Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Επίγεια και υπόγεια



περιπλανήθηκα σε σκοτεινούς θαλάμους
βγήκα σε δάση σιωπηλά με αιωνόβια δέντρα
ν’ ανακαλύψω παιδικές ηδονικές κρυψώνες …
 
          Οι πρώτες αναμνήσεις μου είναι  σκόρπιες εδώ κι εκεί, κουρελάκια που τα ‘χει πάρει ο άνεμος, ξέφτια μέσα στην ομίχλη.  Αδύνατον να συνθέσουν μια ακέραια, συνεκτική εικόνα.  Οι πρώτες αναμνήσεις της ζωής μου  είναι από το ημιυπόγειο της  Ζεύξιδος.  Για την ακρίβεια, η είσοδος της οικοδομής ήταν στη γωνία με την Παύλου Μελά ενώ το δικό μας ισόγειο παράθυρο έβλεπε στη Ζεύξιδος.  Κάπου απέναντι ήταν η οικοδομή με το υπόγειο καταφύγιο, ενισχυμένο στην πρόσοψη  με ειδικό επικλινές τοιχίο. Οι γερμανοί  είχαν επιτάξει το διαμέρισμά μας στην Πλατεία Δικαστηρίων και μας είχαν πετάξει εκεί. Στην αρχή εγώ  θα ήμουν τριών-τεσσάρων και στο τέλος γύρω στα έξι μου.
             
Θυμάμαι δυο σκοτεινά δωμάτια, το μεγάλο μπροστινό για ύπνο και το μικρό πίσω για αποθήκη. Θα είχε και κουζίνα, δεν μπορεί.  Στην αποθηκούλα υπήρχαν σακιά με σιτάρι, την αμοιβή σε είδος του πατέρα μετά τ’ αλώνια για τις διάφορες εμπορικές πράξεις με γεωργικά μηχανήματα που κατάφερνε να κάνει μέσα στην κατοχή.  Τον άκουγα να λέει με κάποια περηφάνια ότι έτρωγε τις κλωτσιές των γερμανών στους σταθμούς του τραίνου για να εξασφαλίσει την επιβίωση της οικογένειάς.
              
Τα σακιά πάντως ήταν κατάλληλα για παιχνίδι.  Καθώς μερικά απ’ αυτά είχαν σκιστεί ή κάποια παρτίδα είχε παραδοθεί χύμα, το σιτάρι κάλυπτε το πάτωμα σε ύψος 30-40 εκατοστών. Ανέβαινα λοιπόν πάνω στα σακιά, ζυγιζόμουν και πηδούσα μέσα στο σιτάρι, ίσως και ανάσκελα μερικές φορές. Με  είχαν μαλώσει βέβαια γι’ αυτό και, επιπλέον, είχα βγάλει κάτι εξανθήματα στο σώμα που  έλεγαν ότι ήταν αλλεργικά. Το ψωμί δεν μας έλειψε πάντως.
               
 Ακόμη λιγότερο μας είχε λείψει το παιχνίδι στη γειτονιά.  Αυτοσχέδια παιχνίδια βέβαια. Οι μανάδες έδιωχναν τότε τα παιδιά από το σπίτι για να μαγειρέψουν και να συγυρίσουν αλλά και για να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους από τα θηρία και, τόσο ο μεγάλος όσο κι εγώ ο μικρός είμασταν ολημέρα στον δρόμο.  Στη Ζεύξιδος, στην Παύλου Μελά, στην Ικτίνου,  στην υπόγεια εκκλησία του Άη Γιάννη και στο προαύλιο της Αγίας Σοφίας.
                
 Ήταν βέβαια πανεύκολο να καβαλήσουμε τα κάγκελα της περίφραξης και να χωθούμε ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους, σ’ έναν κόσμο που μπορούσαμε να θεωρούμε δική μας κρυψώνα.  Και να κατέβουμε τα διαδοχικά επίπεδα  προς την υπόγεια εκκλησία, πάντα με τον φόβο μην μας δουν, μας μαλώσουν και μας διώξουν. Απ’τ’ αυτί.  Ποτέ δεν είχαμε τολμήσει όμως να μπουμε στην εκκλησία και στις κατακόμβες.  
            
 Η μπάλα ήταν πάντα βασιλιάς. Συνήθως λαστιχένια και σκισμένη. Σβούρες παίζαμε και στο τσιμέντο και στο χώμα. Με το κορδόνι στα ίσια ή και με μεγαλύτερη δύναμη κάθετα πάνω απ’ το κεφάλι για να γυρίζει πιο πολλή ώρα. Όπως και γκαζιές, πιατάκια, χαρτόνια και βάλε. Κυνηγητό, κρυφτό, κρυφτόμπικο, αγιούτο, τελειωμό δεν είχε η επινοητικότητα της τσακαλοπαρέας σε παιχνίδια και αταξίες. Μια φορά μάλιστα είχαμε σκαρφαλώσει ως την ταράτσα της οικοδομής μας και βλέπαμε με δέος την περιοχή και τη πόλη από κει. Και μια άλλη, μπροστά στα μάτια του Γιώργου,  που  έτυχε να βρίσκεται εκεί, ο διαβόητος Δάγκουλας είχε αστράψει ένα φοβερό χαστούκι στον θυρωρό γιατί είχε αργήσει να του ανοίξει την εξώπορτα της οικοδομής.
           
 Ο Γιώργος βέβαια σπάνια με έπαιρνε μαζί του και τότε με άνωθεν εντολή ή για να με προστατεύσει. Τεσσεράμισι χρόνια διαφορά στην ηλικία εκείνη ήταν μια άβυσσος. Έπρεπε λοιπόν να βρω  συνομήλικους μου της νέας γειτονιάς για να κάνω παρέα κι αυτό δεν ήταν εύκολο. Πάντως ο Γιώργος ήταν ο μοναδικός σε όλη τη ζωή  μου που καμιά φορά με έλεγε Τολάκη ενώ τα γαλαζοπράσινα μάτια του χαμογελούσαν. Σαν χάδι ένα όνομα, σαν χάδι και η φωνή του.
           
 Ήταν δυνατός και σκληρός ο Γιώργος από τη φύση του, παιδί της γειτονιάς  με τις γροθιές έτοιμες στην παραμικρή πρόκληση.  Δεν είχε διστάσει τότε και αργότερα να τα βάλει και με μεγαλύτερους. Ξύλο είχα φάει κι εγώ μερικές φορές τα επόμενα χρόνια χωρίς να αντιδράσω, βάζοντας μόνο τα χέρια μου μπροστά στο πρόσωπό μου για να προστατευθώ.
           
Αυτά βέβαια δεν ήταν τίποτα μπροστά στις απειλές της εποχής. Τις χίλιες δυο απειλές με πρώτο τον θάνατο κυριολεκτικά. Ένα βράδυ είχε μπει κλέφτης στο ημιυπόγειο διαμερισματάκι, τον πήρε χαμπάρι ο πατέρας και τον κυνήγησε αλλά εκείνος τον χτύπησε, ευτυχώς όχι πολύ άσκημα, και ξέφυγε από το παράθυρο.      
          
 Το χουνί το ακούγαμε τακτικά τα βράδια. Μια φωνή που σαν να ερχόταν από κάπου στην Πρίγκηπος Νικολάου ή την Παλαιών Πατρών Γερμανού, από έναν άλλο κόσμο. Ένα βράδυ χτύπησαν κάποιοι ένοπλοι την πόρτα για να πάρουν τον πατέρα, ίσως χωρίς γυρισμό,  ΟΠΛΑ ή ταγματασφαλίτες, τρέχα γύρευε.  Ήταν όμως μαζί τους κάποιος που είχε δουλέψει μαζί του στην Ούλεν και είπε «αφήστε τον αυτόν, είναι καλός άνθρωπος» και έτσι γλύτωσε στο παρά τρίχα ο πατέρας.   
           
 Κάποτε πάλι περνούσαν χαμηλά κάτι εγγλέζικα αεροπλάνα, που μάλλον είχαν βομβαρδίσει το λιμάνι, κι ένας τραυματίας γερμανός στην ταράτσα του δεύτερου γυμνασίου απέναντι έβγαλε το περίστροφο και τα πυροβολούσε, λες και υπήρχε περίπτωση να τα χτυπήσει.
           
 Όταν πια ήταν να φύγουν οι κατακτητές και η οικογένεια να γυρίσει στο κανονικό της σπίτι,  από το πίσω μπαλκόνι της υπηρεσίας τους απέναντι οι γερμανοί πετούσαν στο πλήθος, που είχε συγκεντρωθεί στην αυλή, διάφορα αντικείμενα που δεν θα έπαιρναν μαζί τους. Γιάγμα κανονικό, ό,τι αρπάξει ο καθένας. Κάποιος είχε φάει ένα βάζο στο κεφάλι και τον πήγαιναν μέσα στα αίματα για τις πρώτες βοήθειες. Χώθηκε και ο Γιώργος εκεί (όχι, που δεν θα πήγαινε!) και γύρισε στο σπίτι με ένα τεράστιο ρολό κολλητική ταινία, μάλλον για χαρτοκιβώτια.  Χαρήκαμε όλοι και θαυμάσαμε το λάφυρο αλλά μάλλον δεν ξέραμε τι να το κάνουμε. Έτσι έμεινε πάνω στη τρίφυλλη ντουλάπα της Αγνώστου Στρατιώτου για χρόνια αργότερα.     
             
 Ξέφτια μέσα στην ομίχλη, σκιές και λάμψεις. Όπως τότε που πάτησε το σκυλάκι μου η γερμανική μοτοσικλέτα. Ή τότε που βγήκα φωτογραφία μαζί με μεγαλύτερους, ο ένας πίσω από τον άλλο στο παρκάκι της Παύλου Μελά, που υπάρχει ακόμη. Και η μεγάλη οικοδομή στη γωνία υπάρχει ακόμη. Ανακαινισμένη με προσθήκη ενός ή δύο ορόφων,  με ένα πολυτελές κατάστημα  πλάι στην εξώπορτα. Και με καφετέριες πλημμυρισμένες κόσμο στη Ζεύξιδος και σε ολόκληρη την περιοχή. Κόσμο που θεωρεί αυτονόητα τα πάντα.  Τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, τα εξοχικά, την ελευθερία. 
              
 Ξέφτια μέσα στην ομίχλη και οι άνθρωποι του τότε. Οι γονείς και τ’ αδέρφια, οι αγαπημένοι.  Σκιές και λάμψεις.


Δεν υπάρχουν σχόλια: