«Θαύμα!», αναφώνησε ο Φάνης με
την πρώτη κάπως απρόσεχτη ματιά. «Μου αρέσουν αυτές οι μακρόστενες κόκκινες
στέγες των κτιρίων εκεί μακριά στο λιμάνι και το στρόγγυλο κόκκινο κιόσκι του
σε αντίθεση με το γαλάζιο της θάλασσας και το πιο αχνό γαλάζιο του ουρανού. Και
με τις σκόρπιες άσπρες πινελιές των γλάρων. Αλλά, τι γίνεται εδώ κάτω;»
απόρησε με τη δεύτερη κοντινότερη ματιά. «Κοίτα, κοίτα, εδώ απλώνεται μια
άλλη θάλασσα, μια θάλασσα αυτοκινήτων. Έλα από πλάι».
Πήγαν και άνοιξαν τη
μπαλκονόπορτα, βγήκαν έξω, έγειραν ελαφρά στα κάγκελα και κοίταξαν και οι δυο
τους ερευνητικά. Είδαν ολόκληρη την έκταση της Πλατείας Ελευθερίας και όλους
τους δρόμους που την περιβάλλουν, τη Μητροπόλεως, την Ίωνος Δραγούμη, τη
Βενιζέλου και την Κουντουριώτου, ως και την παραλιακή Λεωφόρο Νίκης,
πλημμυρισμένους ασφυκτικά από αυτοκίνητα. Και όχι μόνο τους κεντρικούς δρόμους,
αλλά και τις στενές παρόδους, τους διαδρόμους στους χώρους στάθμευσης της
πλατείας, ακόμη και τα πεζοδρόμια, τη νησίδα στη στάση των λεωφορείων, το χορταριασμένο
χώμα δίπλα στα παρτέρια, κυριολεκτικά το κάθε τι.
Αμέτρητα οχήματα, ως εκεί που
επέτρεπε ο όγκος των κτιρίων να φτάσει το βλέμμα, οριζόντια, κάθετα και
διαγώνια, σχημάτιζαν ένα παράδοξο σταυρόλεξο που παρέμενε άλυτο με όλα τα
κουτάκια του συμπληρωμένα. Αυτοκίνητα κάθε είδους, μεγέθους, τύπου και
ιπποδύναμης, κυρίως ιδιωτικής χρήσης αλλά και φορτηγά, ημιφορτηγά, ταξί,
λεωφορεία, πούλμαν, ένα σκουπιδιάρικο του δήμου κι ένα ασθενοφόρο, αυτοκίνητα
μεγάλα και μικρά, μακριά και κοντά, ψηλά και χαμηλά, αυτοκίνητα άσπρα, μαύρα,
κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, μπλε και γκρίζα. Και μοτοσικλέτες που είχαν
εισχωρήσει, για να σφραγίσουν λες τα ελάχιστα κενά διαστήματα. Από ψηλά ένα
πολύχρωμο μωσαϊκό από μεταλλικές στέγες σαν καύκαλα μεταλλαγμένης χελώνας.
Τα μόνα που προεξείχαν και
ξεχώριζαν, εκτός από τα δέντρα, ήταν δυο-τρία κλειστά περίπτερα, οι φανοστάτες,
οι στύλοι με τα σήματα της τροχαίας και τα στέγαστρα για το κοινό στις στάσεις
των λεωφορείων. «Δεν κινείται απολύτως τίποτα», διαπίστωσε ο Φάνης, ενώ έφτασε
στ’ αυτιά τους μια εκκωφαντική συγχορδία από κορναρίσματα. «Και οι πεζοί τι
έγιναν; Βλέπεις εσύ κανένα πεζό πουθενά;» « Όχι, δεν υπάρχει ούτε για δείγμα»,
απάντησε η Αλκμήνη μετά από λίγο. «Έτσι κι αλλιώς είναι από χρόνια υπό
διωγμό. Τα αυτοκίνητα έσπασαν τα πασαλάκια και καβάλησαν τα πεζοδρόμια, πού να
σταθεί πεζός και πού να βαδίσει; Αστεία εικόνα δεν είναι όμως, φοβερά αστεία,
όπως σε κωμωδία του βουβού κινηματογράφου;»
«Ξεκαρδιστική. Φοβάμαι όμως μήπως
καταλήξει σε κλάματα. Τι να σου κάνουν μετά και οι πάνθηρες; Οι γάιδαροι τελικά
θριάμβευσαν. Όπως συμβαίνει παντού και πάντοτε». «Ποιοί πάνθηρες;»
«Α, δεν έχεις διαβάσει; Οι
πάνθηρες είναι κάποιου είδους ειρηνικό αντάρτικο της πόλης ενάντια στους
ιμπεριαλιστές οδηγούς, όπως τους ονομάζουν. Μια παρέα εξοργισμένων κατοίκων που
αποφάσισαν να αναλάβουν δράση ως ακτιβιστές του πεζοδρομίου. Σχεδίασαν και
τύπωσαν
φωσφορίζοντα αυτοκόλλητα με
ένα γάιδαρο στο τιμόνι να παραδέχεται: “Είμαι γάιδαρος ! Παρκάρω όπου
γουστάρω”. Τιμωρούν λοιπόν όσους παρκάρουν παράνομα, βάζοντας το αυτοκόλλητο
στα τζάμια του αυτοκινήτου».
«Ωραίο, πρωτότυπο, αλλά μάλλον
πρόκειται για ασπιρίνη. Σιγά να μην έλυνε το πρόβλημα. Πόσοι γάιδαροι έπαψαν να
είναι γάιδαροι;» «Έχεις δίκιο. Ούτε κι εγώ που έκανα το κάτι παραπάνω το έλυσα.
Ήταν περισσότερο για εκτόνωση και δεν περίμενα βέβαια ότι θα το λύσω».
«Μπα, τι έκανες; Δεν μου το
είπες».
« Δεν έτυχε … να ομολογήσω
τις αυτοδικίες μου. Ήταν ενέργειες της στιγμής, συμπτωματικές, αυθόρμητες. Είχα
τη μηχανή, φορούσα και τη μαύρη φόρμα μου, ίδιος πάνθηρας. Λιγάκι σιτεμένος βέβαια.
Τι έκανα; Ε, να, τίποτα σοβαρό, μερικά χαστουκάκια, ένα παρμπρίζ σπασμένο.
Πάντα σε μεγάλα γαϊδούρια. Και μια
προκήρυξη που σκαρώσαμε με κάτι φίλους και μοίρασα στο κέντρο της πόλης. Την
έστειλα και στα μέσα δημοσιότητας».
«Αποκαλύπτεται μια άλλη πλευρά
του εαυτού σου», είπε η Αλκμήνη χαμογελώντας αβέβαια.
«Βία στη βία του συστήματος»,
προσπάθησε να το διασκεδάσει εκείνος. «Αποκαλύπτονται τα όρια της ανοχής μου
και τη αντοχής μου»
«Θέλω να μου τα περιγράψεις με
κάθε λεπτομέρεια. Και να μου δείξεις την προκήρυξη».
«Καλά, άστο αυτό όμως για
αργότερα. Αύριο, μεθαύριο. Το πρόβλημα είναι εδώ τώρα. Δεν βλέπω κίνηση στα
γραφεία των άλλων κτιρίων, δεν βλέπω ούτε ένα μαγαζί ανοιχτό. Έχω την εντύπωση
ότι τα πράγματα είναι σοβαρότερα από άλλες φορές. Λες να είχαν δίκαιο οι
συγκοινωνιολόγοι στις
προβλέψεις τους; Πλήρης
εγκλωβισμός και απόλυτη ακινησία. Φαντάζομαι το βρισίδι που θα πέφτει κάτω».
Ξαφνικά η Αλκμήνη τρόμαξε. «Μήπως
είμαστε κι εμείς αποκλεισμένοι, φυλακισμένοι εδώ μέσα; Πώς θα φύγουμε;»
«Δεν νομίζω», την καθησύχασε ο
Φάνης. «Κάποια στιγμή θα ξεφρακάρει τα κονσερβοκούτια η τροχαία και θα αρχίσουν
πάλι να τσουλάνε».
«Ρε Φάνη, με αυτή την πλημμύρα
δεν μπορούν ούτε πόρτα να ανοίξουν. Να, μερικοί νεώτεροι οδηγοί που προσπαθούν
να βγουν από τα παράθυρα των αυτοκινήτων».
«Για να πάνε πού και πώς; Πάνω
απ’ τις στέγες να παραπονεθούν στον δήμαρχο; Ή στον νομάρχη;»
«Τι ώρα είναι, οκτώ και είκοσι;
Φάνη, αρχίζω να ανησυχώ σοβαρά. Δεν υπάρχει άλλη έξοδος από το κτίριο;»
«Άλλη έξοδος στον ίδιο δρόμο ή
στον πλαϊνό; Κι από κει, να πάμε πού; Έλα, ηρέμησε. Χαλάρωσε και δώσε μου
ένα φιλάκι. Έτσι. Εσύ πήγαινε μέσα και κάθισε, κάνε ένα καφέ ακόμα, κι εγώ θα
κατεβώ στην είσοδο της οικοδομής, να ρίξω μια ματιά από κοντά και να μιλήσω με
τους οδηγούς. Στο μεταξύ, τηλεφώνησε τη μητέρα σου και τον παιδικό σταθμό ότι
θα αργήσεις καμιά ώρα. Πάρε και στη φίλη σου, να ξέρει ότι συνεχίζουμε να
είμαστε στο σπίτι της. Σε ένα τέταρτο θα είμαι πίσω. Εντάξει;»
Κύλησε όμως πάνω από μισή ώρα
πριν ακουστεί και πάλι ο χαρακτηριστικός ήχος του ασανσέρ.
Όταν άνοιξε η εξώπορτα, εμφανίστηκε ένας Φάνης συνοφρυωμένος που δάγκωνε
τα χείλη του. Βρήκε την Αλμήνη κουλουριασμένη στον καναπέ, με ένα
σταχτοδοχείο γεμάτο μισοκαπνισμένα τσιγάρα, να μαλάζει τα μπλεγμένα δάχτυλά της
με μια απερίγραπτη έκφραση στο πρόσωπο.
«Να τηλεφωνήσω είναι μια
κουβέντα», του είπε. Δεν λειτουργούν ούτε τα κινητά, ούτε τα σταθερά του
γραφείου. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια βλάβη στο δίκτυο. Το πιθανότερο είναι ότι
όλοι προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τους δικούς τους και ότι οι γραμμές είναι
υπερφορτωμένες. Τι θα κάνουμε;»
«Με συγχωρείς που άργησα αλλά τα
πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Τα γραφεία του κτιρίου μας είναι όλα άδεια, το
ίδιο και το κυλικείο. Δεν υπάρχει ψυχή στην οικοδομή. Υποθέτω ότι δικηγόροι, ασφαλιστές,
προσωπικό, είναι όλοι αποκλεισμένοι κάπου στον δρόμο, μέσα σε αυτοκίνητα, λεωφορεία,
ταξί, σε κάθε είδους τροχοφόρα. Φαίνεται ότι αυτό συμβαίνει σε όλο σχεδόν το πολεοδομικό
συγκρότημα της Θεσσαλονίκης. Έτσι τουλάχιστον πιστεύουν οι οδηγοί που
βρίσκονται ακριβώς έξω από την είσοδο του κτιρίου».
Κάθισε στον καναπέ και τέντωσε τα
πόδια, ύστερα ήπιε την τελευταία μισή γουλιά από τον κρύο καφέ, ανάμικτη με
ντελβέ, σκούπισε το κατακάθι από τα χείλη του και άναψε τσιγάρο. «Λοιπόν, δεν είναι
μόνο αδύνατον να πάει κανείς πουθενά, είναι σχεδόν αδύνατον να βγει από το
κτίριο. Η ασφυξία είναι πλήρης. Κατάφερα
με τα χίλια ζόρια να προχωρήσω ανάμεσα και πάνω από τα αυτοκίνητα περίπου
τριάντα μέτρα ως τη γωνία του τετραγώνου. Από κει και πέρα κόλαση. Εκνευρισμός,
βρισιές», “τι κορνάρεις, ρε μαλάκα, που νομίζεις ότι μπορώ να πάω;”, «τέτοια.
Αν υπήρχε χώρος θα είχαν σκοτωθεί. Και το πώς γύρισα, εγώ το ξέρω μόνο,
σκέτος ακροβάτης έγινα».
«Μου φαίνεται τρελό, ένας
εφιάλτης που βλέπω πρωί- πρωί και δεν μπορώ να το χωνέψω. Και πόσο λες ότι θα
κρατήσει αυτή η ιστορία;»
«Αυτό είναι εντελώς άγνωστο και
απρόβλεπτο. Αν υπάρχουν αρχές και υπεύθυνοι και αν κάτι συνεχίζει να λειτουργεί
σ’ αυτή τη χώρα, η τροχαία θα πρέπει να τα ξεμπλοκάρει σχετικά γρήγορα. Για
καλό και για κακό όμως, εμείς θα πρέπει να δεχτούμε ότι θα μείνουμε εδώ, ίσως
ως το μεσημέρι». Γύρισε, την αγκάλιασε,
τη χάιδεψε και της είπε με χαμηλή απαλή φωνή. «Τα παιδιά σου είναι απολύτως
ασφαλή στο σπίτι με τη μητέρα σου και τα μικρά δεν θα πήγαν στον παιδικό
σταθμό. Άρα, δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός λόγος ανησυχίας».
«Καλά, αυτό είναι μια παρηγοριά.
Δεν θα πρέπει να μεταδίδουν έκτακτα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση; Στην ΕΤ3
τουλάχιστον;»
«Δυστυχώς, ο φίλος μου
απεχθάνεται το κουτί και δεν το έχει βάλει στο γραφείο του».
«Ούτε ραδιόφωνο δεν έχει;».
« Δεν ξέρω, ας ψάξουμε. Καλύτερα
όμως να αρχίσουμε να συνηθίζουμε στην ιδέα ότι, για ένα διάστημα, δεν ξέρω
πόσο, θα είμαστε κλεισμένοι εδώ. Πες ότι δεν πρόκειται για δικηγορικό γραφείο στον
όγδοο όροφο μιας οικοδομής στο κέντρο της πόλης αλλά για την κορυφή ενός
βουνού, για ένα νησί, για ένα μέρος μακρινό όπου
έχουμε πάει ταξίδι εσύ κι εγώ, κι είμαστε μόνοι μας, μόνοι με τον ουρανό.
2 σχόλια:
..εφιάλτης(οικείος πια)στους δρόμους με τα τροχοφόρα..όχι πολύ μακριά απ' την πραγματικότητα..μάλλον επικίνδυνα κοντά..
..αιφνιδιασμός και απομόνωση - θέματα που προσεγγίζεις με την κλασική ηρεμία αλλά και δίκαιη οργή, την ανθρωπιά και τη δεινή περιγραφική μαεστρία σου..!
Χρόνια Πολλά, πολύτιμε Τόλη, υγιή και δημιουργικά, για σένα και όσους αγαπάς!
Σε ευχαριστώ, Χριστίνα μου. Εκτός από την καθημερινή πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι μας, αφορμή για το μυθιστόρημα αυτό μου έδωσε και μια προ κρίσης πρόβλεψη των συγκοινωνιολόγων ότι το 2012 τα αυτοκίνητα θα φράκαραν στους δρόμους της Αθήνας. Δηλαδή, λίγο πολύ αυτό που περιγράφω εγώ για το κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Χρόνια πολλά, Χριστίνα μου, και ένα πιο φωτεινό και αισιόδοξο 2013.
Δημοσίευση σχολίου