Το βλέμμα του αρσενικού ήταν σπέρμα συμπυκνωμένο. Την είχε κιόλας ξαπλώσει στο
διάδρομο, πάνω σ’ άδεια πακέτα κι αποτσίγαρα, πάνω σε σπόρια χαρτομάντιλα και
γυαλιστερά περιτυλίγματα, και την κατασπάραζε με βιαστικές ρυθμικές κινήσεις
δαγκώνοντας μανιασμένα τους ώμους και τον τρυφερό λαιμό και χαρακώνοντας τις
πλάτες της. Το βλέμμα του αρσενικού την ακολούθησε επίμονα ώσπου βγήκαμε στο
επόμενο βαγόνι. Ακολούθησε τα κατάμαυρα πυκνά μαλλιά ριγμένα άτακτα πίσω, τα
στητά στρόγγυλα στήθη, τους γερούς γοφούς και τις άσπρες γάμπες, ακολούθησε την
πίσσα της αβύσσου στα μάτια της.
Το προαιώνιο θηλυκό ένιωσε βέβαια πεντακάθαρα το σπασμό που προκαλούσε και δεν
είπε τίποτα. Δεν αρνήθηκε και δεν ανταποκρίθηκε, ίσως αναλογίστηκε μονάχα πως το
αρσενικό δεν είχε επίγνωση του κινδύνου. Τίποτα δεν είπα κι εγώ, δυο βήματα πίσω της,
δεν μπόρεσα όμως να συγκρατήσω ένα χαμόγελο. Ήξερα καλά πως, για λίγες
τουλάχιστον μέρες, ήταν δική μου. Την είχα κατακτήσει με μια σπάνια για μένα
ορμητική και αποφασιστική ενέργεια, λες κι ήμουνα εγώ ο πάνθηρας που διψούσε για
αίμα. Την έδειχνα τώρα με άνεση και συγκατάβαση σ’ ένα περίγυρο πεινασμένο. Μια
σύντομη διαδρομή από την κλινάμαξα στο εστιατόριο που περνούσε από το βαγόνι με
τους στρατιώτες και μια σύντομη παραμονή για φαγητό, μια γρήγορη επιστροφή. Ό, τι
χρειάζεται για ν’ αποδείξεις ότι κρατάς κάτι που ο άλλος λαχταράει.
Ήταν Αύγουστος και φορούσε μια λινή μπλούζα κι έκανε πολλή ζέστη. Στάθηκε στο
παράθυρο, εγώ ξαπλωμένος στο κάτω κρεβάτι, και κοιταχτήκαμε στα μάτια καθώς ο
αέρας ανέμιζε τα άγρια μαλλιά της. Είχε μια έκφραση σοβαρή, σχεδόν αινιγματική. Σε
λίγο ήρθε και κάθισε πλάι μου. Δεν την άγγιξα και δεν μ’ άγγιξε. Επικοινωνούσαμε με τα
μάτια, ίσια και αποκλειστικά. Αυτά τα μάτια του πάνθηρα, πελώρια ζωντανά χάσματα,
άνοιγαν κρουνούς πυρετού, απύθμενα και μυστικά πηγάδια, με τύλιγαν με μια αόρατη
μεμβράνη, μούδιαζαν το μυαλό μου. Μάτια κρατήρες ηφαιστείου σε ενέργεια, διαβολικές
δίνες που με τραβούσαν σε μια περιδίνηση χωρίς μέτρο, μάτια απέραντα. Το
παρατεταμένο κοίταγμα ήταν μια πρόκληση σ’ ένα θανάσιμο αντίπαλο. Η φλόγα που
άναβε χιλιάδες χρόνια στις ωοθήκες της έβρισκε εκεί διέξοδο.
Έκλεισα και κλείδωσα την πόρτα, μπήκα σ’ αυτά τα μάτια, εκούσια εισχώρησα, βυθίστηκα
αργά και ανελέητα μες στις αστραφτερές περίλαμπρες παγίδες, το σκοτεινή εκείνη
θάλασσα των τροπικών που λαχταράει το ξάστερο ουρανό τους μαγικούς βυθούς όπου
ελλοχεύει, γεμάτη αγκίδες κι άρωμα μεθυστικό, ακέραια η ψυχή της. Τυλίχτηκα στα
μαύρα σύννεφα και στν κατακλυσμό δακρύων των μαλλιών της, καταδύθηκα
ολόκληρος, άκουσα τους στεναγμούς και τις επικλήσεις της, ένιωσα τον τρομερό σπασμό
της. Οι περαστικοί σταθμοί φώτιζαν μιαν ανεπανάληπτη πράξη έρωτα και τα μακρινά
χωριά δάνειζαν μικρά φώτα στις κοιλάδες κάτω απ’ τ’ άστρα. Εκείνη δεν μιλούσε μα
έστελνε τις σκιές της αδιάκοπα να απλωθούν στους ώμους μου.
Είχε ήδη βραδιάσει όταν ξεκίνησε το τραίνο σέρνοντας καμιά εικοσαριά βαγόνια, το δικό
μας τελευταίο. Ως το πρωί που έφτασε στην πρωτεύουσα, καθόμασταν στο κάτω κρεβάτι,
το επάνω έμενε στρωμένο, και πρώτη εκείνη μίλησε για τη ζωή της από τα παιδικά της
χρόνια, σε μένα ακούμπησε το βάρος κάθε οδύνης και την άνοιξη κάθε προσδοκίας.
Γυμνός σταυροπόδι την άκουγα με το ένα χέρι περασμένο στους ώμους της και τ’ άλλο
να κρατάει, να στηρίζει, να χαϊδεύει το τρυφερό της στήθος. Την άκουγα σαν μέσα από
ομίχλη καθώς ήμουνα πιότερο βυθισμένος στα μάτια της.
Ύστερα της είπα εγώ τα δικά μου. Μίλησα για τη φλόγα της δημιουργίας που με
πυρπολούσε, για το θανάσιμο παιχνίδι με την άβυσσο και τις στιγμές που η θέλησή μου
αδυνάτιζε και λιποψυχούσα. Κι ύστερα παίξαμε το παιχνίδι του μεγαλύτερου ψέματος
και κέρδισε εκείνη.
Μου’ πε πως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εμένα, πως ήμουνα ο άνθρωπος που την άγγιξε
πιο βαθιά, πιο επώδυνα. Κι εγώ είπα στον πάνθηρα ένα παραμύθι για τα ζώα του δάσους
που αγαπιούνται και κοιτάζονται στα μάτια και δεν ζητάνε τίποτα. Και πάνω εκεί, μετά
μια ολόκληρη νύχτα αγρύπνιας, αποκοιμήθηκε στο χέρι μου κι ήμασταν μόνοι και τ’
άστρα σβήσαν και το τραίνο σύντομα θα έμπαινε στον σταθμό.
Τίμια και άγνωστα, νεανικά και προαιώνια, μάτια νυχτερινά. Ίδιος ο θάνατος, ο ενιαίος
χρόνος και το πάθος της ζωής κρυσταλλωμένα σε μια υπέρτατη στιγμή. Ακέραια η
γοητεία του απόλυτου. Ακόμη και στα μάτια του πάνθηρα καμιά φορά φυτρώνει ένα
δάκρυ. Γι’ αυτό που λαχταράει κι είναι απαγορευμένο και δεν μπορεί ποτέ να αποχτήσει.
Για την αγάπη που είναι έξω από τη φύση του.
Όταν γνωρίσεις τον πάνθηρα, τα μάτια του σ’ αιχμαλωτίζουν και σ’ ακολουθούν για
πάντα. Η μυστική ενέργεια που ακτινοβολούν, με μια παράξενη διαδικασία, μετατρέπεται
και ολοκληρώνεται και, πράγμα απίστευτο, μπορεί να γεννήσει ένα ποίημα, ένα φύλλο,
ένα πουλί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου