια τον μεγαλύτερο βαθμό στο ναυτικό, τον βαθμό που του είχαν απονείμει οι παλιότεροι και που απαιτούσε το ήθος της τάξης......................................................................................................................................................................................................... Ήταν ο Μούτσος, ο δικός τους μούτσος. Αυτός που πρόφερε τις μαγικές λέξεις για να γαληνέψει η μανιασμένη θάλασσα. Ένας αλχημιστής της καθημερινότητας που κατείχε τη μυστική φόρμουλα, ίσως από την αρχαιότητα, για να μετατρέψει κάθε κοινό μέταλλο σε χρυσάφι. Ή μια συνηθισμένη ώρα διδασκαλίας σε συναρπαστική εξερεύνηση. Κι έτσι να οδηγήσει το καράβι της εφηβείας τους σε κάποιο άγνωστο αλλά ασφαλές λιμάνι. Έτσι να προστατέψει από τους άλλους και ιδίως από τον ίδιο τους τον εαυτό την, κάτω από σκληρό περίβλημα, σχεδόν απόλυτη αθωότητα της ηλικίας τους............................................................................................................................................................................................ (απόσπασμα από το διήγημα Ο μεγαλύτερος βαθμός στο ναυτικό της συλλογής Νόστος, 2000) ............................................................................................................................................................................................................ Έχω αδυναμία στους φιλόλογους. Φιλόλογοι, έλληνες και ξένοι, κυρίως αμερικανοί, με δίδαξαν και με μεγάλωσαν, φιλόλογοι μετέφρασαν τα ποιήματά μου σε ξένες γλώσσες, φιλόλογοι μελέτησαν και έκριναν τη λογοτεχνική μου εργασία, φιλόλογοι με ανθολόγησαν και με βράβευσαν, φιλόλογοι έπαιξαν από πολλές απόψεις σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, δυο φορές με παρουσίασαν στον σύλλογό τους στη Θεσσαλονίκη, μία στο Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. και άλλη μία στη στη Βέροια, στους φιλόλογους της Ημαθίας. Και ένας νεώτερος φιλόλογος, ο Φώτης Συμεωνίδης, γύρισε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή μου με τίτλο «Σ'΄αγαπώ-Ελογοκρίθη», που προβλήθηκε πριν μερικές μέρες στο 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης............................................................................................................................................................................... Στην σύγχρονη ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, ο κατάλογος των φιλόλογων που ήταν ταυτόχρονα σπουδαίοι ποιητές και πεζογράφοι είναι ατέλειωτος. Από τα χρόνια του Ανατόλια, θα μνημονεύσω τον αγαπημένο μας Τάσο Γεωργοπαπαδάκο, για τον οποίο έγραψα το παραπάνω διήγημα χωρίς ίχνος υπερβολής, και τους Νίκο Παπαχατζή, Θόδωρο Μαυρόπουλο, Χρήστο Φράγκο, Λάμπρο Παραρά, Γιώργο Μιχαλόπουλο. Και τους αξέχαστους αμερικανούς φιλόλογους Billy Compton και Osborn Smallwood................................................................................................................................................................................................. Τι έμεινε τελικά από όλα αυτά; Να εκπληρώσει κανείς τον προορισμό του, να είναι συνεπής, να τιμήσει εκείνο που του δόθηκε. Έτσι μπορώ για μια φορά ακόμη να γυρίσω τώρα στους φιλόλογους των εφηβικών μου χρόνων αλλά και σε όλους τους φιλόλογους της ζωής μου, να τους ευχαριστήσω με όλη μου την καρδιά και να τους πω ότι δικαίωσα τις προσδοκίες τους, ότι φάνηκα συνεπής στη ζωή μου. Τόσο απλά. Ευχαριστώ................ ............................................................................................................................................................

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

Ο έρωτας στην εφηβεία

Μη φαντασθείτε νησί του Αιγαίου, σπίτι εξοχικό ή μακρινό ξενοδοχείο, ούτε καφενεδάκι πλάι στη θάλασσα με χρυσή αμμουδιά. Καλοκαιράκι βέβαια αλλά στο κέντρο της Θεσσαλονίκης με κτίρια γραφείων, μαγαζιά ανοιχτά, κοσμοπλημμύρα και έστω λίγα αυτοκίνητα, κάπου προς το τέλος της δεκαετίας του 1950.................................................................................................................................................................................................... Η Έφη ήτανε χαριτωμένη και ελκυστική, έξυπνη, δυναμική και σκωπτική. Δικαίωνε, δηλαδή, απόλυτα τα δεκαέξι της χρόνια. Κι ακόμη, είχε πεθάνει πολύ νέος ο πατέρας της ενώ εγώ είχα άλλου είδους οικογενειακά προβλήματα. Μόλις είχα αποφοιτήσει από το Ανατόλια κι εκείνη θα πήγαινε στην πέμπτη τάξη το φθινόπωρο. Η τάξη μας των αγοριών έκανε πάρτι με τη δική της τάξη των κοριτσιών, μια και πέφταμε μικροί για τις συμμαθήτριες μας Πώς ακριβώς τα φτιάξαμε, μετά διάφορα πειράγματα και διαξιφισμούς, δεν θυμάμαι τώρα μετά από τόσα χρόνια, θυμάμαι όμως άλλες απίθανες λεπτομέρειες................................................................................................................. .................................................................... Αφού είχα κάνει λοιπόν μια βόλτα στους πέντε θερινούς κινηματογράφους γύρω-γύρω στη Πλατεία Αριστοτέλους και είχε δει τις φωτογραφίες του έργου στις εισόδους τους, σκέφτηκα να πάρω ένα τηλέφωνο την Έφη. Με τον φόβο πάντα μήπως απαντήσει η μαμά της, σχημάτισα λοιπόν τον αριθμό της σε ένα θάλαμο........................................................................................................................................................................................... - Δεν μπορώ να βγω απόψε, μου είπε η Έφη, έλα εσύ στο σπίτι μου. Θα σε περιμένω στην ταράτσα της οικοδομής.............................................................................................................................................................................................. Δεν ήταν μόνο πρόσκληση αλλά και πρόκληση, επικίνδυνη φυσικά για τα ήθη της εποχής αλλά και ρομαντική, και φυσικά ήταν αδύνατον να την αφήσω αναπάντητη. Είπα λοιπόν «εντάξει, έρχομαι, σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί», περπάτησα στην Τσιμισκή, έφτασα στη προέκταση της και βρήκα την πολυκατοικία της. Ελάχιστες πολυκατοικίες είχαν ασανσέρ την εποχή εκείνη κι έτσι άρχισε να σκαρφαλώνω τις σκάλες των τεσσάρων ή πέντε ορόφων. Σε κάποια στροφή, είδα ένα κεφάλι ώριμης γυναίκας να με κοιτάζει καχύποπτα από το παραθυράκι της εξώπορτας και ένα δεύτερο λίγο ψηλότερα.Έφτασα λοιπόν κάποτε στην κορυφή της σκάλας και βγήκα στην ταράτσα. Η Τσιμισκή απλωνόταν κάτω φωτισμένη ως το τέρμα της προς τη Δωδεκανήσου. Και η Έφη; Τη διέκρινα σε λίγο να χαμογελάει μισοκρυμμένη στη γωνία. Την πλησίασα, αγκαλιαστήκαμε κι αρχίσαμε τα φιλιά. Φιλιά που είναι ακόμη πιο ηδονικά όταν γίνονται σε συνθήκες παρανομίας και μάλιστα από εφήβους. Πριν καλά –καλά ζεσταθούμε και λειτουργήσει το μυαλό μας προς κάτι το παραπάνω ερωτικά, ακούστηκαν φωνές από τη σκάλα...........................................................................................................................................................................΄..........΄΄΄΄ - Ωχ, οι γειτόνισσες θα σε είδαν, είπε εκείνη μισοειρωνικά και κάπως τρομαγμένη, καλύτερα να μην μας πιάσουν εδώ. Συμφώνησα, απέσπασε μια τελευταία δόση νέκταρ από τα χείλη της και βγήκα έξω, να κατεβώ τις σκάλες τη φορά αυτή. Σε ένα κεφαλόσκαλο με σταμάτησαν τρεις γυναίκες. -Τι θέλατε, κύριε, στην ταράτσα μας; με ρώτησαν με βλέμμα απειλητικό................................................................... ..................................................................................................................................................................................................... – - Ξέρετε, είμαι ζωγράφος, ψέλλισα εγώ, και ήθελα να δω τη θέα της πόλης από ψηλά, ενώ σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να είχα πει ακόμη μεγαλύτερη βλακεία............................................................................................................................................................................................... - Να ξέρετε ότι αν ήταν οι άντρες εδώ, θα γινόταν φασαρία, μου τόνισαν εκείνες με μια φωνή.............................................................................................................................................................................................. ...... Πέρασα ευγενικά ανάμεσα τους και την κοπάνησα ενώ στο μυαλό μου χοροπηδούσαν εικόνες από αγριεμένους πατεράδες, προστάτες του οικογενειακού ασύλου. Βγήκα και πάλι στην Τσιμισκή, πήρα βαθιά ανάσα και περπάτησα προς την Αριστοτέλους στην αντίθετη αυτή τη φορά κατεύθυνση, αποφασισμένος να χωθώ σ’ ένα σινεμά και δω το οποιοδήποτε έργο για να χαλαρώσω. Έφτασα στον ίδιο θάλαμο της πλατείας και ξαναπήρα τηλέφωνο την Έφη. Απάντησε σκασμένη στα γέλια....................................................................................................................................................................................................... - Σας άκουσα, είπε, σας άκουσα, είσαι ζωγράφος, έτσι;............................................................................... ................................ - Πάλι καλά να λες, δικαιολογήθηκα................................................................................................................................................................ ........................... – Δεν φαινόταν πάντως αλήτης το παιδί, είπε κάποια γειτόνισσα μετά τα διάφορα απειλητικά, με παρηγόρησε η Έφη...................... ............................................................................................................................................................................................................. Το αφήσαμε λοιπόν το θέμα εδώ για τη βραδιά εκείνη, συμφωνήσαμε να συναντηθούμε μια άλλη μέρα με πιο ομαλές συνθήκες κι εγώ χώθηκα στο σινεμά μου και έβλεπα στην οθόνη περισσότερο το περιστατικό παρά το έργο....................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................... Και πέρασαν τα χρόνια όπως στα έργα. Η εφηβική αυτή αγάπη για το καλοκαίρι κράτησε από μακριά σχεδόν μια ολόκληρη ζωή με πολλά άλλα απίστευτα περιστατικά και την ατυχία μόνιμη επωδό της. Την Έφη δεν την ξέχασα, νομίζω ότι ούτε εκείνη εμένα. Μένει στη μνήμη μου σαν μια τόσο αγνή, τόσο ρομαντική και ωραία ιστορία που τη σεβάστηκε ο χρόνος ενώ εμάς τους ίδιους μας τιμώρησε αλύπητα............................ ...................................................................................................................................................................................... (δημοσιεύτηκε στην ανθολογία των Εκδόσεων Καστανιώτη, Θερινοί έρωτες, 2021)

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2021

Επέμβαση ανοιχτής καρδιάς

είμαι ένας Σάυλωκ παράξενος/ σας δίνω την ψυχή μου δώρο/ και παίρνω τη δική σας την ψυχή/ προσάναμμα μιας φωτιάς πάντα καινούριας/ .................................................................................................................................................................................................... - ..... Η Βικτωρία έδωσε τα ποιήματά σου στους μαθητές της», μου είπε στο τηλέφωνο ο Ανδρέας. «Δεν θα σου πω πόσοτους άρεσαν, μίλησε καλύτερα με εκείνη». . - «Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο τους άρεσαν»,μου είπε η Βικτωρία και πάλι στο τηλέφωνο λίγη ώρα αργότερα. «Θα αφήσω εκείνους να σου το δείξουν στην εκδήλωση που έχουμε οργανώσει. Ελπίζω να έρθεις μαζίμε τη Σοφία»............................................................................................................................................................... Ήταν κάτι που δυσκολεύτηκα να πιστέψω. Τεράστια έκπληξη και μυστήριο μαζί. Καταρχήν, δεν νόμιζα ότι η Βικτωρία αγαπούσε ιδιαίτερα την ποίησή μου ή ότι συμπαθούσε καν εμένα τον ίδιο. Τόσοι και τόσοι καθιερωμένοι ποιητές υπάρχουν, παλιοί και νεώτεροι, γιατί να δώσει τα δικά μου ποιήματα στους μαθητές της; Και τι θα καταλάβαιναν οι εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες από εικοσιπέντε ως εξήντα πέντε χρονών, που είχαν περάσει δια πυρός και σιδήρου στη ζωή τους και μόλις τώρα τους δινόταν η δυνατότητα στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας να πάρουν το απολυτήριο του γυμνασίου; Ίσως να είχαν ακούσει κάποτε για τον Σολωμό ή τον Καβάφη, δεν είχαν όμως καμία απολύτως εξοικείωση με τη σύγχρονη ποίηση. Κάτι που βεβαίως θεωρούσα απαραίτητο για να καταλάβει κανείς, να εκτιμήσει και να απολαύσει την ποίηση.....................................................................................΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄.............................................. Με αυτές τις σοβαρές επιφυλάξεις, ενημέρωσα τη Σοφία και ξεκινήσαμε να βρούμε το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας για να παρακολουθήσουμε την εκδήλωση. Ήταν κάπου στην Εθνικής Αμύνης. Φτάσαμε, ανεβήκαμε τις σκάλες και οδηγηθήκαμε σε μια κατάμεστη αίθουσα. Εκεί γνωριστήκαμε με τη συμπαθητική διευθύντρια και είδαμε τη Βικτωρία, φωτεινή και κεφάτη, αξιαγάπητη, να συντονίζει τα πάντα. Λες και είχε μεταμορφωθεί από απλή φιλόλογος σε ένα πλάσμα περίπου μαγικό................................................................................΄......................................................................................................... Μετά από σύντομους προλόγους και παρουσιάσεις, εικοσιπέντε μαθητές, καθισμένοι σε τραπεζάκια που είχαν σχηματίσει ένα μεγάλο Π, άρχισαν να διαβάζουν, ο καθένας από ένα ποίημα μου της απόλυτης επιλογής του. Και τα διάβαζαν καλά, με δυνατή φωνή, χωρίς κόμπιασμα και λάθη, με ελεγχόμενη συγκίνηση. Ενώ οι συμμαθητές τους στο ακροατήριο άκουγαν βουβοί κι αθόρυβοι και, κατά διαστήματα, ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα................................................................................................................................................................................... Εγώ παρακολουθούσα προσεκτικά και δυσκολευόμουν να πιστέψω, αυτή τη φορά αυτό που έβλεπα. Ομολογώ ότι κάπου μέσα μου καμάρωνα αλλά η αμηχανία μου υπερίσχυε σαφώς. Αυτή η αμηχανία χτύπησε κόκκινο στο τέλος της εκδήλωσης. Όταν άρχισαν να έρχονται ένας-ένας αρκετοί μαθητές, ώριμοι άντρες και γυναίκες, για να μου πουν πόσο σημαντικό για κείνους ήταν το ποίημα που διάβασαν και να μου σφίξουν το χέρι ή να μου κρατήσουν και τα δύο χέρια. Μια αναγνώστρια μου είπε, μάλιστα, «αυτό το ποίημα είναι η ζωή μου», ενώ μια άλλη με κοίταζε με δάκρυα στα μάτια. Ενώ εγώ ψέλλιζα ένα «χαίρομαι» ή ένα «ευχαριστώ» και τους ανταπέδιδα τη χειραψία με ένα χαμόγελο ή και ένα χτύπημα στην πλάτη.................................................................................................................................................................. .......................... -«’Ασε τα περί αμηχανίας», άκουσα μέσα μου να με ειρωνεύεται ο κυνικός εαυτός μου, «καμαρώνεις σαν τογύφτικο σκεπάρνι». Ε, ναι, καμάρωνα μέσα στην αμηχανία μου και ενώ διερωτόμουν αν είχα κοκκινίσει ύστερα από τόσα χρόνια. Δεν τόλμησα όμως να ρωτήσω τη Σοφία. Τα υπόλοιπα, ερωτήσεις, απαντήσεις, αμοιβαίες ευχαριστίες και τα παρόμοια, δεν διέφεραν ουσιαστικά από τα καθιερωμένα και δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Σημασία έχει το γεγονός ότι, η συναισθηματική αυτή κορύφωση, η συγκλονιστική εμπειρία άλλαξε την άποψη και την οπτική μου για την ποίηση. Με την εξαίρεση ποιημάτων εσκεμμένα δυσνόητων, που κι εγώ ο ίδιος συχνά δεν καταλαβαίνω, το πρωταρχικό στοιχείο δεν είναι η εξοικείωση με την ποίηση, είναι ο δεκτικός άνθρωπος με την ανοιχτή καρδιά. Στην ανοιχτή καρδιά των ταλαιπωρημένων από τη ζωή ανθρώπων είχαν επέμβει τα ποιήματά μου με τα εκπληκτικά αυτά αποτελέσματα. Και όχι μόνο τα δικά μου βέβαια αλλά πιθανότατα και άλλων ποιητών, αν δινόταν στους μαθητές η ευκαιρία να τα διαβάσουν............................................................................................................................................................................. Φεύγοντας από το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας με μια αίσθηση ευφορίας κι ενώ κρατούσα σφιχτά το χέρι της Σοφίας που συνέχιζε να με μακαρίζει, μου ήρθαν στον νου οι στίχοι του πρόωρα χαμένου ποιητή και φίλου Ανέστη Ευαγγέλου. «Είναι πολλά τ’ αδέρφια μου, δεν είμαι μόνος». ..................................................................................................................................................................................................... (απ΄τη σλλογή Η λέσχη της κόκκινης ή γαλαζιας αλεπούς, 2020)

Κυριακή 11 Απριλίου 2021

Άλλοι μαζεύουν γραμματόσημα

Άλλοι μαζεύουν γραμματόσημα, θαυμάζουν την εκτύπωση, τη σπανιότητα των χρωμάτων, τις λέξεις σε γλώσσες οικείες ή εξωτικές, προσεκτικά τα πιάνουν με μια τσιμπίδα και ένα- ένα τα τοποθετούν πίσω απ' τη ζελατίνα. Άλλοι μαζεύουν πίνακες ζωγραφικής, άλλοι μαζεύουν σπάνια νομίσματα, παλιά βιβλία, το κάθε τι που κίνησε την περιέργεια, ίσως την απληστία τους. Σπιρτόκουτα και λίρες, μπιμπελό, χρυσαφικά και αυτοκίνητα πολυτελή μιας άλλης εποχής, ένας κατάλογος που φτάνει ως τις πιστωτικές κάρτες και τους τραπεζικούς λογαριασμούς και βέβαια δεν εξαντλείται εκεί. ........ ........................................................ Όλοι αυτοί, από τους πιο κοινούς ως τους πιο πλούσιους και εκλεπτυσμένους συλλέκτες, έχουν ένα γνώρισμα χαρακτηριστικό. Λαχταράνε τα αντικείμενα, θέλουν να τα κρατήσουν, τους συναρπάζει η σκέψη της ιδιοκτησίας. Μπορεί και να 'ναι αυτό ανθρώπινο και φυσικό και πώς μπορεί κανείς στις μέρες μας να φέρει αντίρρηση, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για το αντίκρισμα μιας ολόκληρης ζωής που τελικά δωρίζεται στο κράτος για να ολοκληρωθεί η δόξα και η προσφορά και να διδάσκονται οι μεταγενέστεροι....... .................................................................................... ........... .................. Ομολογώ ότι είμαι κι εγώ ένας συλλέκτης. Μπορώ μάλιστα να ισχυριστώ με ακλόνητα επιχειρήματα πως ακέραιος ο πλούτος που έχουν συσσωρεύσει όχι μόνον οι ιδιώτες μα και τα κρατικά μουσεία και πινακοθήκες δεν προσεγγίζει καν σε αξία τη δική μου συλλογή. Μια συλλογή που μεγαλώνει συνεχώς και διευρύνεται. Κι όμως δεν έχω συστήματα συναγερμού ηλεκτρονικά ούτε πάνοπλους φρουρούς για να τη διαφυλάξω. Δεν την κρατάω σε υπόγειες θυρίδες και τα απρόσβλητα χρηματοκιβώτια κάποιας τράπεζας μα ούτε στο σαλόνι ή το δωμάτιό μου. Και προ παντός και πάνω απ' όλα, δεν τη θέλω καν αποκλειστικά δική μου. Πώς θα μπορούσα αφού εκτείνεται σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, αφού είναι εγκατεσπαρμένη στις πέντε ηπείρους αυτού του κόσμου και πιο μακριά; Πώς θα μπορούσα αφού είναι απόλυτα προσιτή στον καθένα, μεγάλο ή μικρό, φτωχό ή πλούσιο, λευκό ή κίτρινο ή μελαψό ή μαύρο; Αφού από τη φύση της είναι προορισμένη να μην ανήκει σε έναν μα σε πολλούς;................................................... .................................................................................. Είναι απλή υπόθεση να αποκτήσει κανείς μια τέτοια συλλογή. Θα πρέπει, πρώτα-πρώτα, να έχει κληρονομήσει κάποια αστάθμητη προδιάθεση από προγόνους βοσκούς Σαρακατσαναίους, παππούδες Μικρασιάτες πρόσφυγες και πλάνητες Θρακιώτες από τη Μαύρη Θάλασσα. Μετά, θα πρέπει να έχει διαβάσει μερικές χιλιάδες βιβλία, να έχει περάσει μέσα απ' όλα τα καμίνια της σύγχρονης ζωής, να μάτωσε για να κερδίσει πλήρη την αίσθηση της ματαιότητας. Οι εμπειρίες αυτές και τα σημάδια που άφησαν θα πρέπει να τον έχουν οπλίσει με θάρρος πέρα από την απόγνωση και να έχουν σφυρηλατήσει μια ματιά παρθενική στον κόσμο. Που σημαίνει αιρετική, βέβηλη, ανατρεπτική. Από κει και πέρα, δεν χρειάζεται παρά λίγη τύχη, μια ανοιχτή καρδιά που δέχεται τον άνθρωπο και πολύ πείσμα. Έτσι, χωρίς καλά-καλά να το αντιληφθεί, κάποιο πρωί θα διαπιστώσει πως αξιώθηκε να γίνει κάτοχος μιας εξαίσιας συλλογής σαν τη δική μου............................ ................................................................................... Η συλλογή μου, ένα φαντασμαγορικό μωσαϊκό με άρωμα μεθυστικό της άνοιξης, αποτελείται από πολλά κομμάτια, καθένα και μοναδικό. Θα αναφέρω μόνο μερικά και, αν θέλετε, μπορείτε εσείς να ψάξετε τα άλλα που είναι καλά κρυμμένα μπροστά στα μάτια σας. Τους δυο δάσκαλους που με γέννησαν και μ' έβαλαν στη φωτιά από τα παιδικά μου χρόνια, τον δάσκαλο της εφηβείας μου που όπως το λάδι και το φως προσωρινά γαλήνευε τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, τον Τζίντου Κρισναμούρτι της ωριμότητάς μου που μου έδειξε τον δρόμο που δεν υπάρχει. Ένα κορίτσι που μου φανέρωσε την αγάπη όταν εγώ δεν καταλάβαινα και πήγε εντελώς χαμένο σ' αυτές εδώ τις γειτονιές. Κάποιον Τζούνιορ από τις Δυτικές Ινδίες που γνώρισα σ' ένα λεωφορείο της Κοπεγχάγης, κάποιον Πόλντι Αυστριακό που δούλευε μαζί μου στο Δυτικό Λονδίνο, κάποιον ανώνυμο, βραχνό, τετράγωνο γίγαντα από τα βάθη της Ασίας που, ενώ κοιτούσαμε μπουλούκι τους τρούλους των εκκλησιών στη Μόσχα, με ρώτησε από πού έρχομαι, επανέλαβε έκπληκτος την εθνικότητά μου στον γιο του κι ύστερα έσφιξε το χέρι μου, με χτύπησε στην πλάτη. Κι ακόμα, την Αϊλάτι Ασμάγα απ' τον πλανήτη Αχαράνι που ταξίδεψε είκοσι έτη φωτός για να με συναντήσει, τον Γιάννη Μάριο που μας βασάνιζαν μαζί στην τράπεζα κι εκείνος πέθανε στη πιο γλυκιά του νιότη και είναι ως τώρα αδύνατο να βρω πού έχει ξαναγεννηθεί, κι ένα αγόρι που κάθε βράδυ χρόνια τώρα προσέχω την ανάσα του όταν κοιμάται. Θα μπορούσα να προσθέσω και πολλούς άλλους που, από το πριν και το μετά, διαλύουν τη γελοία ψευδαίσθηση του χρόνου, ωραίοι και άτρωτοι μου δίνουν την πνοή τους..................................................................................... ................. ................................................... Ποτέ δεν θα μπορέσω να μιλήσω με επάρκεια έστω και για μια από τις συναρπαστικές κόκκινες και μαύρες ψυχές που γνώρισα. Άγριες και ατίθασες σαν τον άνεμο που κατεβαίνει από την κοιλάδα του Αξιού, γαλήνιες με ρεύματα μυστικά σαν τη φθινοπωρινή θάλασσα. Άλλοτε σαν το ζεστό ψωμί κι άλλοτε ανεξιχνίαστες σαν τους βυθούς όπου ενεδρεύουν. Και τη Σοφία, αστέρι ανεκτίμητο της συλλογής μου, αρχή και τέλος της........................................................................................ .................................. ................... Άλλοι μαζεύουν γραμματόσημα, άλλοι μαζεύουν χρήματα και πράγματα κάθε λογής. Εγώ δεν θέλω τίποτα. Ούτε έχω τίποτα στο κράτος να δωρίσω. Το μόνο που λαχτάρησα είναι να σπαρταράει η ζωή στην ανοιχτή μου παλάμη. Μετανάστης εγώ προσωρινός από το βασίλειο του Πλούτωνα, γυμνή μετράω την ψυχή μου μ' άλλες ψυχές.

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021

Μια αγάπη για το καλοκαίρι ή Ο έρωτας στην εφηβεία

 

                                                                                                            Marc Chagall, The lovers

 

Μη φαντασθείτε νησί του Αιγαίου,  σπίτι εξοχικό ή μακρινό ξενοδοχείο, ούτε καφενεδάκι πλάι στη θάλασσα με χρυσή αμμουδιά. Καλοκαιράκι βέβαια αλλά στο κέντρο της Θεσσαλονίκης με κτίρια γραφείων, μαγαζιά ανοιχτά, κοσμοπλημμύρα και έστω λίγα αυτοκίνητα, κάπου προς το τέλος της δεκαετίας του 1950.                                                                                                                                 

           Η Έφη ήτανε χαριτωμένη και ελκυστική, έξυπνη, δυναμική  και σκωπτική.  Δικαίωνε, δηλαδή, απόλυτα τα δεκαέξι της χρόνια. Κι  ακόμη, είχε πεθάνει πολύ νέος ο πατέρας της ενώ εγώ είχα άλλου είδους οικογενειακά προβλήματα. Μόλις είχα αποφοιτήσει από το Ανατόλια κι εκείνη θα πήγαινε στην πέμπτη τάξη το φθινόπωρο.  Η τάξη μας των αγοριών έκανε πάρτι με τη δική της τάξη των κοριτσιών, μια και πέφταμε μικροί για τις συμμαθήτριες μας  Πώς ακριβώς τα φτιάξαμε, μετά διάφορα πειράγματα και διαξιφισμούς, δεν θυμάμαι τώρα μετά από τόσα χρόνια, θυμάμαι όμως άλλες απίθανες λεπτομέρειες.                                                                                                                                                 

            Αφού είχα κάνει λοιπόν μια βόλτα στους πέντε θερινούς κινηματογράφους γύρω-γύρω στη Πλατεία Αριστοτέλους και είχε δει   τις φωτογραφίες του έργου στις εισόδους τους,  σκέφτηκα να πάρω ένα τηλέφωνο την Έφη. Με τον φόβο πάντα μήπως απαντήσει η μαμά της, σχημάτισα λοιπόν τον αριθμό της σε ένα θάλαμο.

-         Δεν μπορώ να βγω απόψε, μου είπε η Έφη, έλα εσύ στο σπίτι μου. Θα σε περιμένω στην ταράτσα της οικοδομής.               

             Δεν ήταν μόνο πρόσκληση αλλά και πρόκληση, επικίνδυνη φυσικά για τα ήθη της εποχής  αλλά και ρομαντική,  και φυσικά ήταν αδύνατον να την αφήσω αναπάντητη.   Είπα λοιπόν «εντάξει, έρχομαι, σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί», περπάτησα στην Τσιμισκή, έφτασα στη προέκταση της και βρήκα την πολυκατοικία της. Ελάχιστες πολυκατοικίες είχαν ασανσέρ την εποχή εκείνη κι έτσι άρχισε να σκαρφαλώνω τις σκάλες των  τεσσάρων ή πέντε ορόφων. Σε κάποια στροφή, είδα ένα κεφάλι ώριμης γυναίκας να με κοιτάζει καχύποπτα από το παραθυράκι της εξώπορτας και ένα δεύτερο λίγο ψηλότερα.

           Έφτασα λοιπόν κάποτε στην κορυφή της σκάλας και βγήκα στην ταράτσα.  Η Τσιμισκή απλωνόταν κάτω φωτισμένη ως το τέρμα της προς τη Δωδεκανήσου.  Και η Έφη; Τη διέκρινα σε λίγο να χαμογελάει  μισοκρυμμένη  στη γωνία.  Την πλησίασα, αγκαλιαστήκαμε  κι αρχίσαμε τα φιλιά.  Φιλιά που είναι ακόμη πιο ηδονικά όταν γίνονται σε συνθήκες παρανομίας και μάλιστα από εφήβους. Πριν καλά –καλά ζεσταθούμε και λειτουργήσει το μυαλό μας προς κάτι το παραπάνω ερωτικά,  ακούστηκαν φωνές από τη σκάλα.

-         Ωχ, οι γειτόνισσες θα σε είδαν, είπε εκείνη μισοειρωνικά και κάπως τρομαγμένη, καλύτερα να μην μας πιάσουν εδώ.  Συμφώνησα, απέσπασε μια τελευταία δόση νέκταρ από τα χείλη της και βγήκα έξω, να κατεβώ τις σκάλες τη φορά αυτή. Σε ένα κεφαλόσκαλο με σταμάτησαν τρεις γυναίκες.

             -Τι θέλατε, κύριε, στην ταράτσα μας; με ρώτησαν με βλέμμα απειλητικό.                                                                                                                                       – Ξέρετε, είμαι ζωγράφος, ψέλλισα εγώ, και ήθελα να δω τη θέα της πόλης από ψηλά, ενώ σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να είχα πει ακόμη μεγαλύτερη βλακεία.                                                                                                                                    - Να ξέρετε ότι αν ήταν οι άντρες εδώ, θα γινόταν φασαρία, μου τόνισαν εκείνες με μια φωνή.                                                                                                                                                                                                                                   

         Πέρασα ευγενικά ανάμεσα τους και την κοπάνησα ενώ  στο μυαλό μου χοροπηδούσαν εικόνες από αγριεμένους πατεράδες, προστάτες του  οικογενειακού ασύλου. Βγήκα και πάλι στην Τσιμισκή, πήρα βαθιά ανάσα και περπάτησα προς την Αριστοτέλους στην αντίθετη αυτή τη φορά κατεύθυνση, αποφασισμένος να χωθώ σ’ ένα σινεμά και δω το οποιοδήποτε έργο για να χαλαρώσω.  Έφτασα στον ίδιο θάλαμο της πλατείας και ξαναπήρα τηλέφωνο την Έφη. Απάντησε σκασμένη στα γέλια.

- Σας άκουσα, είπε, σας άκουσα, είσαι ζωγράφος, έτσι;  

 -  Πάλι καλά να λες, δικαιολογήθηκα.                                                                                       

– Δεν φαινόταν πάντως αλήτης το παιδί,  είπε κάποια γειτόνισσα μετά τα διάφορα απειλητικά, με παρηγόρησε η Έφη. 

          Το αφήσαμε λοιπόν το θέμα εδώ για τη βραδιά εκείνη, συμφωνήσαμε να συναντηθούμε μια άλλη μέρα με πιο ομαλές συνθήκες κι εγώ χώθηκα στο σινεμά μου και έβλεπα στην οθόνη περισσότερο το περιστατικό παρά το έργο.

         Και πέρασαν τα χρόνια όπως στα έργα. Η εφηβική αυτή αγάπη για το καλοκαίρι κράτησε από μακριά σχεδόν μια ολόκληρη ζωή με πολλά άλλα απίστευτα περιστατικά και την ατυχία μόνιμη επωδό της. Την Έφη δεν την ξέχασα, νομίζω ότι ούτε εκείνη εμένα. Μένει στη μνήμη μου  σαν μια τόσο αγνή, τόσο ρομαντική και ωραία ιστορία που τη σεβάστηκε  ο χρόνος ενώ εμάς τους ίδιους μας τιμώρησε αλύπητα. Έτσι δεν συμβαίνει συχνά;