Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Ένας ισόβιος έρωτας





                                                                       το όνειρο είναι όνειρο
                                                                        αυτό είναι σ’ αγαπώ
                                                                 από το άλφα ως το ωμέγα του
                                                                        αυτό είναι σ’ αγαπώ



Πήρα από το κιβώτιο το βιβλίο και το ακούμπησα στην αριστερή μου παλάμη. Απαλά, τρυφερά, προσεκτικά, όπως κρατάς ένα νιογέννητο μωρό. Το κοίταξα αρκετή ώρα στα μάτια, κι ύστερα ολόκληρο μπρος και πίσω, πάνω και κάτω, ανάμεσα στις σελίδες. Του μίλησα στη δική μας γλώσσα, το χάιδεψα, το μύρισα. Δεν το φίλησα, το ακούμπησα όμως στο μάγουλό μου κι  ένιωσα την καρδιά του να χτυπάει μαζί με τη δική μου. Το βράδυ θα το έπαιρνα στην αγκαλιά μου     στο κρεβάτι, να κοιμηθεί δίπλα μου. Κι ύστερα θα το έβαζα στο ράφι μαζί με τ’ αδέρφια και τους φίλους του  από κάθε γωνιά του κόσμου.
            Τώρα όμως έπρεπε να το διαβάσω για πρώτη φορά φρεσκο-τυπωμένο κι ολοκάθαρο, να το διαβάσω από την αρχή ως το τέλος, κάθε ποίημα, κάθε στίχο, κάθε λέξη. Να βυθιστώ στους ήχους του, στη μελωδία των λέξεων, να αναβιώσουν οι εκστατικές στιγμές που το είχαν γεννήσει. Να νιώσω την Ερατώ να σκύβει απαλά πάνω απ’ τον ώμο μου για να κοιτάξει το εικοστό δεύτερο παιδί μας, να με αγγίζει, να το αγγίζει και να ξέρω ότι θα  φύγει και πάλι όπως πάντα, για να ξαναγυρίσει σε χρόνο της απόλυτης δικής της επιλογής.             
           Η Ερατώ είναι μία από τις εννέα Μούσες, η Μούσα της λυρικής ποίησης και των ύμνων. Είναι θεότητα, κόρη του Δία και της Τιτάνιδος Μνημοσύνης και το όνομά της προέρχεται από το ρήμα έρεσθαι και από τη λέξη έρως και εραστής. Όπως είναι φυσικό, η Ερατώ έχει αναρίθμητους εραστές ανά τους αιώνες σ’ όλο τον κόσμο, που όλοι τη λατρεύουν και για τον καθένα τους είναι μοναδική. Έχει γεννήσει αναρίθμητα παιδιά και συνεχίζει αλλά παραμένει για πάντα εκθαμβωτικά ωραία, αγνή και εξαίσια ονειρική όπως μια σταγόνα βροχής πάνω στο πρώτο φύλλο της άνοιξης.  
          Εγώ έχω κι άλλα δεκαπέντε παιδιά, που μπορεί να μην τα έκανα με την Ερατώ αλλά είναι απολύτως αδύνατο να μη βάλει κι εκείνη το δαχτυλάκι της στη σύλληψη και σε κάθε φάση της γέννας. Η ανάσα της, το άρωμά της είναι διάχυτο ανάμεσα στις γραμμές τους. Ναι, είμαι ένας πολύτεκνος αμετανόητος, που προσδοκά ένα νέο παιδί κάθε χρόνο.    
          Ομολογώ ότι πρώτα ερωτεύτηκα τα βιβλία γενικότερα και ακόμη γενικότερα το διάβασμα. Από τα παιδικά μου χρόνια. Κάπου στο βάθος όμως η Ερατώ χαμογελούσε γιατί ήξερε ποια θα ήταν η κατάληξη. Και η κατάληξη ήταν, στα εφηβικά μου χρόνια, να ερωτευτώ παθιασμένα και την ίδια. Άντε να ξεφύγεις, αν μπορείς, από τις ερωτικές επιθυμίες
μιας  θεότητας !
          Από κει και πέρα, ποίηση και πεζογραφία, το βιβλίο γενικότερα, κατέκτησε και καθόρισε τη ζωή μου. Και τα βιβλία άρχισαν να συσσωρεύονται. Χώρια εκείνα που δανειζόμουν από τις βιβλιοθήκες. Σε κάθε σπίτι μου και σε    κάθε μετακόμιση. Και τότε γνώρισα τη Σοφία. Μια άλλη μαγεμένη και ερωτοχτυπημένη. Με το βιβλίο, καλέ, και ολίγον
με μένα τον ίδιο.
          Όταν αποφασίσαμε να ενώσουμε τη ζωή μας, ενώσαμε και τις βιβλιοθήκες μας. Άντε όμως να κρατήσεις βιβλιοθήκη    με κάπου είκοσι μετακομίσεις. Από το ένα σπίτι στο άλλο και από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, από την Αθήνα στο Λονδίνο, από το Λονδίνο στην αγγλική επαρχία και από κει πίσω στη Θεσσαλονίκη. Και πάλι από σπίτι σε σπίτι.
         Χάναμε μερικά στον δρόμο, άλλα μας τα κλέβανε κι άλλα, όταν τα δανείζαμε, ξεχνούσαν να μας τα επιστρέψουν. Απτόητες όμως οι βιβλιοθήκες  μεγάλωναν. Ολοένα και περισσότερο. Από τα βιβλία   που έγραφα εγώ, από εκείνα που αγόραζα και εκείνα που αγόραζε η Σοφία, και από εκείνα που μου έστελναν. Με επιπλέον τα λογοτεχνικά περιοδικά. Κάποια εποχή ήμουν συνδρομητής ή απλώς αγόραζα και διάβαζα γύρω στα δεκαπέντε, της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, της περιφέρειας. Ο καταιγισμός των ηλεκτρονικών λογοτεχνικών περιοδικών ήρθε αργότερα.
         Όταν τελικά νομίσαμε ότι καταλήξαμε και κατασταλάξαμε στην Άνω Τούμπα, πραγματοποιήσαμε και ένα από τα ωραιότερα όνειρα της ζωής μας. Μια τεράστια βιβλιοθήκη από τοίχο σε τοίχο κι ως το ταβάνι περίπου, σε χρώμα ξύλου, καμάρι μας και περηφάνια. Ακολούθησαν όμως άλλες δύο μετακομίσεις έως ότου τελικά να αράξουμε. Πέρασαν και τα χρόνια.
           Γύρισα λοιπόν κάποια στιγμή πρόσφατα και κοίταξα τριγύρω μου στο σπίτι. Βιβλιοθήκες μία, δύο, τρεις …. οχτώ. Σε κάθε χώρο. Χώρος στις βιβλιοθήκες για βιβλία μηδενικός. Ούτε από πάνω-πάνω τους. Μερικές με διπλές σειρές βιβλίων. Βιβλία στα ράφια λοιπόν, βιβλία στα τραπεζάκια, βιβλία πάνω στα γραφεία, βιβλία πάνω στο μουσικό όργανο, βιβλία μέσα στη ντουλάπα,  στα ντουλάπια και τα μπαούλα, βιβλία πάνω σε πολυθρόνες και καρέκλες, βιβλία στα κομοδίνα πλάι στο κρεβάτι. Το πάτωμα με κοίταζε παρακλητικά, σαν να έλεγε, ε, όχι και πάνω σε μένα. Πώς θα με σκουπίζουν και θα με σφουγγαρίζουν μετά;
          Παρόλο που έχω μια στοιχειώδη ταξινόμηση στις βιβλιοθήκες μας (ποίηση της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, της περιφέρειας, της Κύπρου, πεζογραφία, λογοτεχνικό    δοκίμιο, αστυνομικά μυθιστορήματα, μελέτες και ανθολογίες, λευκώματα, ξενόγλωσσα βιβλία, και ούτω καθεξής), είναι σχεδόν αδύνατον να βρω τα βιβλία που ψάχνω και μερικές φορές αναγκάζομαι να τα ξαναγοράσω. 
         Συγνώμη για την ασέβεια αλλά, τι χαμογελάς, ρε Ερατώ;Έχω γίνει τέλειος σκλάβος σου, έτσι; Εκούσια, ηθελημένα και ολόψυχα σκλάβος σου και χαμογέλασε εσύ όσο θέλεις.Εξ άλλου, με τρελαίνει το χαμόγελό σου, με ερεθίζει και με κάνει έφηβο ξανά !  Ό, τι και να κάνεις λοιπόν, εγώ θα σε λατρεύω !
          Μου πέρασε κάποια στιγμή από το μυαλό η ιδέα να πετάξω μερικά βιβλία και αμέσως την έδιωξα με φρίκη. Πετιούνται τα βιβλία στους κάδους όσο ασήμαντα κι αν είναι; Πετάει κανείς τ’ αδέρφια του, τους φίλους και συντρόφους του; Θα το θεωρούσα ιεροσυλία ! Ήταν κι εκείνο το πλάγιο βλέμμα που μου έριξε η Ερατώ, ελαφρά συνοφρυωμένη.
          Γέμισα λοιπόν σαράντα πέντε μεγάλες μαύρες σακούλες (λες και πενθούσα) με σειρές λογοτεχνικών περιοδικών και τα έστειλα στην Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης για τη βιβλιοθήκη της. Έτσι πέτυχα μια προσωρινή ανακούφιση. Πολύ προσωρινή !
           Στράφηκα μετά στα βιβλία. Καλά, ρε παιδιά, μην κάνετε έτσι, ζήσαμε μαζί τόσα χρόνια, μπορούμε να ζήσουμε μαζί και τα υπόλοιπα. Με κοίταξαν σιωπηλά σαν να έλεγαν, εντάξει, ρε φίλε, αλλά θέλουμε και κάποια άνεση στο σπίτι μας! Σας καταλαβαίνω, σκέφτηκα εγώ, αλλά δεν μπορώ να αρνηθώ τη φιλοξενία στ’ αδέρφια σας που ζητούν εδώ καταφύγιο. Ουφ, ελπίζω να μείνει τελικά κάποιος χώρος ελεύθερος και για τις άλλες ανάγκες μας.          
         Τώρα που έχω μεγαλώσει, έχει μεγαλώσει και η Σοφία, και ο Νίκος μας, που ζει  μακριά μας με τη νέα του οικογένεια δεν είναι ακριβώς το παιδί του βιβλίου, σκέφτομαι τι θα γίνουν τα βιβλία μας όταν λείψουμε εμείς. Έρημα και μόνα, χωρίς το χάδι μας, χωρίς τη φροντίδα, χωρίς έστω τη σκέψη μας. Πώς θα τα αφήσουμε ορφανά και παραπεταμένα; Μετά τόση αγάπη, τόση κοινή ζωή;
         Βλέπω την Ερατώ να χαμογελάει και πάλι, θλιμμένα τη φορά αυτή με μια σκιά στα ωραία μάτια της. Σαν να μου λέει ότι αυτή είναι η μοίρα των θνητών και όλων όσων αγάπησαν στη μάταιη ύπαρξη τους. Το ξέρω. Με όλη την πίκρα του το ξέρω. Τουλάχιστον όμως αγάπησα. Αγάπησα και έδωσα την ψυχή μου. Ας είναι αυτή η αγάπη ένα πράσινο φύλλο δέντρου στον άνεμο της αιώνιας λήθης.