Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Άλλοι μαζεύουν γραμματόσημα


Άλλοι μαζεύουν γραμματόσημα, θαυμάζουν την εκτύπωση, τη σπανιότητα των
χρωμάτων, τις λέξεις σε γλώσσες οικείες ή εξωτικές, προσεκτικά τα πιάνουν με μια
τσιμπίδα και ένα- ένα τα τοποθετούν πίσω απ' τη ζελατίνα. Άλλοι μαζεύουν πίνακες
ζωγραφικής, άλλοι μαζεύουν σπάνια νομίσματα, παλιά βιβλία, το κάθε τι που κίνησε την
περιέργεια, ίσως την απληστία τους. Σπιρτόκουτα και λίρες, μπιμπελό, χρυσαφικά και
αυτοκίνητα πολυτελή μιας άλλης εποχής, ένας κατάλογος που φτάνει ως τις πιστωτικές
κάρτες και τους τραπεζικούς λογαριασμούς και βέβαια δεν εξαντλείται εκεί.

Όλοι αυτοί, από τους πιο κοινούς ως τους πιο πλούσιους και εκλεπτυσμένους συλλέκτες,
έχουν ένα γνώρισμα χαρακτηριστικό. Λαχταράνε τα αντικείμενα, θέλουν να τα
κρατήσουν, τους συναρπάζει η σκέψη της ιδιοκτησίας. Μπορεί και να 'ναι αυτό
ανθρώπινο και φυσικό και πώς μπορεί κανείς στις μέρες μας να φέρει αντίρρηση, ιδιαίτερα
όταν πρόκειται για το αντίκρισμα μιας ολόκληρης ζωής που τελικά δωρίζεται στο κράτος
για να ολοκληρωθεί η δόξα και η προσφορά και να διδάσκονται οι μεταγενέστεροι.

Ομολογώ ότι είμαι κι εγώ ένας συλλέκτης. Μπορώ μάλιστα να ισχυριστώ με ακλόνητα
επιχειρήματα πως ακέραιος ο πλούτος που έχουν συσσωρεύσει όχι μόνον οι ιδιώτες μα
και τα κρατικά μουσεία και πινακοθήκες δεν προσεγγίζει καν σε αξία τη δική μου
συλλογή. Μια συλλογή που μεγαλώνει συνεχώς και διευρύνεται. Κι όμως δεν έχω
συστήματα συναγερμού ηλεκτρονικά ούτε πάνοπλους φρουρούς για να τη διαφυλάξω.
Δεν την κρατάω σε υπόγειες θυρίδες και τα απρόσβλητα χρηματοκιβώτια κάποιας
τράπεζας μα ούτε στο σαλόνι ή το δωμάτιό μου. Και προ παντός και πάνω απ' όλα, δεν τη
θέλω καν αποκλειστικά δική μου. Πώς θα μπορούσα αφού εκτείνεται σε παρελθόν, παρόν
και μέλλον, αφού είναι εγκατεσπαρμένη στις πέντε ηπείρους αυτού του κόσμου και πιο
μακριά; Πώς θα μπορούσα αφού είναι απόλυτα προσιτή στον καθένα, μεγάλο ή μικρό,
φτωχό ή πλούσιο, λευκό ή κίτρινο ή μελαψό ή μαύρο; Αφού από τη φύση της είναι
προορισμένη να μην ανήκει σε έναν μα σε πολλούς;

Είναι απλή υπόθεση να αποκτήσει κανείς μια τέτοια συλλογή. Θα πρέπει, πρώτα-πρώτα,
να έχει κληρονομήσει κάποια αστάθμητη προδιάθεση από προγόνους βοσκούς
Σαρακατσαναίους, παππούδες Μικρασιάτες πρόσφυγες και πλάνητες Θρακιώτες από τη
Μαύρη Θάλασσα. Μετά, θα πρέπει να έχει διαβάσει μερικές χιλιάδες βιβλία, να έχει
περάσει μέσα απ' όλα τα καμίνια της σύγχρονης ζωής, να μάτωσε για να κερδίσει πλήρη
την αίσθηση της ματαιότητας. Οι εμπειρίες αυτές και τα σημάδια που άφησαν θα πρέπει
να τον έχουν οπλίσει με θάρρος πέρα από την απόγνωση και να έχουν σφυρηλατήσει
μια ματιά παρθενική στον κόσμο. Που σημαίνει αιρετική, βέβηλη, ανατρεπτική. Από κει
και πέρα, δεν χρειάζεται παρά λίγη τύχη, μια ανοιχτή καρδιά που δέχεται τον άνθρωπο
και πολύ πείσμα. Έτσι, χωρίς καλά-καλά να το αντιληφθεί, κάποιο πρωί θα διαπιστώσει
πως αξιώθηκε να γίνει κάτοχος μιας εξαίσιας συλλογής σαν τη δική μου.

Η συλλογή μου, ένα φαντασμαγορικό μωσαϊκό με άρωμα μεθυστικό της άνοιξης,
αποτελείται από πολλά κομμάτια, καθένα και μοναδικό. Θα αναφέρω μόνο μερικά και, αν
θέλετε, μπορείτε εσείς να ψάξετε τα άλλα που είναι καλά κρυμμένα μπροστά στα μάτια
σας. Τους δυο δάσκαλους που με γέννησαν και μ' έβαλαν στη φωτιά από τα παιδικά μου
χρόνια, τον δάσκαλο της εφηβείας μου που όπως το λάδι και το φως προσωρινά γαλήνευε
τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, τον Τζίντου Κρισναμούρτι της ωριμότητάς μου που μου
έδειξε τον δρόμο που δεν υπάρχει. Ένα κορίτσι που μου φανέρωσε την αγάπη όταν εγώ
δεν καταλάβαινα και πήγε εντελώς χαμένο σ' αυτές εδώ τις γειτονιές. Κάποιον Τζούνιορ
από τις Δυτικές Ινδίες που γνώρισα σ' ένα λεωφορείο της Κοπεγχάγης, κάποιον Πόλντι
Αυστριακό που δούλευε μαζί μου στο Δυτικό Λονδίνο, κάποιον ανώνυμο, βραχνό,
τετράγωνο γίγαντα από τα βάθη της Ασίας που, ενώ κοιτούσαμε μπουλούκι τους
τρούλους των εκκλησιών στη Μόσχα, με ρώτησε από πού έρχομαι, επανέλαβε
έκπληκτος την εθνικότητά μου στον γιο του κι ύστερα έσφιξε το χέρι μου, με χτύπησε
στην πλάτη. Κι ακόμα, την Αϊλάτι Ασμάγα απ' τον πλανήτη Αχαράνι που ταξίδεψε είκοσι
έτη φωτός για να με συναντήσει, τον Γιάννη Μάριο που μας βασάνιζαν μαζί στην
τράπεζα κι εκείνος πέθανε στη πιο γλυκιά του νιότη και είναι ως τώρα αδύνατο να βρω
πού έχει ξαναγεννηθεί, κι ένα αγόρι που κάθε βράδυ χρόνια τώρα προσέχω την ανάσα
του όταν κοιμάται. Θα μπορούσα να προσθέσω και πολλούς άλλους που, από το πριν και
το μετά, διαλύουν τη γελοία ψευδαίσθηση του χρόνου, ωραίοι και άτρωτοι μου δίνουν
την πνοή τους.

Ποτέ δεν θα μπορέσω να μιλήσω με επάρκεια έστω και για μια από τις συναρπαστικές
κόκκινες και μαύρες ψυχές που γνώρισα. Άγριες και ατίθασες σαν τον άνεμο που
κατεβαίνει από την κοιλάδα του Αξιού, γαλήνιες με ρεύματα μυστικά σαν τη
φθινοπωρινή θάλασσα. Άλλοτε σαν το ζεστό ψωμί κι άλλοτε ανεξιχνίαστες σαν τους
βυθούς όπου ενεδρεύουν. Και τη Σοφία, αστέρι ανεκτίμητο της συλλογής μου, αρχή και
τέλος της.

Άλλοι μαζεύουν γραμματόσημα, άλλοι μαζεύουν χρήματα και πράγματα κάθε λογής. Εγώ
δεν θέλω τίποτα. Ούτε έχω τίποτα στο κράτος να δωρίσω. Το μόνο που λαχτάρησα είναι
να σπαρταράει η ζωή στην ανοιχτή μου παλάμη. Μετανάστης εγώ προσωρινός από το
βασίλειο του Πλούτωνα, γυμνή μετράω την ψυχή μου μ' άλλες ψυχές.