καμιά φορά αργά το βράδυ
ξαναγυρίζω στο παλιό μας σπίτι
με προσοχή την πόρτα ανοίγω
αναζητώντας μέσα στο σκοτάδι
κι εγώ δεν ξέρω τι αναζητώντας
Μετά τον χωρισμό των γονέων μας, από
το εργένικο πλέον σπίτι μας πέρασαν διάφορες γυναίκες, άλλοτε με τον
βάρβαρο τίτλο της υπηρέτριας κι
άλλοτε με τον μάλλον υποκριτικό και
περισσότερο κοινωνικά αποδεκτό της οικονόμου. Τα καθήκοντά ους βέβαια ουσιαστικά δεν άλλαζαν,
πλύσιμο, άπλωμα, σιδέρωμα, σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα, ψώνια, μαγείρεμα και
όλες οι άλλες εργασίες της
νοικοκυράς σε μια εποχή χωρίς ηλεκτρικές συσκευές και σε ένα σπίτι με τρία
αρσενικά, έναν μεγάλο, έναν έφηβο κι ένα παιδί, εμένα.
Δεν ήταν κι εύκολο. Ούτε ο μπαμπάς ήταν εύκολος άνθρωπος,
ούτε φυσικά τα δυο αγρίμια
του σπιτιού. Περνούσαν λοιπόν οι γυναίκες για κάποιες μέρες, κάποιες εβδομάδες,
σπάνια μήνες, και δεν άφηναν απολύτως τίποτα
στη μνήμη του επτάχρονου παιδιού που ήμουν τότε. Ίσως μόνο ένα «ωχ, πoια είναι αυτή πάλι!» στην αρχή κι ένα «ε, καλά, πάει
κι αυτή!» στο τέλος. Με μία και μοναδική
θριαμβευτική εξαίρεση, το κορίτσι από την Κρήτη.
Οι ιδιαίτεροι δεσμοί των Κρητικών με
τη Θεσσαλονίκη είχαν αρχίσει με την κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό το 1912 και τη
μεταφορά από τον Ελευθέριο Βενιζέλο μονάδων της Κρητικής
Χωροφυλακής για να τηρήσουν την
τάξη στην πολυεθνική πόλη και
μήλον της έριδος όλων περίπου των λαών των Βαλκανίων.
Τριάντα τόσα χρόνια αργότερα
εμφανίστηκε και σύντομα εδραιώθηκε στο σπίτι μας η Κούλα, ένα κάπως παχουλό
ωραίο κορίτσι που, όπως έμαθα
αργότερα, είχε αδερφό χωροφύλακα και στα δεκαεννιά του χρόνια είχε προλάβει να
πάρει μια γερή γεύση από τη
δυστυχία του κόσμου. Η Κούλα
εγκαταστάθηκε στο δωμάτιο του
βάθους και, με την καλή της καρδιά και την ικανότητά της, δεν άργησε να
μας κερδίσει όλους και να αρχίσουμε να τη θεωρούμε ως ένα δικό μας άνθρωπο και, κατά κάποιο
τρόπο, μέλος πια της οικογένειάς μας.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με τη γειτονιά και τις κουτσομπόλες της, που
έβλεπαν και άκουγαν τα πάντα και
δεν παρέλειπαν να τα σχολιάσουν, ανταλλάσοντας πληροφορίες.
Έτσι πέρασαν εκείνα τα φτωχικά
χρόνια, κυρίως του δημοτικού σχολείου
για μένα. Ο Γιώργος ήταν μονίμως εξαφανισμένος, η Κούλα ψώνιζε και έκανε τις δουλειές του
σπιτιού ενώ εγώ, όταν δεν
έβγαινα στη γειτονιά και τους φίλους
μου,
έμενα κλεισμένος στο υπνοδωμάτιό μας, διάβαζα στα γρήγορα
τα μαθήματά μου και τον περισσότερο καιρό ήμουν βυθισμένοςσε διάφορα περιοδικά και
αστυνομικά ή άλλα μυθιστορήματα και σε διάφορα παιχνίδια που συνήθως επινοούσα και έπαιζα μόνος μου.
Σίγουρα είχαμε βρει τον τρόπο να μην
ενοχλούμε ο έναςτον άλλο. Η Κούλα ήταν πολύ νέα για τη δω έστω
και για μια στιγμή ως μητρική φιγούρα ενώ
η απουσία της μητέρας μου ήταν μια ανοιχτή πληγή που δεν άφηνε κανένα απολύτως περιθώριο για εναλλακτική παρουσία ή
λύση. Ούτε καν από τις κατά διαστήματα απόπειρες του
μπαμπά να ξαναπαντρευτεί. Δεν ήξερα αν πράγματι το ήθελε ή αν έκανε
απλώς τις τυπικές κινήσεις που υπαγόρευε η ανάγκη, μια και
ήταν ολοφάνερο σε μένα, παρά τους θυμούς και τις φωνές
του, ότι η μητέρα μου παρέμενε πάντα στην καρδιά του.
Αυτές τις υποψήφιες νύφες και κάποτε
αρραβωνιαστικιές του μπαμπά εγώ
τις έβλεπα εντελώς βαριεστημένα, κάτι σαν ανούσιο φαγητό που είσαι υποχρεωμένος
να καταπιείς και ουδέποτε ένιωσα την παραμικρή συμπάθεια ή τρυφερότητα για
κάποια από αυτές. Υποθέτω ότι κι αυτές, από τη δική τους πλευρά έβλεπαν την αδυναμία του μπαμπά σε μένα
σαν εμπόδιο για τον πολυπόθητο γάμο
και την αποκατάστασή τους.
Κάπως
έτσι θα πρέπει να έφτασε ο μπαμπάς στα δώδεκά μου να με βάλει οικότροφο στο
Κολλέγιο και κάπως έτσι ένα χρόνο νωρίτερα η μονιμότερη απ’ όλες αυτές, σε μια εκδρομή μας στη Νέα Κρήτη, με είχε παροτρύνει να πάω
στα βαθιά σε μια άγνωστη θάλασσα, ενώ δεν είχα μάθει κολύμπι ακόμη και ο
πατέρας μου ήταν μακριά μας. Είχα πέσει
τότε σε μια μεγάλη λακκούβα κι έκανα απεγνωσμένες κινήσεις να σταθώ στην επιφάνεια,
βγάζοντας μπουρμπουλήθρες, ενώ εκείνη
είχε αποστρέψει τους οφθαλμούς, λες και δεν μπορούσε να
απλώσει το χεράκι της και να με κρατήσει. Εντάξει, τελικά είχα πατήσει κάπου
και δεν πνίγηκα, και στον γυρισμό πολύ διστακτικά το
είχα πει στην Κούλα, με την παράκληση να μην αναφέρει τίποτα στον
πατέρα μου. Εκείνη, παρά την υπόσχεσή της, το είχε πει βέβαια και ίσως αυτή να
ήταν η χαριστική βολή στον υποτίθεται επικείμενο γάμο τους.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια. Η Κούλα ήταν πάντα μαζί μας, στο σπίτι, στις εργάσιμες και τις
αργίες, στις διασκεδάσεις και στις εξοχές. Το καλοκαίρι
νοικιάζαμε ένα δωμάτιο σε σπίτι του χωριού στο Μπαξέ Τσιφλίκι ή Νέους
Επιβάτες. Όλη την εβδομάδα ή Κούλα κι εγώ ήμασταν μόνοι
μας ενώ το Σάββατο το απογευματάκι ερχόταν με το βαποράκι ο μπαμπάς για να φύγει Κυριακή βράδυ
ή με το πρώτο νωρίς τη Δευτέρα το πρωί.
Φίλους δεν είχα βέβαια εκεί και το
καλοκαίρι σήμαινε για μένα λίγα μπάνια, πολλή μοναξιά,
και αφόρητη βαρεμάρα. Το πόσα περιοδικά διάβασα δεν
περιγράφεται. Μάλιστα με είχαν δει στη
θλίψη μου τα μεγαλύτερα από την Κούλα κορίτσια της οικογένειας που μας φιλοξενούσε και μου έφεραν δέματα με
παλιά περιοδικά από την αποθήκη τους. Αυτό ήταν μια
πραγματική γιορτή για μένα. Πήγαινα και καμιά φορά στ’ αμπέλια με τον μεγάλο τους γιο ή βόλτα με το
καϊκι τους. Η μοναξιά όμως μοναξιά. Εκτός από τις μέρες που είχε καταφέρει μια
χρονιά να έρθει και να μείνει μαζί μας ο
συμμαθητής και φίλος μου ο Λαζαράκης.
Τα τέλη της δεκαετίας του σαράντα
και οι αρχές της δεκαετίας του πενήντα
ήταν μια εποχή λιτότητας και στέρησης,
όχι μόνο υλικής αλλά και πνευματικής
και, βέβαια, ερωτικής. Αναπόφευκτα, ακόμη και για ένα σεμνό νέο
κορίτσι σαν την Κούλα γίνονταν κατά διαστήματα από μεγάλα ή μικρότερα πεινασμένα αρσενικά, κάποια σχόλια σεξουαλικής φύσεως. Όταν έφτανε
κάτι τέτοιο και στα δικά μου αυτιά ντρεπόμουν
αφάνταστα και από τη συστολή της ηλικίας μου αλλά και από το άδικο του
πράγματος.
Τελικά η Κούλα ερωτεύτηκε και
παντρεύτηκε τον Φίλιππα (αρσενική εκδοχή
του ονόματος Φίλιππος), που εγώ δεν τον είχα δει ποτέ αλλά θα πρέπει να ήταν καλό
παλικάρι. Δεν ξέρω πόσο αργότερα και με
ποιον τρόπο, ο Φίλιππας, που ήταν κάργα αριστερός, την πήρε και πήγαν να ζήσουν στην τότε Σοβιετική
Ένωση. Τότε ήταν που χάθηκαν τα ίχνη της Κούλας.
Περίπου τριανταπέντε χρόνια
αργότερα και στη δική μου μέση ηλικία πλέον, ένα
παράξενο τηλεφώνημα με αιφνιδίασε στο γραφείο της εταιρίας μελετών στην
Κατούνη. Ήταν η Κούλα που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, έμενε στο σπίτι της
αδερφής της κάπου κοντά στην παραλία και
ήθελε πολύ να με δει. Συγκινήθηκα φυσικά και πήγα εκεί το ίδιο απόγευμα προς
βράδυ.
Συνάντησα δυο πολύ ευγενικές και συμπαθητικές, μάλλον
ηλικιωμένες πλέον γυναίκες, αγκαλιαστήκαμε με την Κούλα και είπαμε πολλά και διάφορα από
τα παλιά και μερικά από τα καινούριατης ζωής μας. Κάποια στιγμή
μεγάλης συγκίνησης, η Κούλα είπε στην αδερφή της, κοιτάζοντας εμένα: «ο Τόλης είναι το
δικό μουτο παιδί, εγώ τον
μεγάλωσα».
Έκανα ένα καταφατικό νεύμα
χαμογελώντας όσο πιο γλυκά μπορούσα. Ναι, σίγουρα χρωστούσα πολλά στην Κούλα
από την εποχή εκείνη της προσωρινής
ορφάνιας μου αλλά φυσικά ούτε τώρα μπορούσα να τη δω με κάποιο τρόπο ως μητέρα
μου. Όταν λοιπόν εξαντλήθηκε η ανταλλαγή πληροφοριών, το τυπικό και το
ουσιαστικό της επίσκεψής μου, και σηκώθηκα να φύγω, ήταν προφανές από την αμηχανία μας και παρά τις εκατέρωθεν
υποσχέσεις, ότι η επανασύνδεσή μας θα έμενε εκεί.
Μια τελευταία αγκαλιά λοιπόν, κάποιες
ευχές κι ένα αντίο και δεν ξαναείδα
την Κούλα ποτέ πια. Δεν ξαναείδα ποτέ πια το καλό και όμορφο κορίτσι από την
Κρήτη που είχε απαλύνει με την παρουσία του τα τραύματα των παιδικών μου χρόνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου